e-περιοδικό της Ενορίας Μπανάτου εν Ζακύνθω. Ιδιοκτήτης: Πρωτοπρεσβύτερος του Οικουμενικού Θρόνου Παναγιώτης Καποδίστριας (pakapodistrias@gmail.com), υπεύθυνος Γραφείου Τύπου Ι. Μητροπόλεως Ζακύνθου. Οι δημοσιογράφοι δύνανται να αντλούν στοιχεία, αφορώντα σε εκκλησιαστικά δρώμενα της Ζακύνθου, με αναφορά του συνδέσμου των αναδημοσιευόμενων. Η πνευματική ιδιοκτησία προστατεύεται από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Τα νεότερα στα θεματικά ένθετα

Δευτέρα 7 Δεκεμβρίου 2015

Ξεχασμένη αλληλογραφία

Γράφει η ΔΙΟΝΥΣΙΑ ΜΟΥΣΟΥΡΑ από τη Μελβούρνη
Για πολλές δεκαετίες, ο Ταχυδρόμος ήταν για όλους εμάς που ζούμε στα ξένα ο πιο καλοδεχούμενος «επισκέπτης»! Τότε γυρνούσε με ποδήλατο, είχε πρόσωπο, είχε όνομα, είχε μορφή, είχε καταγωγή! Γνωρίζαμε τον Ταχυδρόμο, που τον περιμέναμε όλοι με μεγάλη λαχτάρα, με το μικρό του όνομα! Αν τύχαινε να είμαστε στο σπίτι, όταν ερχόταν, γνωρίζαμε τι ώρα θα περάσει περίπου και στηνόμαστε έξω από πριν να τον καρτερούμε! Όταν γυρίζαμε από τη δουλειά, πριν ακόμα ανοίξουμε την πόρτα, τρέχαμε με λαχτάρα στο Γραμματοκιβώτιο! Κι αν ήταν άδειο, μας έπιανε λύπη, απογοήτευση, ανησυχία πως κάτι συμβαίνει, γιατί κανονικά έπρεπε να είχαμε γράμμα μέχρι τώρα…Όταν όμως βρίσκαμε φάκελο «εξωτερικού», όπως ήταν τότε όχι απλό άσπρο, με πολλά χρώματα, γραμματόσημα και σφραγίδες επάνω, τότε, τότε τ' αφήναμε όλα κάτω, απομονωνόμαστε στο δωμάτιο μας και με ευλάβεια και προσοχή να μην σχίσουμε το φάκελο, γιατί το κάθε γράμμα ήταν ιερό και το φυλάγαμε μαζί με το φάκελο, ανοίγαμε και διαβάζαμε το λατρεμένο γράμμα, συνήθως από τη Μάνα!
Ο Ταχυδρόμος σφύριζε με τη χαρακτηριστική σφυρίχτρα για να μας ενημερώσει ότι είχαμε γράμμα αν δεν μας έβλεπε έξω. Σπάνια είμαστε σπίτι ώστε να μας δει, εκτός κι αν είχαμε άρρωστο παιδί όπου υποχρεωτικά χρησιμοποιούσαμε τη δική μας αναρρωτική, κι εμείς με 40 πυρετό πηγαίναμε στη δουλειά, γιατί τις πέντε ημέρες το χρόνο που δικαιούμαστε, τις κρατούσαμε μην αρρωστήσει το παιδί μας!
Μας καλημέριζε κι ανταποδίδαμε όχι μόνο την Καλημέρα, αλλά με τα φτωχά αγγλικά, οι περισσότεροι πιάναμε κουβέντα μαζί του! Γιατί δεν ήταν ένας απλός άνθρωπος, δεν ήταν ένας άγνωστος, δεν ήταν ο οποιοσδήποτε! Μας έδενε με τη Μάνα, με τον Πατέρα, με τη γη μας, με το παρελθόν μας. Ήταν εκείνος που έπιασε στα χέρια του της Μάνας τον φάκελο, εκείνος που με προσοχή και φροντίδα τον έβαζε μαζί με πολλούς άλλους στο σακίδιο, αφού τους ταξινομούσε κατά περιοχή, κατά γειτονιά, κατά δρόμο. Μας έφερνε τα μαντάτα που λαχταρούσαμε! Γράμμα από την πατρίδα! Από τον τόπο τον αγαπημένο από εκεί που γεννηθήκαμε, εκεί που μεγαλώσαμε. Ο πρώτος μποναμάς που βάζαμε στην άκρη τα Χριστούγεννα, όσο πενιχρά κι αν ήταν τα οικονομικά μας, ήταν πάντα για τον ταχυδρόμο!
Κάθε γράμμα κουβαλούσε τη ζωή του σπιτιού μας, τη ζωή της γειτονιάς μας, του χωριού, της πόλης. Κι εμείς για λίγο είχαμε την ψευδαίσθηση ότι βρισκόμαστε εκεί, κοινωνοί αυτής της ζωής! Μέσα από αυτά τα γράμματα μαθαίναμε τα καλά και τα κακά μαντάτα… Μέσα από αυτά τα γράμματα, εκεί μπροστά μας, βλέπαμε τα μικρά αδέλφια, ξαδέλφια, ανίψια, γειτονόπουλα να μεγαλώνουν. Να τελειώνουν το Σχολείο, να μαθαίνουν τέχνη ή γράμματα, να πηγαίνουν φαντάροι, να παντρεύονται…
Η χαρά μας μεγάλη κάθε φορά που μέσα στο γράμμα υπήρχε και φωτογραφία ή ένα φυλλαράκι ή λουλουδάκι από τον κήπο μας! Η Μαμά μου έβαζε μέσα, ανάλογα με την εποχή, μια-δυο γατζίες, δυο κοπελούλες, ένα μανουσάκι! Η αγαπημένη μου θεία Μαρούλα, που ήταν τακτική στην αλληλογραφία, θα είχε μέσα πάντα βασιλικό ή λοΐζα, επειδή αυτά, όπως έλεγε, κρατούσαν τη μυρουδιά τους ακόμα και ξερά.
Μα, δεν ήταν πάντα καλά τα νέα. Και τα μαντάτα τα κακά, τα πρώτα χρόνια από τα γράμματα τα μαθαίναμε. Ποιος από τους δικούς μας, τους γείτονες, τους φίλους αρρώστησε ελαφρά ή και σοβαρά. Ποιος έφυγε από τη ζωή. Πολλοί έμαθαν ακόμα και του γονιού το θάνατο από το γράμμα, το γράμμα που ήλθε εδώ ένα μήνα αργότερα ή όταν είχαν ήδη γίνει και τα 40. Αργούσαν πολύ τότε να γραφτούν, αλλά και να φτάσουν ώς εδώ τα γράμματα, ιδιαίτερα από την επαρχία.
Θυμάμαι την Τέτα, από το νησί μας ήταν. Χτυπιόταν κι έκλαιγε για πολύ καιρό όχι μόνο για το θάνατο της Μάνας που έμαθε ένα μήνα αργότερα, αλλά κι από τύψεις, απελπισία, απόγνωση. Γιατί την ώρα που κηδεύανε τη Μάνα πίσω στο χωριό, εκείνη ήταν σε γάμο, γλεντούσε και χόρευε… Πώς συμβιβάζεσαι με κάτι τέτοιο... Και δεν ήταν η μόνη περίπτωση που έγινε αυτό, πολλές πάρα πολλές φορές έφταναν έτσι αργά τα μαντάτα.
Οι πένθιμοι φάκελοι τότε, είχαν μια διαγώνια χοντρή, μαύρη γραμμή επάνω στην αριστερή γωνία, για να δηλώνει ότι στην οικογένεια του αποστολέα πενθούν. Όταν κάποτε έφτασε τέτοιο γράμμα, το πήρε ο Στέφανος, γιατί η Μαρία δεν είχε έλθει ακόμα από τη δουλειά. Γνωρίστηκαν, γιατί νοίκιαζαν δωμάτιο κι οι δυο στο σπίτι ενός χωριανού του. Έτσι γινόταν τα πρώτα χρόνια. Όποιος κατάφερνε να μαζέψει μια προκαταβολή, αγόραζε σπίτι με πολλά δωμάτια, κρατούσε ένα για την οικογένειά του και τα άλλα τα νοίκιαζε συνήθως σε εργένηδες, άνδρες ή γυναίκες και σπάνια σε ζευγάρι. Με τα ενοίκια που εισέπραττε, ξεπλήρωνε το σπίτι.
Μετά από κάτι μήνες γνωριμίας τους έκανε τα προξενιά η σπιτονοικοκυρά κι αρραβωνιάστηκαν ο Στέφανος με τη Μαρία. Τον ζώσανε τα φίδια με το πένθιμο φάκελο, ευτυχώς και δεν ήταν άλλος μπροστά να το δει. Το 'κρυψε στην τσέπη του και κρύφτηκε να το διαβάσει μοναχός του, μολονότι απευθυνόταν στη Μαρία. Είχε σκοτωθεί ο αδελφός της με το μηχανάκι, αλλά πώς να της το πει, όπου, μετά από ένα χρόνο που ήταν αρραβωνιασμένοι, κατάφεραν να μαζέψουν λεφτά για να παντρευτούν κι είχαν κλείσει εκκλησία παπά και τους λίγους καλεσμένους για το γάμο σε δεκαπέντε μέρες; Το πάλεψε όσο μπορούσε μέσα του και αποφάσισε πως ό,τι έγινε, έγινε, ο γάμος δεν γίνεται να αναβληθεί, γιατί ο νοικοκύρης είχε ήδη βρει νοικάρη για το δωμάτιο της Μαρίας, αφού μετά το γάμο δεν το χρειάζονταν πια, τους έφτανε το δωμάτιο του Στέφανου που ήταν μεγαλύτερο από το δικό της. Έκρυψε το γράμμα και δεν είπε τίποτα.
Η Μαρία έμαθε το θάνατο του αδελφού της ένα μήνα μετά το γάμο. Έκλαψε πικρά, θύμωσε με τον άνδρα της, μετά όμως λογικεύτηκε, γνώριζε ότι δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς. Μέχρι που πέθανε, όμως, το έλεγε με πικρία, με τύψεις για τα «καλά της ξενιτιάς», πως πριν καλά κρυώσει ο αδελφός της στο μνήμα, εκείνη ντυνόταν νύφη.
Χιλιάδες χιλιάδων γράμματα πηγαινοέρχονταν τότε Ελλάδα-Αυστραλία και όχι μόνο. Ιερό φυλαχτό τα κρατούσαμε όλοι. Στις ώρες της λύπης αλλά και της χαράς μας, καταφεύγαμε σε αυτά για αποκούμπι, για παρηγοριά. Τα διαβάζαμε από την αρχή μια και δυο και τρεις φορές. Όλο και περίσσευαν και πολλές φορές υπήρχε πρόβλημα χώρου, αφού, μέχρι να αξιωθούμε να αγοράσουμε δικό μας σπίτι όλο κι όλο ένα δωμάτιο, είχαμε για όλη την οικογένεια. Για όλα αυτά έχω γράψει εκτενώς στα βιβλία μου. Ιδιαίτερα, στο διήγημα «Το Τρακτέρ», «Του Φιόρου και του Μισεμού», Εκδόσεις Περίπλους, Αθήνα 2013, αναφέρομαι ειδικά σε κείνα τα δύσκολα χρόνια. Για δεκαετίες, άλλος σε συρτάρι, άλλος σε ντουλάπι ή αλλού φυλάγαμε σαν κόρη οφθαλμού αυτά τα γράμματα. Μια ολόκληρη ζωή ξετυλιγόταν σε αυτά.
Όμως, κακά τα ψέματα, καταλύτης πάντα ο χρόνος. Πολλά αλλάζανε στη ζωή μας, παιδιά, οικογένεια, μετακομίσεις ουκ ολίγες από σπίτι σε σπίτι από περιοχή σε περιοχή, προβλήματα, χωρισμοί, διαζύγια, παντρειά των παιδιών αργότερα. Με κάθε μετακόμιση γινόταν εκκαθάριση, πού να χωρέσουν όλα αυτά που συσσωρεύονται με τα χρόνια. Τα παιδιά μεγάλωναν, ήθελαν απλωσιά και χώρους. Πολλά και μετά το γάμο τους έμεναν με τους γονείς μέχρι να σταθούν στα πόδια τους κι όλο λιγόστευε ο χώρος. Κάποιοι τα κατάστρεφαν και από φόβο μήπως πέσουν σε χέρια που δεν έπρεπε, ναι, και στον άνθρωπό τους ακόμα. Μέσα στα γράμματα της Μάνας, ξετυλιγόταν η ζωή όλης της οικογένειας πίσω και τα καλά και τα κακά. Μέσα εκεί, υπήρχε και η ζωή η δική μας εδώ, αφού για όλα γράφαμε στη Μάνα. Κάποια πράγματα δεν θέλεις να τα μοιραστείς με άλλους. Ιδιαίτερα αφότου η επικοινωνία με τα τηλέφωνα έγινε κάπως προσιτή, τα γράμματα έχασαν κάπως την αίγλη τους. Όσα επέζησαν των πολλών μετακινήσεων και αλλαγών, έμεναν πλέον κάπου ξεχασμένα, σιγά-σιγά ξεθώριαζε η αξία τους, ή έτσι πιστέψαμε…
Και τα χρόνια πέρασαν, μεγάλωσαν όχι μόνο τα παιδιά μας, αλλά και τα εγγόνια μας κι εμείς αρχίσαμε να γερνάμε, να φεύγουμε σωρηδόν, όπως σωρηδόν φτάσαμε δεκαετίες πριν, δηλαδή χθες…
Ένοχη κι εγώ μιας τέτοιας καταστροφής… Πόσο έχω μετανιώσει γι' αυτό, μα τότε δεν είχα επιλογή. Από τέσσερις βρεθήκαμε άλλοι τόσοι στο σπίτι συν φιλοξενούμενους κάθε τόσο. Όσοι χώροι και να υπήρχαν χρειάζονταν όλοι και δεν έφταναν. Ούτε ντουλάπι, μήτε συρτάρι περίσσευε. Ήταν και το άλλο, εκεί μέσα ξετυλιγόταν η ζωή μας η ίδια, εγωιστικά την κρατούσαμε μόνο για μας, δεν θέλαμε μάρτυρες. Σίγουρα, αν σκεφτόμαστε πιο ψύχραιμα, πιο λογικά, θα βρίσκαμε τρόπο να κρατήσουμε τον μεγάλο σάκο με τα τόσα γράμματα, αλλά, υπάρχει πάντα κάποιο ΑΛΛΑ! Κάπου σε πολύ δικό μου χώρο, που δεν ήθελα να έχει πρόσβαση κανένας, έχω κρατήσει το τελευταίο γράμμα του παπάκη μου, της μαμάς μου, της πεθεράς μου και τρία από αγαπημένες θείες.
Σαν τέτοιες μέρες, θα λάβαινα κάρτες, πολλές κάρτες, χώρια για τη γιορτή μου, χώρια για τα Χριστούγεννα. Της γιορτής μου τις έγραφε πάντα ο παπάκης μου, των Χριστουγέννων η μαμά μου. Τις κράτησα αυτές. Επειδή γνώριζαν την αδυναμία μου για τη Ζάκυνθο, φρόντιζαν να βρίσκουν κατάλληλες κάρτες. Μετέπειτα, πολλά τηλεφωνήματα, όλο στερεύουν κι αυτά πια. Στις δύσκολες στιγμές μου, επισκέπτομαι κείνες τις κάρτες, κείνα τα γράμματα, τα κρατώ τρυφερά στα χέρια, τα διαβάζω με μάτια θολά και παίρνω κουράγιο και δύναμη!
Καλές Γιορτές σε όλους!
Με την αγάπη μου πάντα,
δ.μ.

Υποδοχή του Επισκόπου Κισούμου και Δυτικής Κένυας στην Πατριαρχική Σχολή Ναϊρόμπι

Σήμερα, 7 Δεκεμβρίου 2015. Τον νέο θεοφ. Επίσκοπο Κισούμου και Δυτικής Κένυας κ. Αθανάσιο, προερχόμενον από την Αλεξάνδρεια, όπου έλαβε χθες τον τρίτο βαθμό της ιεροσύνης, συνόδευε ο άλλος Κενυάτης Ιεράρχης, ο θεοφ. Επίσκοπος Νιέρι και Όρους Κένυας κ. Νεόφυτος. Τους υποδέχτηκαν, με την παραδοσιακή αφρικανική θερμότητα, οι καθηγητές και οι σπουδαστές της Πατριαρχικής Ιερατικής Σχολής "Μακάριος Γ΄".