ΓΡΑΦΕΙ Ο Δρ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΜΟΥΣΤΑΚΗΣ
Το κείμενο που ακολουθεί για να γίνει κατανοητό προϋποθέτει την ανάγνωση του παλαιοτέρου κειμένου μας με τίτλο «Η οικουμενικότητα του κηρύγματος του αποστόλου Παύλου». Το σημερινό κείμενο που ουσιαστικά αποτελεί την, μετά από τρία και μισό χρόνια, συνέχειά του γεννήθηκε από σχόλια και συζητήσεις που διαβάσαμε τις τελευταίες ημέρες με αφορμή το Ουκρανικό ζήτημα και άλλα συναφή που, αμέσως ή εμμέσως, συνδέονται με αυτό.
Ξεκινώντας, λοιπόν, από την βαθιά πεποίθηση και την ακλόνητη βεβαιότητα για την οικουμενικότητα τού κηρύγματος τού Χριστού ο απόστολος Παύλος, παρά την συγκεκριμένη εθνική καταγωγή του, για την οποία ήταν άκρως υπερήφανος, παρά την επί σειρά ετών εκπαίδευσή του στον Νόμο και παρά την πεποίθησή του ότι ο Νόμος αποτελούσε τη σωτηρία των Ιουδαίων στις ιεραποστολικές του εξορμήσεις και στο κήρυγμά του περιέλαβε όλους τους λαούς της αχανούς Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και έθεσε τον εαυτό του, χωρίς δισταγμό στην υπηρεσία Ελλήνων και Ιουδαίων, εθνικών και περιούσιου λαού στοχεύοντας σε μία οικουμενικότητα, η οποία δεν άφησε κανέναν εκτός και γι’ αυτό μεταμόρφωσε τον κόσμο.
Απλοποιώντας τα πράγματα θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο απ. Παύλος από πιστός «εθνικιστής» Ιουδαίος (ως όφειλε και ως εθεωρείτο ορθό στους ιουδαϊκούς κύκλους) με την κλήση του από τον Χριστό μετεστράφη και σε αυτόν τον τομέα —πώς θα ήταν δυνατό να μην συμβεί κάτι τέτοιο άλλωστε— και απετέλεσε τον ιδανικό και ανυποχώρητο κήρυκα της οικουμενικότητας του ευαγγελικού λόγου.
Σήμερα, δύο χιλιάδες χρόνια μετά, η οικουμενικότητα αυτή, την οποία κήρυξε και για την οποία εργάστηκε εντατικά για τριάντα πέντε περίπου χρόνια ο απ. Παύλος, όπως και οι άλλοι απόστολοι, οργώνοντας με κάθε μέσον και κάθε κόστος, απ᾿ άκρου εις άκρον, την Οικουμένη και θεμελιώνοντας μία πραγματικά Οικουμενική Εκκλησία, παραμένει ζητούμενο.
Το ερώτημα που μας απασχολεί σε αυτή την ανάρτηση είναι εάν η οικουμενικότητα του Ευαγγελίου έχει πάρει τη θέση που απαιτείται στη συνείδηση των κατά τόπους Εκκλησιών ή εάν, ακόμη και σήμερα, παραμένει ζητούμενο και πάγιο αίτημα κάθε πιστού που αντιλαμβάνεται τη μοναδικότητα της θέσεώς του μέσα στο σώμα της Εκκλησίας και τη δυνατότητα της Οικουμενικής Εκκλησίας να μεταμορφώσει τον κόσμο.
Δυστυχώς, παρακολουθώντας κείμενα και δηλώσεις ποιμένων και στελεχών των κατά τόπους Εκκλησιών, με έκπληξη και λύπη διαπιστώνουμε ότι σε μεγάλο βαθμό, προφανώς μεγαλύτερο από όσο έπραττε ο απ. Παύλος και οι άλλοι απόστολοι, σκέφτονται και λειτουργούν περισσότερο εθνικά, όντες φορείς ενός ιδιότυπου καταστροφικού επαρχιωτισμού, που θέτει τα όρια του ενδιαφέροντος και του κόσμου τους «όσο φτάνει η αυλή τους», με μία τάση έντονης εσωστρέφειας ώστε να προστατεύσουν και να περιχαρακώσουν, όσα εγωιστικά και μικρονοϊκά θεωρούν κεκτημένα και δεδομένα.
Κι όσο διαβάζει κανείς σκέψεις, δηλώσεις, σχόλια, παρατηρήσεις και προτάσεις τους τόσο σαφέστερα διαπιστώνει ότι δεν θέλουν να διαφυλάξουν την οικουμενικότητα που παρέλαβαν από τον Απόστολο των Εθνών. Δεν μπορούν να βαστάξουν το βάρος της και δεν επιθυμούν να υποστούν όσα ο απ. Παύλος υπέστη από τους συμπατριώτες του στο όνομα της αταλάντευτης πορείας του προς τη διδασκαλία, από όπου κι αν πέρασε, αυτού του αστείρευτου ευαγγελικού οικουμενικού πνεύματος.
Διαπιστώνει ότι δεν έχουν το σθένος του απ. Παύλου, ο οποίος, όπως διαβάζουμε στο Γαλάτας 2:11-14, δεν δίστασε να ελέγξει ενώπιον όλων τον απ. Πέτρο όταν αντελήφθη ότι παραγκώνιζε την αλήθεια του ευαγγελίου και μαζί με αυτή την οικουμενικότητα του κηρύγματος του Κυρίου.
Η εικόνα των δύο αποστόλων Πέτρου και Παύλου εκφράζει άριστα την ενότητα και το οικουμενικό πνεύμα της Εκκλησίας
Διαπιστώνει ότι δεν έχουν την ταπείνωση και το μεγαλείο του απ. Πέτρου, ο οποίος, μόλις διαπίστωσε ότι έσφαλλε στην περίπτωση που αναφέρεται στο Γαλάτας 2:11-14, υιοθετώντας, κακώς, τις νομικές δεσμεύσεις που ήδη είχε παραμερίσει η Αποστολική Σύνοδος, μη θέτοντας στους ώμους τους Χριστιανών περιττά βάρη, άλλαξε στάση, συντάχθηκε με τον απ. Παύλο, ως εμμέσως συμπεραίνουμε από την ίδια την Καινή Διαθήκη και την παράδοση της Εκκλησίας, διασώζοντας την ενότητα της Εκκλησίας.
Με τη στάση των δύο κορυφαίων απόστολων αντιλαμβανόμαστε ότι βάση και κριτήριο της ενότητας της Εκκλησίας αποδεικνύεται η οικουμενική συνείδησή της, η οποία αποτελεί μία ιδιαιτέρως σημαντική παράμετρο της ευαγγελικής αλήθειας.
Και στο σημείο αυτό, για να είμαστε τίμιοι με τον εαυτό μας, οφείλουμε να θέσουμε το ερώτημα: από όσες δηλώσεις, προτάσεις, απειλές και σκέψεις διαβάσαμε αυτές τις ημέρες (και όχι μόνο) από όλους τους, αμέσως ή εμμέσως, εμπλεκομένους στο ουκρανικό ζήτημα ποιες στρέφονται προς την κατεύθυνση της αποδοχής και της ενισχύσεως τού αναμφιβόλως οικουμενικού χαρακτήρα της Εκκλησίας και ποιες κινούνται προς την αντίθετη κατεύθυνση;
Στην πραγματικότητα το ερώτημα είναι ρητορικό και δεν θα έπρεπε καν να τεθεί. Εύκολα μπορεί να το απαντήσει κάποιος που έχει περιηγηθεί στο διαδίκτυο και έχει διαβάσει λίγα από αυτά που έχουν δημοσιευθεί στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο.
Αυτά χωρίζονται σε δύο ομάδες: όσα στρέφονται κατά του Οικουμενικού Πατριαρχείου και κατά της Οικουμενικότητας τής Εκκλησίας και σε όσα συντάσσονται με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, το οποίο και στην εποχή μας, στη δύσκολη εποχή της παγκοσμιοποιήσεως, κομίζει και διαφυλάσσει την έννοια της Οικουμενικότητας, η οποία είναι σύμφυτη με τη διδασκαλία της Εκκλησίας και το κήρυγμα του Χριστού.
Δεν είναι τυχαίο νομίζω ότι ο τίτλος Οικουμενικός εδόθη από πολύ νωρίς στον Αρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως, Νέας Ρώμης, όχι γιατί έχει υπό την πνευματική του ευθύνη ολόκληρη την υπό τον ήλιον γη, καθώς από τους πρώτους αιώνες καθιερώθηκε ο θεσμός της Πενταρχίας των Πατριαρχών (Ρώμης, Νέας Ρώμης/Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων), οι οποίοι είχαν και έχουν υπό την πνευματική τους ευθύνη τμήματα του τότε γνωστού κόσμου, αλλά διότι με την έντονη ιεραποστολική δράση του Οικουμενικού Πατριαρχείου και την ευρύτητα πνεύματος που το διακατείχε κατόρθωσε να γνωρίσει την Εκκλησία στα πέρατα της Οικουμένης και να κάνει Χριστιανούς τους πρώην εχθρούς και διώκτες χωρίς να τους κρίνει βάσει της εθνικής καταγωγής τους.
Αυτό το οικουμενικό ιεραποστολικό πνεύμα, φορείς του οποίου ήταν οι απόστολοι, διασώζεται στην Εκκλησία, στο σύνολό της, και εκφράζεται, με όποιες ανθρώπινες αδυναμίες κι αν υπάρχουν, από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και σήμερα και θα συνεχίσει να εκφράζεται και στο μέλλον.
Δεν είναι τυχαίο ότι το ίδιο το συνοδικό σύστημα της Εκκλησίας παρεχώρησε στον Επίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως και Οικουμενικό Πατριάρχη το μοναδικό σε ολόκληρη την Ορθοδοξία δικαίωμα να εκχωρεί το Αυτοκέφαλο και, βέβαια, την υποχρέωση του «εκκλήτου», δηλαδή να δέχεται και να κρίνει προσφυγές που απευθύνονται προς αυτόν. Κι αυτά έγιναν όχι γιατί οι Οικουμενικοί Πατριάρχες ήταν ικανότεροι ή πιο μορφωμένοι από τους άλλους Πατριάρχες ή γνώριζαν καλύτερα τους κανόνες. Η Εκκλησία που τους ανέθεσε αυτή την υποχρέωση είχε συνείδηση ότι ήταν φορείς του οικουμενικού της πνεύματος που θεμελιώθηκε από τον Κύριο και τους αποστόλους.
Σε αυτό το οικουμενικό πνεύμα προσβλέπει ο κόσμος μας για να προστατευθεί από τους κάθε λογής διασπαστικούς εθνικισμούς και να αντιμετωπίσει την παγκοσμιοποίηση που μεταβάλλει την καθημερινότητά μας προς το χειρότερο. Και, μάλιστα, κι εδώ εντοπίζεται μία από τις πλέον τραγικές παραμέτρους του ζητήματος, όταν το Οικουμενικό Πατριαρχείο για να διαφυλάξει την οικουμενικότητα και την κανονικότητα και να προστατεύσει έναν λαό από έξωθεν παρεμβάσεις αναγκάζεται να παραχωρήσει Αυτοκέφαλο κόβοντας ένα μέρος από το ίδιο του το σώμα.
Με αυτόν τον τρόπο Οικουμενικότητα και Ενότητα συμπορεύονται και οδηγούν την Εκκλησία στο μέλλον.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου