e-περιοδικό της Ενορίας Μπανάτου εν Ζακύνθω. Ιδιοκτήτης: Πρωτοπρεσβύτερος του Οικουμενικού Θρόνου Παναγιώτης Καποδίστριας (pakapodistrias@gmail.com), υπεύθυνος Γραφείου Τύπου Ι. Μητροπόλεως Ζακύνθου. Οι δημοσιογράφοι δύνανται να αντλούν στοιχεία, αφορώντα σε εκκλησιαστικά δρώμενα της Ζακύνθου, με αναφορά του συνδέσμου των αναδημοσιευόμενων. Η πνευματική ιδιοκτησία προστατεύεται από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Τα νεότερα στα θεματικά ένθετα

Σάββατο 10 Μαΐου 2014

Ένα δεμάτι ξύλα

Γράφει η Διονυσία Μούσουρα-Τσουκαλά

Καημό το είχε η Δημητρούλα να πιει καφέ! Κάθε φορά που ερχόταν συγγενής ή γνωστός στο σπίτι και η μάνα της του έφτιαχνε καφέ, ξερογλειφόταν με προσδοκία ότι μπορεί να περισσέψει και για κείνην λίγος! Βλέπεις, εκείνα τα χρόνια τα κεράσματα και τα τραταρίσματα, ανάλογα με την ώρα, ή καφές θα ήταν, μα φυσικά ελληνικός ή κρασί σπιτίσιο με λίγο μήλο ή πορτοκάλι από το περιβόλι για μεζέ!
          Πού να βρεθούν ποτά και γλυκά και πολυτέλειες... Κάνα γλυκό του κουταλιού με τα εποχιακά φρούτα, όπως, κυδώνι ή σταφύλι, που έφτιαχνε η νοικοκυρά και το φύλαγε στο πιο ψηλό ντουλάπι να μη το φάνε τα παιδιά και δεν έχει τι να φιλέψει τις γυναίκες, αφού ούτε κρασί έπιναν κι οι περισσότερες ούτε καφέ. Στις γιορτές, θα έφτιαχναν, συνήθως, τηγανίτες με πετιμέζι ή κέικ, μελαχρινό, όπου τα περισσότερα υλικά, όπως, λάδι, σταφίδες, αλεύρι υπήρχαν στο σπίτι. Η ζάχαρη, πανάκριβη τότε, με μέτρο. Πολλές φορές η νοικοκυρά θα πρόσθετε και λίγο πετιμέζι για οικονομία στη ζάχαρη. Κι ο καημός της μικρής για τον καφέ, καημός!
          Καιροφυλακτούσε στο Μαγερείο(!), όποτε έφτιαχνε καφέ η μάνα της, μα ποτέ δεν προλάβαινε, αφού η νόνα της η Δημητρία, με το που σέρβιρε τον καφέ η νύφη της, έπαιρνε το μπουρούκι και το ρούφαγε μέχρι που έπινε και τα φουντάκια (κατακάθια), ή -όπως τα έλεγαν πιο παλιά ακόμα- στη Ζάκυνθο, τα κωλοκαθούρια!!! Κάποιες φορές έβαζε τα κλάματα, άλλες θύμωνε με τη νόνα της και της κράταγε μούτρα για κάμποσες ώρες, μετά, της περνούσε ο θυμός και την καλόπιανε, προσπαθώντας να αποσπάσει υπόσχεση πως την επόμενη φορά θα είναι η σειρά της να πιει ό,τι απόμεινε.
          Αυτή η σειρά όμως δεν ερχόταν ποτέ, αφού  η γριούλα όχι μόνο δεν ήθελε να δώσει καφέ σε μια σταλιά παιδάκι, ούτε σχολιαρούδι δεν ήταν ακόμα,  αλλά και γιατί λαχταρούσε η ίδια να πιει μια γουλιά καφέ της προκοπής κι όχι αυτό που της έδιναν κάθε πρωί ένα μείγμα από αλεσμένο ρεβίθι με ελάχιστο καφέ μέσα, (γιος της ο Νιόνιος φώναζε πάντα πως της ανεβάζει την πίεση). Αυτός που σέρβιρε στους ξένους ήταν τουλάχιστον μισός-μισός. Αυτό γιατί ο σκέτος καφές ήταν πανάκριβος, έτσι τον ανακάτευαν πάντα με ρεβίθι  όχι μόνο για να φτουράει, αλλά και για να μην είναι πολύ βαρύς, αφού ο καφές πειράζει στα νεύρα.
          Μια μέρα, που η μάνα με τη νόνα της έλειπαν από το σπίτι γιατί πήγαν σε κηδεία, η Δημητρούλα, αφού το σκέφτηκε πολύ στο μυαλουδάκι της, αποφάσισε να φτιάξει καφέ μόνη της! Είχε δει πώς τον έφτιαχναν, δεν ήταν και τόσο δύσκολο. Πρώτα πήγε γύρω και μάζεψε βέργες και φύλλα ξερά   για προσάναμμα, τα έβαλε στη γωνιά όπως είχε δει τη νόνα της, σταυρωτά, έβαλε λίγο χαρτί από κάτω για να «πιάσει» η φωτιά και μετά τράβηξε  ένα  μεγάλο δεμάτι ξύλα από δίπλα στο στάβλο το έλυσε, το έριξε επάνω στη φωτιά και πήγε να ετοιμάσει το μπρίκι με καφέ, ζάχαρη, νερό. Φυσικά δεν ήξερε ακριβώς τις αναλογίες, αλλά τι πειράζει, ο καφές θα γίνει κι εκείνη θα πραγματοποιήσει τη μεγάλη της επιθυμία!
          Έβαλε στη γωνιά τη μεγάλη πυροστιά κι επάνω τη μικρή για να μην πέσει το καφέμπρικο, όπως έκανε η μάνα της και μετά άναψε κάμποσα σπίρτα κι έβαλε μπροστά τη φωτιά! Τσιτσίριζαν οι τσίμες από τα λιόκλαδα, άρπαξαν τα υπόλοιπα ξύλα, δεμάτι ολόκληρο ήταν αυτό, έτσι ξερά όπως ήταν  μες στο Καλοκαίρι και... φούντωσαν οι φλόγες πετώντας σπίθες γύρω...
          Τρομοκρατημένη η Δημητρούλα, που έβλεπε να πιάνουν όλα φωτιά γύρω, άρχισε να τρέχει κλαίγοντας και να φωνάζει. Μόλις κι είχε τελειώσει η κηδεία, γύριζαν πίσω  οι χωριανοί, όταν ακούγοντας τις τρομαγμένες κραυγές της μικρής, άρχισαν  όλοι να τρέχουν προς το μέρος της και καθώς πλησίαζαν είδαν τις φλόγες και το Μαγερείο, που καιγόταν  ολόκληρο!  Πανικός παντού. Κάποιοι προσπαθούν να σβήσουν τη φωτιά, άλλοι βγάζουν απεγνωσμένα νερό από τα γύρω πηγάδια και τις στέρνες, κουρνιάζει στην αγκαλιά της νόνας της η Δημητρούλα κλαμένη, φοβισμένη και το μικρό της κορμάκι τραντάζεται από τα αναφιλητά... 
          Πέρασε πολύς καιρός για να κοιμηθεί μόνη της. Όλη νύχτα έβλεπε εφιάλτες, τρύπωνε στο κρεβάτι και στην αγκαλιά της νόνας της κάθε βράδυ. Κι εκείνη, για να την γαληνεύει τη νανούριζε με παραμύθια για το πριγκιπόπουλο που θα 'ρχόταν να την πάρει μακριά σε χώρες πλούσιες, εξωτικές, όπου δε θα χρειάζεται να ανάβει φωτιά για να φτιάχνει καφέ.
          Κ' ήλθε το πριγκιπόπουλο μια μέρα κι όλα έγιναν όπως της έλεγε η νόνα της. Μόνο που, ούτε 17 χρονών ακόμα, την πήρε όντως μακριά, πολύ μακριά. Και η Δημητρούλα, από Καμποχώρι του νησιού, βρέθηκε στη Μελβούρνη...

          ... Έχασκαν για χρόνια τα μαυρισμένα ντουβάρια μοναδικός μάρτυρας να θυμίζει στη Δημητρούλα, μέχρι που έφυγε από το πατρικό τη μία και μοναδική φορά στη ζωή της που αποπειράθηκε να φτιάξει καφέ. Το μικρό κορίτσι, που άναψε ένα δεμάτι ξύλα για να φτιάξει έναν καφέ, μέχρι σήμερα που κοντεύει εβδομήντα χρονών, δεν δοκίμασε ποτέ της καφέ, αλλά ούτε κι έφτιαξε ποτέ καφέ για κανέναν. Εκείνη η τρομακτική εμπειρία σε τόσο τρυφερή ηλικία θα πρέπει να την είχε σημαδέψει ανεξίτηλα.

          Με την αγάπη μου πάντα,
          δ.μ.τ. 

2 σχόλια:

Ειρήνη Φανίδου είπε...

Μικρή κιεγώ ζήλευα πως βγάζανε νερό απο το πηγάδι οι θιέςμου,πήγα λοιπόννα βγάλω και εγώ,ανέβαζα τον κουβά αλλά όσο τον ανέβαζα τόσο πιό πολύ δυσκολευόμουν! Σε κάποια στιγμη φεύγει η μανιβέλα απο τα χέρια μου και αρχίζει να πέφτει ο κουβάς με πάταγο στο πηγάδι ,και έτσι που ήταν ξύλινο τρανταζόταν ολόκληρο! Νόμιζα θα με πάρει και μένα μέσα.Απομακρύνθηκα γρήγορα ,αλλά η τρομάρα μούμεινε ! Που να ξαναπλησιάσω πηγάδι!Νομίζω θα πάθω τα ίδια! Δεν ξαναέβγαλα νερό απο πηγάδι ,πάντα παρακαλούσα τους άλλους να το κάνουν!Εμπειρίες δυσαρεστες της παιδκής μας ηλικίας που τις κουβαλάμε μαζί μας μια ζωή!

Ανώνυμος είπε...

Ειρήνη μου μ΄ έκαμες και γέλασα γιατί με το "σίγλο" όπως τον λέγαμε τον κουβά στη Ζάκυνθο καιτο πηγάδι, την πάτησα κι εγώ μια φορά και η τρομάρα που πήρα δε λέγεται!!!!!Φιλιά