Γράφει η ΔΙΟΝΥΣΙΑ ΜΟΥΣΟΥΡΑ
Σηκώθηκε με το ζόρι εκείνο το πρωί η Χριστίνα. Μπήκε στο μπάνιο να κάνει ένα ντους να συνέλθει. Ως συνήθως, κοιμήθηκε πολύ λίγο και χθες βράδυ. Πάντα ήταν δύσκολη στον ύπνο, αλλά τώρα τελευταία, είχε παραγίνει το κακό. Σκεφτόταν κάποιες φορές, να ακολουθήσει το παράδειγμα της Κατίνας της φίλης της. Όταν δεν μπορεί να κοιμηθεί η Κατίνα, σηκώνεται και πίνει ένα μικρό ποτηράκι από κάπως δυνατό λικέρ και κοιμάται του καλού Θεού! Μα δεν της άρεσαν τα ποτά, άσε που έπαιρνε και πολλά φάρμακα όπου δεν συνδυάζονται με το αλκοόλ. Πολλές φορές έλεγε:
-Λες και το έχω τάμα, όταν δεν κοιμάμαι τη νύχτα, το μυαλό μου τρέχει με χίλια. Και να πεις σκέφτομαι κάτι ευχάριστο, δημιουργικό ή καλό, χαλάλι. Όλες τις δυσκολίες της ζωής μου, αναβίωση εκείνου του φριχτού επεισοδίου, όλα μου τα προβλήματα και όλα μου τα παράπονα, πικρίες, μεταμέλειες, μαζεύονται τη νύχτα. Παίρνουν τεράστιες διαστάσεις και κατακλύζουν το γεροντικό μυαλό μου!
Μέχρι και την πρώτη μου αγάπη σκέφτομαι. Για φαντάσου, σχεδόν 80 χρόνια πριν, μόλις είχα κλείσει τα 17. Εκεί γλυκαίνει κάπως η καρδιά που δε ξέρει από γηρατειά και ρυτίδες και γαληνεύει η ψυχή. Ήταν ωραίο παιδί ο Χρήστος. Τα σπίτια μας στο χωριό κοντά και με την αδελφή του πολύ φίλες! Με καλόβλεπε η φαμελιά του ε, για κείνα τα χρόνια, κόρη δασκάλου δεν ήταν λίγο! Άσε που ο μπαμπάς κι εγώ είχαμε όνειρα να γίνω καθηγήτρια.
Εκεί ήταν που σκάλωσε το θέμα! Καλό και όμορφο παιδί ο Χρήστος, αλλά ένας ευκατάστατος αγρότης, πώς θα ταίριαζε με τη μελλοντική ...καθηγήτρια;
Και ξεστράτιζε ο νους της με τους νεανικούς έρωτες. Και έμενε η απορία, πώς θα ήταν αλήθεια η ζωή της αν είχε παντρευτεί το Χρήστο; Θα είχε συμβεί το φριχτό επεισόδιο; Αγνό παιδί και την αγαπούσε, μα κι εκείνη δεν ήταν αδιάφορη.
Κάπου 60 χρόνια αφότου έφυγε από το Νησί, τον συνάντησε στην εκκλησία του χωριού, όταν είχε πάει για διακοπές στην Ελλάδα. Δεν τον αναγνώρισε. Αλλά τράβηξε την προσοχή της ο ηλικιωμένος άνδρας από τα απέναντι στασίδια που την κοιτούσε επίμονα. Απόρησε, προσπάθησε να μην κοιτάζει προς τα εκεί, αλλά δεν τα κατάφερνε, εκείνος ο άγνωστος με την επίμονη ματιά του, τη μαγνήτιζε. Όταν τελείωσε η λειτουργία, την πλησίασε δειλά και της θύμισε πως είναι ο παλιός της γείτονας ο Χρήστος, τη συλλυπήθηκε για τον άνδρα της, (είχε πεθάνει πρόσφατα), κι έτσι της μίλησε:
-Δε σε ξέχασα ποτέ Χριστίνα. Πολύ αργότερα αφότου φύγατε από το χωριό και χαθήκαμε παντρεύτηκα γιατί έπρεπε, με πίεζαν και οι γονείς μου, απέκτησα παιδιά κι εγγόνια, μα ζούσες μέσα μου, σε σκεφτόμουν πάντα.
Κοιτάχτηκαν με θλίψη για λίγα ατελείωτα δευτερόλεπτα.
-Έζησες τουλάχιστον ευτυχισμένη, τη ρώτησε. Η Χριστίνα, γύρισε πέρα το βλέμμα, ονειροπολώντας, βλέποντας τους στο χωριό νέοι και οι δυο να φλερτάρουν αθώα.
Ξαφνικά λες και συνήλθε απότομα, τον ευχαρίστησε ζεστά για τα συλλυπητήρια. Με μια αυθόρμητη κίνηση, έσκυψε λίγο ο Χρήστος, την αγκάλιασε τρυφερά, τη φίλησε στο μάγουλο κι εξαφανίστηκε. Μα η Χριστίνα πρόλαβε να δει το δάκρυ που κύλησε.
-Μπα σε καλό μου, σκεφτόταν η Χριστίνα, μα είναι σκέψεις αυτές για γυναίκα που πλησιάζει τα 100;
Άλλες νύχτες πάλι, θυμάται το Θανάση της. Παντρευτήκαν στη Μελβούρνη που βρεθήκανε και οι δυο, τότε τη μεταπολεμική εποχή που έφευγε η νεολαία.
Δεν έγινε καθηγήτρια, όπως ονειρευόταν, γιατί πέθανε ο πατέρας της και η μάνα της δεν είχε οικονομική ευχέρεια, είχαν περιουσία, αλλά όχι χρήματα.
Με το Θανάση ταίριασαν από την αρχή της γνωριμίας τους στη Μελβούρνη.
Απόκτησαν δυο κόρες και ζήσανε πολύ ευτυχισμένοι. Πάνω από όλους, όμως, ήταν οι δυο τους και η αγάπη τους και μετά τα παιδιά. Έφυγε σχετικά νέος, ούτε 78 χρονών. Από τότε άλλαξε η ζωή της!
Γιατί η ζωή της όλη, ήταν ο Θανάσης της.
Πολύ μεγάλη απώλεια αυτή του Θανάση. Δεν μπορούσε να διαχειριστεί ούτε την απώλεια αλλά ούτε και τη μοναξιά.
Οι κόρες τους πάντα σε δεύτερη μοίρα, καλά κορίτσια. Ήδη παντρεμένες με οικογένειες. Άξιες και ανεξάρτητες με πολύ στενή σχέση μεταξύ τους, τη μητέρα τους την αγαπούσαν, αλλά δεν ήταν προτεραιότητά τους. Οι γονείς, δεν είχαν παίξει μεγάλο ρόλο στη ζωή τους. Πολλές φορές τις έπιανε παράπονο, γιατί να μην είναι και οι δικοί τους γονείς, ιδίως η μητέρα τους, όπως οι μητέρες των φίλων τους; Να τις συνοδεύει στο Σχολείο, να τις παίρνει το απόγευμα, να τους έχει λιχουδιές για μετά το Σχολείο και πολλά άλλα μικρά μεν, σημαντικά δε για τα παιδιά.
Κι ο μπαμπάς το ίδιο, τις αγαπούσε, δεν τις μάλωνε και όταν του ζητούσαν χρήματα δεν έλεγε ποτέ όχι, αλλά δεν ασχολιόταν και πολύ μαζί τους. Δεν πέρασαν ποτέ το κατώφλι του Σχολείου τους, ούτε ο μπαμπάς ούτε η μαμά.
Όταν μπήκαν στην εφηβεία, βλέποντας τους περιορισμούς και την καταπίεση, όπως ερμήνευαν την αυστηρότητα των γονιών των άλλων κοριτσιών, κάπου άρχισε να τους αρέσει που οι γονείς τους τις άφηναν ήσυχες.
Στα 19 έμεινε έγκυος η Νίκη η μεγάλη. Μόλις είχε τελειώσει το Λύκειο κι έψαχνε για δουλειά. Καλό παιδί ο Νάθαν, Αυστραλός, δούλευε σε οικοδομές. Παντρεύτηκαν πριν γεννηθεί το αγοράκι τους. Μα ούτε το εγγόνι συγκίνησε ιδιαίτερα τους γονείς της. Όταν τόλμησε δειλά η Νίκη να ζητήσει βοήθεια από τη Χριστίνα, καταπέλτης η απάντηση :
-Εγώ τα δικά μου τα ανάστησα μόνη μου, δεν είχα όχι βοήθεια από πουθενά, αλλά ούτε συμβουλή να ζητήσω. Παιδί σας είναι, κάνετε το κουμάντο σας.
Το ίδιο είπε και στη Μαρία, όταν παντρεύτηκε κι απέκτησε παιδιά.
-Εμείς σας μεγαλώσαμε μόνοι μας. Καιρός να κοιτάξουμε και τον εαυτό μας και να χαρούμε τη ζωή μας, όση έμεινε.
Έτσι άρχισαν ταξίδια εντός Αυστραλίας στην αρχή.
Αργότερα, όταν πέθαναν οι γονείς τους και κληρονόμησαν μετρητά και ακίνητα, δεν έκαναν αυτό που ίσως, θα έκαναν οι περισσότεροι γονείς, να βοηθήσουν τα κορίτσια τους, έστω με μια προκαταβολή να αγοράσουν σπίτι. Τα κορίτσια, έτρεφαν κρυφές ελπίδες, πως με τόσες κληρονομιές, θα τις βοηθούσαν λίγο, φρούδες ελπίδες.
Απεναντίας, έκαναν το γύρω του κόσμου όχι μία αλλά πέντε φορές τα επόμενα χρόνια!
Δε γνοιάστηκαν ούτε το δικό τους σπίτι να ξεπληρώσουν. Η φιλοσοφία τους;
-Να το ξεπληρώσουν οι κληρονόμοι. Εμείς στερηθήκαμε πολλά για να το αγοράσουμε και να πληρώνουμε το δάνειο μέχρι σήμερα.
Μεγάλωναν και τα εγγόνια αλλά η σχέση τους χλιαρή. Δεν υπήρχε η λαχτάρα που υπάρχει στους περισσότερους παππούδες/γιαγιάδες, για τα εγγόνια.
Λίγο μετά αφότου έφυγε ο Θανάσης και την έπνιγε η μοναξιά, γιατί ούτε και πολλές φίλες είχε, άρχισε να πηγαίνει στην Εκκλησία της περιοχής. Γνωρίστηκε με αρκετές γυναίκες εκεί, συζητούσαν για τη μοναξιά, οι περισσότερες χήρες ή χωρισμένες.
Συζητώντας διαπίστωσε ότι πολλές πήγαιναν σε ένα Ελληνικό Κλαμπ για μοναχικούς/ές. Δίστασε πολύ να αποφασίσει να πάει όπως την προέτρεπαν. Μερικές είχαν βρει φίλο κι έκαναν παρέα. Πήγαιναν εκδρομές μαζί, σινεμά σε εκδηλώσεις, ταξίδευαν και στην Ελλάδα και περνούσαν πολύ ωραία.
Κάποτε, αποφάσισε η Χριστίνα να πάει. Από την πρώτη βραδιά την πλησίασαν ηλικιωμένοι κύριοι, να γνωριστούν και αν ταιριάσουν, να αρχίσουν να κάνουν παρέα. Έκανε παρέα με κάποιους από αυτούς, για λίγο. Μα δεν το άντεχε, δεν είχαν τίποτα το κοινό. Επί πλέον πρόβαλαν «απαιτήσεις», που ούτε να διανοηθεί η Χριστίνα. Σύγκρινε τον καθένα με το Θανάση της κι έπαιρνε δρόμο.
Προτίμησε τη μοναξιά και την ησυχία της. Προσπάθησε να πλησιάσει τα παιδιά της. Τα εγγόνια της άνδρες και γυναίκες πια όλα άνω των 20, μα δε βρήκε καμία ανταπόκριση δεν υπήρχε δεσμός και ζεστασιά. Είχαν μάθει να ζουν χωρίς αυτήν.
Κάποτε, γνωρίζοντας πως αν της συμβεί κάτι και εισαχθεί έκτακτα σε Νοσοκομείο οι κόρες δεν είχαν ιδέα πού βρίσκονταν τα ρούχα που θα χρειαζόταν, αγόρασε ένα μικρό μαύρο βαλιτσάκι. Έβαλε μέσα όλα τα απαραίτητα. Με βουρκωμένα μάτια, αλλά και ικανοποίηση ότι δε θα αγχωθούν τα παιδιά της, το έκλεισε και τις ενημέρωσε πού είναι και τι περιέχει ώστε να μην ψάχνουν.
Έτσι μοναχικά και μονότονα κυλούσε η ζωή της. Τα παιδιά κι εγγόνια, την επισκέπτονταν εναλλάξ μια φορά την εβδομάδα, ώστε κάθε μέρα περνούσε κάποιος για λίγο. Δύσκολο να νιώσουν ζεστασιά και αγάπη, επισκέψεις τυπικές, καθήκοντος. Να βεβαιωθούν πως δεν της λείπει τίποτα, ότι τα ντουλάπια και το ψυγείο εφοδιασμένα με ότι χρειάζεται. Την είχαν βαρύνει τα χρόνια τη Χριστίνα και δεν κυκλοφορούσε πολύ.
Είχε περάσει τα 95 όταν ζήτησε να πάει σε Γηροκομείο. Εκεί θα την φρόντιζαν και θα είχε συντροφιά. Ούτε να το ακούσουν τα παιδιά της.
-Μια χαρά είσαι στο σπίτι σου, δε σου λείπει τίποτα, θα σου μαγειρεύουμε εμείς κι όπως πάντα, ένας μας, θα συνεχίσει να περνάει από εδώ κάθε μέρα.
Πήγε να γλυκάνει η ψυχή.
-Με αγαπάνε, με πονάνε, δε θέλουν να με βάλουν σε Γηροκομείο. Μα δεν κράτησε πολύ αυτό. Ξαφνικά θυμήθηκε ότι χρόνια πριν, τηλεφώνησε η ίδια σε ένα Ελληνικό Γηροκομείο που είχε πολύ καλή φήμη και της είπαν τι ορίζει ο Νόμος:
Το αρμόδιο Υπουργείο, θα εξετάσει λεπτομερώς τα περιουσιακά της στοιχεία, κινητά και ακίνητα και θα υπολογίσει τι εγγύηση θα πρέπει να καταβάλει στο Ίδρυμα, συν το 75% της Σύνταξή της. Έκαναν λογαριασμό και το ποσόν της Εγγύησης ανερχόταν στο ένα εκατομμύριο δολάρια.
Την έπιασε απελπισία. Αυτός και μόνο είναι ο λόγος που δε θέλουν να εισαχθεί σε Ίδρυμα, γιατί οπωσδήποτε πήραν πληροφορίες ...και όχι η αγάπη τους για αυτήν. Έσκυψε το κεφάλι και δε μίλησε. Άρχισε να σκέφτεται όλες τις πιθανές εκδοχές που είχε.
Εβδομάδες αργότερα, κατέληξε και αποφάσισε μόνη, όπως μόνη έπαιρνε πάντα όλες τις αποφάσεις της. Ανάφερε στις κόρες της (για παραπλάνηση) ότι θα πάει με την Κατίνα στο εξοχικό της για λίγες ημέρες, (θα οδηγήσει και θα μείνει μαζί τους η κόρη της), και θα γυρίσουν την Κυριακή το βράδυ. Αν μπορούν, ας περάσουν τη Δευτέρα να τις δει.
Τα κορίτσια σκέφτηκαν ότι πιθανόν να τις πιέσει να την πάνε σε Γηροκομείο ή ότι αποφάσισε να τις βοηθήσει οικονομικά. Γνωρίζοντας πως απουσιάζει, ησύχασαν για λίγο από τις καθημερινές επισκέψεις.
Όταν πήγαν τη Δευτέρα το πρωί γύρω στις 11, τα παντζούρια των παραθύρων κλειστά ακόμα. Απόρησαν, σηκωνόταν νωρίς πάντα. Άνοιξαν με τα κλειδιά τους της φώναξαν, δεν απάντησε. Το θέαμα που αντίκρυσαν, τις άφησε άφωνες... Στο κρεβάτι ντυμένη ωραία, όπως παλιά, με τα μακριά της μαλλιά λυτά και μια έκφραση γαλήνης στο πρόσωπο, κοιμόταν η μάνα τους.
Ένα σημείωμα στο κρεβάτι έγραφε:
-Δραπετεύω από τη ζωή, αφού ο Χάρος με ξέχασε. Πριν κάνετε οτιδήποτε άλλο, ανοίξετε το μαύρο βαλιτσάκι.
Στάθηκαν εκεί να την κοιτάζουν. Δε χρειάστηκε ούτε τα μάτια να της κλείσουν, ούτε να την ντύσουν. Είχε προνοήσει για όλα. Τα άδεια μπουκαλάκια και το ποτήρι δίπλα, είχαν κάνει τη δουλειά τους.
Δεν υπήρχαν δάκρυα, δεν υπήρχε πόνος, αυτά θα έρχονταν αργότερα. Υπακούοντας στις οδηγίες της άνοιξαν το μαύρο βαλιτσάκι. Γνώριζαν πως το μαύρο Βαλιτσάκι, περιείχε ρούχα της και απαραίτητα για ώρα ανάγκης, απόρησαν που ήταν τόσο ελαφρύ. Για ένα κλάσμα δευτερολέπτου, πέρασε η σκέψη ότι έβαλε τα ρούχα της για το αιώνιο ταξίδι.
Το βαλιτσάκι, όμως, δεν είχε μέσα παρά μια κασετίνα! Μια μικρή κραυγή έκπληξης από τα κορίτσια! Την αναγνώρισαν! Την είχαν κάνει δώρο στη μαμά, όταν ήταν μικρές στα γενέθλιά της, είχαν σπάσει τους κουμπαράδες τους για να την αγοράσουν κρυφά και να της κάνουν έκπληξη! Η μαμά, την πήρε, είπε ευχαριστώ, τις φίλησε, αλλά δεν έδειξε τον ενθουσιασμό που περίμεναν οι μικρές. Τώρα, τα μάτια βούρκωσαν πάλι.
-Για να την κρατήσει τόσα χρόνια η μαμά, οπωσδήποτε θα τις αγαπούσε.
Ανοίγοντάς την, βρήκαν μέσα δύο φακέλους. Το βαλιτσάκι εσωτερικά, είχε ένα γαλάζιο βελουδένιο κάλυμμα.
Αγκαλιάστηκαν οι αδελφές και τα δάκρυα ξέσπασαν αυθόρμητα. Σιωπηλά κι αθόρυβα στην αρχή, μα όπως περνούσαν τα λεπτά, γίνονταν όλο και πιο έντονοι, ανεξέλεγκτοι λυγμοί, που κράτησαν πολύ. Ήταν χρόνων και χρόνων συσσωρευμένος βουβός πόνος βουβά, ανείπωτα λόγια. Ήταν όλα αυτά που βάραιναν την ψυχή τους από μικρά κοριτσάκια μέχρι αυτή τη στιγμή.
Κάποτε όταν ηρέμησαν, σκούπισαν τα δάκρυα, κάθισαν κοντά-κοντά στον καναπέ, ατενίζοντας το γαλήνιο πρόσωπο της μάνας. Δειλά-δειλά πήραν τον επάνω φάκελο και τον άνοιξαν. Ήταν η Διαθήκη της, λιτή και σύντομη: Όλα της τα υπάρχοντα να μοιραστούν εξ ίσου μεταξύ τους. Επίσης, η ευχή της να μείνουν αγαπημένες μέχρι τέλους της ζωής τους.Τον παραμέρισαν, δεν ήταν προτεραιότητα. Με τρεμάμενα χέρια, άνοιξαν τον δεύτερο:
Κυριακή πρωί, Μάρτης, 19...
Νίκη μου, Μαίρη μου, παιδιά μου αγαπημένα,
Μη μου θυμώσετε που λιποτακτώ. Δεν έχω λόγο πια να συνεχίσω τη μονότονη και μοναχική ζωή μου. Ότι και όσα ήταν να γίνουν έγιναν. Ακόμα κι ο Θεός με λησμόνησε. Γνώρισα χαρές πολλές, γλέντησα και χάρηκα τη ζωή κατά κόρον όσο είχα το Θανάση μου.
Άλλος άνδρας δε με άγγιξε ποτέ, μέχρι εκείνη την καταραμένη βραδιά, πολλά χρόνια πίσω. Τότε, που απελπισμένη από τη μοναχικότητα, άκουσα φίλες, τι φίλες δηλαδή, γνωστές που έβλεπα στην εκκλησία και με έπεισαν να πηγαίνω στο Ελληνικό Κλαμπ για μοναχικούς που πήγαιναν κι εκείνες.
Κάποτε, αποφάσισα να πάω. Βγήκα με μερικούς από αυτούς, για καφέ, δε μου γέμισαν το μάτι. Ένας από όλους, φαινόταν αξιοπρεπής, με καλούς τρόπους, διακριτικός και πολύ ευγενικός. Είχε χάσει τη γυναίκα του πρόσφατα κι ήταν καινούργιος στο Κλαμπ. Βγήκαμε για καφέ, αργότερα για φαγητό, πήγαμε σινεμά και θέατρο, σε συναυλίες, ωραία περνούσαμε. Μου άρεσε που δεν ήταν άξεστος σαν τους άλλους, ούτε φορτικός. Ένα βράδυ με έφερε σπίτι μετά το φαγητό.
Έβρεχε πολύ, βγήκε να μου κρατήσει την ομπρέλα μέχρι την είσοδο και από ευγένεια, τον προσκάλεσα μέσα, ώσπου να κοπάσει η δυνατή βροχή. Έφτιαξα τσάι και, καθώς πήγα να το σερβίρω, με πλησίασε και δε μου άρεσε το βλέμμα του, άλλος άνθρωπος, αγριεύτηκα πολύ, μου επιτέθηκε, τρομαγμένη του πέταξα το τσαγερό με το καυτό νερό, στο κεφάλι. Άρχισε να με βρίζει με τα πιο αισχρά λόγια και να με χτυπάει γροθιές και κλωτσιές στο κεφάλι, και στο σώμα. Με έριξε κάτω, έδεσε τα χέρια μου πίσω με τη ζώνη του και με κακοποιούσε άγρια και βάναυσα για ώρες ...έτσι, τουλάχιστον, ένιωσα. Άδικες οι φωνές μου...μονοκατοικία, ποιος να με ακούσει.
Κάποια στιγμή, αφού με κλώτσησε κάμποσες φορές βρίζοντάς με άσχημα, ξεκουμπίστηκε. Έμεινα εκεί να κλαίω απελπισμένα. Με ματωμένη ψυχή και σώμα, με φριχτούς πόνους, μόνη κι έρημη σύρθηκα μέχρι τον καναπέ. Κατάφερα και έλυσα τα χέρια μου. Έμεινα έτσι να θρηνώ μέχρι που χάραξε, να οικτίρω τον εαυτό μου για την επιπολαιότητά μου να τον προσκαλέσω στο σπίτι μου.
Δεν τόλμησα να μιλήσω σε κανέναν. Ούτε σε γιατρό πήγα, παρά τα τραύματά μου. Και να μη μιλούσα, φαινόταν πως ήμουν κακοποιημένη άσχημα, θα ενημέρωνε την Αστυνομία. Προς τι; Ρεζίλι θα γινόμουν και θα το μάθαινε όλη η Μελβούρνη.
Από κείνη την ημέρα η μονότονη ζωή μου, έγινε βάρος ασήκωτο που δεν το άντεχα. Τόση ταπείνωση, τόση προσβολή, τόση βία. Έκλαιγα μόνη μέρα-νύχτα.
Χρόνια τώρα ζω αποκομμένη από όλους με ένα μυστικό που με πνίγει. Προσπάθησα αδέξια μερικές φορές να σας πλησιάσω, να νιώσουμε μάνα και παιδιά, να βρω λίγη στήριξη, πιθανόν να σας εκμυστηρευόμουν αυτό που με βασάνιζε. Μα ήταν αργά, είχατε μεγαλώσει χωρίς ποτέ να με νιώσετε μάνα. Ασφαλώς και δε φταίγατε εσείς, όλη η ευθύνη δική μου.
Δε γνωρίζω αν είναι δικαιολογία, αλλά ο πατέρας μου κατηγορούσε πάντα τη μάνα μου και «δεν έφαγαν γλυκό ψωμί», γιατί αφότου γεννήθηκα αφοσιώθηκε πλήρως σε μένα και τον παραμελούσε. Μα ήταν και η υπερ-προστατευτική μάνα μου που είχε καταντήσει αβάσταχτα καταπιεστική. Αυτός και ο λόγος που ήρθα στη Μελβούρνη, να ξεφύγω από την τυραννία της.
Από νέα σκεφτόμουν πως όταν παντρευτώ δε θα κάνω τα ίδια σφάλματα. Και έπεσα σε μεγαλύτερα και ασυγχώρητα εγώ. Στην προσπάθειά μου να μην παραμελήσω τον άνδρα μου όταν γεννηθήκατε και να μη σας καταπιέσω αλλά να σας δώσω φτερά ανεξαρτησίας, κατάντησα να σας παραμελώ.
Έστω και αργά, επικαλούμαι τη συγγνώμη σας. Η συγγνώμη που μπορείτε να μου δώσετε, είναι να μη νιώσετε ποτέ τύψεις για το ότι επέλεξα να δώσω τέλος στη ζωή μου. Η απόφασή μου δεν έχει να κάνει με εσάς. Έχει να κάνει με το βιασμό μου και τις τύψεις μου για την επιπολαιότητά μου.
Να έχετε την ευχή του Θεού και τη δική μου. Φεύγω ήρεμη και γαλήνια, ο Θεός να με συγχωρήσει για όλα μου τα σφάλματα. Αλλά στο βιαστή μου ΔΕΝ μπορώ να δώσω άφεση αμαρτιών. Ας τον κρίνει ο Θεός.
Αυτά που διαβάζετε είναι σαν να τα γράψαμε μαζί με το Θανάση μου. Η ψυχή του πατέρα σας και η δική μου θα σας προστατεύει πάντα. Η μάνα κι ο πατέρας που στερηθήκατε.
Θανάσης-Χριστίνα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου