Γράφει ο Νίκος Δ. Αρβανιτάκης
Ήταν 13
του περασμένου Φλεβάρη. Βρέχει σιγά, μελαγχολικά στην Αθήνα. Στις 12.00 θα πάω
πάλι στην εντατική. Σήμερα ίσως γίνει κάτι. Περιμένω ένα θαύμα. Οι γιατροί
τό 'χουν αποκλείσει! Δυστυχώς όλα τελείωσαν κύριε. Απλά περιμένουμε.
Μήπως;;
Το ίδιο θέαμα. Πρόσωπο χλωμό. Μάτια ερμητικά κλειστά. Ανάσα ρυθμική,
ανεπαίσθητη, σιγανή, με το μηχάνημα. Πίεση, που όλο κατέβαινε αργά και
δολοφονικά. «Μίλησέ μου! Είμαστε εδώ! Σε αγαπάμε όλοι!» Περιμένουμε έναν
ψίθυρο, μια ανεπαίσθητη κίνηση, έναν αέρα! Όχι! Τίποτα! Σιωπή!
Δε θέλω
να φύγεις! Σαράντα χρόνια μαζί. Από μικρά παιδιά, με όνειρα και διάθεση για
αγώνα, για ζωή και δημιουργία. Να πετύχουμε στο επάγγελμά μας, να μεγαλώσουμε
τα παιδιά, να φτιάξουμε ένα σπίτι. Σαράντα χρόνια! Ένα λεπτό! Μια στιγμή! Όχι, μη φύγεις τώρα! Πρέπει να ξεκουραστείς λίγο κι εσύ. Δε σταμάτησες ούτε στιγμή
να δίνεις! Με χαμόγελο. Άδολο χαμόγελο. Με αιώνια διάθεση προσφοράς, χωρίς
αντάλλαγμα. Με αγάπη. Γιατί η αγάπη ου
ζητεί τα εαυτής! Μίλησέ μου! Μ’ ακούς; Όταν έφυγες εκείνο το πρωί του
Σαββάτου για το γυμναστήριο, δε μού 'πες πως δε θα ξαναγυρίσεις! Γιατί με
ξεγέλασες;
Γρήγορα,
κινηματογραφικά μπροστά από τα μάτια μου η ζωή μας. Χαρές, πίκρες, αγωνίες,
όνειρα. Τώρα σιωπή. Φαρμακισμένη σιωπή, ανελέητη!
Κρύα
και επιτακτική η φωνή της νοσοκόμας: Πρέπει να φύγετε, κύριε!
Να
φύγω; Να πάω πού; Στο σπίτι, να περιμένω. Μήπως;;
5.20 μμ.
Στο σαλόνι του σπιτιού. Χτυπάει το τηλέφωνο. Βλέπω το νούμερο στην οθόνη. Δε
θέλω να απαντήσω. Υποψιάζομαι! Δεν υποψιάζομαι, ξέρω! Τυπικά ευγενική η φωνή
της γιατρού υπηρεσίας «Η σύζυγός σας
έφυγε στις 5.20, κύριε. Ζωή σε σας!»
Ένας
ολόκληρος κόσμος χάνεται, καταρρέει! Σε μια στιγμή. Άθελά του το μυαλό μου
πηγαίνει στον Αλεξανδρινό ! Αλλάζω μόνο την ώρα. «Πέντε και είκοσι! Πώς πέρασε
η ώρα! Πέντε και είκοσι! Πώς πέρασαν τα χρόνια!»
Βγαίνω
από το σπίτι. Βρέχει δυνατά στο πρόσωπό μου.