Γράφει η ΔΙΟΝΥΣΙΑ ΜΟΥΣΟΥΡΑ από τη Μελβούρνη
Τάδε έφη, ανάμεσα σε άλλα, φίλος αγαπητός από την Ζάκυνθο! Παρακολούθησε, όπως μου είπε, ένα ντοκιμαντέρ με φωτογραφίες, από την Μελβούρνη κι εντυπωσιάστηκε. Για μια στιγμή διαβάζοντάς το, έμεινα κάπως σκεφτική και μετέωρη!
[Αλεξέι Κύριλοφ: Ηώ, η θεά του Νόστου] |
“Ωραίο το Χωριό σου”. Όμως, πού και ποιο είναι το χωριό μου; Ομολογώ, μέχρι εκείνη τη στιγμή, δεν είχα διερωτηθεί ποτέ.
Είναι, άραγε, ο γενέθλιος τόπος, το Μπανάτο ή Βανάτο, όπου έφυγα από κει στα τέσσερα χρόνια μου, αλλά οι δεσμοί ακατάλυτοι; Εκεί που πρωτοαντίκρισα τον Ήλιο; Εκεί που πήρα τα πρώτα δειλά κι αδέξια βήματα -αφού είχα κουτρουβαλιαστεί στις σκάλες κάμποσες φορές-, εκεί που σκόνταψα, έπεσα, μάτωσαν χέρια και γόνατα, καμαρώνοντας για το κατόρθωμά μου να μπορώ να στέκομαι όρθια χωρίς στήριξη και να παίρνω δρόμο γελώντας θριαμβευτικά;
Εκεί που πρωτοκινδύνευσε η μικρή μου ζωή, μόλις δύο-τριών μηνών εγώ; Που ο αγαπημένος μπάρμπας μου ο Νικόλας, αδελφός του παπάκη μου, όπως μου είπαν όταν μεγάλωσα κι όπως μου θύμιζε κι ο ίδιος, κάθε φορά που με έβλεπε γελαστός και χαρούμενος, αφού πρώτα με αγκάλιαζε και με φιλούσε με αγάπη, μέχρι που μητέρα πια εγώ, εκείνος έφυγε ξαφνικά κι απρόοπτα από τη ζωή, πολύ νέος, μια μέρα που δούλευε στα αμπέλια, αφήνοντας μόνη τη θεία μου την Γιουστίνα με δυο μικρά κορίτσια την Γκιοβανούλα και την Κατερίνα;
Όπου, απηυδισμένος μια μέρα από τις συνεχείς τσιρίδες και τα κλάματά μου μέρα-νύχτα χωρίς λόγο κι αφορμή! Χορτάτη ήμουν, λέει, καθαρή ήμουν, ούτε κρύωνα ούτε ζεσταινόμουν, άνετη στην κούνια μου κι εγώ εκεί, ουά και ουά μέρα-νύχτα λες και με είχαν κουρδισμένη, έπαιρνα φόρα και δώστου κλάμα και κακό! Τι να κάνει ο άνθρωπος, με αρπάζει, λέει, από τα αρίδια κάποια στιγμή για να με εκσφενδονίσει από το παράθυρο του δεύτερου πατώματος μπας και βρει την ησυχία του; Εμ, άδικο είχε; Όπως ο ίδιος μου ομολόγησε, όταν τον ρώτησα τι τον εμπόδισε και δεν το έκανε, μου είπε πως, ξαφνικά λέει εγώ, όπως με κράταγε άρχισα να χαμογελάω «αγγελικά» και δεν βάσταξε η καρδιά του, με πήρε αγκαλιά και με γύρισε στην κούνια μου! Να είσαι ευλογημένος εκεί που είσαι, μπάρμπα Νικόλα! Εσύ και ο μπάρμπας μου ο Τιμόθεος, ήσαστε οι πιο αγαπημένοι μου.
Μια μικρή διευκρινιστική παρένθεση εδώ. Ο παπάκης μου, μόλις είχε χειροτονηθεί ιερέας, λίγο πριν γεννηθώ εγώ, και διορίστηκε εφημέριος στο Σαρακινάδο, χωριό δίπλα από το Μπανάτο. Έτσι, από τη Χώρα που έμεναν, μετακομίσανε στο Μπανάτο. Ο μπάρμπας μου ο Νικόλας, ανύπαντρος τότε, έμενε μόνος, είχε ένα ωραίο διώροφο σπίτι λίγα μέτρα πιο πέρα από εκεί που είναι το σπίτι της κόρης του της Κατερίνας σήμερα.
Κι αποφασίστηκε να μείνουν εκεί. Πού να ήξερε ο δόλιος πως ένα-δύο μήνες μετά που γεννήθηκε η αφεντιά μου θα έχανε την ησυχία και τη γαλήνη του! Η Μαμά μου η δόλια, που είχε και τη δίχρονη αδελφή μου να φροντίζει, με ντάντευε, με κανάκευε αλλά εγώ εκεί λες και το έκανα επίτηδες! Τι να σου κάνει ο άνθρωπος, έφτασε στα όρια του κάποια στιγμή!
Εκείνο είναι το Χωριό μου; Εκεί που γνώρισα τη δίνη και τη φρίκη του πολέμου;
Εκεί που γνώρισα την πείνα, εκεί που μια σταλιά παιδάκι ήρθα σε επαφή με το θάνατο, βλέποντας γύρω μου ανθρώπους να πεθαίνουν από την πείνα;
Εκεί που στα δυόμισι χρόνια μου βίωσα το θάνατο από πρώτο χέρι, βλέποντας την μικρή μου αδελφή, την Ανδριάνα, να σβήνει από ασιτία; Εκεί που έζησα την μπότα του κατακτητή τον φόβο και τον τρόμο των βομβαρδισμών;
Εκεί που μετέπειτα, όταν έληξε και ο αδελφοσπαραγμός, που ακολούθησε τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο κι επανήλθε μια σχετική γαλήνη και ηρεμία, εγώ έζησα υπέροχες στιγμές, μέρες, εβδομάδες, με τους αγαπημένους Νόνα Ανδριάνα και Κωνσταντή και πιο πέρα στην Κουκουναρία την Νόνα μου την Αδαμαντία, τη θεία μου την Κούλα, τον μπάρμπα μου τον Πέτρο; Τα πολυαγαπημένα μου μέχρι σήμερα ξαδέλφια Στραβοποδάκια και Μουσουράκια;
Εκεί που κοιμήθηκαν γαλήνια τον Μεγάλο Ύπνο, τρεις γενιές μέχρι τώρα, από δικούς μου ανθρώπους, ανθρώπους της καρδιάς μου συγγενείς και φίλους, ανάμεσα τους και οι αγαπημένοι μου Γονείς;
Εκείνο είναι το Χωριό μου;
[Σπύρος Βασιλείου: Αγάπες, θύμησες στη Ξενιτιά] |
Ή μήπως η Μπόχαλη, όπου έζησα από 4 χρονών μέχρι τα 16-17 μου χρόνια; Εκεί που γνώρισα την ομορφιά και την τελειότητα της Φύσης! Με το Κάστρο και το Δάσος, βιγλάτορες και χώρους ατελείωτων παιχνιδιών με τα άλλα παιδιά της γειτονιάς;
Τα χρόνια στην Μπόχαλη, τολμώ να πω, ήταν όχι μόνο φωτογενή, αλλά τα πιο όμορφα! Μεγάλωσα εκεί, ένιωθα και νιώθω ακόμη, ότι ανήκα εκεί! Η μαγεία κι ομορφιά της με κρατά δέσμια ακόμη κι ας έχει γίνει πια απάνθρωπη, τολμώ να πω, από το κυνήγι του μεροκάματου; του κέρδους; Ίσως και των δυο.
Εκεί, στην αγαπημένη Μπόχαλη, έμειναν οι πιο τρυφερές αναμνήσεις μου! Εκεί τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα της καρδιάς με τους αγνούς ερωτευμένους κανταδόρους, που δεν τολμούσαν να μας πλησιάσουν ή να μας μιλήσουν, αλλά περιορίζονταν να μας τραγουδούν στην πλατεία για να μην εκθέτουν τα κορίτσια, τον αγνό τους έρωτα υμνώντας τα δυο μάτια καστανά, ή πράσινα ή μπλε!
Εκεί, όπου και λίγα χρόνια πριν, σε πολύ μεγάλη ηλικία, ξενυχτίσαμε μια όμορφη νύχτα κάμποσα αγόρια και κορίτσια, (…), φίλοι και συμμαθητές, όλοι μας άνω των 70 παρακαλώ, στα μουράγια της Χρυσοπηγής και στον Καναπέ, μέχρι που έσκασε η Ανατολή. Κείνη τη νύχτα, γίναμε ξανά 17 και 18 χρονών ξέγνοιαστα παιδιά, ξεχνώντας τα πολλά μας χρόνια και την σκληρή πραγματικότητα του σήμερα; Που την επαύριον, θα παίρναμε όλοι σχεδόν το δρόμο της επιστροφής, το δρόμο του χωρισμού, καθένας για εκεί που ανήκε, χωρίς εγγυήσεις να ξαναβρεθούμε, αλλά κουβαλώντας μέσα μας τις πολύτιμες, όμορφες, μαγικές στιγμές που περάσαμε όλοι και που θα μας συντροφεύουν μέχρι το τέλος!
Εκεί που κοιμήθηκαν τον Αιώνιο Ύπνο τόσοι φίλοι και γείτονες και πολύ πρόσφατα η αγαπημένη μου Αδελφή;
Εκείνο είναι το Χωριό μου;
Είναι στη Χώρα της Ζακύνθου, όπου έζησα μέχρι το γάμο μου στα 19 μου χρόνια; Ή στην Αθήνα, που έζησα μετά το γάμο μέχρι το 1967 που πήραμε το δρόμο για την ξένη γη κι όπου γεννήθηκε το πρώτο μου παιδί;
Εκεί είναι το Χωριό μου;
[Αλέκος Φασιανός: Το μήνυμα της Ξενιτιάς] |
Ή, μήπως, εδώ που ζω;
Εδώ που ήρθα 27 χρονών με δυο μικρά παιδιά πέντε και δυόμισι χρονών, όπου τώρα εγώ πολύ κοντά στα 80 (!), και τα παιδιά μου πολύ μεγάλα και τα δυο τους με δικά τους μεγάλα παιδιά, τα λατρεμένα μου εγγόνια;
Εδώ, που για χρόνια πότιζα το χώμα της Νέας Πατρίδας με δάκρυα πικρά, όπου βρεθήκαμε χωρίς κανέναν δικό μας άνθρωπο, άγνωστοι μεταξύ αγνώστων, στην άλλη άκρη της Γης, όπου η στέρηση της Μάνας, του Πατέρα, των αδελφιών, των συγγενών των φίλων, σε κάθε δύσκολη στιγμή σε κάθε λύπη, αλλά και σε κάθε χαρά, η στέρηση της Πατρίδας, γινόταν αφόρητος κι ανελέητος πόνος μαστίζοντας με ολημερίς κι ολονυχτίς;
Εδώ που, σαν μικρά παιδιά, έπρεπε να μάθουμε από την αρχή τα πάντα; Από τα πολύ μεγάλα μέχρι τα μικρά! Τη γλώσσα, τους Νόμους του ξένου Κράτους, τα ήθη κι έθιμα τους, τις συνήθεις τους; Ακόμα και να μάθουμε πώς να περπατάμε, αφού εδώ, αριστερά περπατάμε, αριστερά οδηγούμε! Όλα αλλιώτικα, όλα διαφορετικά κι εμείς ξένοι μέσα στους ξένους.
Εδώ που, αργότερα, αξιώθηκα πολλές χαρές; Υλοποίησα το όνειρό μου για Ανώτερες Σπουδές, έκανα λαμπρή καριέρα. Με την σκληρή δουλειά, αξιωθήκαμε πολλές ανέσεις και αγαθά που η αγαπημένη πατρίδα, τότε, δεν μπορούσε να μας προσφέρει.
Εδώ που αξιώθηκα να δω τα παιδιά μου με άρτια μόρφωση και παιδεία και αργότερα με δικές τους οικογένειες;
Εδώ, που όταν πίσω στο 1980 συνόδευαν τον παπάκη μου δικοί φίλοι και γνωστοί και πάρα πολλοί άλλοι, στην τελευταία του κατοικία, εγώ, καθισμένη σε μια άκρη χιλιάδες μίλια μακριά θρηνούσα μόνη και δεν αξιώθηκα ούτε το Στερνό Αντίο; Ούτε τον Τελευταίο Ασπασμό, αποτίοντας φόρο τιμής στο Γονιό μου; Και πρόσφατα, μόλις λίγους μήνες πριν, δεν αξιώθηκα το ίδιο Στερνό Αντίο στην αδελφή μου;
Εδώ που όταν έρθει η ώρα, θα αναπαυτώ κι εγώ σαν χιλιάδες άλλους πριν και μετά από μένα, όχι σε ξένα χώματα πια… Δικά μας χώματα τώρα και αυτά. Τα θρέψαμε με το δάκρυ του καημού, με το δάκρυ της πικρίας, της λύπης του πόνου, με την, αναπόφευκτη για κάθε οικογένεια, αγωνία μας κάθε ώρα, κάθε μέρα, για μια ολόκληρη ζωή! Τα δυναμώσαμε με την ελπίδα της προσμονής για επιστροφή, φρούδες ελπίδες… Με το χαμόγελό της χαράς μας, βλέποντας πρώτα τα παιδιά μας να μεγαλώνουν και να προκόβουν και τώρα τα εγγόνια μας!
Εδώ θα μείνουμε, αφού δεν είχαμε την τύχη να αναπαυτούμε στα άγια χώματα της αγαπημένης Πατρίδας, κοντά στους δικούς μας;
Πολλά –πολλά χρόνια πίσω, αφιερώνοντας λίγους στίχους στον φευγάτο πια παπάκη μου, τελειώνω,
Στερνή μου ευχή κι επιθυμία
Παρόλο που στα ξένα ζω
Όταν κοπάσει της ζωής η τρικυμία
Κοντά σε Σένα, πλάι σου να αναπαυτώ.
Όμως, αυτή η επιθυμία, δεν θα εκπληρωθεί… Ξένη πια εγώ στον τόπο που γεννήθηκα, δεν ανήκω πια εκεί…
Λίγα χρόνια μετά από αυτό, σε μια κρίση φοβερής νοσταλγίας, γράφω το βραβευμένο ποίημα «Δεκέμβρης Δίχως Χιόνια» και τελειώνω,
Ακόμα δεν το δέχτηκες ψυχή
Πως θάσαι εδώ
Χωρίς καντήλι και κερί…
Εδώ είναι Το Χωριό μου;
Αγαπητέ συμπατριώτη και φίλε Στάθη Γ.
Ναι, Ωραίο το Χωριό μου! Όμως, ποιο είναι και πού είναι;
Εσύ, που με το σχόλιο σου, μου έδωσες το ερέθισμα για να τα γράψω όλα αυτά, αλλά ταυτόχρονα με προβλημάτισες, αναγκάζοντας με να σκύψω βαθιά μέσα μου για πρώτη φορά στη ζωή μου και να αναρωτηθώ, αλλά κι εσείς οι αγαπητοί αναγνώστες, που θα με τιμήσετε διαβάζοντας το, βοηθήστε με να καταλάβω, να αποφασίσω, να καταλήξω, Ποιο και Πού είναι τελικά το Χωριό μου;
δ.μ.
[Γιώργος Βακιρτζής: Εδώ, στην ξένη χώρα] |
Υπέροχο όπως πάντα Σούλα μου
ΑπάντησηΔιαγραφή