Κυριακή 7 Αυγούστου 2022

Περί φιλίας ο λόγος

Γράφει η ΔΙΟΝΥΣΙΑ ΜΟΥΣΟΥΡΑ

Η Ντίνα γνώρισε την Ερασμία όταν πήγε στο Γυμνάσιο. Ήταν δυο χρόνια μεγαλύτερη, αλλά ως συνήθως, ο μικρότερος στο Σχολείο, θυμάται το μεγαλύτερο.

Η Ερασμία ούτε που πρόσεξε την Ντίνα. Άλλωστε, φοίτησε μόνο δυο χρόνια στο Γυμνάσιο. Όταν έπεσε στο πηγάδι και πνίγηκε ο πατέρας της, η μάνα της αποφάσισε να την βγάλει από το Σχολείο, την χρειαζόταν να βοηθάει στις εξωδουλειές και να προσέχει τα δύο μικρότερα αδέλφια της. Έτσι, χάθηκαν τα ίχνη τους!

Ξαναβρέθηκαν πολλά χρόνια αργότερα, όταν η Ερασμία ήρθε και αυτή μετανάστρια οικογενειακώς στην Αδελαΐδα, όπου είχε προηγηθεί η Ντίνα, κατά δύο χρόνια. Μαθαίνοντάς το η Ντίνα, έτρεξε από τους πρώτους να την υποδεχτεί, λίγες ώρες αφότου έφτασε οικογενειακώς στο σπίτι που θα νοίκιαζε δωμάτιο, όπως όλοι τότε. Αγκαλιάστηκαν με αγάπη, γιατί η Ντίνα της είπε ότι όχι μόνο τη θυμόταν από το Γυμνάσιο, αλλά γνώριζε και τον πατέρα της, γιατί ήταν ένας από τους καλύτερους, αν όχι ο καλύτερος, ράφτης στο νησί. Όλη η τότε καλή κοινωνία της Ζακύνθου, στον πατέρα της Ερασμίας παράγγελνε κουστούμια, παντελόνια κ.λπ. Από εκείνη τη στιγμή, οι δυο νέες γυναίκες, αχώριστες.

Η Ντίνα είχε τρεις γιους και η Ερασμία, ένα γιο και μια κόρη, περίπου στην ίδια ηλικία. Γνωρίστηκαν και τα παιδιά τους κι έκαναν παρέα για χρόνια. Οι σύζυγοι, όμως όχι, απλά έλεγαν μια τυπική Καλημέρα, όταν συναντιόνταν σε εκδηλώσεις και αλλού. Μετρημένα τα λόγια τους με όλους, κανείς από τους δυο δεν ήταν από τους ανθρώπους που έπιαναν φιλία, απλά ανέχονταν τη φιλία των γυναικών που δεν την έβλεπαν και με καλό μάτι και φυσικά, αγνοούσαν το μέγεθός της.

Ο δεσμός των κοριτσιών, μέρα με την ημέρα, γινόταν και πιο στενός. Ένιωθαν μεγάλη οικειότητα και εμπιστοσύνη η μια στην άλλη. Επί πλέον, καμιά από τις δυο δεν είχε συγγενείς στην Αυστραλία. Μιλούσαν πάντα για τις παλιές όμορφες μέρες πίσω στην πατρίδα, για όλους τους κοινούς γνωστούς και φίλους, μα και για τους συγγενείς που είχαν μείνει πίσω. Ξανοίχτηκαν σιγά-σιγά κι άρχισαν να μιλάνε για την άτυχη παντρειά τους και οι δύο.

Το παράπονο, τον πόνο τους για τη συμπεριφορά των συζύγων, μόνο η μια στην άλλη τα έλεγαν. Δεν ήταν, ούτε είναι εύκολο, να μιλάς για τόσο σοβαρά και προσωπικά θέματα στον καθένα. Όμως, η Ντίνα και η Ερασμία, τα μοιράζονταν όλα και η μια παρηγορούσε την άλλη!

Ακόμα κι όταν τηλεφωνιόνταν, από τον ήχο της φωνής καταλάβαιναν αν η άλλη, ήταν χαρούμενη ή πικραμένη! Τότε, τα άφηναν όλα κι έτρεχε η μια να σταθεί στην άλλη και να μάθει τι έγινε. Ευτυχώς, έμεναν σχετικά κοντά, αυτοκίνητα είχαν και οι δύο, έτσι εύκολο να σμίξουν, αλλά όχι στα σπίτια τους, εκεί καιροφυλακτούσε ο κίνδυνος να είναι ή να έρθει ξαφνικά ο σύζυγος, όπου είτε ήταν η πηγή του προβλήματος είτε όχι, αδύνατο να μιλήσουν μπροστά του. Συνήθως, έσμιγαν σε ένα πάρκο που είχε εκεί κοντά ή σε κάνα ήσυχο «καφέ», όπου πίνοντας καφεδάκι, μοιράζονταν τον πόνο τους κι έβρισκαν παρηγοριά.

Αυτά, τις ημέρες που δεν εργάζονταν, γιατί όταν εργάζονταν, ακόμα και το τηλεφώνημα αδύνατο.

Όταν η Ερασμία, έπιανε αργά δουλειά, περνούσε από το σπίτι της Ντίνας για λίγο. Αν έβλεπε το αυτοκίνητο του άντρα της του Βασίλη εκεί, παρκάριζε πιο πέρα, ώστε και να βγει ο Βασίλης να μην δει το αυτοκίνητό της! Περίμενε να τον δει να φεύγει και μετά χτυπούσε το κουδούνι! Πολλές φορές γελούσαν οι κοπέλες, «ούτε εραστές να είμαστε δε θα κρυβόμαστε έτσι, αλλά όταν έχεις να κάνεις με στραβόξυλα, δεν μπορείς να κάνεις τίποτα άλλο»! Μια μέρα που ήταν μαζί οι δυο φίλες, γυρίζει ξαφνικά ο Βασίλης στο σπίτι. Πάγωσαν και οι δύο. Εκείνος, έριξε μια βλοσυρή ματιά προς το μέρος τους κι είπε μια μασημένη καλημέρα στην Ερασμία.. Εκείνη, περισσότερο από αμηχανία παρά για να πει κάτι, ψιθύρισε…

-Περνούσα απέξω κι είπα να πω μια Καλημέρα στη Ντίνα!

-Ε, όχι πως είχε και ανάγκη από καλημέρα, αλλά εσείς οι γυναίκες έτσι είσαστε.

Δεν έφυγε η Ερασμία, εσκεμμένα, δεν ένιωθε άνετα να αφήσει μόνη της την Ντίνα με τον αγριεμένο Βασίλη…

Περνούσε ο καιρός, και όπως τα προβλήματα δεν έλειπαν, μεγαλώνοντας τα παιδιά μεγάλωναν και οι έγνοιες. Μόνες τα αντιμετώπιζαν όλα γιατί οι πατεράδες, μόνο για φασαρία ήταν, δεν γνοιάζονταν και πολύ για τα παιδιά. Ο μόνος τους τρόπος, διαπαιδαγώγησης και πειθαρχίας, ήταν το ξύλο! Ακριβώς για αυτό το λόγο, απέφευγαν η Ντίνα και η Ερασμία να τους μιλάνε για αυτά!

Μεγάλωναν και τα παιδιά, άρχισαν τα φλερτ, οι δεσμοί, και οι επιλογές τους που δεν έβρισκαν πάντα σύμφωνη τη μία μάνα ή την άλλη. Όχι πως ήταν καταπιεστικές, ούτε ρατσίστριες, αλλά δεν ήταν εύκολα τα συμπεθεριά εκείνα τα χρόνια, με άτομα που όχι δεν ήταν ελληνικής καταγωγής, αλλά ούτε καν ευρωπαϊκής, αλλά ινδικής ή ασιατικής, όπου απείχαν παρασάγγας από αυτούς. Ήταν και το θέμα της θρησκείας, πολύ σοβαρό για τους Έλληνες! Πώς να δεχτούν γαμπρό ή νύφη εβραϊκής ή μουσουλμανικής θρησκείας;

Όμως, οι νέες γενιές δεν τα υπολόγιζαν αυτά, κι όταν τα νιάτα ερωτεύονται, η λογική πάει περίπατο.

Ο πρώτος γιος της Ντίνας ερωτεύτηκε μια Ασιάτισσα! Μικροκαμωμένη, αεικίνητη, πολύ καλό κοριτσάκι! Ο Βασίλης, υπολογίζοντας ότι το ειδύλλιο δε θα κρατήσει πολύ, απλά είπε στο γιο του:

-Μην τολμήσεις να την φέρεις σπίτι.

Όταν ο γιος την παντρεύτηκε με πολιτικό γάμο, τον αποπαίδισε [:αποκλήρωσε] ο πατέρας του και, όχι μόνο δεν πάτησε στο γάμο, αλλά και όταν το ζευγάρι απόκτησε το πρώτο τους παιδί, αγοράκι και τόλμησε να πάρει τη γυναίκα και το παιδί του να πάει να το γνωρίσει κι ο πατέρας του (η Ντίνα τους έβλεπε εν αγνοία του Βασίλη), τους έδιωξε κακήν κακώς από το σπίτι. Η Ερασμία και η Ντίνα, πάντα κοντά η μια στην άλλη, μοιράζονταν κι αυτά τα βάσανα.

Το εγγονάκι της Ντίνας μεγάλωνε, ένα όμορφο και έξυπνο παιδάκι, αλλά με Ασιατική εμφάνιση, η Νόνα το λάτρευε, αλλά ο Νόνος, ανένδοτος, ούτε να το δει ούτε να το ακούσει!

Και τα προβλήματα μεγάλωναν διαρκώς. Οι δυο άλλοι γιοι, παντρεύτηκαν Ιταλίδες. Πάτησε άσχημο πόδι ο Βασίλης:

-Ή θα βαφτιστούν Ορθόδοξες Χριστιανές ή γάμος δε γίνεται.

Δεν βοήθησε ούτε και η νοοτροπία της Εκκλησίας, γιατί και Αυτή αρνιόταν να ευλογήσει γάμο όταν ο ένας από το ζευγάρι, ήταν μεν Χριστιανός/ή, αλλά δεν ανήκαν στο ορθόδοξο δόγμα. Αποτέλεσμα, μόνο πολιτικό γάμο και οι άλλοι γιοί κι ο Βασίλης, που ουσιαστικά δε γνοιαζόταν και πολύ για θρησκείες, ούτε υπόδειγμα χριστιανού ήταν, απλά ήθελε πάντα να γίνεται το δικό του, αποξενώθηκε και από τα τρία του παιδιά. παρά τις φωνές και τις απειλές του στην Ντίνα. Μην τολμήσει και πατήσει ποτέ πόδι στα σπίτια τους και ούτε Καλημέρα να μην τους πει ποτέ, εκείνη ουδέποτε υπάκουσε σε αυτές τις παράλογες εντολές και είχε άριστη σχέση με τα παιδιά της και τις οικογένειές τους! Σε αυτό την βοηθούσε και η Ερασμία, που δημιουργούσε πάντα ευκαιρίες να καλύπτει την Ντίνα.

Ο σύζυγος της Ερασμίας, ο Αντώνης, εξ ίσου στραβόξυλο, αλλά επειδή είχε «άλλα προσωπικά ενδιαφέροντα», όπως, οι εξωσυζυγικές σχέσεις, ο τζόγος και το πιοτό, ποσώς τον ενδιέφερες αν θα παντρευτούν ή όχι τα παιδιά του και ποιους θα πάρουν!

Έτσι, ελεύθερη και απερίσπαστη η Ερασμία, μπόρεσε να διαπαιδαγωγήσει τα παιδιά της, όπως εκείνη ήθελε.

Χωρίς καταπίεση, αλλά με πειθαρχεία, που είχε γνώμονα την αγάπη και την κατανόηση!

Ο Αντώνης, αδιάφορος πάντα, απλά πήγε στους γάμους της κόρης και του γιου. Η κόρη πήρε Μαλτέζο και ο γιος Ουκρανή. Τα ζευγάρια ευτυχισμένα και πολύ ευτυχισμένη, με άριστη σχέση με όλους, και η Ερασμία!

Ήρθαν και τα εγγόνια και οι δυο φίλες πάντα με αγάπη και στήριξη η μια στην άλλη.

Έτσι απλά κυλούσε η ζωή, μέχρι την ημέρα, όπου η Ερασμία, διαγνώστηκε με καρκίνο στο μαστό!

Μα, στην αρχή, μόνο με την Ντίνα το μοιράστηκε, τσιμουδιά ούτε σε σύζυγο, καλά από αυτόν δεν περίμενε και πολλά, αλλά ούτε και στα παιδιά της ή τα εγγόνια της, για να μην τα ανησυχήσει.

Με την Ντίνα πήγε κι έκανε όλες τις εξετάσεις και είδε γιατρούς.

Όμως, όταν ήρθε η στιγμή για την πρώτη εγχείρηση, αναγκάστηκε να μιλήσει σε όλους.

Τα παιδιά κι εγγόνια στο πλευρό της, ο Αντώνης, απλά εκδήλωσε τη λύπη του και συνέχισε τη ζωή του.

Μεγάλος ο Γολγοθάς για την Ερασμία. Ακολούθησαν κι άλλες εγχειρήσεις και βαριές θεραπείες. Αχώριστες οι δυο φίλες.

Αυτός ο αγώνας κράτησε σχεδόν πέντε πολύ δύσκολα χρόνια. Με την Ερασμία, να περνάει περισσότερες μέρες στο Νοσοκομείο παρά στο σπίτι. Όμως, ήταν αποφασισμένη να ζήσει, δεν έσκυβε το κεφάλι.

Μα, ο καρκίνος προχωρούσε αμείλικτος. Όταν οι γιατροί είπαν στην Ερασμία, ότι είχε μόνο έξι μήνες ζωή, αντί να σκύψει το κεφάλι, ξαφνικά είπε, πρώτα στην Ντίνα και μετά στην οικογένεια της, ότι τελευταία επιθυμία της, να πάει στο νησάκι της για μια στερνή φορά και να προσκυνήσει στον Άγιο της συγνώμης, τον Άγιο Διονύσιο.

Αντιστάθηκαν σθεναρά όλοι. Το είδαν τρελό κάτι τέτοιο. Κανείς δε συμφώνησε, κανείς δε δέχτηκε να τη συνοδεύσει. Μα, υπήρχε η Ντίνα! Η Ντίνα, που αφού μίλησε με τα παιδιά της και την στήριξαν, αποφάσισε να πάει μαζί της.

Στο κουρασμένο και καταπονημένο πρόσωπο της Ερασμίας, σάλευε αχνοχαμόγελο. Αποχαιρέτησε τρυφερά όλους, ακόμα και τον Αντώνη, δίνοντας του άφεση αμαρτιών, γνωρίζοντας ότι ίσως, δε θα τους έβλεπε ξανά.

Τραγικές στιγμές για όλους, μα σεβάστηκαν την επιθυμία της και την αποδέχτηκαν τελικά. Τα παιδιά της, θέλησαν να πάνε μαζί της, μα η Ερασμία, η αιώνια Μάνα, δεν το δέχτηκε, επιμένοντας ότι θα πάνε με την Ντίνα και το πολύ σε τρεις εβδομάδες, θα έχουν γυρίσει…

Πλησίαζε Δεκαπενταύγουστο όταν έφτασαν στο νησί.

Πήγαν στην ιστορική εκκλησία της Φανερωμένης ανήμερα, που δεν είχαν πάει ποτέ. Το απόγευμα, επέμενε η Ερασμία να πάνε για λίγο στο πανηγύρι της Πικριδιώτισσας, ούτε εκεί είχαν πάει ποτέ.

Την κούρασαν πολύ όλα αυτά την Ερασμία, μα είχε μια όμορφη γαλήνη στο πρόσωπο! Αποβραδίς, της 24ης Αυγούστου, γιορτή του πολιούχου Αγίου Διονυσίου, μολονότι ήταν φοβερά εξαντλημένη η Ερασμία, και είχε ήδη προσκυνήσει τη χάρη Του, ζήτησε με επιμονή να πάνε στον πανηγυρικό Εσπερινό. Δεν της χάλασε χατίρι η Ντίνα.

Λες και πήρε ζωή και κουράγιο η Ερασμία, άνθισε ξανά το αχνοχαμόγελο στο πρόσωπό της.

Φεύγοντας, μιλούσε για την επόμενη μέρα, που ασφαλώς, θα πήγαιναν στη Λιτανεία.

Φευ! Σαν το ταπεινό κουνούπι, που βγάζει φτερά πριν το τέλος, έτσι και η Ερασμία «αντρώθηκε» και βρήκε τη δύναμη, λίγο πριν το τέλος, να εκπληρώσει μικρές επιθυμίες ζωής! Τη νύχτα ξεψύχησε ήρεμη και γαλήνια η Ερασμία. Και τη Λιτανεία που τόσο επιθυμούσε να ακολουθήσει, την ακολούθησε πια… από πολύ ψηλά!

Συντετριμμένη η Ντίνα, αλλά και με ένα παράξενο τρόπο, «χαρούμενη», όπου μπόρεσε να βοηθήσει ώστε να εκπληρωθούν με τον καλύτερο, δυνατό τρόπο οι τελευταίες επιθυμίες της αγαπημένης παιδικής φίλης.

δ.μ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.