Γράφει η Διονυσία Μούσουρα-Τσουκαλά από τη Μελβούρνη
Οι ρίζες του χάνονται κάπου στα βάθη της Μικράς Ασίας. Κανένας δε φαίνεται να θυμάται πότε ήλθε στη Ζάκυνθο και μάλιστα στο Μπανάτο. Προσωπικά, τον θυμάμαι εκεί, αφότου θυμάμαι τον εαυτό μου. Όλες οι εφικτές προσπάθειες μου να διαπιστώσω πότε ήλθε, άκαρπες. Όχι μόνο άνθρωποι της δικής μου γενιάς, αλλά ακόμα και συγγενικά μου άτομα που έφτασαν ή πέρασαν τα 90, δεν μπόρεσαν να μου πουν. Απ’ όλους άκουσα ακριβώς το ίδιο: Δεν είμαι σίγουρος/η, αλλά... εκεί ήταν πάντα!
Ζούσε
με τη Μάνα του, πάντα «γριά» τη θυμάμαι... λες κι έτσι γεννήθηκε, ή έτσι την
έβλεπαν τα παιδικά μου μάτια. Οι δυο τους μόνοι, δεν χωρούσαν άλλοι ανάμεσά
τους. Φιλήσυχοι, φιλικοί, αγαπητοί και οι δύο. Θάλεγες πως το χωριό ολόκληρο
τους αγκάλιασε και υιοθέτησε από τη μακρινή εκείνη μέρα που έφτασαν εκεί. Παρά
τις τεράστιες διαφορές σε ήθη, έθιμα, στα βιώματα, στη νοοτροπία η Μέλπω και ο
Δημητρός, ναι γι’ αυτόν πρόκειται, ήλθαν
κι έδεσαν με τους χωριανούς κι έγιναν Μπανατιώτες! Ούτε το επίθετό τους γνώριζε
κανένας, ήταν πασίγνωστος ως «Ο Δημητρός», δε χρειαζόταν άλλες συστάσεις. Έτσι
έγινε γνωστός κι έτσι τον γνώριζαν όλοι, όχι μόνο στο Μπανάτο, αλλά και στα
γύρω και μακρινά χωριά και στη χώρα!
Οι ρίζες του χάνονται κάπου στα βάθη της Μικράς Ασίας. Κανένας δε φαίνεται να θυμάται πότε ήλθε στη Ζάκυνθο και μάλιστα στο Μπανάτο. Προσωπικά, τον θυμάμαι εκεί, αφότου θυμάμαι τον εαυτό μου. Όλες οι εφικτές προσπάθειες μου να διαπιστώσω πότε ήλθε, άκαρπες. Όχι μόνο άνθρωποι της δικής μου γενιάς, αλλά ακόμα και συγγενικά μου άτομα που έφτασαν ή πέρασαν τα 90, δεν μπόρεσαν να μου πουν. Απ’ όλους άκουσα ακριβώς το ίδιο: Δεν είμαι σίγουρος/η, αλλά... εκεί ήταν πάντα!
![]() |
Θα μπορούσε να είναι ο Δημητρός!... |
Τον
θυμάμαι πάντα καλοντυμένο με το μοναδικό ίσως κουστούμι του, σκούρο, μάλλον
μπλε βαθύ, περιποιημένο και προ παντός ευγενικό και καλομίλητο! Μιλούσε
γρήγορα, σχεδόν νευρικά, «νευρόσπαστο» τον αποκαλούσαν κάποιοι, αλλά δε θύμωνε
ποτέ. Λεπτός, μάλλον μέτριος σε ανάστημα και αεικίνητος! Αεικίνητος αλλά και
ευκίνητος! Πώς να μην ήταν άλλωστε, αφού το ένα από τα τρία μεγάλα ταλέντα που
είχε, ήταν ο χορός!
Ο ίδιος σπάνια ή μάλλον ποτέ δε χόρευε, ήταν, όμως,
τέλειος Χοροδιδάσκαλος. Σ’ αυτόν, ανεπίσημα, μαθητεύσαμε λίγο-πολύ όλοι! Ποτέ
δεν πήρε λεφτά από χωριανούς, άλλο αν τον φίλευαν με ό,τι έβγαζε το χωράφι, μια
και ο Δημητρός με τη Μέλπω δεν είχαν κτηματική περιουσία ώστε να σπείρουν και να φυτέψουν.
Το
προσεισμικό τους σπίτι, ομολογώ δεν το θυμάμαι, αυτό που χτίσανε, όμως, μετά το
σεισμό, σίγουρα το βλέπω ακόμα μπροστά μου! Μικρό, ασβεστωμένο και με πράσινα,
αν δεν με απατά η μνήμη, παντζούρια. Είχε μια μικρή βεράντα μπροστά όπου η
Μέλπω την είχε πάντα γεμάτη με γλάστρες, που λίγο πολύ άνθιζαν όλο το χρόνο,
γαριφαλιές, γραντούκες, μπουγαρινιές, με κείνο το θεσπέσιο λεπτό άρωμα,
γεράνια, μία μεγάλη τζαντζαμινιά (κοινώς: γιασεμί) φυτεμένη στη γωνία να
αναρριχάται και να φτάνει στα κεραμίδια και μια λουΐζα στην άλλη γωνία!
Δίδασκε,
επαγγελματικά, ευρωπαϊκούς χορούς, όπως ταγκό, βαλς, φοξαγκλέ και ήταν
μοναδικός στις καντρίλιες!!! Μέγα
γεγονός, αν σε χορό τις Καντρίλιες τις «φώναζε» ο Δημητρός! Ήταν τελειομανής
όμως. Ουαί κι αλίμονο, αν τύχαινε να μας δει να μη χορεύουμε σωστά, έτσι όπως
μας έμαθε! Σηκωνόταν απότομα, παραμέριζε τον καβαλιέρο κι έδειχνε τόσο στη
ντάμα όσο και σ΄ αυτόν, πώς έπρεπε να κρατά σωστά και να καθοδηγεί τη ντάμα, ώστε...να μην τη χάσει σε καμιά
στροφή! Ήταν περιζήτητος παντού ως χοροδιδάσκαλος!
Ο
χορός, όμως, δεν ήταν το μόνο του ταλέντο. Έπαιζε καταπληκτικό μαντολίνο! Σε
μάγευε, όταν με τόσο μεράκι και σπάνια τέχνη έπιανε το μαντολίνο στα χέρια του!
Τρελαινόμαστε να τον ακούμε! Δίδασκε κιόλας και αυτή του τη τέχνη και δεν του
έλειπαν ποτέ οι μαθητές. Κείνα τα χρόνια το μαντολίνο ήταν από τα πιο δημοφιλή
μουσικά όργανα, πολύ φοβάμαι ότι σήμερα ελάχιστοι και καθόλου παίζουν μαντολίνο
κι είναι κρίμα γιατί είναι όντως μελωδικό όργανο. Άλλαξαν όμως οι εποχές και τα
γούστα...στην εποχή των σκυλάδικων που μεσουρανούν στη νυχτερινή ζωή και του
Heavy Metal δεν έχει πια θέση το ταπεινό αυτό όργανο... Μόνο κάποιοι πιστοί
στην παράδοση και στην ποιότητα επιμένουν και καλά κάνουν!!!
Δεν
νοείτο τότε χορός και γλέντι χωρίς το μεγάλο Μαέστρο, τον Δημητρό, να μαγεύει
με το μαντολίνο του! Κι εκείνος, ευγενικός και πρόθυμος, ποτέ δεν έλεγε όχι!
Είχε
κι άλλο ταλέντο όμως ο Δημητρός. Ήταν υποδηματοποιός! Ο Δημητρός, δεν έφτιαχνε
παπούτσια, κομψοτεχνήματα έφτιαχνε, ιδίως γυναικεία παπούτσια! Ήταν τόσο κομψά,
καλόγουστα και περιποιημένα, που νόμιζες δεν φτιάχτηκαν από χέρι! Μεγάλη τύχη,
τότε, να σου φτιάξει παπούτσια ο Δημητρός! Ήταν πραγματικός καλλιτέχνης! Πολλές
φορές, όταν πήγαινα στο χωριό, επειδή το σπίτι του ήταν κοντά στο σπίτι της
νόνας μου της Αντριάνας κι επειδή είχαμε μεγάλη φιλία σαν οικογένειες, πήγαινα
κι αφού υποσχόμουν να μην τον ενοχλήσω καθόλου σε μιαν άκρη, τον χάζευα όταν
δούλευε με τόση μαεστρία και τέχνη τα
παπούτσια που έφτιαχνε! Ευδόκησα να φορέσω κάμποσες φορές παπούτσια από τα
χέρια του. Δεν ήταν μόνο πολύ κομψά και όμορφα, αλλά προ παντός ήταν άνετα στο
πόδι!
Αλλά,
αυτός ήταν ο Δημητρός! Ένας μοναδικός άνθρωπος με πολλά ταλέντα!
Πέθανε
τη δεκαετία του ‘90 σε βαθιά γηρατειά. Η στερνή του κατοικία, εκεί στο Μπανάτο,
εκεί που έφτασε, ίσως, παιδάκι, στο χωριό που υιοθέτησε και τον υιοθέτησε και
που έζησε μαζί με τη μάνα του τη Μέλπω ολόκληρη τη ζωή του!
Θα
ήθελα να κλείσω αυτό το αφιέρωμα στο
Δημητρό, αναφερόμενη σε ένα φαιδρό, ας πούμε, επεισόδιο, στο οποίο δεν ήμουν
αυτόπτης μάρτυρας, αλλά μου το μετέφερε δικό μου άτομο, που γνώριζε από πρώτο
χέρι. Η Μέλπω, σαν όλες τις χωριανές εκείνης της εποχής, είχε κότες όχι μόνο
για τ’ αυγά, αλλά «έστρωνε» και κλώσες, όπως όλοι στο χωριό, για να εξασφαλίζει
κοτόπουλα για δική τους κατανάλωση, αλλά και για να τα ανταλλάσσουν με το
Γυρολόγο και να παίρνουν τα απαραίτητα για το νοικοκυριό τους, ψιλικά και άλλα
είδη. Φυσικά είχε και κόκορα. Εκείνος ο συγκεκριμένος κόκορας ήταν προφανώς
πολύ... φιλότιμος στο έργο του και, αφού διαλαλούσε πως ξημέρωσε, δεν
περιοριζόταν εκεί, αλλά λες κι είχε άχτι όλο το χωριό, μπας και ξεγελάστηκε
κανείς και δεν ξύπνησε, ξεσήκωνε τον κόσμο από τα ξεφωνητά για ώρες ολόκληρες,
τόσο που κάποτε τον κυνηγούσαν ακόμα κι οι γείτονες με πέτρες και ξύλα, αλλά
εκείνος απτόητος συνέχιζε το χαβά του πάρα πέρα, λες κι εμπνεόταν περισσότερο
από το κυνηγητό. Ο Δημητρός, που πολλές φορές έπεφτε για ύπνο πολύ αργά,
ιδιαίτερα όταν ήταν σε χορό παίζοντας μαντολίνο, δεν μπορούσε να χορτάσει ύπνο
ποτέ. Η δόλια η Μέλπω κυνηγούσε τον κόκορα για να… βγάλει το σκασμό, αλλά
εκείνος πέρα βρέχει, έπαιρνε μεγαλύτερη φόρα και τσίριζε λες και τον έσφαζαν.
Απηυδισμένος ένα πρωί ο φουκαράς ο Δημητρός από τις φωνασκίες του κόκορα, που
έλειπε η Μέλπω για να τον κυνηγήσει, σηκώνεται αγριεμένος από το κρεβάτι, βγαίνει,
τον καλοπιάνει ρίχνοντάς του ψωμί, ξεθαρρεύει εκείνος και πάει κοντά, τον βουτάει
ο Δημητρός και παρά τις έντονες διαμαρτυρίες του, τον τσακώνει και τον χώνει
μέσα στο κάτω ντουλάπι του μπουφέ!!! Κλειδώνει και την πόρτα απέξω, παίρνει το
κλειδί και το ρίχνει ανενόχλητος πια στον ύπνο!!!
Κάποτε
γυρίζει η Μέλπω, ακούει αδικαιολόγητη φασαρία μέσα στο μπουφέ, πάει να ανοίξει,
δεν μπορεί, γιατί λείπει το κλειδί και τα υπόλοιπα τ’ αφήνω στη φαντασία σας!!!
Μάλλον αυγολέμονο θα έγινε ο φωνακλάς ο κόκορας, γιατί ήταν χειμώνας, όταν
έγινε το συγκεκριμένο επεισόδιο και ο Δημητρός βρήκε επιτέλους την ησυχία του!
Με
την αγάπη μου σε όλους,
δ.μ.τ.