στην σειρά διαδικτυακών διαλέξεων της Ιεράς Μητροπόλεως Ζακύνθου και του Μορφωτικού Κέντρου Λόγου “Αληθώς”, με αφορμή της συμπλήρωσης 200 ετών από την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης του 1821. Παρουσιάσθηκε στις 29 Μαρτίου 2021
Κυρίες, κύριοι, αγαπητοί μου διαδικτυακοί τηλεθεατές σας καλωσορίζουμε στο φιλόξενο Μορφωτικό Κέντρο Λόγου «Αληθώς», του οποίου αυτό τον καιρό των μεγάλων δυσκολιών, ένεκα της συνεχιζόμενης πανδημίας του covid-19, Κορωνοϊού δεν σίγησε η φωνή. Συγχαίρουμε από καρδιάς τον π. Παναγιώτη Καποδίστρια τον Γενικό Αρχιερατικό Επίτροπο της Ιεράς μας Μητροπόλεως Ζακύνθου και Πρωτοπρεσβύτερο του Οικουμενικού Θρόνου, ο οποίος είναι ο οικοδεσπότης και επιμελητής της παρούσας σειράς διαδικτυακών εκπομπών, μιας δέσμης διαλέξεων για το 1821. Ευχαριστώ και τον αξιόλογο συνεργάτη του π. Παναγιώτη τον Ιωάννη Πορφύριο Καποδίστρια, το γιό του, ο οποίος φροντίζει την τεχνική κάλυψη επάξια, για να μας παρακολουθείτε σωστά όλοι σας. Ο π. Παναγιώτης με την παρούσα διάλεξη θέλησε αξιοποιώντας τις ευεργεσίες του διαδικτύου να θερμάνει όλους μας στην αγάπη των αγίων Νεομαρτύρων και της φιλτάτης πατρίδας μας, καθώς συμπληρώθηκαν 200 χρόνια από την έναρξη της επαναστάσεως των Ελλήνων έναντι της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Θα σας παρουσιάσουμε άγιο που δεν είναι μόνο ήρωας της πίστης, αλλά το τίμιο αίμα του προσφέρθηκε, για να ποτιστεί το Δέντρο της Εθνεγερσίας. Το νησί της Ζακύνθου δεν υπέστη τουρκική σκλαβιά, αλλά δεν έμεινε αμέτοχο στην προετοιμασία της ελληνικής επανάστασης. Το αγιολόγιο του νησιού αναγράφει και τιμά τον άγιο νεομάρτυρα Θεόφιλο τον εκ Ζακύνθου, ο οποίος φαινομενικά μαρτύρησε για την πίστη του Χριστού την αγία, αλλά το μαρτύριό του ήταν συγχρόνως και μια αντίσταση απέναντι στον βάρβαρο κατακτητή. Το μαρτύριο του ήταν ένας σπόρος που αργότερα έδωσε καρπόν εκατονταπλασίονα.
Ποιοι ήταν οι νεομάρτυρες; Νεομάρτυρες ονομάζουμε όσους μαρτύρησαν ιδιαίτερα στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, για να τους διακρίνουμε από τους μάρτυρες των πρώτων χριστιανικών χρόνων. Στους Νεομάρτυρες θα μπορούσαμε να εντάξουμε και τους ομολογητές και μάρτυρες της Εικονομαχίας, των Αραβικών επιδρομών και της Λατινοκρατίας και πολλούς άλλους. Εδώ, όμως, αναφερόμαστε στους μάρτυρες που θυσίασαν τη ζωή τους ή υπέστησαν απάνθρωπα βασανιστήρια στην εποχή της τουρκικής σκλαβιάς.
Ποια είναι η κοινωνική προέλευση και η πνευματική δυναμική των νεομαρτύρων; Αν και ανάμεσά τους δε λείπουν ιεράρχες, κληρικοί και μοναχοί, οι νεομάρτυρες στην πλειονότητά τους είναι λαϊκοί , απλοί και καθημερινοί άνθρωποι που αγκαλιάζουν όλο σχεδόν το φάσμα του κοινωνικού και επαγγελματικού ιστού. Άνδρες και γυναίκες κάθε ηλικίας. Οικογενειάρχες, έμποροι, ναυτικοί , βοσκοί, ράφτες, ζωγράφοι, κουρείς, χτίστες, ψαράδες, αρτοποιοί, κηπουροί κ.λ.π.
Ο Ιωάννης Περαντώνης στο έργο του «Κατάλογος Νεομαρτύρων των από της Αλώσεως της Κ/πόλεως μέχρι του έτους 1867 μαρτυρησάντων» λέει ότι η εποχή της τουρκοκρατίας χάρισε στην ορθοδοξία πολλούς επωνύμους γνωστούς νεομάρτυρες και πλήθος ανωνύμων και αφανών, οι οποίοι μαρτύρησαν αφού βασανίσθηκαν σκληρά από τους τούρκους διότι δεν θέλησαν να αρνηθούν το Xριστό και να ομολογήσουν ως προφήτη τον Μωάμεθ. Πόσοι και ποιοι ήταν κατ’ όνομα οι κατά την υπό εξέταση περίοδο νεομάρτυρες δεν είναι ακόμα ακριβώς γνωστό. Ο Καισάριος Δαπόντες στον κατάλογο των νεομαρτύρων που έχει εκδώσει μας πληροφορεί ότι είναι «υπέρ τους χιλίους». Ο Χρ. Παπαδόπουλος σημειώνει στο έργο του « οι νεομάρτυρες», ότι δεν μπορούμε να γνωρίζουμε τον ακριβή τους αριθμό, στην πραγματικότητα ξέρουμε ένα πολύ μικρό ποσοστό, αφού λόγω των συνθηκών κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας, ήταν δύσκολο να καταγραφούν τα ονόματα όσων μαρτύρησαν για την χριστιανική τους πίστη.
Ποιες αιτίες υποχρέωσαν, εξανάγκασαν ή οδήγησαν ένα ποσοστό του ελληνικού λαού να θυσιάσει στο όνομα του Χριστού το πολυτιμότερό του αγαθό τη ζωή του και γιατί οι νεομάρτυρες είναι περιπτώσεις απόπειρας εξαναγκαστικών εξισλαμισμών;
Ο αείμνηστος καθηγητής της θεολογικής σχολής Στυλιανός Παπαδόπουλος στο βιβλίο του «Οι νεομάρτυρες και το δούλον γένος» τονίζει στο κεφάλαιο « οι νεομάρτυρες στη σχέση τους προς την επανάσταση του 1821» ότι πρώτον ο υπόδουλος χριστιανικός πληθυσμός είχε, αύξανε και μετέδιδε εμμονή στην χριστιανική πίστη, με αποτέλεσμα να αναστέλλει το κύμα εξισλαμισμού και να μην λιγοστεύει ο αριθμός των χριστιανών. Δεύτερον ότι η πνευματική δύναμη και ζωτικότητα, η οποία ανεδείκνυε τους νέους μάρτυρας και την οποία αυτοί μετέδιδαν στους συγχρόνους τους, ήταν κατάλληλη και απαραίτητη να δημιουργήσει πρόσωπα ικανά και για άλλες σπουδαίες εκδηλώσεις του ανθρώπινου βίου. Τρίτον, ότι το μεγαλείο της θυσίας των νέων μαρτύρων μπορούσε να αποβεί πρότυπο και άλλου είδους θυσιών, να εμπνεύση δε την μίμησίν του και σε άλλα πρόσωπα. Συμπερασματικά ο χριστιανισμός και η ελληνικότητα της χώρας μας διεσώθησαν μόνο με τη συμβολή των νεομαρτύρων, που αντέδρασαν στο κύμα του εξισλαμισμού. Η ελληνική επανάσταση κατέστη δυνατή μόνον διότι είχαν προηγηθεί οι νεομάρτυρες.
O Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, που χαρακτηρίζεται από τους σύγχρονους ιστορικούς, ως ο «πατέρας» της ελληνικής ιστοριογραφίας, γράφει στο έργο του «ιστορία του Ελληνικού Έθνους», ότι διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην Οθωμανική αυτοκρατορία και το ελληνικό έθνος αποτέλεσε η θρησκεία, η ορθόδοξη πίστη. Παίρνει ως παράδειγμα το καντήλι στο οποίο βάζουμε νερό και λάδι. Το νερό μένει κάτω και το λάδι πάνω και δεν αναμειγνύονται, έτσι και οι ορθόδοξοι έλληνες κρατώντας την πίστη συγχρόνως κρατούσαν και την εθνική συνείδηση και παρέμεναν απείρακτοι από την επιρροή των τούρκων.
Ο Στήβεν Ράνσιμαν, ένας από τους γνωστότερους Άγγλους ιστορικούς και ένας από τους επιφανέστερους βυζαντινολόγους του 20ου αιώνα τονίζει ότι στην τουρκοκρατία όσο επιβίωνε η ορθοδοξία το ελληνικό έθνος δεν μπορούσε να πεθάνει. Η ελληνική επανάσταση είναι η ιστορία ενός καταπιεσμένου λαού, που αρνήθηκε να απολέσει την ταυτότητά του και να ξεχάσει τις υψηλές του παραδόσεις».
Μπορούσαν να συμπεριφερθούν και διαφορετικά; Υπήρχε και άλλη επιλογή; Βέβαια. Ο Αλέξανδρος Τσιριντάνης στο σύγγραμμά του: «Εμείς οι Έλληνες» γράφει σχετικά: «...Στα τετρακόσια χρόνια της σκλαβιάς, οι Έλληνες, στην πραγματικότητα, κάθε άλλο παρά ήταν καταδικασμένοι να ζήσουν και να πεθάνουν ραγιάδες. Απεναντίας μάλιστα! Όποιος Έλληνας το επιθυμούσε μπορούσε ανά πάσα ώρα και στιγμή να αλλάξει μια για πάντα τη ζωή του με τον πιο απλό τρόπο. Αρκούσε να παρουσιαστεί μπροστά στις τουρκικές αρχές και να προφέρει μία και μόνο φράση: “ ο Θεός είναι ο Αλλάχ». Με αυτή τη φράση απαρνιόταν τον Χριστιανισμό και αναγνώριζε ως Θεό τον Αλλάχ, στο εξής δεν θα ήταν πλέον “γκιαούρης” χριστιανός, αλλά Τούρκος, σε όλα ισότιμος με τους άλλους Τούρκους, στο εξής δεν θα ήταν αυτός υποχρεωμένος να προσκυνεί τους άλλους, αλλά οι άλλοι θα προσκυνούσαν αυτόν, δεν θα ξαναπλήρωνε το χαράτσι, δεν θα φοβόταν μήπως του αρπάξουν τα παιδιά με το παιδομάζωμα, δεν θα κινδύνευε να χάσει τη ζωή του, με δύο λόγια θα έπαυε να είναι ραγιάς, και θα γινόταν αφέντης».
Σε αυτούς τους αιώνες αναδείχθηκαν οι Νεομάρτυρες. Έγραψε σχετικά ο Γεννάδιος Σχολάριος, πρώτος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως επί Τουρκοκρατίας: « Ας μην αμφιβάλλει κανείς ότι υπάρχουν νέοι Μερκούριοι, Προκόπιοι και Γεώργιοι – και ίσως μάλιστα είναι μεγαλύτεροι από εκείνους εφόσον είναι γενναιότεροι. Γιατί οι νέοι αυτοί ομολογητές υποφέρουν με θαυμαστή καρτερία ακατονόμαστες καθημερινές πικρές ταλαιπωρίες από τους βαρβάρους απλώς και μόνον επειδή είναι χριστιανοί. Και δεν διστάζουν καν να ζουν έτσι, κι ας μην υπάρχει γι’ αυτούς ελπίδα διαφυγής και ούτε διαταράσσει την αγάπη τους για τον Ιησού η διαδικασία της αποστασίας…»
Οι κατακτητές είχαν συνειδητοποιήσει τη σπουδαιότητα της θυσίας εκείνων που μαρτυρούσαν για την πίστη τους στο χριστιανισμό. Ακόμα και η ώρα του μαρτυρίου τους ήταν μήνυμα αντίστασης και πηγή δύναμης για τους υπόδουλους χριστιανούς.
Η θυσία των νεομαρτύρων δεν είχε μόνο θρησκευτική αλλά και εθνική σημασία για τους καταπιεσμένους χριστιανούς, διότι από τα μεταβυζαντινά χρόνια ελληνισμός και χριστιανισμός, εθνική συνείδηση και ορθόδοξη ταυτότητα, ήταν τόσο άρρηκτα συνυφασμένα, ώστε στα μαρτυρολόγια να διαβάζουμε- ειδικά για τους εξωμότες- ότι «ετούρκισε», δηλαδή έχασε την ιδιότητα του έλληνα, όταν κάποιος γινόταν μουσουλμάνος. Έτσι η σθεναρή αντίσταση των νεομαρτύρων στις πιέσεις των κατακτητών να αρνηθούν την πίστη τους ήταν ένας ειρηνικός και ήπιος τρόπος να αντισταθούν με υπομονή και καρτερία. Ήταν οι ηττημένοι, όμως στην πραγματικότητα «το γένος το ασθενές νυν εθριάμβευσεν των δυναστών τας αρχάς και τας εξουσίας του σκότους. Και οι μάρτυρες λάμπουν ως ήλιοι λαμπροί εν νυκτί της δουλείας, ως άγκυραι στερεαί εν καιρώ τρικυμίας» θα γράψει ο Ιωάννης Αναστασίου στο έργο του « Εισαγωγικά στη μελέτη των Νεομαρτύρων». Οι νεομάρτυρες ως φορείς της μακραίωνης χριστιανικής και ελληνικής παράδοσης ήταν αυτοί που αγωνίστηκαν για την ελευθερία της σκέψης και της συνείδησης κάθε χριστιανού και με την άρνησή τους να υποταχθούν στο θέλημα του κατακτητή θυσιάστηκαν και για την εθνική ανεξαρτησία.
Οι νεομάρτυρες έχοντας την χριστιανική, αλλά και την ελληνική παράδοση αγωνίστηκαν πρωτίστως για την προάσπιση της θρησκευτική ελευθερίας και του δικαιώματος του κάθε ανθρώπου να ακολουθεί τα πιστεύω του. Συνέβαλλαν έτσι και στην επιβίωση του έθνους γενικότερα αποδεικνύοντας ότι μόνο όσοι διαπνέονται από αξιόλογη πνευματική παράδοση μπορούν να αντιμετωπίσουν τις αντιξοότητες της ζωής, φτάνοντας ακόμα και μέχρι τη θυσία.
Οι διαχρονικοί Μάρτυρες της Εκκλησίας μας είναι συνώνυμοι με τους ήρωες και το μαρτύριό τους με τον ηρωισμό. Έτσι οι Νεομάρτυρες ενσάρκωναν τον ηρωισμό και τον άθλο, άκρως απαραίτητα πρότυπα για τους σκλαβωμένους Χριστιανούς, σε μία περίοδο που ὁ ηρωισμός και ἡ αυταπάρνηση ήταν απαραίτητες προϋποθέσεις για να διατηρηθεί όρθιο το Γένος και να μείνει ζωντανή ἡ «αποσταμένη ελπίδα» για την ελευθερία, κατά τον ποιητή. Οι Νεομάρτυρες μαζί με τους Εθνομάρτυρες έγιναν τα ζωντανά παραδείγματα για τον υπόδουλο Ελληνισμό, δηλώνοντας ότι τίποτε δεν χάθηκε οριστικά, ότι τα ηρωικά βλαστάρια του Γένους είναι εδώ, όρθια και αγωνίζονται για τα ελληνορθόδοξα ιδανικά και την εθνική αποκατάσταση. Οι Νεομάρτυρες, τόσο στα προεπαναστατικά χρόνια, όσο και κατά την διάρκεια της Επανάστασης υπήρξαν οι ηρωικές μορφές, που εμψύχωναν το υπόδουλο Έθνος και του έδειχναν τον δρόμο της ελευθερίας, η οποία περνά αναγκαστικά μέσα από τον άθλο και το μαρτύριο. Δίδασκαν με το παράδειγμά τους πως τίποτε δεν χαρίζεται, αλλά κατακτιέται και πως ἡ ανάσταση της Πατρίδας θα προέλθει μέσα από τις θυσίες των αγωνιστών και τον μαρτυρικό θάνατο των ηρώων.
Συμπερασματικά κατά τους αιώνες της σκληρής δουλείας υπό αλλόθρησκο κατακτητή η διατήρηση της χριστιανικής ορθόδοξης πίστης σήμαινε και τη διατήρηση της εθνικής ταυτότητας των Ελλήνων. Αντίθετα, η απώλεια της θρησκευτικής πίστης σήμαινε και απώλεια της εθνικής συνείδησης.
Το νησί της Ζακύνθου καυχάται εν κυρίω και χαίρει χαράν μεγάλη, γιατί από τα σπλάχνα του προήλθε ο νεομάρτυρας, που ήταν φως μέσα στο σκοτάδι της τουρκοκρατίας. Ήταν φως που ενώθηκε με άλλα φώτα, για να προετοιμάσουν τον αγώνα της ελευθερίας. Οι απόγονοί του τον υμνούμε και τον εγκωμιάζουμε μέσα από την υμνογραφία του «μακαρίζομεν σε στρατιώτα χριστού και τιμώμεν την αγίαν σου άθλησιν, δι ης ήσχυνας θεόφιλε εχθρόν. Ο άγιος νεομάρτυς Θεόφιλος με το επώνυμο Μαραμπελιώτης γεννήθηκε στην ταπεινή περιοχή του Άμμου της πόλεως της Ζακύνθου το 1617, επί ενετικής κυριαρχίας, από πολύ φτωχή οικογένεια. Από μικρός αναγκάστηκε να ακολουθήσει το επάγγελμα του ναυτικού, για να βοηθήσει την οικογένειά του στις οικονομικές δυσκολίες της. Έτσι βρέθηκε στην τουρκοκρατούμενη τότε νήσο Χίο. Εκεί ξεκινά η ηρωική περιπέτεια του.
Μέσα απ’ ένα ποιητικό κείμενο που δημοσίευσε ο συγγραφέας-ερευνητής, συμπατριώτης μας κ. Ιωάννης Δεμέτης, ας δούμε το βίο του.
Απ' τ’ Αγίου την εκκλησιά μέχρι το Κρυονέρι,
οι ανασασμοί της θάλασσας που φτάνουν με τ’ αγέρι,
μιλούν με λόγια της φωτιάς, για κάποιες ιστορίες
αγώνων και παλικαριάς, ελπίδων και θυσίες.
Λένε γι’ ένα ναυτόπουλο δεκαοκτώ χρόνων,
όπου στη Χίο τίμησε την πίστη των προγόνων.
Άκαρδοι Αγαρηνοί του είχανε απαιτήσει
ν’ απαρνηθεί την πίστη του ν’ αλλαξοπιστήσει.
Το ανάστημά του ύψωσε σαν δυνατό λιοντάρι
και αρνήθηκε να ασπαστεί των άπιστων την πίστη,
ομολογούσε χριστιανός στη Ζάκυνθο εβαφτίστη.
Σ’ ένα καΐκι δούλευε, που το’ χε ένας Χιώτης,
άνθρωπος ήταν ασεβής, δύσκολος εργοδότης.
Έτσι μόλις και φτάσανε στις Χίου το λιμάνι,
ο νιος από τη Ζάκυνθο, δουλειά ζήτησε άλλη.
Αλλόθρησκος Αγαρηνός, προσφέρει τη δουλειά του,
όμως αυτός αρνήθηκε, δε θέλει τα λεφτά του.
Οργίζεται ο Αγαρηνός, κινάει για τους αγάδες
και με ψευτιές κατηγορεί το νιο στους τουρκαλάδες.
Στην κεφαλή του λέει φορεί,
κάτι που ο νόμος τιμωρεί.
Τούρκικο ήτανε σκουφί και λέγεται σαρίκι,
αυτό απαγορεύεται και οδηγεί σε δίκη.
Ψευτομαρτυρήσανε, το νιο συκοφαντήσανε.
Η ιστορία συνεχίστηκε ενώπιον του Οθωμανού κριτή, ο οποίος προσπάθησε στην αρχή με κολακείες και υποσχέσεις να πείσει τον νεαρό μάρτυρα, ότι τον περίμενε μια ζωή πολύ καλύτερη απ’ αυτή που είχε. Κατόπιν αφού δεν ερχόταν το επιθυμητό αποτέλεσμα άρχισαν οι απειλές. Προσπάθησαν μάταια να τον πείσουν να λυπηθεί τη ζωή του και το νεαρόν της ηλικίας του. Ο Θεόφιλος παραμένει σταθερός και ακλόνητος στην πατροπαράδοτη πίστη του αληθινού Τριαδικού Θεού. Το τίμημα ήταν βαρύ. Καταδικάζεται στον φρικτότατο θάνατο δια της πυράς. Φορτωμένος ο ίδιος τα ξύλα για την φωτιά που θα τον έκαιγε, οδηγήθηκε στην κωμόπολη του Βροντάδου της Χίου, όπου η φωτιά έδωσε τέλος στην επίγεια ζωή του. Καθώς οι φλόγες τύλιξαν το σώμα του θαυμαστό γεγονός συνέβη. Ο τόπος όλος μοσχοβολούσε και από τις καμένες σάρκες του απλωνόταν υπέροχη ευωδία. Οι Τούρκοι, για να καλυφθεί αυτό το ασύγκριτο άρωμα σκέφθηκαν να κάψουν δίπλα και ένα γουρούνι έτσι ώστε να καλυφθεί αυτή η καταπληκτική μυρωδιά. Ήταν 24 Ιουλίου του 1635 και ο Θεόφιλος μόλις 18 ετών. Η εκκλησιαστική συνείδηση τον καταξίωσε αμέσως στη χορεία των Νεομαρτύρων. Η θυσία όμως του αίματος του, άρχισε την σπορά, την οποία θα μιμούνταν και άλλοι, για να καρπίσει το Δέντρο της Εθνεγερσίας.
Αναφωνούμε μαζί με τον υμνογράφο στους χαιρετισμούς που συντάχθηκαν προς τιμή του «Χαίρε το κλέος Νεομαρτύρων, χαίρε η δόξα των Ζακυνθίων, χαίρε ο αισχύνας εχθρόν τον πολέμιον».
Ευχαριστούμε τον άγιο Θεόφιλο, γιατί όταν έφυγε από τη Ζάκυνθο και βρέθηκε στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα κουβάλησε μαζί του την πίστη των πατέρων του, κουβάλησε μαζί του την ελληνική του καταγωγή. Είχε χαράξει βαθιά στην ψυχή του, ότι είναι ορθόδοξος και ότι είναι έλληνας. Αυτή ήταν η ταυτότητα του, όχι γραμμένη σε κάποιο χαρτί, αλλά χαραγμένη στο αίμα του, το οποίο πρόσφερε, για να μην μολυνθεί από αλλόθρησκους και αλλοεθνείς.
Ευγνωμονούμε τον άγιο Θεόφιλο, γιατί κατέστη πρότυπο, για όλες τις επερχόμενες γενεές που αναζητούν ηθικές αρχές, διαχρονικές αξίες και ιδανικά ζωής. Είναι το νέο παλληκάρι που μιλά σε όλους τους νέους και σε όλες τις νέες που ανοίγονται στο πέλαγος της ζωής να πάρουν την σωστή πορεία πλεύσης, για να μην χρειαστεί να πουν σύμφωνα με τον ποιητή Γ. Σεφέρη «πήραμε τη ζωή μας λάθος και αλλάξαμε ζωή». Είναι το νέο παλληκάρι που από την εποχή του και μετέπειτα εμψύχωσε χιλιάδες άλλους, για να φτάσουμε στην ώρα του ξεσηκωμού.
Ψάλλουμε στο απολυτίκιο του «Θεόν τον σαρκωθέντα ευθαρσώς ομολόγησας, τα αγαρηνών καταπτύσας απιστίας διδάγματα», το οποίο από μια πρώτη ματιά τον παρουσιάζει ως ήρωα της πίστης ερευνώντας όμως καταλαβαίνουμε ότι ήταν και φύλακας της φιλτάτης πατρίδας, γιατί τα δυο αυτά μεγέθη ήταν άρρηκτα συνυφασμένα. Αν χανόταν το ένα όχι απλά κινδύνευε το άλλο, αλλά εξαφανιζόταν και αυτό. Καθένας και καθεμιά που απαρνιόταν την ορθόδοξη πίστη δεν γινόταν απλώς μουσουλμάνος, αλλά τούρκευε.
Θέλουμε να του πούμε μπράβο και εύγε, γιατί η φτώχεια του δεν του στέρησε την αξιοπρέπεια. Καθώς οι τούρκοι του υπόσχονταν ζωή γεμάτη από υλικά αγαθά με ένα μόνο αντάλλαγμα να σταματήσει να λέει πως είναι χριστιανός, στην πραγματικότητα, να ξεχάσει την ελληνική του συνείδηση, εκείνος δεν γοητεύθηκε από τα θέλγητρα της παρούσης ζωής, αλλά έμεινε ακλόνητος στα πιστεύω του.
Θέλουμε να του πούμε συγχαρητήρια, γιατί δεν φοβήθηκε τις απειλές των τούρκων, που με λυσσαλέα μανία του έλεγαν ότι θα τον σκοτώσουν. Ένας μικρός και ασήμαντος ναύτης εξαιτίας της πίστης του ήταν πρόβλημα για την οθωμανική αυτοκρατορία. Αυτοί βέβαια ήξεραν καλά ότι αν κατάφερναν να τον αλλαξοπιστήσουν, θα κατάφερναν και να τον αλλοτριώσουν και να τον υποδουλώσουν, καθώς μέχρι τώρα ήταν όπως λέει ο Σολωμός για τους Μεσολογγίτες ένας «ελεύθερος πολιορκημένος».
Θαυμάζουμε το μαρτύριό του, το οποίο υπέστη υπέρ πίστεως, ταυτόχρονα όμως αποτέλεσε πηγή έμπνευσης και άλλων ανθρώπων. Ο ηρωισμός, η ανδρεία, το θάρρος εμψύχωσε τους σκλαβωμένους υπόδουλους έλληνες με αποτέλεσμα να αντιμετωπίσουν τον εχθρό με την διαφύλαξη της πατροπαράδοτης πίστης και της ελληνικής συνείδησης και όταν ήρθε η κατάλληλη στιγμή να μην λυγίσουν, αλλά να οπλιστούν με ακατανίκητη δύναμη, όπως ο μικρόσωμος Δαυίδ απέναντι στον γίγαντα Γολιάθ, όπως ο άγιος Νέστορας απέναντι στον αήττητο Λυαίο, όπως το νέφος των νεομαρτύρων.
Γενναιότατε άγιε Θεόφιλε, εσύ που κουβάλησες τα ξύλα της φωτιάς που θα σ’ έκαιγε, τελικά δεν ήσουν ο ηττημένος. Οι εχθροί σου σε φοβήθηκαν ακόμα και νεκρό, γι ‘ αυτό δεν σε καταδίκασαν σε θάνατο με απαγχονισμό, για να μην περισυλλέξουν οι χριστιανοί τα άγια λείψανά σου. Επέλεξαν να σε κάψουν, αλλά δεν μπόρεσαν να κάψουν το Χριστό και την Ελλάδα, που βρίσκονταν μέσα σου. Εσύ αγίασες, δίδαξες, φώτισες, οδήγησες και οδηγείς τις ψυχές και το πνεύμα των ανθρώπων.
Χαριτωμένε άγιε Θεόφιλε ο Θεός μίλησε κατά την ώρα του μαρτυρίου σου με τον τόπο όλο να μοσχοβολά και εσύ πρόσφερες το άρωμα της λευτεριάς στους φοβισμένους έλληνες, για να πει αργότερα ο Κολοκοτρώνης στην Πνύκα στο λόγο του προς τους νέους ότι « όταν επιάσαμε τα άρματα είπαμε πρώτα υπέρ πίστεως και έπειτα υπέρ πατρίδος».
Καθώς συμπληρώθηκαν 200 χρόνια από την επανάσταση του 1821 προσφέραμε εις εμπόδιον λήθης και εις οσμήν ευωδίας πνευματικής την συμβολή των νεομαρτύρων στην αφύπνιση του γένους. Οι νεομάρτυρες είναι οι πρώτοι ήρωες της επαναστάσεως. Δια πρεσβειών και δι ‘ευχών των αγίων νεομαρτύρων, ανάμεσα στους οποίους βρίσκεται και ο Νεομάρτυς άγιος Θεόφιλος ο Ζακύνθιος φυλάχθηκαν τα ιερά και τα όσια της πατρίδας μας, για να λέμε σήμερα στον εθνικό μας ύμνο «απ’ τα κόκκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά και σαν πρώτα ανδρειωμένη χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.