e-περιοδικό της Ενορίας Μπανάτου εν Ζακύνθω. Ιδιοκτήτης: Πρωτοπρεσβύτερος του Οικουμενικού Θρόνου Παναγιώτης Καποδίστριας (pakapodistrias@gmail.com), υπεύθυνος Γραφείου Τύπου Ι. Μητροπόλεως Ζακύνθου. Οι δημοσιογράφοι δύνανται να αντλούν στοιχεία, αφορώντα σε εκκλησιαστικά δρώμενα της Ζακύνθου, με αναφορά του συνδέσμου των αναδημοσιευόμενων. Η πνευματική ιδιοκτησία προστατεύεται από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Τα νεότερα στα θεματικά ένθετα

Παρασκευή 13 Δεκεμβρίου 2013

Ο Σπύρος και η Βασούλα

Γράφει η ΔΙΟΝΥΣΙΑ ΜΟΥΣΟΥΡΑ-ΤΣΟΥΚΑΛΑ από τη Μελβούρνη

Κάτι άλλο είχα προγραμματίσει να μοιραστώ μαζί σας, αλλά η γνωριμία μου σήμερα με τον 95χρονο Νικόλα, σε επαγγελματικό ραντεβού, άλλαξε τη ρότα!
          Γνώριζε πολλά για μένα, μολονότι, δεν είχαμε συναντηθεί ξανά, γιατί παρά το προχωρημένο της ηλικίας του, έχει πλήρη διαύγεια, μνήμη ελέφαντα και χιούμορ αστείρευτο. Λόγω κινητικών προβλημάτων, αυτός και ο λόγος εισαγωγής του στο Νοσοκομείο, περνούσε πολλές ώρες την ημέρα διαβάζοντας όλες τις ελληνικές εφημερίδες που κυκλοφορούν τέσσερις φορές την εβδομάδα και ακούει ελληνικό ραδιόφωνο μέρα-νύχτα, οπότε είναι πλήρως ενημερωμένος για τα δρώμενα στην παροικία, σε όλους τους τομείς! Όπου και οι γνώσεις του για το άτομο μου.
          Αφού τελείωσαν τα διαδικαστικά, τον συνόδευσα στο θάλαμο κι έμεινα, ως συνήθως, για λίγο μαζί του. Άρχισε, χωρίς προλόγους, να μου λέει ότι θέλει να γράψω για τους γονείς του, το Σπύρο και τη Βασούλα. Για να είμαι ειλικρινής, επειδή δέχομαι συχνά τέτοιες προτάσεις, κράτησα επιφυλακτικότητα, χωρίς να υποσχεθώ. Μια μικρή παρένθεση εδώ. Πριν λίγα χρόνια, πλησιάστηκα μέσα σε ένα χρόνο από τέσσερα άτομα, που βρίσκονταν στο κατώφλι του θανάτου, τα οποία ούτε λίγο ούτε πολύ μου ζήτησαν να γράψω, επί αμοιβή(!) και δη αδρή, την ιστορία της ζωής τους, αφού θα μου έδιναν στοιχεία συν πολυσέλιδες σημειώσεις που είχαν κρατήσει εκείνοι για χρόνια. Φυσικά και δεν δέχτηκα. Εξ ου και η επιφυλακτικότητα στο γέρο Νικόλα!
          Τον άφησα να μιλήσει κι εγώ απλά άκουγα. Δεδομένου ότι ο Νικόλας ήταν το ενδέκατο παιδί της φαμελιάς (δώδεκα τον αριθμό όλα!), μιλάμε για πάνω από 100 χρόνια πριν! Χείμαρρος ο γέροντας! Μιλούσε με τόσο καμάρι και περηφάνια!
          Έπρεπε να έβλεπες τον πατέρα μου, λεβέντης από τους λίγους, ήταν Χωροφύλακας αλλά βαθμοφόρος και σαν περνούσε καβάλα στο άλογό του, έτριζε ο τόπος από τα νιάτα και την ομορφιά του. Είχε και τον τρόπο του, τα προξενιά πήγαιναν κι έρχονταν κάθε Κυριακή, μα εκείνος δεν αποφάσιζε. Μα όταν γνώρισε τη Βασούλα, όλα αλλάξανε!
          Ξεπέζεψε ο Σπύρος να ανασάνει το ζωντανό να το ποτίσει και να πιει κι ο ίδιος νερό. Περνούσε συχνά από κει, γιατί ανήκε στην περιφέρεια του και γνώριζε πως υπήρχε πηγή που το νερό κατέβαινε από το βουνό του Άι Πέτρου. Γάργαρο κελαρυστό κυλούσε το νερό, μα πιο κελαρυστό, γάργαρο κι ολόδροσο το γέλιο των δυο  κοριτσιών που γέμιζαν τις στάμνες τους, αδελφές πρέπει να ‘ναι σκέφτηκε ο Σπύρος,  γιατί έμοιαζαν πολύ γύρω στα 13-14 η μικρή και 16, το πολύ 17, η μεγάλη η Βασούλα. Κεραυνοβόλος έρωτας!!! Έρωτας αμίλητος, ακουβέντιαστος, πού και πώς να τολμήσει ο Σπύρος να μιλήσει, που δέθηκε η γλώσσα του από τη σαστισμάρα. Για κάμποσα λεπτά την κοιτούσε σα χαμένος, κάποια στιγμή συνήλθε, περισσότερο από το φόβο του μήπως φύγουν τα κορίτσια και τα χάσει. Με προσπάθεια να μην τρέμει η φωνή του, ρώτησε πώς τις λένε, πετάχτηκε η μικρή γελαστή και ζωηρή:
               -Λένα με λένε εμένα και την αδελφή μου Βάσω, μα τη φωνάζουμε όλοι στο σπίτι Βασούλα, είναι η χαϊδεμένη του πατέρα μου, γιατί έχει το όνομα της Νόνας μου της μάνας του που πέθανε νέα, Βασούλα τη φώναζαν κι εκείνην. 
          Την αποπήρε η Βασούλα, που μιλούσε έτσι σε ξένο άνθρωπο και μάλιστα Χωροφύλακα! Άλλα έλεγαν τα μάτια της όμως, μολονότι κρατούσε χαμηλό το βλέμμα. Από κείνη την ημέρα λες κι έστηνε καρτέρι ο Σπύρος, έσμιγε «τυχαία» με τη Βασούλα στη βρύση, εκεί όπου σταματούσε να ποτίσει το άλογο του. Με ματιές στην αρχή, μισόλογα μετά, πιο ολοκληρωμένες κουβέντες αργότερα, της είπε ότι θα τη ζητήσει από τον πατέρα της. Τρομοκρατήθηκε το κορίτσι και του λέει αυτό δε γίνεται γιατί είμαστε πολύ φτωχοί στη φαμελιά μου κι εσύ καλοστεκούμενος άσε που έχεις και το μισθό σου.
          -Εγώ εσένα αγαπώ και θέλω, της λέει, και δεν μ΄ ενδιαφέρει για προίκες.
          Καλά τα έλεγε ο Σπύρος μα όταν το άκουσε ο πατέρας του έγινε θηρίο.
          -Τι λες μωρέ, θα αφήσω εγώ να σε τυλίξει του Μ... η κόρη, που δεν έχουν δικό τους καλαμιώνα να στήσουν μπερντέ να κάνουν την ανάγκη τους;
          Μαθεύτηκε στο χωριό πως ο Σπύρος αγαπούσε τη Βασούλα, αλλά δεν τη θέλουν οι δικοί του επειδή είναι φτωχή, το κουβεντιάζανε οι γυναίκες στη βρύση, οι άνδρες στο καφενείο του χωριού, στα διπλανά χωριά που νοστιμεύονταν το νεαρό Σπύρο πολύφερνες νύφες και το θέμα έπαιρνε απρόβλεπτες διαστάσεις, με πολλούς να υποστηρίζουν τα δύο νέα παιδιά κι άλλους να παίρνουν το μέρος πότε της μιας οικογένειας πότε της άλλης.
          Φτωχός, μα περήφανος, ο πατέρας της Βασούλας, πιάνει στο καφενείο μια μέρα το Σπύρο κι ενώπιον όλων του λέει πως εκείνος τη θυγατέρα του δεν την έχει για πέταμα, ούτε βιάζεται να την παντρέψει, θα πάρει άντρα που θα ξέρει να τιμήσει τις αρετές και την ομορφιά της και δε θα την δώσει σε φαμελιά που γνοιάζονται μόνο για τα λεφτά και  δεν την θέλουν!
          Ντροπιάστηκε ο Σπύρος, μα δεν έβγαλε άχνα, όχι μόνο γιατί αναγνώριζε πως είχε δίκιο ο πατέρας της αλλά επί πλέον δεν ήθελε επ’ ουδενί να έλθει σε ρήξη και μάλιστα δημοσίως με το μέλλοντα πεθερό του, γιατί τότε καμιά ελπίδα να του τη δώσει.
          Περνούσε ο καιρός, ανυποχώρητες κι οι δύο οικογένειες και οι ερωτευμένοι να μαραζώνουν. Στη βρύση δε συναντήθηκαν άλλη φορά γιατί τώρα που μαθεύτηκε, ήταν πολύ επικίνδυνο. Ο έρωτας, όμως, νικάει όλα τα εμπόδια και βρίσκει πάντα τρόπο. Τα παιδιά συναντιόνταν κρυφά στο σπίτι μιας θείας της Βασούλας που έτρεφε συμπάθεια για το δράμα των παιδιών αφού κι εκείνη είχε περάσει παρόμοιες καταστάσεις, όταν ερωτεύτηκε τον Παναγιώτη τον άνδρα της.
          Είχαν περάσει πάνω από δυο χρόνια από την πρώτη συνάντηση του Σπύρου με τη Βασούλα, αλλά ακόμα καμιά υποχώρηση, ούτε οι μεν ούτε οι δε! Από μηχανής θεός η θεία! Κάθισαν, κατέστρωσαν το σχέδιο, συζήτησαν κάθε λεπτομέρεια, πολύ διστακτικά τα παιδιά γιατί ήταν πολύ τολμηρό αυτό που σχεδίαζε η θεία, αλλά βλέποντας πως δεν υπήρχε άλλη λύση, δέχτηκαν. Η θεία πρότεινε να φέρουν προ τετελεσμένου γεγονότος όλους, με τέτοιο τρόπο που να μην μπορεί πλέον να αρνηθεί κανείς το γάμο των παιδιών.
          Έτσι, ξεκινάει μια και δυο, πρώτα στου Σπύρου το σπίτι και ούτε λίγο ούτε πολύ τους λέει πως η Βασούλα είναι έγκυος περιμένει το εγγόνι τους και απειλεί να πέσει στο πηγάδι να πνιγεί όλο με το μωρό γιατί δε θα αντέξει την ντροπή! Καταλαβαίνετε, τους λέει, ποια θα είναι η θέση σας, που όλο το χωριό και όχι μόνο, θα μάθει πως αφήσατε να σκοτωθεί αθώα κοπέλα και να σκοτώσει και το εγγόνι σας! Φονιάδες θα σας φωνάζουν όχι μόνο τώρα αλλά η ρετσινιά θα ακολουθάει τη φαμελιά σας για πολλές γενιές!
          Βόμβα να 'χε πέσει στο κεφάλι τους καλύτερα θα ήταν παρά αυτά τα μαντάτα...γιατί η θεία τους τόνισε πως έτσι που τα έκαναν θα πρέπει να παρακαλέσουν τον πατέρα της για να δεχτεί πια αυτό το γάμο κι αν τον δεχτεί. Όντας περήφανος Ζακυνθινός μπορεί και να προτιμούσε να αφανιστεί το θηλυκό του παρά να ντροπιαστεί στην κοινωνία και να πέσει επαίτης στον ψωροχωραΐτη! Κι όσο για το Σπύρο, καλύτερα να εξαφανιστεί από τη Ζάκυνθο για πάντα! Τάδε έφη η θεία κι αποχώρησε με το κεφάλι ψηλά!
          Μετά, πάει στον αδελφό της τον πατέρα της Βασούλας και του λέει, το και το, ξεφουρνίζοντάς του την ίδια ιστορία. Η Βασούλα φυσικά δε ζύγωσε σπίτι της έμεινε στη θεία για αρκετό καιρό. Κεραυνός εν αιθρία για τον πατέρα!!!! Αρπάζει την καραμπίνα και πάει να καθαρίσει το Σπύρο, όσο για το ξεμυαλισμένο του θηλυκό, να ‘ναι σίγουρη πως δε θα καλοπεράσει κι ούτε να το σκεφτεί πως θα γεννήσει το... μούλικο του Σπύρου! Κάλιο το ‘χει να τη σφάξει σαν αρνί.
          Σούσουρο μεγάλο στο χωριό γιατί η θεία φρόντισε πολύ... έντεχνα και με «απόλυτη εχεμύθεια», εμπιστευόμενη τάχα δυο τρία άτομα να μαθευτεί στα γύρω χωριά και στη χώρα τι συμβαίνει! Ε, ρε και βρήκαν ασχολία οι αργόσχολοι και όχι μόνο! Δεν είχαν μούτρα να βγουν έξω από τις δύο φαμελιές, αλλά οι απειλές εκατέρωθεν για φονικά, έδιναν κι έπαιρναν. Ο φόβος κυριαρχούσε παντού πως από στιγμή σε στιγμή θ’ ακούσουν τα σμπάρα! Έπεσαν συγγενείς, έπεσαν χωριανοί να συμβιβάσουν τις δύο φαμελιές, δείχνει κάποια μικρή υποχωρητικότητα η φαμελιά του Σπύρου, αλλά ο πατέρας της Βασούλας ανένδοτος!... Σιγά και μη δώσει το κορίτσι του σ’ αυτούς τους ανήθικους, τους δεκαρόπιστους και πολλά άλλα! Κάπου τα παιδιά άρχισαν να φοβούνται και ν’ αμφιβάλουν, αν το σχέδιο της θείας ήταν καλό. Εκείνη, όμως, τους διαβεβαιώνει πως ξέρει τι κάνει, λίγο ακόμα και θα δουν!
          Οπότε βάζει σ’ εφαρμογή το δεύτερο μέρος του σχεδίου της! Αφού μιλάει στον παπά του χωριού -όχι την πλήρη αλήθεια φυσικά-, πηγαίνουν κι οι δυο μαζί στο Δεσπότη στη χώρα, που είχαν φτάσει στα αυτιά του οι ψίθυροι και τον παρακαλούν, όχι μόνο να επέμβει, αλλά να μεσολαβήσει δραστικά, εξασφαλίζοντας πρώτα τη συγκατάθεση του πατέρα του Σπύρου για το γάμο και μετά, πηγαίνοντας μαζί με τον παπά και τη θεία, να πείσουν τον πατέρα της Βασούλας να υποχωρήσει και να δεχτεί το γάμο να μη γίνουν φονικά και χαθούν αθώοι άνθρωποι!
          Όπως ήταν επόμενο, με την επιτυχή επέμβαση του Σεβασμιότατου, που τον σέβονταν  κι εκτιμούσαν όλοι, υποχωρούν όλοι και... σε δυο βδομάδες μέσα τούς στεφάνωσε ο ίδιος ο Δεσπότης, παρακαλώ! Αφού τελείωσε το μυστήριο, πήρε το λόγο ο γαμπρός και τους ομολογεί πως όχι έγκυος δεν είναι η Βασούλα, αλλά ούτε που έχει αγγίξει χέρι επάνω της γιατί την αγαπάει και τη σέβεται και ποτέ δε θα έκανε κάτι τέτοιο! Αλλά δεν είχαν άλλον τρόπο για να λογικευτούν οι γονείς τους! Φυσικά ακούστηκαν πολλά σμπάρα κι από τις δύο φαμελιές! Μα, σμπάρα χαράς και γλεντιού! Γιόρταζαν όχι μόνο το γάμο των παιδιών, αλλά και το ήθος τους! Το μόνο που αρνήθηκε να μου πει ο γέρο Νικόλας, επειδή είμαι κι εγώ από κει και... δεν κάνει (!), είναι από ποιο χωριό ήταν η Βασούλα, αόριστα, όμως, μου ομολόγησε... κάπου στον Κάμπο και φυσικά, δεν επέμενα.
          Έτσι ζήσανε αυτοί καλά κι ο 95χρονος σήμερα Νικόλας, πολύ ευτυχισμένος που πριν κλείσει τα μάτια θ' αξιωθεί να δει την όμορφη ιστορία των γονιών του «γραμμένη στο χαρτί»!
          Καθυστέρησα λίγο, γιατί ήθελα να την διαβάσω πρώτα στο Νικόλα και να πάρω την έγκρισή του πριν δημοσιευτεί! Οι ευχές του με συγκίνησαν πολύ!
          Με την αγάπη μου πάντα,
          δ.μ.τ. 

6 σχόλια:

Μαρία Σ είπε...

Διονυσία
Όπως πάντα η γραφή σου με συνεπαίρνει.
Νομίζω ότι ζω μέσα στην ιστορία!
Να είσαι πάντα καλά και να μεταφέρεις τις ιστορίες που ακούς.
Και να πεις χαιρετίσματα και ευχές για καλές γιορτές στον μπάρμπα Νικόλα από την πατρίδα!

Ανώνυμος είπε...

Να είσαι καλά πάντα κι εσύ Μαρία μου, πιστή μου αναγνώστρια, και να συνεχίσεις τις υπέροχες εξερευνήσεις σου, ώστε ακόμα κι εμείς οι πολύ παλιότεροι, να μαθαίνουμε εκείνα που δεν είχαμε ευκαιρίες να μάθουμε τότε γιατί οι μετακινήσεις δεν ήταν προσιτές! Πολύ μικρός ο κόσμος μας τότε, ταυτόχρονα, όμως, να ξαναθυμόμαστε και να ξαναζούμε εκείνα που είχαμε την τύχη να γνωρίσουμε!!! Οπωσδήποτε τα χαιρετίσματα και οι ευχές σου θα μεταφερθούν στο κ. Νικόλα! Δεν του αρέσει να τον αποκαλούν μπάρμπα...εγώ είμαι πάντα πολύ προσεκτική επειδή την πάτησα κάποτε...Έκτοτε έβαλα μυαλό!!! Φιλάκια κι ευχές πολλές! δ.μ.τ.

αnnatsoukalakoufou είπε...

Διονυσία μου χαριτωμένο το διήγημά σου, το απολαύσαμε. Νομίζω ότι αν συγκρίνομε τις τότε εποχές και την σημερινή βλέπομε ότι απέχουν παρασάγγας,παρ΄ὀτι χρονικά δεν απέχουν αιώνες.Συνέχισε το ηθογραφικό σου έργο. Είναι όμορφο να διατηρηθουν ήθη, ιδέες , αντιλήψεις , ένα μέρος του πολιτισμού του Τζαντιώτικου. Συγχρητήρια. Με την αγάπη μου.

Ανώνυμος είπε...

Καλή μου Άννα, Καλημέρα σου! Νιώθω πολύ τυχερή γιατί λόγω επαγγέλματος, αξιώθηκα και αξιώνομαι καθημερινά για τόσα πολλά χρόνια τώρα, να γνωρίζω υπέροχους ανθρώπους που με τιμούν με την εμπιστοσύνη τους και μιλώντας μου για τη ζωή τους, μου δίνουν το ερέθισμα να γράψω για αυτήν! Σε ευχαριστώ για τα, πάντα, καλά κι ενθαρρυτνικά σου λόγια! Είναι πολύ σημαντικό να γνωρίζεις πως αυτά που γράφεις διαβάζονται και εκτιμούνται από τόσους πολλούς και υπέροχους ανθρώπους! Σου εύχομαι να έχεις Καλά κι Ευλογημένα Χριστούγεννα με την Οικογένεια σου κι η Νέα Χρονιά να μην είναι...χειρότερη από αυτήν που φεύγει! Με πολλή αγάπη, δ.μ.τ.

Ειρήνη Φανίδου είπε...

Αυτά και άλλα τέτοια επιννοούσαν οι συγγενείς για να πείσουν τους αμετανόητους εγωιστές γονείς ,μάλιστα εδώ στην Βόρεια Ελλάδα κλεβόταν συχνά ,είχε γίνει μόδα ! Μετά απο αυτό οι γονείς κάνανε τα πικρά -γλυκά και τους στεφάνωναν!Και τώρα υπάρχουν αντίστοιχες περιπτώσεις ,απλά τις κουκουλώνουνεΠολύ παραστατική ηπεριγραφή σου Διονυσία μου! Μπράβο!

Ανώνυμος είπε...

Ειρήνη μου, έτσι ακριβώς! Ήταν, όμως, κι άλλες περιπτώσεις όχι και τόσο ρομαντικές ούτε με τόσο καλό τέλος! Ήταν κι αυτοί που γνωρίζοντας πως είναι πολύ ευκατάστατοι οι γονείς μιάς κοπέλας, από συμφέρον και μόνο και γνωρίζοντας πως δεν θα δεχτούν αυτό το γάμο οι γονείς της, την έκλεβαν για να τους φέρουν προ τετελεσμένου γεγονότος και μετά απαιτούσαν τρανταχτή προίκα για να την στεφανωθούν και να μη μείνει...ατιμασμένη!!! δ.μ.τ.