e-περιοδικό της Ενορίας Μπανάτου εν Ζακύνθω. Ιδιοκτήτης: Πρωτοπρεσβύτερος του Οικουμενικού Θρόνου Παναγιώτης Καποδίστριας (pakapodistrias@gmail.com), υπεύθυνος Γραφείου Τύπου Ι. Μητροπόλεως Ζακύνθου. Οι δημοσιογράφοι δύνανται να αντλούν στοιχεία, αφορώντα σε εκκλησιαστικά δρώμενα της Ζακύνθου, με αναφορά του συνδέσμου των αναδημοσιευόμενων. Η πνευματική ιδιοκτησία προστατεύεται από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Τα νεότερα στα θεματικά ένθετα

Παρασκευή 3 Απριλίου 2009

Ο Ακάθιστος Ύμνος

Γράφει η Διονυσία Μούσουρα-Τσουκαλά

Ο Ακάθιστος Ύμνος σήμερα, ή όπως οι περισσότεροι αναφέρονται σε αυτόν, «Οι Τελευταίοι Χαιρετισμοί».
Πάντα αυτές οι ημέρες ιδιαίτερα νοσταλγικές. Με φέρνουν πίσω στα χρόνια που τόσο η ζωή όσο κι οι άνθρωποι, ήταν πολύ πιο εύκολοι και απλοί, χωρίς μεγάλες αξιώσεις και απαιτήσεις, είχαν πολύ λιγότερα από ό,τι οι σημερινοί, η ζωή τους πολύ πιο σκληρή, κι όμως, δόξαζαν κι ευχαριστούσαν το Θεό. «Μπερκέτι Θεέ μου», άκουγα τη συχωρεμένη τη Νόνα μου να λέει καθημερινά.
Οι θύμησες αυτών των ημερών και η ιερότητά τους με ακολουθούν ακόμα.

Πιο ζωντανές στη μνήμη, οι ακολουθίες από τον μελωδικότατο παπά Μούσουρα, τον αλησμόνητο παπάκη μου, στη Χρυσοπηγή, στην Μπόχαλη...
Μα, έτσι όπως τα σκεφτόμουνα απόψε, ιδιαίτερα ίσως, που δεν κατάφερα να πάω στην εκκλησία, ήλθε στη θύμηση μια άλλη τέτοια Παρασκευή των Τελευταίων Χαιρετισμών, όχι στην Μπόχαλη αυτή τη φορά, αλλά στο Μπανάτο, στην εκκλησία της Παναγούλας.
Πάνε πολλά, πάρα πολλά χρόνια από τότε, είχα πάει στο Μπανάτο στη Νόνα, το Νόνο μου κι όλα τα ξαδέλφια και θείους/ες. Από νωρίς, άκουγα τις θειάδες μου με τις γειτόνισσες να συζητάνε για το πώς θα «βολευτούν» οι νυφάδες το βράδυ στην εκκλησία.
Κείνα τα χρόνια, αγνοώ αν ισχύει ακόμα, ήταν όχι απλά έθιμο, αλλά απαράβατος κανόνας, οι αρραβωνιασμένες, όταν πήγαιναν στην εκκλησία, να κάθονται σε τιμητική θέση, στη Μπάγκα, εκεί που συνήθως κάθονταν οι Επίτροποι. Συνήθως δεν υπήρχε πρόβλημα γιατί δεν συνέπιπτε συχνά να είναι ταυτόχρονα περισσότερες από δύο το πολύ τρεις αρραβωνιασμένες στο χωριό. Εκείνη τη χρονιά όμως υπήρχαν κάπου έξη αρραβωνιασμένες και οι θέσεις στη Μπάγκα, μόνο τέσσερις, εξ ου και οι συζητήσεις και η αγωνία τι θα γίνει το βράδυ.
Εφημέριος ήταν τότε ο αείμνηστος νουνός μου, ο παπά Χαράλαμπος Κοντονής, ο ονομαζόμενος και παπά Κουμπούρας, δυναμικός, βροντερός και άνθρωπος που δεν δίσταζε να εκφέρει τη γνώμη του ποτέ και πουθενά.

Σούσουρο στο χωριό από νωρίς για το τι θα γίνει απόψε και ψίθυροι στην εκκλησία για το πώς θα βολευτούν οι «νυφάδες». Η εκκλησία ασφυκτικά γεμάτη, οι νυφάδες, στολισμένες με τα καινουριοραμμένα για την περίσταση ρούχα, επιδεικνύοντας και τα χρυσαφικά που τους πρόσφερε ο γαμπρός και οι συμπεθέροι, βγαλμένες από κομμωτήριο, κάτι που δεν ήταν και τόσο απλό για κείνα τα χρόνια, συναγωνιζόμενες η μια την άλλη σε καμάρι και περηφάνια, διεκδικούσαν όλες τη θέση που δικαιωματικά τους ανήκε... θέση που κάθε κοπέλα ονειρευόταν να διεκδικήσει κάποια μέρα, διαλαλώντας με αυτό τον τρόπο σε όλο το εκκλησίασμα, ακόμα και σε τυχόν ξενοχωρίτες που παρευρίσκονταν εκεί, τη μεγάλη τους ευτυχία.

Μα, με όση διακριτικότητα κι αν γίνονταν οι ψίθυροι μεταξύ των νυφάδων και των επιτρόπων για διαπραγμάτευση των θέσεων και εξεύρεση λύσης αφού καμιά δεν υποχωρούσε, σε τόσο ιερούς χώρους όπου συνήθως επικρατεί απόλυτη σιγή από το εκκλησίασμα, δεν άργησε να «μυριστεί» ο παπάς τι γίνεται κάτω. Αφού προσπάθησε, μεταξύ πρώτης και δεύτερης Στάσης των Χαιρετισμών να νουθετήσει τους εμπλεκόμενους, κεραυνοβολώντας άπαντες με τα μάτια χωρίς αποτέλεσμα, βγαίνει κάποια στιγμή στη Μεσαία Πύλη, και προσπαθώντας να κάνει όσο πιο ήπια τη φωνή, αν ήταν δυνατόν, αλλά και να κρύψει την οργή του, διέταξε όλες τις νυφάδες να φύγουν από εκεί, να καθίσουν κάτω στις καρέκλες μακριά από τη Μπάγκα και άμα θέλουν πρωτεία και μεγαλεία, να μην περιμένουν να έρχονται μόνο σε αυτές τις ακολουθίες για να κάνουν το κομμάτι τους, επειδή γνώριζαν πως η εκκλησία θα ήταν γεμάτη κόσμο, αλλά να εκκλησιάζονται κάθε Κυριακή, όπως οφείλουν, και να κάθονται με τη σειρά στην τιμητική θέση.
Δεν ξέρω πώς ένιωσαν οι κοπελιές, ούτε ψύλλος στον κόρφο τους, γεγονός όμως είναι, ότι ο νουνός μου συνέχισε ανενόχλητος και ατάραχος την ακολουθία του Ακάθιστου και για πολύ καιρό μετά συζητιόταν το περιστατικό τόσο στα μαγαζιά, όπου έπαιζαν ρόλο και καφενείου για τους άνδρες εκείνα τα χρόνια, αλλά και στην Τρόμπα, όπου πήγαιναν οι γυναίκες για νερό, χωρίς να βρουν λύση που να ικανοποιεί όλους.

Χρόνια Πολλά από καρδιάς σε όλους, λοιπόν, και προσοχή στις «θέσεις».
Με την αγάπη μου,
δ.μ.τ.
[Η φωτό είναι λεπτομέρεια παλαιάς άσχετης φωτογραφίας, από το Αρχείο π. Π.Κ.]

4 σχόλια:

None είπε...

Μού άρεσε η ιστοριούλα αυτή. Να είσθε καλά κυρία μου!

Daniel είπε...

κι εσείς αγαπητή/έ None, ακόμα καλύτερα. ευχές πολλές για Καλό Πάσχα.
δ.μ.τ.

Μπανατιώτης είπε...

Την είχε αυτή τη δυναμική στάση ο παπαΚουμπούρας... Τον τρέμαμε εμείς τα παιδιά.

Daniel είπε...

Αγαπητέ συγχωριανέ,
Ακόμα κι εγώ που ήμουν βαφτιστήρα του, τον σεβόμουν, αλλά και τον έτρεμα...μολονότι ήταν πάντα καλός μαζί μου...

πολλές ευχές,
δ.μ.τ.