Γράφει ο π. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ
"Μυρίζει εὐγένεια ξύλου παλαιοῦ
...............................................
Ποῦ ν' ἄγγιξε ἄγγελος; Τί νά 'μεινε; Ποιός τώρα;
...............................................
Πίσω μου δύο ἤ τρία κηροπήγια
Τό μικρό τετράγωνο παράθυρο πάνω στήν καταιγίδα
Τά Πέραν καί τά Μέλλοντα".
Ὀδυσσέας Ἐλύτης (1)
Ἐάν πάθεις καί ὡς ἐκ τούτου μάθεις, ἔχει καλῶς! Ἄλλωστε, τό τρίς ἐξαμαρτεῖν οὐκ ἀνδρός!!! Ὅμως τώρα πιά, ὄχι δυό καί τρεῖς, μά χίλιες δεκατρεῖς φορές τό γένος ἐτοῦτο πάει, δέ βάνει μυαλό. Δέ μαθαίνει ἀπό τά λάθη, δέ σωφρονίζεται ἀπό τά πάθη του, ἀλλά συνεχίζει νά ἐκποιεῖται ὥρα μέ τήν ὥρα, μέρα μέ τήν ἡμέρα σέ τιμή εὐκαιρίας κι εὐτέλειας. Μ' ἕναν τέτοιο μάλιστα ὠχαδελφισμό καί σκληροκαρδία, πού φτάνει ν' αὐτοπαρηγορεῖται ὕστερα ἐπαναπαυόμενος ὅτι "ἔτσι τά πράγματα" ἤ "τό ποτάμι δέ γυρίζει πίσω". Ἔτσι ἀπογαλακτισμένοι ὅμως βιαιότατα, ἔτσι αὐτονομημένοι ξέφρενα ἀπό ἐκεῖνο πού λέμε καί ξαναλέμε Π α ρ ά δ ο σ η (πού πα' νά πεῖ: ὀμφάλιος λῶρος τῆς αὐτοσυνειδησίας μας καί τῆς ἐσώτατης μυστικῆς καί ἀνεξάλειπτης ταυτότητάς μας) φυτοζωοῦμε ἰθαγενεῖς ἀνέστιοι, τῆς ἄνοστης νεότερης γενιᾶς ἀποικιοκρατῶν πρόθυμοι ὀσφυοκάμπτες, ξένοι κι ἀπόξενοι σ' ἕνα τόπο πανευφρόσυνο, ἀλλά πολυτραυματισμένον, ἀλίμονο.
Δέν ξέρω γιατί, μά μοῦ 'ρχονται συχνότατα στό νοῦ οἱ στίχοι τοῦ Δημήτρη Χριστοδούλου, οἱ τόσο τυπτικοί γιά μᾶς καί τή γενιά μας:
"(...) γύρω μου, ὄμορφος καιρός κι ἡ Ζάκυνθος ἕνα φλουρί
πού τό τσακίζει ὁ τουρισμός..." (2).
Ὄχι, δέν πρόκειται γιά μιάν ἀκόμα πραγματεία (ἀδιέξοδη κι ἀτελέσφορη μάλιστα) περί Τουρισμοῦ, ἄν καί τά πάθη μας ὅλα ἔχουν ἐντέλει κοινή τή ρίζα καί θά μποροῦσε νά ὀφείλονται σ' αὐτόν. Πεῖτε τίς παραπάνω παραξενιές μου, κινδυνολογία (τῆς μόδας, ἄλλωστε). Πεῖτε τις, διάθεση καί ροπή πρός τό κηρύττειν (λόγω κεκτημένης μᾶλλον ἰδιότητας)... Δέν θά μαλώσουμε περί τούτου.
"(...) γύρω μου, ὄμορφος καιρός κι ἡ Ζάκυνθος ἕνα φλουρί
πού τό τσακίζει ὁ τουρισμός..." (2).
Ὄχι, δέν πρόκειται γιά μιάν ἀκόμα πραγματεία (ἀδιέξοδη κι ἀτελέσφορη μάλιστα) περί Τουρισμοῦ, ἄν καί τά πάθη μας ὅλα ἔχουν ἐντέλει κοινή τή ρίζα καί θά μποροῦσε νά ὀφείλονται σ' αὐτόν. Πεῖτε τίς παραπάνω παραξενιές μου, κινδυνολογία (τῆς μόδας, ἄλλωστε). Πεῖτε τις, διάθεση καί ροπή πρός τό κηρύττειν (λόγω κεκτημένης μᾶλλον ἰδιότητας)... Δέν θά μαλώσουμε περί τούτου.
* * *
Μιά φορά κι ἕναν καιρό, λοιπόν, ὑπῆρχε ναΐσκος ταπεινός μέ χαγιάτι καί μονό καμπαναρίο γλυκόλαλο, ἐπ' ὀνόματι τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρα καί Στρατηλάτη Θεοδώρου (3), ἀπάνου στή στροφή ἀπό τή Χώρα πρός Ἁλυκές (4), ἐκεῖ στά ὅρια τῶν χωριῶν Μπανάτου (5) -Σαρακινάδου (6).
Ἡ ἱστορία του δυσδιάκριτη χάνεται στούς πίσω αἰῶνες, πρωτοσυναντιέται πάντως ἀπ' τούς ἱστοριοδίφες ἐπίσημα τό 1513 (7). Ὁ περιώνυμος μάλιστα περιηγητής στό Τζάντε τοῦ 1901 ἤ 1902 Ἀρχιδούκας τῆς Αὐστρίας Λουδοβῖκος Σαλβατόρ (8) ἀπέδωσε στό χαρτί λεπταίσθητο σχέδιο τοῦ οἰκοδομήματος αὐτοῦ, διασώζοντας τήν ὄψη του στό ἔμπα τοῦ 19ου αἰώνα, ἀποτυπωμένο γιά πάντα στό ἔξοχο καί δυσεύρετο σήμερα δίτομο ἔργο του, ὑπό τόν τίτλο "ΖΑΝΤΕ" (9).
Χειμώνα-καλοκαίρι, στόν ἄρτηκά (10) του ἀποκάτου, ξαπόσταιναν ἀπό νεροποντές ἤ κάψα οἱ καψεροί χωριάτες, πού μπαίνανε ταλαίπωροι "τῇ χώρᾳ", μέ τά ζᾶ τους ἤ μέ τά πόδια, γιά τά θελήματα τοῦ ζῆν ἤ ἐπιστρέφαν ὕστερα στή φτώχεια τους καί πάλι, ψωνισμένοι ἕως βαριόμοιροι. Στό πανηγυράκι μάλιστα τῆς μνήμης του, κάθε Φλεβάρη, οἱ κατά καιρούς παπάδες τοῦ Μπανάτου (11), ὅπου ἐνοριακά ὑπαγόταν, τιμοῦσαν τό κατά δύναμιν τόν Ἅγιο τοῦ δρόμου καί κάποιες εὐσεβεῖς γειτόνισσες καίγανε καθημερινά ἐκεῖ τό πανεύοσμο λιβάνι τῆς ψυχῆς τους γιά τά παιδία στόν πόλεμο, τό συγγενή πού δερνότανε στήν ξενιτιά, γιά τό χάσμα τῶν σεισμῶν, τήν ἀπρέπεια τῆς ἀστένειας, τ' ἀπρόσκλητα θανατικά, τούς παντοίους κινδύνους.
Ἀλλά μή νομίσετε πώς ὅλα ὑπῆρξαν ρόδινα ἕως ρομαντικά γιά τό φτωχικό μας τό ἐκκλησάκι στό ρυάκι τῶν πικρῶν καιρῶν. Περί τά 1833 κάποιος Μπανατιώτης παμπόνηρος, ὀνόματι Δημήτριος Μαρόπουλος (12), θά σκέφτηκε ἀσφαλῶς: -Σέ πέρασμα εἶναι καλό, χωριάτες πᾶνε κι ἔρχονται ὁλημερίς καί πάντα ξαποσταίνουν, κτήριο σκεπασμένο καί μέ λότζα (13), φτώχεια καί ἀνέχεια στό Τζάντε πολλή... Τί κι ἄν ἐκκλησιά; Μέ τό ἔτσι θέλω του, λοιπόν, καταλαμβάνει τόν γωνιακό Ἅγιο, γεμίζει τόν ὅλο χῶρο του μέ "βουτζία" (14) καί τά σχετικά σύνεργα κι ἀρχινάει ἐκεῖ μέσα, γιά τά πρός τό ζῆν, ν' ἀσκεῖ στό ἑξῆς "τήν τέχνην τοῦ Μπουτιέρου" (15). Ἕτοιμο τό μαγαζί στή δημοσιά καί μάλιστα... γωνιακό!... Ἡ δέ "μπουτιεροσύνη" ἐν δράσει καί δόξῃ πολλῇ!!!
Δέν ἄργησε βεβαίως ἡ ἔκτακτη καί ἀποτρόπαιη ἐκείνη νοβιτά (16), κάνοντας τόν γύρο τῆς περιφέρειας, νά φτάσει ἁρμοδίως στούς ἀνώτερους καί μάλιστα στ' αὐτιά τοῦ τότε Τοποτηρητῆ τῆς χηρεύουσας Μητρόπολης Παναιδεσιμώτατου Ἀγγέλου Κυβετοῦ (17). Τά παράπονα πολλά, ὁ σκανδαλισμός περίσσιος ἀνάμεσα στό ἱερατεῖο καί τόν θεοφοβούμενο λαό, ἀκόμα κι ἀνάμεσα στούς ἀλλόδοξους ἀξιωματούχους. Τίς ἀντιδράσεις αὐτές τίς λαβαίνει μάλιστα ὁ Τοποτηρητής, ὄχι μονάχα "στοματικῶς", ἀλλά καί ὡς "ἀναφοράν ὑπογεγραμμένην".
Ἀναγκάζεται, λοιπόν, μέ "ταραχήν τῆς ψυχῆς" του ν' ἀποτανθεῖ τότε στόν "Ἐκλαμπρότατον Ὕπαρχον" τῆς ἐποχῆς, τόν Γ ε ώ ρ γ ι ο Δ ε ρ ώ σ σ η (18), φίλο τοῦ Σολωμοῦ κι ἐπιφανή Τζαντιώτη. Μέ γραφή του (ἐμπύρετη) ἀπό 22 Ἁλωνάρη τοῦ 1833 (19) παρακαλεῖ τόν ἐκπρόσωπο τῆς Ἐξουσίας, "χωρίς ἀναβολήν καιροῦ νά μεταχειρισθῇ τά πλέον δραστήρια μέσα της νά διασκορπισθῶσιν εὐθύς ἀπό τόν Ναόν τά βουτζία, καί ὅλα τά ἐργαλεῖα ταύτης τῆς βαναύσου τέχνης". Επιπλέον εἰσηγεῖται, νά παρθοῦν τ' ἀναγκαῖα καί προβλεπόμενα γιά τόν "παραβάτην" μέτρα, νά κλειδωθεῖ ὁ Ναός καί νά διεξαχθεῖ ἕνα εἶδος ἀνάκρισης, ὥστε νά ἐξακριβωθεῖ ἀπό τούς παπάδες τῆς γύρω περιοχῆς, πῶς ἔφτασε ἡ ὑπόθεση αὐτή στό μή περαιτέρω, χωρίς ἐκεῖνοι νά ἔχουν καθηκόντως ἐνημερώσει νωρίτερα τούς προϊσταμένους τους, ὥστε νά προληφθεῖ ὁ σκανδαλισμός τῶν πιστῶν καί ἡ βεβήλωση ἑνός χώρου ἱεροῦ, ταγμένου ἀποκλειστικά γιά τήν τέλεση τῆς Θείας καί Ἀναίμακτης Μυσταγωγίας.
Ἀλλ' ἀξίζει νά παρακολουθήσουμε ὅμως τό ὅλο σκεπτικό τοῦ Τοποτηρητῆ Κυβετοῦ μέσ' ἀπό τήν ἴδια τήν Ἐπιστολή του (20), ἄγνωστη κι ἀνέκδοτη μέχρι σήμερα, τήν ὁποία πρωτοδημοσιεύουμε δῶ (21):
" Ἐκλαμπρότατε ὕπαρχε.
Τῇ 22: Ἰουλίου 1833: ΕΠ:
" Ἐκλαμπρότατε ὕπαρχε.
Τῇ 22: Ἰουλίου 1833: ΕΠ:
Μέ ταραχήν ὑπερβολικήν τῆς ψυχῆς μου, ἐδέχθην εἰς τήν στιγμήν μίαν ἀναφοράν, ὑπογεγραμμένην παρά διαφόρων ἀξιοπίστων ὑποκειμένων Ἱερωμένων τε καί λαϊκῶν, καί ἐγνώρισα ὅτι ὁ θεῖος Ναός τῶν ἁγίων Θεοδώρων (22), κείμενος εἰς τήν δημοσίαν ὁδόν τῆς πεδιάδος περιοχή τοῦ χωρίου Μπανάτου // ἀπεκατέστη οἶκον ἐμπορίου. Διότι ἔνδον τοῦ Ναοῦ ἔνθα ἡ ἀναίμακτος θυσία ἐπιτελεῖται, ὁ Δημήτριος Μαρόπουλος ἐκ τῆς ἰδίας κώμης Μπανάτου, ἐργάζεται ἐκεῖ τήν τέχνην τοῦ Μπουτιέρου, γεμίσας τόν ναόν ἀπό βουτζία, ὡς ἡ ἀναφορά διαλαμβάνει, καί ὡς οἱ ὑπογεγραμμένοι στοματικῶς ἐνώπιόν μου ἐφανέρωσαν. Πρᾶξις τολμηρά καί πλήρης ἀσεβείας, ἡ ὁποία καταταράττει τούς διαβαίνοντας εὐσεβεῖς, καί ἐσύγρυσε τινάς τῶν ἀξιωματικῶν, εἰ καί ἄλλης εἰσί θρησκείας. Ἐπειδή, Ἐκλαμπρότατε, διά τοιαύτην πρᾶξιν, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὅστις εἶναι ἡ κεφαλή τῆς ἐκκλησίας περιπατῶν εἰς τήν γῆν ὡς ἄνθρωπος ἐρεθίσθη ἀπό ἅγιον θυμόν καί ἔδειρε τούς πωλοῦντας καί ἀγοράζοντας εἰς τόν Ναόν τοῦ κυρίου, ἀναγκάζομαι κἀγώ ὡς ἐλάχιστος τούτου ἀπόστολος, καί ὡς διορισμένος ἀπό τήν Διοίκησιν νά ἐπαγρυπνῶ διά τήν τῆς Ἐκκλησίας νά ἀναγγείλω τήν ἀσέβειαν ταύτην καί παράνομον πρᾶξιν τούτου τοῦ Μαρόπουλου τῇ ὑμετέρᾳ ἐκλαμπρότητι, παρακαλῶν αὐτήν χωρίς ἀναβολήν καιροῦ νά μεταχειρισθῇ τά πλέον δραστήρια μέσα της νά διασκορπισθῶσιν εὐθύς ἀπό τόν Ναόν τά βουτζία, καί ὅλα τά ἐργαλεῖα ταύτης τῆς βαναύσου τέχνης νά ληφθῶσι τά ἀναγκαῖα μέτρα διά ἐκεῖνον τόν παραβάτην, νά κλεισθῇ ὁ Ναός καί νά ἔλθῃ τό κλειδίον εἰς τήν ἐκκλησίαν ἕως νά ἐξετασθῶσιν οἱ ἱερεῖς τῆς ἐκεῖ περιοχῆς διά νά γνωρισθῇ καί αὐτῶν, πῶς, καί διά ποίαν αἰτίαν δέν εἰδοποίησαν τήν ἐκκλησίαν κατά τό χρέος των διά νά διορθωθῇ πρότερον τό αὐτό ἀτόπημα.
Ὑποτάττω οὖν τό ταύτα εἰς τόν ζῆλον καί ἀγχίνειαν τῆς ὑμετέρας ἐκλαμπρότητος προσμένων μέ διακαῆ πόθον παρ' αὐτῆς τήν ταχείαν διόρθωσιν τοῦ τρομεροῦ τούτου ἀτοπήματος. Καί οὕτω μέ τό πρεπούμενον σέβας μένω ὡς ὑποσημειοῦμαι
Τῷ Ἐκλ-ῳ Δόκτωρι Κῳ
Τῷ Κ-ῳ Γιωργίῳ Δέ ῥώσῃ Τῆς ὑμετέρας ἐκλαμπρότητος
Ὑπάρχῳ Ζακύνθου. ὁ διάπυρος πρός Θεόν εὐχέτης
Ἄγγελος Κυβετός Τοποτηρητής Ζακ[ύνθ]ου."
* * *
Κάπου μέσα στήν ἀποφράδα ἐκείνη ἑπταετία 1967-1973, κάποιος εὐσεβέστατος (ὄντως) Χωροφύλακας τοῦ (ἀλήστου μνήμης) Σταθμοῦ Χωροφυλακῆς Βανάτου, ονόματι Ηλίας Παπαδομαρκάκης, μερίμνησε καί ἀνακαίνισε ἰδίοις ἀναλώμασι καί μέ τόν προσωπικό του, θυμᾶμαι, ἱδρώτα τήν τοῦ Στρατηλάτου Κολόννα. Ἀνάρτησε τό σωζόμενο Κόνισμα τοῦ Ἁγίου ἐντός της κι ἔτσι δέν ἔπαψε στά νεώτερα χρόνια ἡ ὡραία πατρογονική συνήθεια, ὁ κάθε πικραμένος κι ὁδοιπόρος νά βρίσκει ἐκεῖ σημεῖο ἀναφορᾶς σέ ὅποια του περίσταση καί χρεία.
Ἔτσι γινόταν τό ἀδιάκοπο κύλισμα τῶν καιρῶν καί τῶν ἀνθρώπων ὥς τήν δεκαετία τοῦ 1980, ὁπότε τό Ἐκκλησιαστικό Συμβούλιο τοῦ Μπανάτου χρειάστηκε προσόδους πολλές, γιά νά ξαναχτισθεῖ ἡ Παρθένα ἡ "Παναγούλα" (24), ἡ κεντρική τοῦ χωριοῦ ἐκκλησία, ἡ ἄλλη ταλαίπωρη. Αποφασίστηκε, λοιπόν, νά πουληθούν ὅλα τ' ἀκίνητα πού τῆς ἀνῆκαν ἀπ' αἰώνων, ὅ,τι εἶχε καί δέν εἶχε στήν ἰδιοκτησία της, γιατί "τί νά τά κάμει ἡ Παρθένα ἡ Κυρά; Μήν ἔχει τσί θεγατέρες νά παντρέψει;...".
Αφοῦ σιγά-σιγά ἐκποιήθηκαν ὅλα καί ἡ ἀνοικοδόμηση τῆς νέας Παναγούλας προχώρησε ὅσο ἐπέτρεπαν τά ἔχια της, χρειάστηκαν κι ἄλλα κι ἄλλα λεφτά, γιά τήν ξύλινη ἐπένδυση τοῦ ταβανιοῦ τώρα. Τό οἰκόπεδο τοῦ Ἁγίου Θοδώρου ἦταν, ἀλίμονο, αὐτή τή φορά ἡ μόνη τους (εὔκολη) διέξοδος. Ἕνα οἰκοπεδάκι, ἔκτασης τώρα πιά -ἄκουσον, ἄκουσον!!!- 39 μ ο ν ά χ α τετραγωνικῶν μέτρων... Στό Βιβλίο Πρακτικῶν (25) τῆς Ἐνορίας Μπανάτου συναντῶ γιά ὕστατη φορά τόν θεόφτωχο (καί ὄντως Μεγαλομάρτυρα) Ἅγιο Θόδωρο στήν (ἀβασάνιστη καί καταδικαστική) ὑπ' ἀριθμόν 3 Πράξη τοῦ μοιραίου ἐκείνου Συμβουλίου τῆς 8ης Ἰουλίου 1984. Ξεπουλήθηκε τελικά γιά 50.000 μ ο ν ά χ α ψωροδραχμές!!! Τί μέγα κρίμα... Ἄς ὄψονται...
Εἶχα σκοπό νά εἶμαι περισσότερο ἀναλυτικός μέ τά ὀνόματα, τίς καταστάσεις τοῦ παρασκηνίου, τήν ἐγκληματική προχειρότητα κι ἄλλα τέτοια ..."ψυχωφελῆ", πού πικραίνουν καί θυμώνουν ἐξίσου. Μά δέν ὠφελεῖ πιά... Μόνη ἔχει σημασία, ὅτι στόν παλαίφατο καί πανίερο ἐκεῖνο τόπο χτίστηκε ἀργότερα ἀπό τούς ἔπειτα ἰδιοκτῆτες (ἡ γῆ ἀλλάζει χέρια καί οἱ νεότεροι ἀγοραστές δέν εἶναι ὑποχρεωμένοι νά γνωρίζουν) μπάρ, μετά μπόουλιν σέντερ, στά δέ νεότατα χρόνια μπουτίκ κρεάτων, ἐνῶ ξεψυχισμένο τό δειλό φωτάκι ἀπ' τό καντήλι, πού ἀνάβουνε κάποιοι Ἐπιμένοντες τῆς γειτονιᾶς, (δια)δηλώνει ἀκόμα κι ἀκόμα τό τί καί τό πῶς...
* * *
Τώρα πιά κρατῶ πάντως στά χέρια μου, ὅ,τι ἔχει ἀπομείνει στήν κυριότητα τοῦ Νομικοῦ Προσώπου τῆς Ἐνορίας τοῦ Μπανάτου ἀπό τήν χαμένη πιά ὑπόθεση τοῦ Ἁγίου Θοδώρου: Τήν ἄγνωστη καί ἀκατάγραφη "Κασελλέτα" (26) τῆς ἀφανισμένης ἐκκλησούλας, τήν ὁποία ἐντελῶς τυχαῖα ἀνέσυρα μέσ' ἀπό τά μύρια καί ποικίλα σκουπίδια μιᾶς ποντικοκρατούμενης ἀποθήκης, ὅταν πρίν ἀπό δεκατρία χρόνια ἀνέλαβα τήν ἐφημεριακή εὐθύνη στό Μπανάτο.
Στήν κύρια πλευρά της φέρει (ὡς ἄλλωστε συνηθίζεται) ἀσημένια ἐπένδυση, ἐνῶ μιά κάθετος χωρίζει τήν ἀργυρή αὐτή ἐπιφάνεια σέ δυό ἐπιμέρους εἰκονίδια (27): Στό ἀριστερό, ἔφιππος ὁ Στρατηλάτης κατατροπώνει θεριό (σάν ἄλλος Ἅη Γιώργης), ἐνῶ στό δεξί, ὑπό τήν λαξεμένη ἐπιγραφή "Ο ΑΓΙΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ", ἀποτυπώνεται ἀνάγλυφα ὁ ναΐσκος του μέ τό εὐρύχωρο χαγιάτι στή δυτική του πλευρά (28), τό μικρό μά χαρακτηριστικό καί χαριτωμένο καμπαναρίο, τό διπλανό χαμόσπιτο (ταβερνεῖο στήν ἐποχή τοῦ Σαλβατόρ (29), ὑποτυπῶδες παντοπωλεῖο καί στάση τοῦ ΚΤΕΛ μέχρι περίπου το 1980) καί τό παραδίπλα πηγάδι ἀναψυχῆς, μέ φόντο τήν ὀροσειρά τοῦ Βραχιώνα.
Ἀποκολλώντας πρό ετών γιά καθαρισμό μέ ὅση προσοχή τό ἀσημένιο αὐτό "πουκάμισο" τῆς Κασελλέτας ἀπ' τό ξύλο της, μοῦ ἀποκαλύφτηκε ἀμέσως καί σέ κατάσταση καλή σχετικά ἡ ζωγραφική πιά καί περισσότερο εὐδιάκριτη ἀπ' ὅτι στό ἀσήμι ἀποτύπωση τοῦ Καβαλλάρη Ἁγίου ἀπό τή μιά, καί τῆς ἐκκλησιᾶς του ἀπό τήν ἄλλη, μαζί μέ τόν περιβάλλοντα χῶρο, ὅπως ἀκριβῶς τήν περιγράψαμε πιό πάνω στήν ἀργυρή πανομοιόγραφη ἔκφραση τῶν δύο θεμάτων. Τοὐλάχιστον αὐτό... Μιά ὕστατη παρηγορία...
* * *
Eάν πάθεις καί μάθεις, ἔχει καλῶς! Ἡ περίπτωση τοῦ Ἁγίου Θοδώρου εἶναι, δυστυχῶς, μόνο μιά ἀπ' τίς πάμπολλες τῆς μετασεισμικῆς Ζακύνθου. Ποῦ, γιά παράδειγμα, οἱ παλαίφατοι ἐκεῖνοι Ναοί τῶν Ἁγίων Σαράντα (30), τοῦ Ἁγίου Λουκᾶ (31), τῶν Ἁγίων Πάντων (32), τοῦ Ἁγίου Βασιλειοῦ τοῦ Πάνου (33) καί τοῦ Κάτου (34) καί τόσοι ἄλλοι στή Χώρα καί στήν ὕπαιθρο; Ποῦ ἡ στοιχειώδης εὐαισθησία καί τό προπατορικό φιλότιμο ἑαυτῶν καί ἀλλήλων; Μιά γεύση πολλά πικρή ὡστόσο ἀπομένει. Τά παθήματα δέν μεταποιοῦνται πιά σέ μαθήματα, τά τσάτερς πᾶνε κι ἔρχονται ἀπ' τίς σύγχρονες μητροπόλεις τοῦ Κόσμου πρός ἐμᾶς τούς ἀκραίους κι ἐπαρχιῶτες, πλήν ὡραίους καί ...πολλά ὑποσχόμενους...
Μπανάτο, 2-9 Ἰουλίου 2000
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1. Ὀ δ υ σ σ έ α Ἐ λ ύ τ η, Τά ἐλεγεῖα τῆς Ὀξώπετρας, Ἐκδ. Ἴκαρος, (Ἀθήνα 1991), σ. 9 ἑξ. [ποίημα "Τό εἰκόνισμα"].
2. Δ η μ ή τ ρ η Χ ρ ι σ τ ο δ ο ύ λ ο υ, Ζάκυνθος, ἀπό τήν Ἀνθολογία "Ἡ Ζάκυνθος στήν ἑλληνική καί ξένη ποίηση", Ἀνθολόγηση: Δ ι ο ν ύ σ η ς Σ έ ρ ρ α ς, Ἐκδ. "Οἱ φίλοι τοῦ Περίπλου", (Ἀθήνα) 1994, σ. 168.
3. Βλ. Σ τ υ λ. Γ. Π α π α δ ο π ο ύ λ ο υ, [σχετικό γιά τόν Μεγαλομάρτυρα λῆμμα], Θρησκευτική καί Ἠθική Ἐγκυκλοπαιδεία, Ἀθῆναι 1965, τ. 6, στ. 198-202.
4. Βλ. Λ ε ω ν ί δ α Χ. Ζ ώ η, Λεξικόν Ἱστορικόν καί Λαογραφικόν Ζακύνθου, 'Ἐκδ. Ἐκ τοῦ Ἐθνικοῦ Τυπογραφείου, 'Αθῆναι 1963, τ. 1, 38 ἑξ.
5. ὅ.π., σ. 445.
6. ὅ.π., σ. 580.
7. Βλ. Ν τ ί ν ο υ Κ ο ν ό μ ο υ, Ἐκκλησίες καί Μοναστήρια στή Ζάκυνθο, Ἀθήνα 1967, σ. 61.
8. Βλ. Λ ε ω ν ί δ α Χ. Ζ ώ η, ὅ.π., σ. 576. Πρβλ. Γ ι ο λ ά ν τ α Τ ε ρ έ ν τ σ ι ο, Ὁ Δούξ Σαλβατόρ ἐν Ζακύνθῳ· "Ζάκυνθος η ελκυστικότερη νήσος της Μεσογείου", ἀπό τόν τόμο "Ζάκυνθος ἀπό τή δεύτερη στήν τρίτη χιλιετία" (Ἐπιμέλεια: Δ ι ο ν ύ σ η ς Ν. Μ ο υ σ μ ο ύ τ η ς ), Ἐκδ. Μπάστα, Ἀθήνα 1999, σ. 309-312.
9. Βλ. ( E r z h h e r z o g L u d w i g S a l v a t o r ), Zante, Specieller theil, DrucK und Verlag von Heinr. Mercy Sohn, Prag 1904, τ. 1, 263 ἑξ.
10. ἄ ρ τ η κ α ς: ὁ νάρθηκας, τό ὑπόστεγο.
11. Στήν ὑπό ἐξέτασιν ἐποχή, Ἐφημέριοι στό Μπανάτο ἦταν οἱ ἑξῆς: Στή μέν Φανερωμένη ὁ Ἰωάννης Καβοδίστριας πτ. Ἀντωνίου, στήν δέ Παναγούλα ὁ Διονύσιος Ροδίτης τοῦ Νικολάου. Βλ. Ν τ ί ν ο υ Κ ο ν ό μ ο υ, "Ὁ Κλῆρος τῆς Ζακύνθου ἐπί Ἀγγλοκρατίας· Δύο ἀνέκδοτοι κατάλογοι (1834, 1838)", Ἑπτανησιακά Φύλλα 6 (1968) 74.
12. Τήν Οἰκογένεια Μαρόπουλου πρωτομνημονεύει ὁ Λεωνίδας Ζώης τό 1845 (βλ. ὅ.π., σ. 398), ἐνῶ ἐδῶ ἔχομε μαρτυρία ὕπαρξης τῆς Οἰκογένειας νωρίτερα, τό 1833. Τό ἐπώνυμο αὐτό δέν ὑφίσταται σήμερα στό χωριό Μπανάτο, οὔτε κανείς ἀπ' τούς γεροντότερους τό θυμᾶται, ἀλλά εἶναι συχνότατο στό χωριό Κάτω Γερακαρίο.
13. Λ ό τ ζ α: τό χαγιάτι, τό ὑπόστεγο.
14. "Β ο υ τ ζ ί ἤ β ο υ τ σ ί, βυτίον, βύτις, πίθος. - σ α ρ α ν τ α π ε ν τ ά ρ ι κ ο , περιλαμβάνον 45 σταμνία οἴνου. Ἐν γένει τά β. περιλαμβάνουν 20-50 σταμνία μούστου". [ Λ ε ω ν ί δ α Χ. Ζ ώ η, ὅ.π., τ. 2, 87].
15. "Μ π ο υ τ ι έ ρ η ς, ἤ καλύτερα μ π ο υ τ ι έ ρ ο ς, βυτοποιός, καδοποιός καί μ π ο υ τ ι ε ρ ο σ ύ ν η, βυτοποιΐα". [ὅ.π., σ. 301]. Περισσότερα στοιχεῖα γιά τούς βαρελοποιούς, βλ. στό Δ ι ο ν ύ σ η Φ λ ε μ ο τ ό μ ο υ, Ζακυνθινοί Τεχνίτες, Ἐκδ. ΕΟΜΜΕΧ, (Ἀθήνα 1991), σ. 17.
16. ν ο β ι τ ά: ἡ εἴδηση, τό νέο.
17. Ὁ Ἄ γ γ ε λ ο ς Κ υ β ε τ ό ς διετέλεσε Τοποτηρητής τῆς Μητρόπολης Ζακύνθου ἀπό τό 1831 (διαδεχθείς τόν ἄλλο Τοποτηρητή Γεώργιο Ρωμανό) ὥς τήν ἐκλογή τοῦ Μητροπολίτου Διονυσίου Δελάζαρη (1833), τοῦ ὁποίου ὑπῆρξε συνυποψήφιος στίς ἐκλογές γιά τήν ἀνάδειξη στήν μητροπολιτική ἕδρα τοῦ Τζάντε. Περισσότερα καί εἰδικότερα, βλ. Π ρ ω τ ο π ρ ε σ β υ τ έ ρ ο υ Π α ν α γ ι ώ τ η Κ α π ο δ ί σ τ ρ ι α, "Ὁ Μητροπολίτης Ζακύνθου Διονύσιος Δελάζαρης (1833-1838)", Ἑπτανησιακά Φύλλα 20 (2000) 619-659.
18. Γιά τόν Γ ε ώ ρ γ ι ο Δ ε ρ ώ σ σ η, βλ. Λ ε ω ν ί δ α Χ. Ζ ώ η, ὅ.π., τ. 1, σ. 573.
19. Ἡ ἑπομένη τῆς ἡμέρας αὐτῆς , δηλαδή ἡ 2 3 η Ἰ ο υ λ ί ο υ 1 8 3 3, εἶναι σημαδιακή καί ἱστορική γιά τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος. Ὁ Ἀ ρ χ ι μ α ν δ ρ ί τ η ς Θ ε ό κ λ η τ ο ς Φ α ρ μ α κ ί δ η ς, εἰσηγεῖται στόν Βαυαρό Μάουερ, ὡς μέλος τῆς "Ἐπιτροπῆς ἐπί τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ" τό Αὐτοκέφαλο τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας. Τό Συμβούλιο τῆς Ἀντιβασιλείας ἐκδίδει τήν Διακήρυξη περί τῆς Ἀνεξαρτησίας τῆς Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας τῆς 23ης Ἰουλίου, ἡ ὁποία δημοσιεύεται στήν Ἐφημερίδα τῆς Κυβερνήσεως τήν 1η Αὐγούστου 1833. Ἐπίσημα τό ἐκκλησιαστικό αὐτό πραξικόπημα γιορτάστηκε στίς 28 Ἰουλίου 1833 στόν Μητροπολιτικό Ναό Ἁγίου Γεωργίου Ναυπλίου, συλλειτουργούντων 40 Ἀρχιερέων καί παρουσίᾳ τοῦ Ὄθωνα, τοῦ Συμβουλίου Ἀντιβασιλείας, μελῶν τῆς Κυβέρνησης καί τῶν ξένων διπλωματῶν. Ἡ ἀντικανονική αὐτή κατάσταση καί ἡ διακοπή τῶν σχέσεων μέ τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο διήρκεσε μέχρι τό 1850, ὁπότε ἡ ἐπίσημη καί κανονική Ἀνακήρυξη τοῦ Αὐτοκεφάλου. Βλ. περισσότερα καί εἰδικότερα στό τεῦχος "Τό αὐτοκέφαλο τῆς Ἐκκλησίας καί ὁ Φαρμακίδης", ἀπό τήν σειρά "Ἱστορικά" τῆς Ἐφημερίδας Ἐλευθεροτυπία, 6 Ἰουλίου 2000, τεῦχ. 38.
20. Ἡ ἐπιστολή αὐτή περιέχεται στό "Βιβλίον Πρῶτον Ἐπιστολῶν / διά τάς διαφόρους Ἐξουσίας / τοῦ Πανιερωτάτου καί Ὑπερτίμου / Γαβριήλ Πρώτου Μητροπολίτου / Ζακύνθου / 1824" [Φύλλο Kώδικα 74 r-v] καί προέρχεται ἀπό τά Ἀρχεῖα τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ζακύνθου. Τό Βιβλίο αὐτό Ἀλληλογραφίας, διαστάσεων 20Χ31Χ2 ἑκατοστῶν δίχως ἀρίθμηση, ἄρχεται μέ τήν ἐποχή τοῦ Μητροπολίτου Γ α β ρ ι ή λ Γ α ρ ζ ώ ν η [ἐπιστολές ἀπό 1 Ἀπριλίου 1824 ἕως 1 Αὐγούστου 1827 (παρότι σημειώνεται, ὅτι "1827: Ἰουλίου 28: 'Απέρασεν εἰς τάς αἰωνίους μονάς ὁ Πανιερώτατος καί ὑπέρτιμος πρῶτος Μητροπολίτης Ζακύνθου Κος Κος Γαβριήλ.")] καί δέν κλείνει μέ τόν θάνατό του, ἀλλά συνεχίζεται μέ τήν θητεία καί δράση τῶν δυό Τοποτηρητῶν Ἱερέων, ἤτοι τοῦ Γ ε ω ρ γ ί ο υ Ρ ω μ α ν ο ῦ [ἐπιστολές ἀπό 18 Ὀκτωβρίου 1827 ἕως 21 Αὐγούστου 1831] καί Ἀ γ γ έ λ ο υ Κ υ β ε τ ο ῦ [ἐπιστολές ἀπό 7 Σεπτεμβρίου 1831 ἕως 28 Σεπτεμβρίου 1833], ὁπότε ἡ ἐκλογή τοῦ δεύτερου Μητροπολίτου Ζακύνθου Δ ι ο ν υ σ ί ο υ Δ ε λ ά ζ α ρ η.
21. Στήν δημοσίευση τῆς ἐπιστολῆς τηρήθηκε ἡ ὀρθογραφία καί ἡ ὅποια φραστική ἰδιαιτερότητα τοῦ χειρογράφου.
22. Κάποιες φορές ὁ Ναός αὐτός φέρεται, μᾶλλον ἐκ παραδρομῆς, καί ὡς τῶν Ἁγίων Θεοδώρων, παρότι στήν πραγματικότητα πρόκειται γιά Ναό τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στρατηλάτου.
23. "Κ ο λ ό ν ν α, ἤ ἐκ τοῦ ἀρχ. κολωνός, κ ο λ ώ ν η, κίων, στήλη, ἔρεισμα, στοά". [ Λ ε ω ν ί δ α Χ. Ζ ώ η, ὅ.π., τ. 2, 216]. Κατ' ἐπέκτασιν Κολόννα, τό προσκυνητάρι τοῦ δρόμου μέ εἰκόνα καί καντήλι.
24. Βλ. Ν τ ί ν ο υ Κ ο ν ό μ ο υ, Ἐκκλησίες καί Μοναστήρια..., ὅ.π., σ. 115.
25. Βλ. σ. 100. Τό συγκεκριμένο (ἐν χρήσει ἀκόμα καί σήμερα) Βιβλίο Πρακτικῶν ἄρχεται ἀπό τίς 6 Αὐγούστου 1968, μέ τρεῖς πολύ σημαντικές γιά τήν Ἐνορία πρῶτες ἀποφάσεις: α) Ἀνοικοδόμηση νέου ναοῦ, β) Κατάρτιση ἐπιτροπῆς ἀνοικοδόμησης καί γ) ἐκποίηση ἀκίνητης περιουσίας πρός τοῦτο.
26. "Κ α σ ε λ λ έ τ α, κιβωτίδιον ἐκ ξύλου, ἰδίως τῶν ναῶν, ἄλλοτε περιαγόμενον ὑπό τῶν ἐπιτρόπων εἰς τάς ὁδούς πρός ἀργυρολογίαν ὑπέρ τῶν ναῶν". [ Λ ε ω ν ί δ α Χ. Ζ ώ η, ὅ.π., τ. 2, 199].
27. Ἡ ὅλη ἀργυρή ἐπιφάνεια εἶναι διαστάσεων 8,5Χ20 ἑκατοστῶν. Τά εἰκονίδια πού σχηματίζονται ἔχουν διαστάσεις, τό ἀριστερό 8,5Χ9,5 ἑκατοστῶν καί τό δεξί 8,5Χ10,5 ἑκατοστῶν.
28. Στήν ἱστορική ἀποτύπωση τοῦ Σαλβατώρ μέχρι καί τήν ὁριστική ἐξαφάνιση τοῦ ναοῦ ἀπό προσώπου γῆς (πού σημαίνει κατά τόν εἰκοστό αἰώνα), τό χαγιάτι διαπιστώνεται στή νότια πλευρά. Βλ. ( E r z h h e r z o g L u d w i g S a l v a t o r ), ὅ.π., σ. 264.
29. ὅ.π., σ. 263 ἑξ.
30. Ν τ ί ν ο υ Κ ο ν ό μ ο υ, ὅ.π., σ. 141 ἑξ.
31. ὅ.π., σ. 82 ἑξ.
32. ὅ.π., σ. 122-126.
33. ὅ.π., σ. 28.
34. ὅ.π., σ. 28 ἑξ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου