Γράφει η ΔΙΟΝΥΣΙΑ
ΜΟΥΣΟΥΡΑ
- Στον
καιρό μου ή παλιά (λένε πολλοί) υπήρχε
σέβας, υπήρχε φιλότιμο στον άνθρωπο,
δεν γινόταν τούτο ή το άλλο. Ή ακόμα,
- Τον
παλιό καλό καιρό, ζούσαμε όμορφα, είμαστε
μεν φτωχοί, αλλά δεν είχαμε προβλήματα
ούτε έγνοιες! 'Η,
- Θυμάμαι τότε, που τρέχαμε ή δουλεύαμε
όλη μέρα μ' ένα κομμάτι ψωμί κι ούτε
αδυναμία μήτε κούραση νοιώθαμε, ήμασταν ξέγνοιαστοι και χαρούμενοι.
Ξεχνάει
εύκολα ο άνθρωπος ή αρνείται να παραδεχτεί
πως τότε που έτρεχε σαν τσακάλι ή που
δούλευε όλη μέρα και δεν ένιωθε κούραση,
ήταν παιδί, νέος/νέα σφριγηλοί και
δυνατοί με πολλή ενέργεια δυνάμεις κι
αντοχές! Δεν ήταν 50 χρόνων, 60 ή και πάρα
πάνω, που είναι σήμερα.
Αναφέρονται
σε υπακοή και σέβας είτε του παιδιού
στον πατέρα είτε της γυναίκας στον
άνδρα! Αυτή η υπακοή και το σέβας, πολλές
φορές δεν ήταν παρά καμουφλαρισμένος
φόβος. Ποια γυναίκα ή παιδί τολμούσε να
αντιμιλήσει ή να δείξει ανυπακοή στον
σύζυγο ή στον πατέρα; Ο άνδρας, πατέρας,
αδελφός, σύζυγος, εξουσίαζε πλήρως τη
γυναίκα που την θεωρούσε κτήμα του.
Υπήρχαν πολλοί άνδρες που σέβονταν την
γυναίκα τους και φέρονταν με στοργή κι
αγάπη τόσο σε κείνην όσο και στα παιδιά
τους.
Υπήρχαν
κάποιοι, όμως και δεν ήταν λίγοι, που
κάθε άλλο παρά συμπεριφέρονταν σαν
σωστοί και καλοί οικογενειάρχες. Ούτε
Νόμος υπήρχε μέχρι τα πολύ νεότερα
χρόνια που να προστατεύει την γυναίκα
ή το παιδί, από την κακομεταχείριση
τέτοιου γονιού ή συζύγου.
Πολλοί
άνδρες σήκωναν χέρι στη γυναίκα τους.
Η αφορμή, μικρή ή μεγάλη, δεν συζητιέται,
γιατί ουδείς έχει το δικαίωμα να
χειροδικεί εις ουδέναν για κανένα λόγο.
Η γυναίκα, όμως, είχε μεγαλώσει να νιώθει
πάντα ένοχη, κι αυτές οι ενοχές, την
οδηγούσαν να συγχωρεί τον άνδρα που την
κακοποιούσε, γιατί
-
Έφταιξε και καλά της έκανε.
- Μα,
είχε δίκιο… έκαψα το φαγητό, άνδρας
είναι.
Ή ακόμη
- Του
αντιμίλησα, και δεν έκαμα καλά.
Αν δε,
έκανε το έγκλημα να της ξεφύγει καμιά
σιγανή βρισιά πάνω στην αγανάκτηση της,
τότε είναι που η βαρβαρότητα του δεν
είχε όρια. Αλλά ούτε οι δικαιολογίες
που θα έβρισκε μετά για αυτόν είχαν
όρια!
Γιατί
έτσι είχε μάθει από μικρό κορίτσι,
-Στον
άνδρα σου θα δείχνεις υποταγή, δεν θα
σηκώνεις κεφάλι, ακόμα και να κάνει κάτι
στραβό, εσύ σαν γυναίκα θα δείχνεις
κατανόηση. Και χέρι να σηκώνει γιατί
εσύ του ΄βγαλες γλώσσα, καλά θα σου
κάνει, πρέπει να τον σέβεσαι και να τον
τιμάς.
Οι ίδιοι
άγραφοι Νόμοι, ίσχυαν και για το παιδί!
Το ξύλο τις περισσότερες φορές στην
ημερησία διάταξη! Κι από την μάνα κάποτε,
αλλά η μάνα συνήθως δεν χτυπούσε το
παιδί για να πονέσει, άντε καμιά στα
πισινά. Πολλοί πατεράδες, όμως, πού σε
πονάει και πού σε σφάζει.
Αν πεις
και για τον δάσκαλο; Άλλος αυτός. Η βέργα, από δέντρο κυδωνιάς, για να μην σπάει
εύκολα και για να τσούζει πολύ, δεν
έλειπε από την έδρα! Η φιλοσοφία που
κυριαρχούσε τότε: Το ξύλο βγήκε απ'
τον Παράδεισο! Προφανώς, ανδροκρατούμενος
αυτός ο «παράδεισος», αφού αυτό ίσχυε
μόνο για την γυναίκα και το παιδί! Γιατί
αν το ξύλο βγήκε, όντως, από τον παράδεισο,
καλό θα ήταν, πότε-πότε, να τρώει και ο
άνδρας ξύλο! Το ερώτημα είναι ποιος στην
οικογένεια θα έκανε την αποκοτιά να
σηκώσει χέρι επάνω του;
Σε πιο
μειονεκτική θέση κι από την γυναίκα,
βρισκόταν το παιδί! Εκείνο όχι μόνο
αδύναμο να αντισταθεί, αλλά δεν του
δίδαξε κανείς, όπως τη γυναίκα, πως ο
πατέρας του, μπορεί και να ήταν ο τιμωρός
του και να το χτυπάει αλύπητα αντί να
το φροντίζει με στοργή κι αγάπη και να
το καθοδηγεί στη ζωή του. Δεν ήταν λίγες
οι φορές που πατέρας χτυπούσε με το
παραμικρό το παιδί του και που του
μιλούσε απαξιωτικά, κάνοντας το να
πιστεύει πως είναι άχρηστο κι ανίκανο
για όλα
-Για
τίποτα δεν είσαι, μία δουλειά σου είπα
να κάνεις και την έκανες στραβή.
-Χάσου
από τα μάτια μου γαϊδούρι, μόνο να τρως
ξέρεις και δεν σ΄ ενδιαφέρει πώς βγαίνει
το ψωμί.
-Χαμένος
θα πας.
Και άλλα
τέτοια «ωραία». Φυσικά και το παιδί
κορίτσι ή αγόρι, μόνο του τα περνούσε
αυτά. Η μάνα δεν τολμούσε να επέμβει και
το ίδιο το παιδί, ντρεπόταν να μιλήσει
σε φίλο ή σε άλλο άτομο.
Παράδειγμα
η Ταζή. Χρειάστηκε να περάσουν πάνω από
70 χρόνια, ναι όπως το ακούσατε, για να
βρει το κουράγιο να μιλήσει για την πιο
φρικτή ημέρα στη ζωή της. Είχαμε την
ίδια ηλικία, τότε, περίπου επτά
χρονών και οι δύο. Μολαταύτα, δεν
γνωριζόμαστε, αλλού έμενε εκείνη, αλλού
εγώ. Γνωριστήκαμε κάποτε κι όχι για
πολύ, στο μοναδικό 6τάξιο Γυμνάσιο
Ζακύνθου. Γίναμε φίλες σχεδόν από την
αρχή. Ήταν ένα αδύνατο ήσυχο κορίτσι
που δεν μιλούσε πολύ, δύσκολα της έπαιρνες
κουβέντα.
Λίγο
μετά τους σεισμούς του 1953, έφυγε από την
Ζάκυνθο κι έχασα τα ίχνη της. Ομολογώ,
όμως, ότι την σκεφτόμουνα από καιρού σε
καιρό. Συναντηθήκαμε πρόσφατα στην
Ζάκυνθο μετά από 64 χρόνια. Χαρήκαμε κι
οι δυο για την επανασύνδεση! Μου πρότεινε
να περάσουμε μια μέρα μαζί στο σπίτι
της που ήταν κοντά στη θάλασσά και με
χαρά δέχτηκα την πρόσκληση!
Στα
πολλά που είπαμε, μου εξομολογήθηκε,
«το μεγάλο της μυστικό», όπως το αποκάλεσε.
Κάτι που ποτέ δεν είχε αναφέρει σε
κανέναν, ούτε καν όταν μεγάλωσε και
παντρεύτηκε, το ανέφερε στον άνδρα της.
Μολονότι είχαν πολύ καλή επικοινωνία,
έκαναν ωραία οικογένεια κι έζησαν πολύ
αρμονικά!
-Θυμάμαι
λες κι ήταν χθες εκείνο το απόγευμα,
άρχισε την διήγησή της.
Συνέχισε
για πολλή ώρα, κι εγώ όσο άκουγα τόσο
μεγάλωνε η οργή κι η αγανάκτηση μέσα
μου.
-Ήταν
ένα Αυγουστιάτικο μεσημεράκι Κυριακής,
έτσι άρχισε. Στην γειτονιά επικρατούσε
ησυχία, οι περισσότεροι κοιμούνταν
ακόμη. Σε κάποιες αυλές, μικρές παρέες
από γυναίκες που δεν είχαν ύπνο
ουβέντιαζαν χαμηλόφωνα, πλέκοντας ή
μπαλώνοντας, ποτέ δεν καθόταν άπραγη η
γυναίκα. Ξαφνικά, την ησυχία του τόπου
την διέσχισαν γοερά και φρικτά ουρλιαχτά
που έβγαιναν από κοντινό σπίτι. Ήταν
παιδικές φωνές τρόμου.
-Εκείνος
ο παλιάνθρωπος θα χτυπάει την Ταζή. Ω
το έρμο κι η μάνα τση λείπει, θα το
αποκάμει το παιδί ο κακούργος.
Ένιωθαν
πολύ άσχημα, αλλά ποια τολμούσε να
μιλήσει ή να επέμβει; Μια, η πιο θαρραλέα,
πήγε μέσα και σκούντησε τον άνδρα της
που κοιμόταν.
-Σήκω, Τάκη μου, νάχεις τη βοήθεια του Αγίου
μας, εκειός ο άτιμος ο Στάθης χτυπάει
αλύπητα την Ταζή, θα την αποκάμει, πήγαινε
να το γλιτώσεις το κακόμοιρο το παιδί,
λείπει η μάνα τση.
-Κάτσε
στην ησυχία σου γυναίκα, τι θέλεις, να
σκοτωθούμε; Αυτός είναι θεόμουρλος.
Λούφαξε η δόλια, τι να πει;
Κλείστηκαν
όλες στα σπίτια τους, κλείνοντας πόρτες
και παράθυρα να μην ακούν τα ουρλιαχτά
του μικρού κοριτσιού και σταυροκοπιόνταν
από τον φόβο τους, παρακαλώντας θεούς
κι αγίους να σταματήσει το κακό. Οι
γοερές κραυγές της μικρής συνεχιζόταν
για αρκετή ώρα με απελπισία που σπάραζε
την καρδιά. Σιγά σιγά όλο και πιο αδύνατες
ακούγονταν οι κραυγές της μετά έγιναν
ένας ατελείωτος λυγμός, μέχρι που
κόπασαν.
Ήταν
ήσυχο και υπάκουο παιδί η Ταζή. Τον
πατέρα της τον έτρεμε γιατί με το
παραμικρό χτυπούσε αλύπητα και την ίδια
αλλά και την αδελφή της, πολλές φορές
και την μάνα. Εκείνη την ημέρα η μάνα
της, αφού απόφαγαν και συμμάζεψε το
τραπέζι, πήρε τη Ρόζα την κατά δύο χρόνια
μεγαλύτερη αδελφή της και πήγαν στους
γονείς της που έμεναν στο παραδιπλανό
χωριό. Πλησίαζε στον μήνα της η μάνα,
στο τρίτο παιδί και η μαμή έλεγε, πως
τούτο είναι οπωσδήποτε σερνικό! Η κοιλιά
της ψηλά και μυτερή, όχι στρουμπουλή
και κρεμασμένη όπως ήταν στις κοπέλες.
Εκείνη την ξεγέννησε και στα κορίτσια
και ξέρει.
Χαρές
και τάματα για δώρα της μαμής ο Στάθης
που τόδεσε κόμπο πως η Μαρία θα του
κάμει το πολυπόθητο σερνικό! Θα είχε,
επί τέλους, κι αυτός γιο! Να μεγαλώσει
να κάμει παιδιά, να βγάλει το όνομα του
και κείνος να καμαρώνει τον Στάθη τον
νεότερο! Έτσι, η Μαρία πήγαινε στη μάνα
της να πάρει τις φασκιές και τ'
άλλα σπάργανα που τα είχε πλυμένα και
σιδερωμένα η μάνα, γιατί πλησίαζε ο
καιρός, να τα έχει όλα έτοιμα.
Ορμήνεψε
την Ταζή να πέσει να κοιμηθεί και να μην
βγει έξω μέχρι να γυρίσει. Έτσι έκανε η
μικρή. Έλα μου, όμως, που η γειτονοπούλα
η Γωγώ, δυο-τρία
χρόνια μεγαλύτερή της
πήγε σιγά στο παράθυρο
και
-Ταζή,
Ταζή, της φώναξε πολύ σιγά, έλα έξω να
παίξουμε, ο νουνός μου, μου έφερε από τη
χώρα ένα ωραίο τόπι!
-Δεν
μπορώ, ο πατέρας μου κοιμάται κι αν πάρει
χαμπάρι πως βγήκα έξω αλίμονο μου.
-Έλα
σου λέω, θα βγεις σιγά σιγά δεν θα το
καταλάβει, θα παίξουμε για λίγο και μετά
θα μπεις μέσα.
Δίστασε
για λίγο η Ταζή, αλλά ο πειρασμός με το
τόπι μεγάλος! Δεν είχε παίξει ποτέ με
τόπι, λίγα παιδιά είχαν, εκείνα τα χρόνια.
-Έλα
σου λέω, είναι χρωματιστό και πολύ
όμορφο!
Σηκώθηκε
η μικρή και, πατώντας στις μύτες από
φόβο μην ξυπνήσει ο πατέρας, βγήκε έξω.
Έμεινε έκθαμβη να κοιτάζει το όμορφο
τόπι με τα πολλά χρώματα! Το χτυπούσε
απαλά κάτω η Γωγώ κι εκείνο ανεβοκατέβαινε
ρυθμικά! Χαιρόταν η μικρή Ταζή! --Έλα,
παίξε το κι εσύ λίγο και της δίνει το
τόπι η Γωγώ. Η Ταζή δεν είχε πιάσει τόπι
στο χέρι της άλλη φορά για να ξέρει πώς
να το παίξει. Κάπως το χτύπησε πιο δυνατά
κι εκείνο αφού ανέβηκε ψηλά, εξαφανίστηκε
στο λαγκάδι που ήταν δίπλα. Τρόμαξε η
μικρή Ταζή. Άρχισε να τσιρίζει και να
φωνάζει η Γωγώ,
- Το
τόπι μου, το τόπι μου, το πέταξε στο
λαγκάδι η Ταζή.
Ξυπνάει
ο Στάθης με τις φωνές, βγαίνει έξω
αγριεμένος που τον αγουροξύπνησαν και…
αρπάζει
γερά από το ένα χέρι την Ταζή, μπαίνουν
μέσα, κλείνει και μανταλώνει την πόρτα,
ξεκρεμάει τον βούρδουλα…όχι όχι όχι
πατέρα μου σε παρακαλώ όχι τον
βούρδουλα…μηηηηη….δεν
θα το ξανακάνω… φώναζε
κατατρομαγμένη η μικρή. Αγνοεί τα
παρακάλια εκείνος κι αρχίζει να την
χτυπάει βάναυσα, κρατώντας την από το
μπράτσο γερά για να μην ξεφύγει… Οι
βουρδουλιές έπεφταν απανωτές στο λιγνό
κορμάκι του παιδιού. Στην αρχή την
χτύπαγε με δύναμη στα πόδια για πολλή
ώρα. Όταν λύγισε κι έπεσε κάτω ουρλιάζοντας
από τους πόνους το παιδί, θολωμένος από
την οργή του άρχισε να την χτυπάει με
περισσότερη μανία όπου έβρισκε. Δύσκολο
να πεις αν εσκεμμένα ή τυχαία δεν την
χτύπησε στο κεφάλι ή στο πρόσωπο.
Το μικρό
παιδί μέσα στα αίματα που έτρεχαν από
παντού, πεσμένο κάτω, μάλλον θα είχε
μισοχάσει τις αισθήσεις του. Τότε και
μόνο τότε ξεθύμανε η οργή του πατέρα
και βλέποντας αιμόφυρτη την μικρή, έκανε
να σκύψει πάνω της να την σηκώσει. Σαν
από ένστικτο το παιδί άνοιξε τα μάτια
και τον κοίταξε κατατρομαγμένη κι άρχισε
να φωνάζει με όση δύναμη μπόρεσε να
μαζέψει Μαμάαααα...
Η μάνα
μόλις είχε φτάσει… Τρέχει, τρέχει κι η
Ρόζα φοβισμένη, αρχίζει τα κλάματα η
Ρόζα βλέποντας έτσι την αδελφή της μα
η μάνα δεν στάθηκε εκεί…αγκάλιασε πρώτα
όσο πιο απαλά μπορούσε το παιδί της για
να μην το πονέσει το ακούμπησε τρυφερά
στο μαλακό κρεβάτι κι έτρεξε στην κάμερα
που ήταν ο Στάθης… Θόλωσαν τα μάτια της
από οργή κι αυτή που δεν τολμούσε ούτε
να του αντιμιλήσει χωρίς καν να σκεφτεί
χωρίς να ξέρει πού βρήκε τη δύναμη,
άρπαξε τον βούρδουλα από χάμω κι όπως
ο Στάθης ήταν ξαπλωμένος τον κατέβασε
κάμποσες φορές επάνω του με μανία
ουρλιάζοντας…
- Φονιά, κακούργε, μου σκότωσες το παιδί μου…
Εκείνος
τάχασε κι έμεινε ακίνητος. Μα η μάνα δεν
σταμάτησε εκεί. Ο μεγάλος πόνος για το
παιδί της τύφλωσε το μυαλό της, δεν
σκεφτόταν πια λογικά:
-Έλα
δω, μωρέ παλιάνθρωπε, έλα δω μωρέ φονιά,
κοίτα εδώ μωρέ.
Και μ΄
αυτά τα λόγια άρχισε να χτυπάει γροθιές
την κοιλιά της…
-Εσύ
μου σκότωσες το παιδί μου κι εγώ θα σου
σκοτώσω το δικό σου το αγέννητο…, τον
γιο που περιμένεις, και δόστου γροθιές
στην κοιλιά της…
Έπεσε
στα πόδια ο Στάθης να την παρακαλάει
και να της πιάνει τα χέρια να μην σκοτώσει
το αγέννητο… δεν φταίει
σε τίποτα εκείνο…
-Και
σε τι έφταιξε μωρέ παλιόμουτρο μωρέ
φονιά η Ταζή μου, πες μου γιατί μα τον
Άγιο θα σου βγάλω τα μάτια και θα γυρίζεις
γκαβός, θα καταντήσεις στση ρούγες
διακονιάρης και θα σε φτύνουνε ούλοι.
Οι δυο
μικρές κουλουριασμένες η μια δίπλα στην
άλλη έκλαιγαν σιωπηλά από τον φόβο τους.
Σε αυτό
το σημείο, ούτε η ηλικιωμένη και πρόωρα
γερασμένη Ταζή, μπόρεσε να συνεχίσει
την αφήγηση αλλά ούτε εγώ να ακούσω
άλλο… Αγκαλιαστήκαμε όπως καθόμαστε
στον καναπέ και κλάψαμε βουβές κάμποση
ώρα… Κάποτε, σκουπίσαμε τα μάτια, έφτιαξε
καφέ, έφερε και παξιμάδια Ζακυνθινά που
είχε φτιάξει λίγες μέρες πριν η Ταζή,
αλλά έφερε και λίγο λικέρ για να…στανιάρουμε,
ήμαστε χάλια και οι δύο…
Κάποια
στιγμή, άρχισε πάλι να διηγείται. Μου
είπε, πως έμεινε κατάκοιτη στο κρεββάτι
για πολύ καιρό… Χρειάστηκε να την δει
γιατρός πολλές φορές. Μα τότε επικρατούσε
ο άγραφος Νόμος της σιωπής. Φυσικά ο
γιατρός έμαθε τι έγινε, αλλά σαν τι
μπορούσε να κάνει. Έπιασε ιδιαιτέρως
τον πατέρα και του μίλησε σε πολύ αυστηρό
και απειλητικό ύφος, (τα είπε ο ίδιος ο
γιατρός την μάνα της μετά). Τον φοβέρισε
πως αν τολμήσει κι αγγίξει άλλη φορά τα
παιδιά ή την Μαρία, θα είχε να κάνει μαζί
του. Θα του έκανε μήνυση και θα έβρισκε
αυτός τον τρόπο να τιμωρηθεί όπως του
αξίζει. Τον έβαλε να κόψει σε μικρά
κομμάτια τον βούρδουλα εκεί μπροστά
του και να εξαφανίσει βέργες και ό,τι
άλλο είχε στο σπίτι. Η μάνα της κι η
αδελφή της δεν έφυγαν ούτε λεπτό από
κοντά της, ούτε μέρα ούτε νύχτα. Εκείνον
δεν τον είδε για πολύ καιρό, κάποιες
φορές άνοιξε δειλά την πόρτα, γεμάτος
μεταμέλειες και κλαίγοντας να την
δει…τρόμαζε το παιδί κι έβαζε τις φωνές,
έκλεινε την πόρτα κι έφευγε. Της
αγόραζε καραμέλες και ματζούνια και τα
άφηνε έξω από την πόρτα, δεν τα άγγιξε
ποτέ η μικρή.
Όταν
συνήλθε αρκετά και μπορούσε να περπατήσει,
πλησίαζε κ'
η ώρα να γεννήσει η μάνα, είχε συνέλθει
λίγο και ψυχολογικά βγήκε δειλά από το
δωμάτιο και λίγο μετά άρχισε πάλι να
πηγαίνει Σχολείο και να κοιμάται με την
αδελφή της, όπως πρώτα. Δεν μπορούσε να
θυμηθεί αν τον είπε ξανά “πατέρα” ή,
αν του απηύθυνε ποτέ το λόγο.
Εν τω
μεταξύ όπως πρόβλεψε η μαμή, έκανε
σερνικό η μάνα της! Γέμισε χαρές το
σπίτι, όχι μόνο που ήταν αγόρι αλλά
κυρίως που βγήκε γερό, μετά από τόσες
γροθιές που έφαγε πριν ακόμα γεννηθεί!
Στην ερώτηση μου, αν τον συγχώρησε ποτέ
και πότε, μου είπε
-Ειλικρινά,
δεν είμαι σίγουρη, κάποια στιγμή ίσως
τον συγχώρησα. Αλλά, δεν μπόρεσα να
ξεχάσω ποτέ!
Όμως
ΔΕΝ μίλησε σε κανέναν για αυτό, ούτε και
στο σπίτι τους συζητήθηκε ποτέ.
-Αυτή
ήταν η πρώτη αλλά κι η τελευταία φορά
που σήκωσε χέρι πάνω μου αυτός!
-Τώρα
πώς έγινε και τα συζητήσαμε σήμερα, δεν
ξέρω. Είναι ίσως που γεράσαμε πια και
όλη μου τη ζωή με βάραινε το μυστικό,
αλλά μικρός ο τόπος εδώ, ποιον να
εμπιστευτείς. Επί πλέον δεν ήθελα να
πληγώσω την μάνα μου, αργότερα τον άνδρα
μου τα παιδιά, τα εγγόνια μου, τι νόημα
θα είχε πια. Μπορεί να είναι που εμείς
είχαμε χαθεί τόσα χρόνια, είναι ίσως η
μεγάλη αγκαλιά που ανοίξαμε και οι δυο
όταν βρεθήκαμε και τα δάκρυα που αυθόρμητα
κύλησαν από τα μάτια.
-Μήπως,
της λέω, βοήθησε και το
γεγονός ότι εγώ δεν μένω εδώ, θα φύγω
σε λίγο παίρνοντας μαζί μου το μυστικό
σου;
Έμεινε
να κοιτάζει με απλανές βλέμμα για λίγο,
-Ναι,
λέει,
νομίζω έπαιξε κι αυτό ρόλο. Είχα μάθει
πως ζούσες στο εξωτερικό και πως ήρθες
πολλές φορές στην Ζάκυνθο. Αλλά ζούσα
στο μέρος του άνδρα μου στη βόρεια
Ελλάδα, έτσι δεν βρεθήκαμε. Φέτος ήρθα
γιατί η μεγάλη μου εγγονή ήθελε να
παντρευτεί εδώ, στο νησί και στο σπίτι
της Νόνας της! Ο γάμος θα γίνει σε λίγες
εβδομάδες, μακάρι να ήσουν εδώ.
Μετά,
ξεχαστήκαμε, μιλήσαμε για τη ζωή μας,
για τα παιδιά μας για τα εγγόνια μας,
μαγείρεψε αυγά με ντομάτες με ζακυνθινό
ντόπιο τυρί, το λεγόμενο λαδοτύρι και
φάγαμε για μεσημέρι. Πλαγιάσαμε, αλλά
δεν μας έπαιρνε ύπνος, οι ώρες πολύτιμες!
Σε λίγο θα χωρίζαμε ξανά, μάλλον για
πάντα αυτή τη φορά. Για να αλαφρύνουμε
κάπως την φορτισμένη ατμόσφαιρα, γυρίσαμε
στα δικά μας παλιά, θυμηθήκαμε τα νιάτα
μας, ποιος ήθελε ποιαν, τις καντάδες που
μας έκαναν οι νεαροί, ήταν πολύ ωραία
κοπέλα η Ταζή!
Έφυγα
αργά το βράδυ, γεμάτη από την Ταζή, από
την τραγική της περιπέτεια αλλά και την
μετέπειτα όμορφη ζωή της με τον άνθρωπο
που αγάπησε και την αγάπησε πολύ αλλά
τον είχε χάσει πέντε χρόνια νωρίτερα!
Όταν
την χαιρέτησα να φύγω, ανάμεσα στα δάκρυα
συγκίνησης και την ευχή να αξιωθούμε
να βρεθούμε ξανά, μου ψιθύρισε…
- Τον
έκλαψα πολύ, όταν πέθανε…
- Ήταν
ίσως οι ενοχές μου που για χρόνια του
φερνόμουν με περιφρόνηση.
-Τ ι
έφταιγε κι εκείνος… μέσα στη βία είχε
μεγαλώσει, καταλήγοντας,
-Ο Θεός
να αναπαύσει την ψυχή του.
Της είπα
ότι κάποτε, ίσως, γράψω για το περιστατικό,
δέχτηκε, μου ζήτησε μόνο να προστατέψω
την ανωνυμία της, αυτονόητο. Τα ονόματα
που χρησιμοποιώ, δεν είναι τα πραγματικά
και, για ευνόητους λόγους, δεν γίνεται
αναφορά στο χωριό της.
- Φυσικά
να το γράψεις, μου είπε. Να το διαβάσουν
κι αυτοί που αναπολούν συνεχώς, τον
παλιό καλό καιρό!
Πήρα το
δρόμο του γυρισμού μ'
ανάλαφρη καρδιά, αναρωτώμενη μήπως,
αυτός ο παλιός καλός καιρός, δεν ήταν
τελικά και τόσο καλός;
δ.μ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου