e-περιοδικό της Ενορίας Μπανάτου εν Ζακύνθω. Ιδιοκτήτης: Πρωτοπρεσβύτερος του Οικουμενικού Θρόνου Παναγιώτης Καποδίστριας (pakapodistrias@gmail.com), υπεύθυνος Γραφείου Τύπου Ι. Μητροπόλεως Ζακύνθου. Οι δημοσιογράφοι δύνανται να αντλούν στοιχεία, αφορώντα σε εκκλησιαστικά δρώμενα της Ζακύνθου, με αναφορά του συνδέσμου των αναδημοσιευόμενων. Η πνευματική ιδιοκτησία προστατεύεται από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Τα νεότερα στα θεματικά ένθετα

Παρασκευή 15 Ιανουαρίου 2021

Η ζωοδότρα Σόμπα

Γράφει η ΔΙΟΝΥΣΙΑ ΜΟΥΣΟΥΡΑ

Το  σπίτι στη Χώρα ήταν μεν σε καλή θέση, αλλά σχετικά μικρό. Ήταν στο κέντρο της Χώρας, επιπλωμένο με πολύ γούστο, με παραδοσιακά ωραία έπιπλα σε όλα τα δωμάτια και βαριές βυσσινί κουρτίνες από βελούδο στα παράθυρα! Καμία σχέση με το σπίτι στο χωριό! Εκείνο ήταν δίπατο, με πολλά δωμάτια και άπλετους χώρους, μεγάλα μπαλκόνια με πρόσοψη στην ανατολή και με υπέροχη θέα, μολονότι δεν ήταν σε ύψωμα.

Ξεχώριζε επίσης, γιατί μερακλής ο Αλέξης, είχε κάνει μια καινοτομία που δεν είχε ξαναγίνει, τουλάχιστον στο χωριό εκείνα τα χρόνια! Τα μπροστινά παντζούρια τα είχε βάψει σε βαθύ γαλάζιο σαν το χρώμα της ήρεμης θάλασσας! Τα πλαϊνά πράσινο βαθύ, για να έρχονται σε αντίθεση, έλεγε, με το σταχτί  χρώμα από τις δυο μεγάλες Λεύκες  που υπήρχαν γύρω. Και  τα πισινά παράθυρα, σε χρώμα κόκκινο, για να ζωντανεύει κάπως την μονοτονία του γυμνού βράχου. Είχε φτιάξει ωραίες βεράντες μπροστά και πίσω, ώστε να δροσίζονται με την Μαριέττα του όταν έπιναν το πρωινό ή απογευματινό τους καφεδάκι! Με πολύ μεγάλα παράθυρα σε κάθε δωμάτιο, κάτι ασυνήθιστο για την Ζάκυνθο εκείνα τα χρόνια που τα παράθυρα ήταν συνήθως μικρά με δαντελωτά κουρτινάκια πλεγμένα με νήμα στο βελονάκι. Εκεί έμειναν σαν νιόπαντρο ζευγάρι κι εκεί γεννήθηκε το πρώτο τους παιδί, η Βασιλική! 

Ο Αλέξης, εκτός από την αγροτική περιουσία, είχε και Καραγκιόζα, δηλαδή Λιτρουβείο! Λίγο μετά τον θάνατο της Βασιλικής, της Μητέρας του, και μετά τους σεισμούς του '53, έχτισε το σπίτι στη Χώρα, όπου υπολόγιζαν με την Μαριέττα, όταν γεννηθεί με το καλό το δεύτερο παιδί τους  να ανοίξουν εμπορικό. 

Μα, όταν πλησίαζε ο καιρός να γεννήσει η Μαριέττα, ήταν μεσοχείμωνο, ο Χειμώνας πολύ βαρύς, χιόνιζε τις περισσότερες μέρες και το κρύο περόνιαζε τα κόκαλα. Έτσι ο Αλέξης αποφάσισε να πάνε να μείνουν στη Χώρα, όπου το σπίτι πιο μαζεμένο και πάντα έκανε λιγότερο κρύο. Περίμεναν να περάσουν τα Χριστούγεννα, να γιορτάσουν στο χωριό με συγγενείς και φίλους και μετά, βλέπουμε. Η Μαριέττα  συμβουλεύτηκε και τη μαμή την Τέτα που θα την ξεγεννούσε, ρωτώντας αν κατά τη γνώμη της είχε περιθώριο να περιμένει η μετακόμιση να περάσει κι η Πρωτοχρονιά. Αφού την εξέτασε η μαμή, την τρίτη μέρα των Χριστουγέννων του Αγίου Στεφάνου, της λέει: 

- Άντε μάζευέ τα σιγά-σιγά, να φύγετε με την ησυχία σας για τη Χώρα, γιατί έχει κατέβει το παιδί και μάλλον πλησιάζουν οι μέρες σου.

Ξεσηκώθηκαν όλοι, βοήθησαν κι οι γειτόνοι να μαζέψουν ρούχα και προσωπικά είδη. Το σπίτι στη Χώρα δεν χρειαζόταν έπιπλα και νοικοκυριό, ήταν κομπλέ από χρόνια, γιατί από καιρού σε καιρό πήγαιναν και έμεναν εκεί, όταν τελείωναν τις ελιές ή άλλες δουλειές. Έτσι, λίγες μέρες μετά, συγκεκριμένα προπαραμονή πρωί της Πρωτοχρονιάς, μετακόμισαν στη Χώρα. 

Πολύ γιορτινή η ατμόσφαιρα τις Παραμονές και ιδιαίτερα την τελευταία μέρα του χρόνου! Στα  χωριά μαζεύονταν συνήθως δικοί κάποτε και φίλοι, δειπνούσαν χαρούμενοι, τραγουδούσαν και χόρευαν για να τους βρει χαρούμενους ο Νέος Χρόνος και… μύριζε μπαρούτι κάθε χωριό από τα σμπάρα που έπεφταν τα μεσάνυχτα με την αλλαγή του χρόνου, έτσι για την υποδοχή.

Στη Χώρα ο κόσμος περπατούσε βιαστικός για τα τελευταία τους ψώνια και μικροδωράκια για τους μποναμάδες στα παιδιά. Η Φιλαρμονική του Δήμου περνούσε από τα μαγαζιά κι έπαιζε τα Κάλαντα της Πρωτοχρονιάς, όπου οι μαγαζάτορες τους φίλευαν τον μποναμά τους! Ο κεντρικός δρόμος στρωμένος με μερτίες και οι πλανόδιοι έμποροι πανέτοιμοι με όλα τους τα Πρωτοχρονιάτικα, όπως τρακατρούκες, καραμούζες, σφυρίχτρες, σερπαντίνες πολύχρωμες και άλλα θορυβώδη και φανταχτερά παιχνίδια για την επαύριον, την παραμονή.

Ήταν κάμποσα χρόνια μετά τους καταστρεπτικούς σεισμούς του 1953 κι ο κόσμος είχε ανάγκη από ευθυμία και χαρά. Η ανοικοδόμηση είχε σχεδόν ολοκληρωθεί κι όλοι είχαν χαλαρώσει και κάπως είχαν ηρεμήσει από το φόβο του σεισμού και της πυρκαγιάς! Αλλά είχαν ανάγκη να ξεδώσουν! Η παραμονή της Πρωτοχρονιάς, εξαιρετική ευκαιρία.

Από νωρίς ακόμα, κατέβαιναν κάτω και, ντυμένοι τα γιορτινά τους, κατέκλυζαν την Πλατεία Αγίου Μάρκου και το σεργιάνι ξεκινούσε από χαμηλά, από την εκκλησία των  Αγίων  Σαράντα κι έφτανε μέχρι εκεί! Γέλια τραγούδια, πειράγματα, πολύς θόρυβος και γενικά μια πολύ όμορφη, χαλαρή και εύθυμη ατμόσφαιρα! Στις 12.00 ακριβώς όλα τα Καμπαναρία της Χώρας, αρχής γενομένης από την εκκλησία της Χρυσοπηγής στον όμορφο Λόφο της Μπόχαλης χτυπούσαν πανηγυρικά, πετούσαν μάσκουλα, ο κόσμος αντάλλασσε φιλιά κι αγκαλιές για το καλό του Νέου Χρόνου και η όμορφη ατμόσφαιρα λίγο μετά την 1.00 ή κάπως αργότερα, άλλαζε. Το έθιμο όριζε τζόγο για την Παραμονή Πρωτοχρονιάς, όπου παρέες-παρέες συγκεντρώνονταν σε απλά σπίτια κυρίως στη Χώρα ή στα «μεγάλα τζάκια» και στα χωριά στο μαγαζί συνήθως, η δε ανατολή της πρώτης Μέρας του χρόνου εύρισκε όλους ταλαιπωρημένους και νυσταγμένους, να τραβούν για τα σπίτι τους. Κάποιοι με την τσέπη άδεια, γιατί είχαν χάσει όχι μόνο αυτά που διέθεταν αλλά και αυτά που δανείστηκαν στο ολονύχτιο χαρτοπαίγνιο και λίγοι φυσικά οι κερδισμένοι που πήγαιναν να κοιμηθούν ευχαριστημένοι.

Έκαναν την ανάγκη φιλοτιμία οι χαμένοι, προετοιμαζόμενοι να αντιμετωπίσουν την σύζυγο και…μετά από «τα δέοντα», όχι ευχάριστα πάντα,

-Άντε και του χρόνου με υγεία! 

Ο Αλέξης με την Μαριέττα δεν κατέβηκαν, αλλά από το μπαλκόνι τους απολάμβαναν τους εορτασμούς. Φοβόταν κι οι δυο μην την πιάσουν οι πόνοι στον δρόμο και τέτοια νύχτα, άντε να ψάχνεις την μαμή! Προχωρούσε η εβδομάδα με το ζευγάρι από στιγμή σε στιγμή να περιμένουν το νέο τους μωρό!

Την έπιασαν οι πόνοι μεσοβδόμαδα. Η Μαριέττα δεν είχε πια τη Μάνα της, μα ούτε και την μοναδική της αδελφή που είχε ξενιτευτεί πολύ νέα. Έστειλαν μήνυμα στον αδελφό της να έρθει για να σταθεί στον Αλέξη. Ήρθε και μια ανιψιά του άνδρα της, έτσι για να έχει μια γυναίκα δίπλα της. Κοιλοπονούσε δυο μέρες! Κάλεσαν και τον γιατρό μα την περισσότερη βοήθεια την πρόσφερε η Τέτα η μαμή, ο γιατρός απλά επέβλεπε κι έδινε οδηγίες, όπου χρειαζόταν. Όλοι αγωνιούσαν για τη ζωή της λεχώνας, αλλά ίδια ανησυχία και για το  παιδί. Όταν τού 'λεγε η Μαριέττα του Αλέξη «θεγατέρα θάναι μου φαίνεται», εκείνος απαντούσε «μη λες το κακό». Μα τώρα αγωνιούσε, να πάνε όλα καλά κι ας είναι θεγατέρα. Ήταν δύσκολες οι στιγμές για τον Αλέξη, είχε χορτάσει από θανάτους και κορέτα [:πένθη]. Είχε ήδη χάσει τέσσερα αδέλφια πολύ νέα, βάλε και τις δυσκολίες από σεισμό και πόλεμο. Ευγενική ψυχή ο Αλέξης, ισορροπούσε τις μαυρίλες της ζωής με επιφανειακή σκληρότητα, χωρίς να λυγίζει. Βράχος ακλόνητος πάντα, ούτε φώναζε μήτε έβριζε, μα δεν εκδήλωνε και τρυφερότητες.  

Πολύωρη και  δύσκολη η γέννα. Ανήμερα του Φωτώνε, επί τέλους, ήρθε στον κόσμο ένα κοριτσάκι! Ο Αλέξης, σήκωσε το μωρό στην αγκαλιά του και,

-Να μας ζήσει και νάναι καλορίζικο, χωρίς να δείξει καμία δυσφορία ή απογοήτευση. 

Η λεχώνα, σκεπασμένη με το κόκκινο σατέν βαρύ πάπλωμα, αποκαμωμένη και ταλαιπωρημένη, αφού την τακτοποίησε η μαμή και σπαργάνωσε το μωρό, και το έβαλε δίπλα της τυλιγμένο σε κουβέρτα, ασυναίσθητα, έγειρε κι έκλεισε τα μάτια να ξεκουραστεί λίγο. Μα,  δεν κοιμόταν, άνοιγε τα μάτια και καμάρωνε το μωρό της! Κάτι δεν της άρεσε όμως. Το μωρό δεν έδειχνε να είναι καλά. Το προσωπάκι του ήταν πολύ χλωμό δεν άνοιγε τα ματάκια του κι ήταν πολύ ανήσυχο. Θορυβήθηκαν η Μαριέττα και ο Αλέξης, ο οποίος έφυγε αμέσως για στο σπίτι του γιατρού και τον παρακάλεσε να έρθει για λίγο γιατί το μωρό κινδύνευε. Πράγματι, ο γιατρός δεν άργησε να καταφθάσει στο σπίτι. Μέχρι νά 'ρθει ο γιατρός, ο πατέρας σήκωσε το μωρό στην αγκαλιά του, αφήνοντας το δάκρυ να κυλήσει και το φίλησε τρυφερά, φοβούμενος πως δεν θα ζήσει.  

- Έχει παγώσει το μωρό, έχει μεγάλη παγωνιά, χρειάζεται ζεστασιά, είπε ο γιατρός!

Ξαμολήθηκε ο Αλέξης για το σπίτι του έμπορα με τα ηλεκτρικά είδη στη χώρα, πιθανόν του Ρουκανά, τον παρακάλεσε να ανοίξει το μαγαζί για λίγο κι ο Αλέξης αγόρασε την πολυπόθητη σόμπα που θα γλίτωνε τη ζωή του παιδιού του! Η Μαριέττα, εν τω μεταξύ, δίπλωσε με μία ακόμα μάλλινη κουβέρτα το μωρό της και το κρατούσε κλαίγοντας στην αγκαλιά της προσευχόμενη και παρακαλώντας να γλιτώσει εκείνο το μικρό κι ανήμπορο πλασματάκι, το μικρό της σπλάχνο, από το κρύο! Μικρή σχετικά η κάμαρα, βάλανε μπροστά τη σόμπα, έκλεισαν και τις πόρτες και εναλλακτικά με τον Αλέξη κρατούσαν τρυφερά στην αγκαλιά τους, τυλιγμένο καλά  το μικρό κοριτσάκι τους, να το προστατέψουν από το βαρύ κρύο! Ο Αλέξης χουχούλιαζε μια το προσωπάκι του μια τα μικρούτσικα  χεράκια του μωρού!

Πάντα έλεγε ο πατέρας πως, χάρη στον Ρουκανά που του έκανε τη χάρη να ανοίξει το μαγαζί και να αγοράσει τη σόμπα, έζησε το κοριτσάκι τους, διαφορετικά δεν θα ζούσε! Γιατί με τη σόμπα, ζεστάθηκε το νεογέννητο κι όλα πήγαν μια χαρά! 

Η ίδια σόμπα ζέσταινε το δωμάτιο της μικρής μέχρι που έφτασε στα σχολικά της χρόνια! Η σόμπα είχε διπλή χρήση. Στηριγμένη σε ένα πόδι, γινόταν σόμπα και ζέσταινε το χώρο και καθισμένη σε μια βάση, γινόταν ψηστιέρα! Αμέτρητες φορές η οικογένεια έψηνε εκεί το φαγητό της!

Την άλλη μέρα από του Φωτώνε πέρασε ν' αγιάσει ο παπά Νέστορας (δεν γνώριζε νωρίτερα ότι είχαν κατέβει στη Χώρα ο Αλέξης κι η Μαριέττα),  βλέπει το μωρό και: 

- Ωω…τι έχουμε εδώ!!! Κουκλίτσα, να σας ζήσει!

[Εδώ θα ήθελα να κάνω μια μικρή παρένθεση, αναφερόμενη στο πόσο πιο ζεστές κι ανθρώπινες οι κοινωνίες τότε!  Δεν νομίζω την σημερινή εποχή πολλοί γιατροί ή μαγαζάτορες να είναι διατεθειμένοι να αφήσουν την φαμελιά και το χουζούρι τους Φωτώνε ή άλλη επίσημη Μέρα για τον τόπο και να τρέχουν σε μια προσπάθεια να σώσουν τη ζωή σε ένα νεογέννητο πλασματάκι! Το πολύ να τους παραπέμψουν στο Νοσοκομείο].

Σαν ήρθε η ώρα να βαφτίσουν το μωρό, με μια γνώμη το ανδρόγυνο και Νουνά, συμφώνησαν να την ονομάσουν  Φωτεινή

-Φωτισμένο το κοριτσάκι μας, γι' αυτό γεννήθηκε ανήμερα του Φωτώνε και για αυτό επιβίωσε με τη βοήθεια της σόμπας! Άλλωστε, είναι τόσο φωτεινό το χαμόγελό της και το προσωπάκι της, που ταιριάζει το όνομα!

Και η μικρή Φωτεινή μεγάλωνε με την αδελφή της την Βασιλική με αγάπη και στοργή! Τα φιλιά του Πατέρα, όμως,  που υπεραγαπούσε τα παιδιά του και αγωνιζόταν γι' αυτά, μετρημένα. Ένα όταν παρέδωσε νύφη την κόρη στο γαμπρό μπροστά στην εκκλησία και άλλο ένα πριν κλείσει τα μάτια!

Και μεγάλωσε η μικρή Φωτεινή και ήρθε η ώρα να  έχει δικά της παιδιά κι εγγόνια. Την Σόμπα, όμως, την κράτησε κοντά της, αφότου της διηγήθηκαν οι γονείς πως χάρη σ' αυτήν επέζησε! Κάποτε, οι δικές της κόρες,  προσπαθώντας να καθαρίσουν την αποθήκη στο σπίτι της Μαμάς, έβαλαν τις φωνές!

-Αμάν, βρε Μάνα, με τις παλιατζούρες που κρατάς! Άσε να τα πετάξουμε να καθαρίσει ο τόπος. 

Βγάζουν κάμποσα από κει μέσα βλέπουν και μια παμπάλαια σόμπα, πάνε να την πετάξουν αλλά αγριεύει η Μάνα.   

-Μην τολμήσετε, φώναξε η Φωτεινή!

Πήγαν να φέρουν αντιρρήσεις οι κόρες, αλλά η Φωτεινή ζήτησε να κάνουν ένα διάλειμμα για να πιουν ένα καφέ! Μεταξύ καφέ και γλυκού του κουταλιού που υπήρχε πάντα στο σπίτι, τους μίλησε για την «ζωοδότρα» Σόμπα, που εκείνες ήθελαν να πετάξουν.

-Αν δεν υπήρχε η Σόμπα, δεν θα υπήρχα ούτε εγώ! Όσο ζω εγώ, θα παραμείνει στη θέση της! Όταν εγώ  φύγω, ό,τι θέλετε κάνετε!

Και οι κόρες, συγκινημένες από αυτά που άκουαν, υποσχέθηκαν να την κρατήσουν! 

Πέρασε καιρός, ήρθαν Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά, ζύγωναν τα Φώτα. Οι κόρες με τις οικογένειες τους πήγαν στην Μάνα που γιόρταζε και θα έτρωγαν όλοι μαζί! Τα δυο μικρότερα εγγονάκια της κρατάνε μαζί ένα θεόρατο για το μπόι τους κουτί και, αφού φίλησαν την Φωτεινή και της ευχήθηκαν τα Χρόνια Πολλά για την γιορτή της,

- Γιαγιά μου, το δώρο για την γιορτή σου!

Ούτε που πήγε το μυαλό της Φωτεινής ότι, ανοίγοντας το μεγάλο και σχετικά βαρύ για τα μικρά πακέτο, θα έβλεπε μέσα την «ζωοδότρα σόμπα» περιποιημένη γυαλισμένη να αστράφτει σαν καινούρια! Και μια ωραία κάρτα που εκτός από τις ευχές, έγραφε: "Αν δεν υπήρχε αυτή η σόμπα, εμείς δεν θα είχαμε την τύχη να σε έχουμε Μάνα! Να σε χαιρόμαστε! Οικογενειακό κειμήλιο θα μείνει η Σόμπα και την ιστορία της θα την διηγούνται για χρόνια τα μελλοντικά εγγόνια από γενιά σε γενιά!"

δ.μ. 

1 σχόλιο:

Ειρήνη Φανίδου είπε...

Τι ωραίο,τι συγκινητικό Διονυσσία μου,με τέτοιες τρυφερές αναμνήσεις δένονται οι συγγενείς και οι οικογένειες.Μπράβο ακόμη μία φορά για τα ωραία γραφτά σου Φίλη μου!