Γράφει
η ΔΙΟΝΥΣΙΑ ΜΟΥΣΟΥΡΑ
Ήταν
εκείνος ο Αύγουστος. Ο Αύγουστος της
καταστροφής και της συμφοράς. Ο Αύγουστος,
του 1953! Χρονολογία ορόσημο. Που για τα
λατρεμένα μας νησιά του Ιονίου, φυσικά
και την Ζάκυνθο, ο χρόνος έπαψε πια να
μετριέται όπως μέχρι τότε,
προπολεμικά/μεταπολεμικά κι έγινε
προσεισμικά/μετασεισμικά.
Ήταν
τότε που σε λίγες ώρες μέσα, μετατράπηκαν
όλα σε ερείπια. Τότε που δεν ισοπεδώθηκε
ο τόπος μόνο αλλά και οι άνθρωποι, οι
αξίες, η πολιτιστική μας κληρονομιά…
όλα λίθοι και
πλίνθοι και ξύλα και
κέραμοι ατάκτως ερριμμένα. (…Με το
σεισμό και την πυρκαγιά του 1953, μέσα
στις φλόγες και τα ερείπια ενταφιάστηκαν
πολύτιμα και ανεκτίμητα στοιχεία, απτά
δείγματα ενός μακρόχρονου πολιτισμού.
Πολλοί κάτοικοι αναγκάστηκαν να
μεταναστεύσουν, παίρνοντας σε μια
πρόχειρη βαντάκα μισοκαμένους σπόρους
και θύμησες, αν και γνώριζαν πως δεν θα
ευδοκιμήσουν μακρυά από κείνο το χώμα…). Βλ. Λενέτα Στράνη, Στου αμπελιώνε τσι
φουρκάδες ή ο γάμος πάει αμόντε, Πανεπιστήμιο Πατρών, Εργαστήριο
Μελέτης Νεοελληνικών Διαλέκτων, 2010.
Ξέρω
ότι πολλά, πάρα πολλά έχουν γραφτεί για
το θέμα αυτό! Πολύ μελάνι έχει χυθεί,
πλείστοι όσοι, άξιοι και ικανοί, έχουν
καταθέσει την δική τους αναφορά. Μα, το
θέμα είναι ανεξάντλητο κι όσο υπάρχουμε,
ακόμα, εμείς που βιώσαμε λεπτό προς
λεπτό τα τραγικά εκείνα γεγονότα,
νομίζω, οφείλουμε να συνεχίσουμε να
καταγράφουμε τις μνήμες μας, αλλιώς θα
χαθούν.
Η
ιστορία καταγράφει, συνήθως, τα γεγονότα.
Έτσι ξερά και ρεαλιστικά χωρίς
συναισθηματισμούς. Είμαι σίγουρη στην
ιστορία της νεότερης Ελλάδας, μπορεί
να αφιερώθηκαν ή αφιερωθούν δυο άντε
πέντε αράδες, για την καταστροφή αυτή.
Για εμάς
όμως που τα ζήσαμε και που αναπόφευκτα
επηρέασαν τη ζωή μας, τολμώ να πω, την
διαμόρφωσαν ώς
ένα μεγάλο σημείο, οπότε δεν είναι τόσο
απλό το θέμα, όπως θα το αναφέρει η
ιστορία.
Ήμουν
13 χρονών. Τον προηγούμενο χρόνο, μετά
από πολύ αυστηρές εισαγωγικές εξετάσεις,
όπως επιβαλλόταν τότε, είχα εισαχθεί
στο μοναδικό Γυμνάσιο Ζακύνθου. Λίγους
μήνες πριν αρχίσει η Σχολική Χρονιά,
άνοιξε το πρώτο Ιδιωτικό Κολέγιο στη
Ζάκυνθο, από τους αδελφούς Πλέσσα, το
Ιόνιον Κολέγιο. Ο παπάκης μου στη μέση
περίπου της χρονιάς, αποφάσισε να με
γράψει στο Ιόνιον Κολέγιο, πιστεύοντας
πως εκεί θα γινόταν καλύτερη δουλειά,
γιατί ήταν καινούριο και οι νέοι καθηγητές
θα είχαν ζήλο κι ενδιαφέρον ή γιατί
αναπόφευκτα δεν θα είχε σε κάθε τάξη
τόσα πολλά παιδιά όπως το δημόσιο. Όμως,
δεν ήταν γραφτό να συνεχίσω εκεί γιατί
τον Αύγουστο του '53, έγινε η μεγάλη
καταστροφή, το Κολέγιο δεν άνοιξε τον
Σεπτέμβρη που άρχιζε η σχολική
χρονιά, οπότε εγώ, πίσω στο Δημόσιο, που
στεγάστηκε στα προχειροφτιαγμένα Τολ,
στου Ξιφίτα.
Τα τολ αυτά ήταν
σαν τεράστια βαρέλια κομμένα στη μέση.
Το Καλοκαίρι τα πυρπολούσε ο ήλιος
κι έβραζαν, το δε Χειμώνα τα χτυπούσε
ανελέητα η βροχή, το κρύο, ο αέρας και
γινόταν ψυγείο! Τουρτουρίζαμε εκεί
μέσα. Ας ληφθεί δε υπόψη το γεγονός ότι
ο συνοικισμός του Ξιφίτα ήταν πολύ έξω
από τη χώρα και τα ερείπια και φυσικά
πολύ μακριά κι από τα χωριά, πράγμα που
σήμαινε ότι περπατούσαμε μεγάλες
αποστάσεις, πάνω από ώρα, για να φτάσουμε
σχολείο
κάθε πρωί. Περπατούσαμε, όχι μόνο
εκτεθειμένα στα στοιχειά της φύσης
πρωί-απόγευμα, αλλά, όταν βρεχόμαστε
στην πρωινή πορεία και γινόμαστε μούσκεμα
από την κορφή μέχρι τα νύχια, έτσι με τα
μουσκεμένα καθόμαστε που πολλές φορές
στεγνώνανε επάνω μας, μέχρι αργά μετά
τις 5 το απόγευμα, που φτάναμε σπίτι μας.
Μόνο οι κάλτσες και τα παπούτσια μας
δεν προλάβαιναν να στεγνώσουν και
ξυλιάζανε τα πόδια μας όλη μέρα! Σπίτι
μας, σχήμα λόγου δηλαδή, σε μια σκηνή
μέναμε. Σκηνές, οι οποίες στήθηκαν μέσα σε
περιβόλια και ανοιχτούς, αλλά προφυλαγμένους
χώρους.
Λίγο
μετά που κάπως συγκροτηθήκαμε,
δημιουργήθηκαν εστίες συσσιτίων. Εμείς
και πολλοί άλλοι πηγαίναμε στο Σταυρό,
κόμβος, ώστε μαζεύονταν κι από τις γύρω
περιοχές, Βαρρές, Ακρωτήρι, Ψήλωμα κ.ά.
Πενιχρό το γεύμα μας, πενιχρό το ντύσιμο,
με ό,τι
γλίτωσε, ό,τι ρούχα από τα λίγα που
διαθέταμε, προλάβαμε να αρπάξουμε από
τα χαλάσματα των σπιτιών μας.
Δυστυχώς,
είναι τέτοια η ανθρώπινη φύση, που ακόμα
και στην μεγαλύτερη καταστροφή, θα
βρεθούν οι ασυνείδητοι, οι εκμεταλλευτές.
Έτσι και τότε, βρέθηκαν πολλοί που
λυμαίνονταν τα ερείπια κι εκμεταλλευόμενοι
το χάος που επικρατούσε, λεηλατούσαν
ό,τι είχε απομείνει. Έπαιρναν ό,τι
πολύτιμο έβρισκαν και μπορούσαν, συνήθως,
κοσμήματα, χρήματα, πολλοί βρήκαν και
λίρες, ρούχα αξίας, αρχαίες εικόνες και
πίνακες ζωγραφικής, ακόμη και μικρά
χρηματοκιβώτια κι άλλα. Πολλοί από
αυτούς, πλήρωσαν με τη ζωή τους την
βδελυρή αυτή πράξη, αφού από τους
απανωτούς σεισμούς έπεφταν ντουβάρια
και τους πλάκωναν. Κάποιοι, κάηκαν
ζωντανοί... Θεία δίκη; Ποιος να πει;
Οι
επίσημοι καταγεγραμμένοι νεκροί από
τη σεισμοπυρκαγιά, της 11ης
και 12ης
Αυγούστου του 1953, ανέρχονται σε 82... Έτσι
αναφέρει ο Διονύσιος Στραβόλεμος, στο
βιβλίο του Η Ζάκυνθος υπό τα ερείπια
και τας φλόγας, Αθήναι 1958. Μολαταύτα,
ο αριθμός των νεκρών πρέπει να είναι
πολύ μεγαλύτερος, γιατί, όταν έσβησαν
οι φλόγες κι η φωτιά που κουφόκαιγε και
μπόρεσαν τα συνεργεία να πλησιάσουν,
βρέθηκαν πολλά αποτεφρωμένα πτώματα
που δεν κατέστη δυνατή η αναγνώρισή
τους.
Όμως,
αναφερόμενη ξανά στην ανθρώπινη φύση,
θα πω και το εξής: Ο άνθρωπος, ακόμα και
μέσα στη μεγαλύτερη καταστροφή και
δυστυχία, βρίσκει τον τρόπο να δει και
την κάπως «εύθυμη» πλευρά του πράγματος,
σαν αντιπερισπασμό στη μεγάλη συμφορά
που δεν την αντέχει η ψυχή! Όταν πρόκειται
δε για τον Ζακυνθινό, γνωστό το χιούμορ
του που δεν το χάνει εύκολα, ακόμα και
κάτω από τις πιο δυσμενείς συνθήκες,
τότε αποφορτίζεται, έστω και προσωρινά,
η πολύ βαριά ατμόσφαιρα.
«Ωρέ
ωρέ, τι έκαμε στα γυαλικά του Δάφνου!»,
αναφώνησε
μετά τον μεγάλο σεισμό ο Νικολής! Έβλεπε
το χαμόσπιτό
του να κείτεται ένας σωρός κάτω κι αυτός
σκέφτηκε «τα γυαλικά
του Δάφνου»! Έμεινε
στην ιστορία και το λέγανε οι Ζακυνθινοί
για χρόνια. Κι ο Παναγιώτης, με το πρώτο
κούνημα, βγαίνοντας τρομοκρατημένος
έξω, φώναξε: «Γυναίκαααααα,
την μπότσα με το λάδι...». Εδώ
καιγόταν το σύμπαν και δεν έμενε λίθος
επί λίθου κι εκείνος γνοιάστηκε για την
μπότσα με το λάδι! Και πλείστα όσα άλλα
τέτοια ευτράπελα!
Όμως,
ένας απλοϊκός Ζακυνθινός συνόψισε την
μεγάλη, την απερίγραπτη καταστροφή, που
προξένησε στην πανέμορφη Ζάκυνθο η
σεισμοπυρκαγιά της 12ης
Αυγούστου του 1953, σε λίγες λέξεις μόνο:
Μπουχούρα,
καπνούρα
κι ο κόσμος ανάποδα!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου