e-περιοδικό της Ενορίας Μπανάτου εν Ζακύνθω. Ιδιοκτήτης: Πρωτοπρεσβύτερος του Οικουμενικού Θρόνου Παναγιώτης Καποδίστριας (pakapodistrias@gmail.com), υπεύθυνος Γραφείου Τύπου Ι. Μητροπόλεως Ζακύνθου. Οι δημοσιογράφοι δύνανται να αντλούν στοιχεία, αφορώντα σε εκκλησιαστικά δρώμενα της Ζακύνθου, με αναφορά του συνδέσμου των αναδημοσιευόμενων. Η πνευματική ιδιοκτησία προστατεύεται από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Τα νεότερα στα θεματικά ένθετα

Κυριακή 11 Αυγούστου 2024

Γιατί ΔΕΝ πρέπει να ξεχάσουμε | Οι Καμπάνες χτυπούσαν μόνες τους

Αναθυμάται και γράφει η ΔΙΟΝΥΣΙΑ ΜΟΥΣΟΥΡΑ

Ζούμε στην εποχή της ταχύτητας. Στην εποχή μας, όλα τρέχουν. Τρέχουν τόσο γρήγορα, όπου το χθες γίνεται ήδη μακρινό πριν καλά ξημερώσει η καινούρια μέρα. Ο άνθρωπος, ζει σε μια κοινωνία φοβερής βιασύνης και άγχους. Πριν καλά πει Καλημέρα, βράδιασε κιόλας.

Δεν είναι σίγουρο ότι αυτές οι απότομες αλλαγές στον Πλανήτη, κλιματικές, κοινωνικές, επαγγελματικές τρόπου ζωής και ό,τι άλλο, ωφέλησαν όντως τον άνθρωπο.

Είναι η εποχή της αφθονίας! Εποχή, όπου ο άνθρωπος τα θέλει όλα και τα θέλει τώρα, αγνοώντας όχι μόνο το υλικό αλλά  προ παντός το ηθικό τίμημα!

Απανωτά τα γεγονότα διεθνώς. Δεν προλαβαίνεις να συνέλθεις από κάτι φοβερό που διάβασες, άκουσες/είδες  και αμέσως άλλο πιο συνταρακτικό γεγονός τραβάει την προσοχή σου!

Όμως,  ανεξάρτητα από αυτή τη βιασύνη και το τρέξιμο, υπάρχουν κάποιες επέτειοι ορόσημο όπου πρέπει να μνημονεύονται. Ιδιαίτερα, εμείς οι λίγοι οι παλιοί, όσο υπάρχουμε ακόμα και έχουμε διαύγεια. Το οφείλουμε στις νεότερες γενιές

Ανεξάρτητα πόσο αγχωμένος ο άνθρωπος και πόσο μα πόσο πολυάσχολος, δεν έχει το δικαίωμα να τα ισοπεδώνει όλα, δεν έχει το δικαίωμα της λήθης.

Ιδιαίτερα, οι Επτανήσιοι και συγκεκριμένα,  εμείς οι Ζακυνθινοί.

Ναι, καλά καταλάβατε.

Στους φονικούς σεισμούς του 1953 θα αναφερθώ! Μα πάλι;

 Ίσως αναρωτηθείτε.

Ε, λοιπόν ναι, πάλι και πάλι έως υπάρχω. Γιατί ΔΕ μας επιτρέπεται να ξεχάσουμε.

Δεν πρέπει να αφήσουμε το πέπλο της λήθης, να σκεπάσει τη μνήμη και τις τραγικές θύμησες.

Ξέρω, πολλές, πάρα πολλές φορές έχω αναφερθεί σε αυτή τη συμφορά, αλλά είναι χρέος μας. Κάθε χρόνο τέτοιες μέρες, ξαναζώ  λεπτό προς λεπτό εκείνες τις μέρες κι όλο κάτι καινούριο ξεπηδάει από το μπαούλο- θησαυρό των αναμνήσεων.

12 Αυγούστου, λοιπόν, του 1953.

Μια ακόμα θύμηση από εκείνη την αποφράδα ημέρα.

Οι σεισμοί απανωτοί από την Κυριακή το πρωί, ήδη αρκετές ζημιές στα περισσότερα σπίτια. Τη Δευτέρα και την Τρίτη,  Επιτροπές Ειδικών περνούσαν από περιοχή σε περιοχή, αξιολογώντας την κατάσταση των κτιρίων και καταγράφοντας ζημιές. Ανάστατοι οι μεγάλοι, φοβισμένα εμείς τα παιδιά. Τα περισσότερα σπίτια σφραγίστηκαν ως ακατάλληλα και επικίνδυνα, απαγορευόταν όχι μόνο να κοιμηθούμε μέσα, αλλά ούτε να μπούμε!

Πάντως, σχεδόν όλοι, με φόβο, μη μας πάρουν χαμπάρι οι Αρχές αλλά και γιατί οι σεισμοί συνεχιζόταν, τρυπώναμε μέσα στα επικίνδυνα σπίτια προσπαθώντας να βγάλουμε ότι μπορούμε και να τα συγκεντρώνουμε έξω στις αυλές! Ρούχα, κλινοσκεπάσματα, παπούτσια, κατσαρολικά και ότι άλλο. Θυμάμαι τον παπάκη μου να βγαίνει κάποια στιγμή  με μια αγκαλιά βιβλία και να λένε μερικοί,

-Εδώ χανόμαστε, ο κόσμος καίγεται και  ο παπάς σκέφτεται τις φυλλάδες.

Πόσο ανώφελες  αποδείχτηκαν όλες αυτές οι αξιολογήσεις των ζημιών και τα παζαρέματα τι χρειάζεται να επιδιορθωθεί και τι όχι. Πόσο ανώφελα όλα αυτά που με κίνδυνο καταφέραμε να βγάλουμε από τα σπίτια για να «γλιτώσουν»!

Από την Κυριακή το βράδυ, δεν κοιμάται κανείς μέσα σε σπίτι, έξω στρωματσάδα όλοι, όπου υπήρχε καθαρός χώρος ανάμεσα στα μισογκρεμισμένα σπίτια, αλλά μακριά από τοίχους, στην Μπόχαλη, οι περισσότεροι στην πλατεία.

Με το κούνημα να συνεχίζει,  γύρω στις 11.00 περίπου της Τετάρτης:

-Στα καλά καθούμενα άρχισε να τρέμει και να χορεύει η Γη. Κατατρομαγμένοι όλοι, έτρεξαν έξω όσοι ήταν μέσα και πιο πέρα όσοι ήταν έξω.

Γκρεμίστηκαν τοίχοι, μπαλκόνια, έπεσαν ότι χαμόσπιτα είχαν απομείνει. Πολλοί εγκλωβίστηκαν στο επάνω πάτωμα γιατί γκρεμίστηκε η εσωτερική ή  εξωτερική σκάλα. Άλλοι φώναζαν βοήθεια γιατί τους χτύπησαν σοβάδες, ξύλα και μαδέρια που έπεσαν.

Σταματάει το κακό κάποια στιγμή και οι άνθρωποι προσπαθούν να ισορροπήσουν, γιατί τρεκλίζουν από το διαρκές κούνημα.

Παίρνουν βαθιές ανάσες, σε μια προσπάθεια να παρηγορήσει ο ένας τον άλλον, ότι  θα πρέπει να ξεθύμανε ο Εγκέλαδος και, ως εδώ ήταν, θα σταματήσει το κακό.

Όσοι μπόρεσαν να ανασύρουν από τα ερείπια κάνα καρβέλι ψωμί ή το ροΐ με το λάδι, έκοβαν κομμάτια και έδιναν και στους άλλους!

-Ας φάμε μια μπουκιά, δεν ξέρουμε τι μας περιμένει...

Φυσικά και δεν ήξεραν!  

Λίγο μετά, γύρω στις 2.20 μ.μ. έγινε το μεγάλο κακό!

[*Απόσπασμα, από το διήγημά μου, Η Παραμυθένια Πολιτεία, Ο Κραταιός Νόστος, σελ. 70. Εκδόσεις Greek Australian Archives Publications, University, RMIT, Melbourne, 2000.]

«Με τι λόγια να περιγράψεις αυτό που ακολούθησε, αυτό που έγινε ακριβώς λίγο πριν τις δυόμισι το μεσημέρι. Η μάνα Γη προσπάθησε με το δικό της τρόπο να τους ειδοποιήσει για το μεγάλο κακό που ερχόταν. Υποχθόνια βουή  μέσα από τα σπλάχνα της, τα έγκατα της Γης ακούστηκε και σκόρπισε ρίγη τρόμου σε κάθε ζωντανή  ύπαρξη. Σύννεφο μεγάλο απλώθηκε και σκέπασε όλο το Νησί, σκοτείνιασε ο Ήλιος ο Αυγουστιάτικος, ούρλιαζαν τα σκυλιά και οι γάτες, τα πετούμενα φτερούγιζαν φλότες-φλότες κρώζοντας άγρια. Λύθηκαν τα ζωντανά, αφήνιασαν τα άλογα πετώντας φορτίο και αναβάτες και άρχισαν να τρέχουν ποδοπατώντας τα πάντα στο άγριο πέρασμά τους.

Αυτός δεν ήταν σεισμός, ήταν η συντέλεια του Κόσμου. Ήταν τόση η δύναμή του, που στα περισσότερα Καμπαναρία, χτυπούσαν οι Καμπάνες μόνες τους, όπως σωριάζονταν σε ερείπια. 7.2 στη σκάλα Ρίχτερ, είπαν πως ήταν.

Σκίστηκε η Γης και φάνηκε η πληγωμένη σάρκα της.

Ξεριζώθηκαν δέντρα και ανήμπορα για κάθε αντίσταση, έπεφταν κάτω. Εκείνα  που άντεξαν, η κορυφή τους άγγιζε το έδαφος. Η θάλασσα βγήκε έξω και σκέπασε την προκυμαία, που σε πολλά σημεία είχε σκιστεί ανοίγοντας βαθύ χάσμα.

Τα πλοία που βρέθηκαν στο λιμάνι λύθηκαν από τους κάβους και ακυβέρνητα παρασύρονταν μακριά σε ένα τρελό χορό. Αλαλιασμένοι οι άνθρωπο, όσοι πρόφτασαν να βγουν έξω, έτρεχαν σαν τρελοί φωνάζοντας από τον τρόμο  αλλά και την αγωνία για τους ανθρώπους τους, αυτούς που μέσα στον πανικό που ακολούθησε δεν ήξεραν τι απόγιναν.

Βιβλική καταστροφή!

Δεν είχε απομείνει τίποτα όρθιο, όσο έβλεπε το μάτι γύρω, που τρομαγμένο δεν τολμούσε ούτε μπορούσε να απλωθεί μακριά, έβλεπε μόνο σωρούς, βουνά ολόκληρα από χαλάσματα και μαύρη σκόνη να ανεβαίνει σύννεφο στον ουρανό και να πνίγει τα πάντα».

Άλαλοι όλοι από τον τρόμο, μαζεύονταν σε πλατείες, εκτός χώρας και ανοικτούς χώρους για να γλιτώσουν.

Στην πλατεία της Μπόχαλης, μαζεμένοι σχεδόν όλοι οι Μποχαλιώτες με τη φρίκη ζωγραφισμένη στα μαυρισμένα από τα δάκρυα και το μπουχό των ερειπίων πρόσωπα. Άνδρες, γυναίκες, παιδιά, μωρά, αλλά και πολλά ζώα,  γάτες και σκυλιά, ζητώντας όλοι παρηγοριά, καταφύγιο, βοήθεια και στήριξη ο ένας από τον άλλον.

Τα  μισογκρεμισμένα κτίρια κατέρρευσαν πλήρως σηκώνοντας βουνό από μπουχό και μπάζα.

Ξαφνικά, φωτιά, φωτιά ουρλιάζουν από παντού.

Η πρώτη εστία φωτιάς, στην περιοχή της Αγίας Τριάδας. Αδηφάγα, βρίσκοντας   μπόλικη τροφή να την ταΐσει, όλο κι απλώνεται, όλο και θεριεύει.

Από ψηλά στην Μπόχαλη βλέπουν να εξαπλώνεται ραγδαία, μέσα σε λίγα λεπτά, ολόκληρη η χώρα, (η πόλη της Ζακύνθου), από άκρη σε άκρη, παραδομένη στις φλόγες! Στις φλόγες που  τεράστιες φτάνουν στον ουρανό. Ορατότητα, μηδέν.

Τρομοκρατούνται όλοι βλέποντας τη τεράστια φωτιά να έχει φτάσει στους πρόποδες του λόφου, (στα παλιά Εγγλέζικα μνήματα), όπου το μονοπάτι μέσα από τα Πεύκα, οδηγεί στην Μπόχαλη, από τη μια μεριά και πέρα από την Παλιά Βρύση από την άλλη! Αυτά τα δύο σημεία από τα πιο επικίνδυνα για να φτάσει η φωτιά  στην Μπόχαλη.

Μα ήταν και η εκκλησία της Χρυσοπηγής εκεί δίπλα. Μισογκρεμισμένη  και πληγωμένη άσχημα. Το ψηλό Καμπαναρίο, πήγαινε πέρα δώθε με κάθε κούνημα (και ήταν απανωτά), λες και γιγάντιο χέρι το ταρακουνούσε από τα θεμέλια. Όπως ήταν πανύψηλο νόμιζες από στιγμή σε στιγμή θα πέσει και θα πλακώσει όλο τον κόσμο που βρισκόταν πιο πέρα. Κόσμο τρομοκρατημένο όπου μέσα στον πανικό που επικρατεί, ακούγοντας ξαφνικά τις Καμπάνες να χτυπούν μόνες τους, γιατί η  βουή, οι  φλόγες και ο θόρυβος, εμπόδιζε να ακούσουν τις καμπάνες από τη χώρα,  κυριεύτηκαν όλοι από δέος!

Θαύμα, θαύμα φωνάζουν μερικοί!

 Προσπαθούν να κοιτάξουν προς το Καμπαναρίο μα από τον μπουχό και τα μπάζα, δε βλέπουν καθαρά.

Σταυροκοπιούνται για το θαύμα μικροί μεγάλοι κι έκαστος παρακαλεί, με το δικό του τρόπο τη Κυρά τη Χρυσοπηγή να μεσιτεύσει στον Υιό της, να σταματήσει το κακό. Κοιτάζοντας γύρω διαπιστώνουν πως ολόκληρο θερίο  το Καμπαναρίο της εκκλησίας της Χρυσοπηγής, κλυδωνίζεται.

 Η Κυρά η Χρυσοπηγή, λένε πολλοί,  χτυπά τις Καμπάνες για να τους δώσει να καταλάβουν πως αν μείνουν εκεί που είναι, θα χαθούν και να φύγουν, να τρέξουν να σωθούν, γιατί θα τους αφανίσει η φωτιά που ανηφορίζει.

Να φύγουν να πάνε πού; Προς τα πάνω ήταν το Δάσος και το Κάστρο. Φρυγμένα από την ξηρασία του Καλοκαιριού, θα λαμπαδιάσουν στο πι και φι.

Όχι μόνο τα μπάζα από τα ερείπια είχαν κλείσει το δρόμο αλλά και ορατός κίνδυνος να εγκλωβιστούν εκεί πάνω και να καούν όλοι ζωντανοί, αν ανηφορίσει η φωτιά.

Σχηματίζονται ομάδες από άνδρες,  3 στην κάθε ομάδα, να επιτηρούν από θέσεις κλειδιά, όλο το 24ωρο την πορεία της φωτιάς από τη θέση  η Παλιά Βρύση και από τα Εγγλέζικα μνήματα, ώστε αν δουν πως ανεβαίνει να ειδοποιήσουν τον κόσμο να προλάβουν να τρέξουν  μήπως και σωθούν. Η μόνη τους ελπίδα, να τρέξουν προς το δρόμο που βγάζει στο Σταυρό, αλλά και αυτό με κίνδυνο να έχουν κλείσει οι δρόμοι από ερείπια ή να έχουν πιάσει φωτιά τα Λιόφυτα και να βρεθούν παγιδευμένοι.

Τραγικές στιγμές...

Δεν υπάρχουν λόγια να περιγράψεις τη φρίκη και τον πανικό.

Και οι Καμπάνες της Κυράς Χρυσοπηγής, να χτυπούν πια αργά, λυπητερά όπως στις κηδείες…

Πέφτουν όλοι κλαίγοντας στα γόνατα, και ο παπά Μούσουρας και χωρίς πετραχήλι και θυμιατό  ψάλλουν Παράκληση στην Κυρά τη Χρυσοπηγή να τους λυπηθεί, να τους ελεήσει…  

Ένας οδυρμός ακούγεται…πού να ξεχωρίσεις λόγια και ψαλμωδία...

Και ξαφνικά, καινούριος μεγάλος σεισμός, ταρακουνάει το Καμπαναρίο πέρα δώθε που  μην αντέχοντας άλλο την άνιση πάλη, παραδίδεται.

Σωριάζεται  σε ερείπια…

Μα η Κυρά η Χρυσοπηγή εισάκουσε τις προσευχές και τις δεήσεις των απελπισμένων ανθρώπων.  

Το Καμπαναρίο δεν έπεσε επάνω στον κόσμο, αν έπεφτε, θα χάνονταν πολλές ζωές!

Έπεσε επάνω στο ήδη γκρεμισμένο σπίτι ακριβώς δίπλα, το «κελι του παπά», όπως το αποκαλούσαν τότε.

Το σπίτι «μου», που έζησα εκεί από τα 4 μου χρόνια μέχρι τις 9 Αυγούστου του 1953. Γιατί τότε άρχισαν οι σεισμοί και τα περισσότερα σπίτια, σημαδεύτηκαν από τους ειδικούς ως επικίνδυνα  για να μείνουμε μέσα.

Αυτή η αποφράδα ημέρα, της 12ης Αυγούστου του 1953, σηματοδότησε το τέλος μιας Εποχής για το πανέμορφο νησί του Ιονίου, την πολυαγάπητη Ζάκυνθο!

Είθε, ποτέ ξανά!

Είθε, να μην ξεχαστεί ποτέ η 12η Αυγούστου του 1953!

Ημερομηνία ορόσημο για τη Ζάκυνθο!

δ.μ.     


Δεν υπάρχουν σχόλια: