Του Μητροπολίτου Αιτωλίας και Ακαρνανίας ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ
Εὐωδιάζει ἀκόμη ὁ Ναός ἀπό τά ἄνθη πού στόλισαν τόν Τίμιο Σταυρό κατά τήν πρόσφατη μεγάλη Ἑορτή τῆς Ὑψώσεώς Του. Στήν πραγματικότητα ὅμως εὐωδιάζει ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τήν οὐσία τῆς πίστεώς μας, τό θεμέλιο τῆς Ἐκκλησίας μας καί τό ἀσφαλές καταφύγιο ὅλων μας.
Σύμβολο αὐτῆς τῆς ἀγάπης εἶναι ὁ Σταυρός. Μιᾶς ἀγάπης ἀκατανόητης, πέρα ἀπό κάθε ἀνθρώπινη λογική, πέρα ἀπό κάθε ἀνθρώπινη δικαιοσύνη. Ποιός ἰσχυρός τοῦ κόσμου τούτου, ὅταν ἀδικεῖται ἀπό τόν ἀδύναμο καί κατώτερό του, τόν συγχωρεῖ, θυσιάζοντας μάλιστα τόν ἑαυτό του; Ποιός θεός ἀπό ὅσους κατασκεύασε ὁ ἀνθρώπινος νοῦς στήν διάρκεια τῆς ἱστορίας τοῦ ἀνθρωπίνου γένους ἔγινε ὅμοιος μέ τό πλάσμα του καί δέχτηκε νά θανατωθεῖ σάν τόν πιό περιφρονημένο ἐγκληματία;
Γνωρίζει ὁ θεοδίδακτος ἀπόστολος Παῦλος τόν συγκλονισμό τῆς ἀνθρώπινης ὑπάρξεως μπροστά στήν ἀποκάλυψη αὐτῆς τῆς ἀγάπης. Γνωρίζει πώς ἡ λογική καί ἡ νοοτροπία τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου θά πρέπει νά ἀνατραπεῖ γιά νἀ ὑποδεχτεῖ τόν Θεό τῆς ὁλοκληρωτικῆς ἀγάπης. Γνωρίζει πώς τό παλαιό θά ἀντισταθεί καί θά θελήσει νά ἐξαφανίσει τό καινούργιο. Γι΄ αὐτό καί στήν πρώτη πρός Κορινθίους ἐπιστολή του, προειδοποιεῖ τούς Χριστιανούς πώς θά ἀντιμετωπίσουν τήν ὀργή τῶν σκανδαλισμένων Ἑβραίων καί τήν περιφρόνηση τῶν ὀρθολογιστῶν Ἑλλήνων.
«Οἱ Ἰουδαῖοι», τούς γράφει, «ζητοῦν ὡς ἀποδείξεις θαύματα καί οἱ ἐθνικοί φιλοσοφικές αλήθειες. Ἐμεῖς ὅμως κηρύττουμε τον σωτῆρα Χριστό, καί μάλιστα σταυρωμένον – ἕνα κήρυγμα ἐξοργιστικό γιά τούς Ἰουδαίους καί ἀνόητο γιά τούς ἐθνικούς».
Δυόμιση αἰῶνες μετά, θά ἔρθει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος γιά νά μᾶς διδάξει μέ ὑπέροχο τρόπο, λέγοντας:
«Μόνον στόν σταυρό πεθαίνει κάποιος μέ ἁπλωμένα τά χέρια, γι΄ αὐτό καί ὁ Κύριος, τέτοιον θάνατο ὑπέμεινε, ὥστε νά ἁπλώσει τά δικά του πανάχραντα χέρια, νά τραβήξει ἀπό τήν μία τούς Ἰουδαίους καί ἀπό τήν ἄλλη τούς ἐθνικούς καί νά τούςἑνώσει καί τούς δύο στἠν ἀγκαλιά Του»[1].
Αὐτά τά ἁπλωμένα χέρια ἐκτείνονται πρός τόν κάθε ἄνθρωπο, πρός τόν καθέναν ἀπό μᾶς, ὥστε ὅλοι νά γίνουμε πολίτες τῆς ἐπουράνιας Βασιλείας Του. Αὐτά τά ματωμένα χέρια θυμίζει στούς Γαλάτες ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὅπως ἀκοῦμε στἠν σημερινή ἀποστολική περικοπή. Εἶναι ἐκεῖνοι πού παρασύρθηκαν ἀπό τούς Ἰουδαΐζοντες Χριστιανούς καί πείστηκαν πώς ἡ συμμόρφωση στίς ἐντολές καί τἰς διατάξεις τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου παραμένει ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιά τήν σωτηρία, ὄχι μόνον τῶν Ἑβραίων, ἀλλά καί τῶν Χριστιανῶν.
Καί σήμερα, ὅπως καί κατά τήν περασμένη Κυριακή, ἀκοῦμε τόν μέγα ἀπόστολο νά ἐπιμένει καί νά διακηρύσσει: «Ξέρουμε πώς ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά σωθεῖ μόνον μέ τήν ὑπακοή σέ νόμους καί διατάξεις. Αὐτές τοῦ προσφέρουν μόνον μία πρώτη συναίσθηση τῆς κατάπτωσής του, γι΄ αὐτό καί εἶναι βέβαια σεβαστές. Τήν ὁλοκληρωτική ὅμως λύτρωση τήν προσφέρει μόνον ἡ πίστη στόν Ἰησοῦ Χριστό».
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὑπῆρξε γνώστης τῆς ἑλληνικῆς σοφίας καί πιστός τηρητής τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου. Πρίν μία ἑβδομάδα, τόν ἀκούσαμε νά διακηρύττει πώς ἀπαρνιέται τούς ἐπαίνους τοῦ κόσμου γιά τήν σοφία καί τήν εὐσέβειά του καί πώς δέν θά ἤθελε νά καυχιέται γιά τίποτε ἄλλο παρά μόνο γιά τόν Σταυρό τοῦ Κυρίου. Σήμερα, μᾶς ἀποκαλύπτει τόν πόθο του νά ζήσει καί αὐτός σταυρωμένος μέ τόν ἀγαπημένο του Ἰησοῦ. Πόσο ὄμορφα ἀκούγονται τά λόγια του: «Ἔχω πεθάνει στόν Σταυρό μαζί μέ τόν Χριστό. Τώρα πιά δέν ζῶ ἐγώ, ἀλλά ζεῖ στό πρόσωπό μου ὁ Χριστός».
Στήν Παλαιά Διαθήκη, ὁ Μωυσῆς ὁδήγησε τόν λαό του μακριά ἀπό τήν Αἴγυπτο, ἀνοίγοντας δρόμο μέσα ἀπό τήν Ἐρυθρά Θάλασσα. Σέ μία ἀνάλογη ἔξοδο μᾶς καλεῖ σήμερα ὁ Παῦλος. Ἀπό τήν μία, εἶναι ἡ γή τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Ἡ γή τοῦ Νόμου καί τῶν ἐντολῶν. Ἀπό τήν ἄλλη, μᾶς περιμένει ἡ γή τῆς Καινῆς Διαθήκης, τῆς νέας συμφωνίας, ὅπου κυριαρχεῖ ὁ ὑπέρτατος νόμος τῆς ἀγάπης. Στήν γή τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τόν ἄνθρωπο δικάζει ὁ Θεός. Στήν γή τῆς Καινῆς, ὁ ἄνθρωπος καταδικάζει τόν ἑαυτό του, ὅσο μένει μακριά ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί τήν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Στήν ἀκτή τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἀποκαλύπτεται πόσο πολύτιμος εἶναι ὁ Θεός γιά τόν ἄνθρωπο. Στήν ἀπέναντι ἀκτή, ἀποκαλύπτεται τό πόσο πολύτιμος εἶναι ὁ ἄνθρωπος γιά τόν Θεό.
Τό πέρασμα ἀπό τήν μία ἀκτή στήν ἄλλη εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Ἐσταυρωμένος Χριστός, ὁ Ὁποῖος, μέ τήν ἀγάπη Του, ἄνοιξε τόν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς στόν παράδεισο. Γι΄ αὐτό ὁ Παῦλος, τό μόνο πού ἐπιθυμεῖ, εἶναι νά μένει διαρκῶς σταυρωμένος μέ Ἐκεῖνον. Γι΄ αὐτό καλεῖ καί ἐμᾶς, νά ἀγαπήσουμε τόν Χριστό μέ ὅλη μας τήν ὕπαρξη, ὥστε ἡ καρδιά μας νά πλημμυρίσει ἀπό τήν δική Του αγάπη.
Ἡ δική μας, ἡ ἀνθρώπινη ἀγάπη, συχνά περιορίζεται στά πρόσωπα τοῦ συγγενικοῦ μας περιβάλλοντος καί τοῦ στενοῦ κύκλου τῶν γνωριμιῶν μας. Ἀλλά καί τότε, δἐν ἔχει πολλές ἀντοχές καί βέβαια, δέν ἐπαρκεῖ γιά νά ἀγκαλιάσει τόν ξένο, τόν μακρινό, τόν ἄγνωστο. Ἀκόμη καί πολλοί ἀδελφοί μας, μέ τούς ὁποίους βρισκόμαστε μαζί στόν ἴδιο ναό, παραμένουν συχνά γιά μᾶς, ξένοι καί ἀδιάφοροι. Οἱ ἀνθρώπινες δυνάμεις μας δέν ἐπαρκοῦν ἀπό μόνες τους, ὥστε ἡ ἀγάπη μας νά μοιάσει, ἔστω καί ἐλάχιστα, μέ τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιά μᾶς. Ἡ καρδιά μας δέν ἔχει τήν δύναμη νά δεῖ ὅλους τούς ἀνθρώπους πολύτιμους, ὅπως βλέπει τόν καθέναν ἀπό μᾶς ὁ Θεός.
Τό γεγονός αὐτό ὅμως ἄς μήν μᾶς ἀποθαρρύνει. Ὑπάρχει δρόμος πρός τήν τέλεια αγάπη:
Ὅσο λαχταρᾶμε νά συναντήσουμε τόν Χριστό, τόσο ἡ Χάρη Του ἀναπληρώνει τίς ἐλλείψεις μας.
Ὅσο παραδινόμαστε ὁλοκληρωτικά στό ἔλεός Του, τόσο ἡ σκληροκαρδία μας ὑποχωρεῖ.
Ὅσο ἡ καρδιά μας γίνεται μέρος τῆς δικῆς Του καρδιᾶς, ὅσο ἡ σκέψη μας γίνεται μέρος τῆς δικῆς Του σκέψης, ὅσο ἡ ματιά μας γίνεται μέρος τῆς δικῆς Του ματιᾶς γιά τόν κόσμο, τόσο μοιραζόμαστε τήν δική Του ἀγάπη γιά τούς ἀνθρώπους.
Αὐτή ἡ ἀγάπη μᾶς διδάσκει, αὐτή μᾶς κατευθύνει, αὐτή μᾶς ἐνδυναμώνει, ὥστε νά βλέπουμε ὅλους τούς ἀνθρώπους γύρω μας πολύτιμους, ὅπως τούς βλέπει ὁ Θεός.
Ἄς ζοῦμε διαρκῶς διψασμένοι γιά Χριστό καί τότε θά δοῦμε τήν ζωή μας νά μεταβάλλεται, ἡμέρα μέ τήν ἡμέρα, σέ ἀποκάλυψη τοῦ ἑνός καί μοναδικοῦ θεϊκοῦ νόμου, τοῦ νόμου ἀπό τὀν ὁποῖον κρέμονται ὅλες οἱ ἐντολές, οἱ διατάξεις καί οἱ Προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης[2], τοῦ νόμου πού μετατρέπει ὅλα τά «πρέπει» σέ ἕνα «θέλω», τοῦ νόμου τῆς ἀγάπης.
--------------------
[1] «Λόγος περί τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου, καί τῆς διά σώματος πρός ἡμᾶς ἐπιφανείας αὐτοῦ», P.G. τόμος 25, στ. 140.
[2] Μτθ. 22,40.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου