
Γράφει η Διονυσία Μούσουρα-Τσουκαλά
Πρώτη του Ιουνίου σήμερα, Καλό μας Μήνα, Καλό Καλοκαίρι σε εσάς, Καλό Χειμώνα σε εμάς εδώ στο Νότο. Η αλήθεια είναι πως μπήκε κάπως φουριόζος ο Χειμώνας, με πολλές παγωνιές και κρύα και ελάχιστες βροχές. Να δούμε πώς θα πάει, αρχές είν΄ ακόμα.
Μέσα στη δική μας παγωνιά εδώ, όαση και ζεστασιά τα ανοιξιάτικα σπίτια του Μπανάτου, που με τόση αγάπη και φροντίδα, φωτογράφισε κι ανάρτησε ο αγαπητός π. Παναγιώτης! Τα κοίταξα τα ξανακοίταξα με νοσταλγία περισσή κι αγάπη περισσότερη... Κάποια από αυτά μού φάνηκαν γνώριμα, ένα μάλιστα, ανήκει σε αγαπημένα ξαδέλφια! Μαζί με τη ματιά πλανήθηκε, τι άλλο, και η σκέψη βλέποντας τα. Μερικά είναι τόσο όμορφα, μεγαλόπρεπα, επιβλητικά, σωστά στολίδια του χωριού μας! Θαύμασα το στιλ, την αρχιτεκτονική, την εμφάνιση και το μέγεθος!
Μα, συχωρέστε με, περισσότερο στάθηκα στα σπίτια τα μικρά, τα ταπεινά, πλημμυρισμένα από ανθισμένες μπουκαμβίλιες και άλλα λουλούδια όμορφα και μυρωδάτα, αυτά τα κοίταξα με περισσότερη νοσταλγία... Νάναι τάχα γιατί με αυτά ταυτίζομαι; Νάναι τάχα γιατί -κατά τη γνώμη μου μόνο- αποπνέουν περισσότερη ζεστασιά και σε τραβούν κοντά τους, να φωνάξεις τη γειτόνισσα, τη χωριανή, τη φίλη, να της πεις μια καλημέρα καρδιάς, να ανοίξει διάπλατα την πόρτα όπως τότε παλιά και να πιάσεις κουβέντα για τα απλά, τα καθημερινά; Να ρωτήσεις τι κάνει το παιδί της, που ήταν αδιάθετο χθες γιατί έβηχε πολύ, αν έφυγε ο άνδρας για το χωράφι, το αμπέλι, τις ελιές, ανάλογα με την εποχή, ή για τη Χώρα, ακόμα και πιο προσωπικές ερωτήσεις, όπως, τι καλά μαγειρεύουμε σήμερα; Και με την ίδια απλότητα και ανθρωπιά να γνοιαστεί κι εκείνη για σένα, να σε ρωτήσει για ό,τι ξέρει πως σε απασχολεί.
Ορθάνοιχτες οι πόρτες πάντα στα σπίτια τα μικρά, τα ταπεινά...Δε χρειάζεται να τηλεφωνήσεις πρώτα, για να ρωτήσεις, αν μπορείς να περάσεις για λίγο, έτσι να τα πείτε. Δε χρειάζεται να περάσεις πρώτα από... έλεγχο μέσω της security camera, δηλαδή του... ηλεκτρονικού φύλακα, που έχουν εγκαταστήσει για να μπορούν να αποφασίζουν σε ποιον θα ανοίξουν την πόρτα και σε ποιον θα προσποιηθούν ότι απουσιάζουν. Ξέρω, ξέρω, άλλαξαν τα χρόνια και οι εποχές... Δεν είναι τόσο αθώοι πια οι άνθρωποι κι ο διπλανός σου δεν είναι απαραίτητα ο «χωριανός» σου, ο δικός σου, αυτός που από τα γεννοφάσκια σου γνώριζες κι εμπιστευόσουν...
Πάλι άλλες σκέψεις με πήραν. Άραγε πόσοι άνθρωποι κατοικούν μέσα σε αυτά τα μεγαθήρια; Πόσο χώρο, αλήθεια, χρειαζόμαστε για να νιώθουμε άνετα; Κι αν χρειαζόμαστε, έναν... όροφο έκαστος, αναρωτηθήκατε ποτέ γιατί αυτό; Μήπως για να μην... συναντιόμαστε με τους ανθρώπους της καρδιάς μας παρά στη χάση και στη φέξη; Γίναμε στ’ αλήθεια τόσο μοναχικά όντα, που δεν ανεχόμαστε να βλέπουμε και να... έχουμε στα πόδια μας ούτε τους αποκλειστικούς της φαμελιάς μας και έχουμε ανάγκη από ξεχωριστό, δικό του χώρο ο καθένας; Μα, αν είναι έτσι, τότε ποιο το νόημα της οικογένειας πια; Σε πόσα από αυτά τα μεγάλα σπιτικά μαζεύεται η οικογένεια για να φάνε μαζί, να μιλήσουν, να μοιραστούν τις ασχολίες και τις έγνοιες τους και το πώς πήγε η μέρα τους; Μήπως, παίρνει ο καθένας το πιάτο του και πηγαίνει στο...δικό του χώρο να φάει όπου ταυτόχρονα βλέπει στην τηλεόραση το αγαπημένο του πρόγραμμα και εκνευρίζεται αν του απευθύνουν το λόγο γιατί τον/την ενοχλούν; Κι αν κάθονται όλοι μαζί, πόσοι τάχα, σε ποιο δωμάτιο του τριώροφου - τετραώροφου σπιτιού και σε πόσο μεγάλο τραπέζι αφού οι περισσότερες οικογένειες σήμερα δεν αριθμούν πάνω από 4 βία 6 άτομα; Πόσο χώρο και πόσο μεγάλο τραπέζι αλήθεια χρειάζονται τόσα λίγα άτομα που τα δένει ο ζεστός και ακατάλυτος δεσμός του αίματος;
Ακόμα κάτι. Στα πρόσφατα ταξίδια μου (μιλάμε για τα τελευταία δέκα περίπου χρόνια), διαπίστωσα με πικρία ότι σπάνια να ανοίξουν το σπίτι τους πια δικοί και φίλοι και να σε περιποιηθούν εκεί. Συνήθως, θα σε καλέσουν να σου κάνουν το τραπέζι έξω, σε κάποιο κέντρο ή εστιατόριο, θα παραγγείλουν ό,τι καλύτερο διαθέτει το κατάστημα, θα ξοδευτούν για να σε ευχαριστήσουν κι εσύ στο τέλος της βραδιάς θα μείνεις με ένα αίσθημα υποχρέωσης μεν για την περιποίηση, μικρό κενό δε στην καρδιά... Μολονότι το φαγητό και η περιποίηση ήταν άψογα, έλειπε εκείνο το προσωπικό, η ζεστασιά, το σπιτικό φαγητό, η οικοδέσποινα κι ο οικοδεσπότης που άνοιξαν το σπίτι και την καρδιά τους να σε δεχτούν και μέσα στη ζεστή ατμόσφαιρα του σπιτικού να περάσετε μαζί μια-δυο, περισσότερες ώρες μιλώντας για όλα και για τίποτα... χωρίς ακροατήριο από γύρω, ώστε να χαμηλώνεις τον τόνο της φωνής και να κοιτάς καχύποπτα γύρω σου μην ακούσει κανείς που δεν πρέπει αυτό που θέλεις να μοιραστείς με τους φίλους σου, χωρίς τους εκκωφαντικούς ήχους της κακόγουστης μουσικής και τις στριγγιές / φάλτσες, πολλές φορές, φωνές υποτιθέμενων τραγουδιστών.
Τι σκοπό στ αλήθεια εξυπηρετούν αυτά τα θεόρατα σπίτια όταν από σπάνια μέχρι ποτέ ανοίγουν οι πόρτες για να τα χαρείς με δικούς και φίλους; Ακόμα, πόσες ώρες πρέπει να διαθέσει η νοικοκυρά, για να τα κρατάει καθαρά και πόσα έξοδα συντήρησης έχουν; Βέβαια, θα μου πείτε πως τώρα πια στα περισσότερα αρχοντικά και μη, σε άλλους ανατίθενται αυτές οι κοπιαστικές, ταπεινές δουλειές του νοικοκυριού... Άλλο θέμα αυτό, που προτιμώ να μην το θίξω, γιατί θ’ ανοίξω το κουτί της Πανδώρας, ίσως, πατήσω κάλους... Δυο λόγια μόνο, καλοί οι αλλοδαποί για δούλοι μας, αλλά όχι για να τους αναγνωρίζουμε ανθρώπινα δικαιώματα...
Ας με συμπαθήστε όσοι με τιμήσετε με το χρόνο σας και διαβάστε τα γραφτά μου, αλλά, κείνα τα σπίτια τα μικρά, τα ταπεινά, αποπνέουν αγάπη και ζεστασιά... Σε ένα τέτοιο μεγάλωσα κι εκεί υπάρχουν οι καλύτερες μου θύμησες... Χίλιες φορές τα προτιμώ από τα παλάτια και τα ανάκτορα που, είμαι σίγουρη, με κόπο και μόχθο και θυσίες έχτισαν όσοι τα έχτισαν. Να είναι γεροί οι άνθρωποι να τα χαίρονται. Η αείμνηστη πεθερά μου έλεγε, οι άνθρωποι κάνουν τα καλά και όχι τα καλά τούς ανθρώπους!
Με την αγάπη μου πάντα,
δ.μ.τ.