Του π. Δημητρίου Μπόκου
«… οὐκ ἔστιν αἴτιος τῶν κακῶν ὁ Θεὸς»
(Μέγας Βασίλειος)
Ἀνασήκωσε λίγο τὸ μαξιλάρι του, πέρασε ἐλαφρὰ τὸ χέρι της στὰ ἀνακατωμένα μαλλιά του, ἅπλωσε καλύτερα τὸ σεντόνι πάνω του καὶ πῆρε τὴν τσάντα της νὰ φύγει.
- Αὔριο πάλι μὲ τὸ καλό, ἔτσι, ἀδερφέ; Καληνύχτα καὶ καλὴ δύναμη νὰ σοῦ δίνει ὁ Θεός, εἶπε χαμογελαστή, καθὼς ἔβγαινε μὲ τὸ ἀεράτο βῆμα της ἀπ’ τὸ δωμάτιο.
Ἔκλεισε τὰ μάτια του κουρασμένος κι ἄφησε τὸ κεφάλι του νὰ κυλήσει στὸ πλάι.
Ὁ Θεός! Ποιὸς Θεός!
Εἶχε κουραστεῖ πιά! Ὁλόκληρο χρόνο τὸν κατάτρωγε ἡ ἀρρώστια. Στὴν ἀρχὴ τὴν πῆρε γιὰ κάτι ἀσήμαντο, μὰ γρήγορα κατάλαβε πὼς τὰ πράγματα ἦταν σοβαρά. Εὐτυχῶς ποὺ μποροῦσε νὰ γίνεται ἡ θεραπεία στὸ σπίτι καὶ δὲν χρειαζόταν νὰ μένει γιὰ πολὺ στὰ νοσοκομεῖα. Μὰ εἶχε φτάσει στὰ ὅριά του.
Οἱ δικοί του τὸν φρόντιζαν μὲ τὸ παραπάνω. Καί, δόξα τῷ Θεῷ, εἶχε ἀρκετὸ κόσμο γύρω του. Αὐτὸ ὅμως δὲν ἐμπόδισε νὰ τρυπώσει μέσα του μιὰ ὕπουλη σκιὰ μελαγχολίας. Ἔβλεπε πὼς ἡ ζωή του ἔσβηνε. Τοῦ ἔλεγαν πὼς ὅλα θὰ πᾶνε καλά, μὰ δὲν τὸ πίστευε. Ἡ ἀμφιβολία τὸν ἔλειωνε νύχτα καὶ μέρα.
Δὲν ἦταν κακὸς ἄνθρωπος, ἔτσι τουλάχιστον πίστευε. Ζοῦσε ἥσυχα, ἀποτραβηγμένος, δοσμένος ὁλόψυχα στὸ σπίτι του καὶ στὶς δουλειές του. Αὐτὸν βρῆκε ὁ Θεὸς νὰ τυραννήσει; Τόσοι ἐκμεταλλευτὲς γύρω του ζοῦσαν καὶ βασίλευαν. Αὐτὸς μύγα δὲν πείραζε. Ποῦ εἶναι ἐπιτέλους ὁ Θεός, ὅταν καλοὶ ἄνθρωποι ὑποφέρουν; Ἀπ’ τὴν καρδιά του ἀνέβαινε ἐπίμονα ἕνα παράπονο.
Σιγανὰ βήματα στὸ δωμάτιο τὸν ἔκαμαν ν’ ἀνοίξει τὰ μάτια του. Ἡ γυναίκα του κρατώντας ἕνα ποτήρι νερὸ ἦταν δίπλα του.
- Πῶς εἶσαι; Ὥρα γιὰ τὰ φάρμακά σου, εἶπε σιγανά.
Μόλις εἶχε γυρίσει ἀπ’ τὸ Μεγάλο Ἀπόδειπνο. Ἡ Σαρακοστὴ κόντευε νὰ τελειώσει. Ἄλλες χρονιές, τέτοιες μέρες, δὲν ἔχανε ἀκολουθία. Ἀλλὰ φέτος ἦταν τόσο διαφορετικά. Ἡ ἀρρώστια τοῦ ἄντρα της τὴν εἶχε καθηλώσει δίπλα του. Τῆς ἔλειπε πολὺ ἡ Ἐκκλησία. Ὡστόσο καταλάβαινε πὼς ἦταν σπουδαιότερο ἡ περιποίηση τοῦ ἀρρώστου ἀπ’ τὴ δική της εὐχαρίστηση. Μὰ ὅταν μποροῦσε νὰ ξεκλέψει λίγο χρόνο, ὅπως σήμερα ποὺ ἦρθε ἡ Φωτεινή, ἡ ἀνδραδέλφη της, ἔτρεχε ν’ ἀκούσει τοὺς Χαιρετισμοὺς ἢ τὸ Ἀπόδειπνο. Πόσο γαλήνευε στὴν κατανυκτικὴ ἀτμόσφαιρα τῆς Ἐκκλησίας!
Ἔβγαλε ἕνα χάπι ἀπ’ τὸ κουτὶ ποὺ κράταγε καὶ τό ’δωσε στὸν ἄντρα της. Τοῦ ἀνασήκωσε τὸ κεφάλι καὶ τὸν βοήθησε νὰ πιεῖ λίγο νερό. Πῆγε στὴ γωνιὰ μὲ τὰ εἰκονίσματα, ἄναψε τὸ καντήλι, λιβάνισε, ἔκαμε τὸν σταυρό της καὶ προσκύνησε.
- Θεέ μου!… Παναγία μου!…
Ἡ προσευχή της ἔβγαινε μουρμουριστή. Ὁ ἄντρας της ἔκαμε νὰ γυρίσει πλευρὸ ἐνοχλημένος. Τὸν ἐκνεύριζαν ὅλα αὐτά.
Ὁ Θεός! Ποιὸς Θεός!
Δὲν ἦταν ὁ ἄνθρωπος ποὺ θά ’τρεχε στὶς ἐκκλησιὲς σὰν τὴ γυναίκα του. Ἡ δική του σχέση μὲ τὸν Θεὸ ἦταν ἀλλιώτικη. Πάνω στὸ δοῦναι καὶ λαβεῖν. Οἱ προσευχές του ἦταν ὅλο αἰτήματα γιὰ παροχές. Ὁ Θεὸς ἔπρεπε νά ’ναι ὁ πρόθυμος ὑπηρέτης του. Μὰ τώρα ὅλα ἄλλαξαν.
Ἡ γυναίκα του τέλειωσε καμμιὰ φορὰ τὸ πέρα-δῶθε. Ἦρθε καὶ ξάπλωσε ἀθόρυβα δίπλα του.
- Ἀπ’ τὰ παιδιὰ κάτι νεότερο; τὴ ρώτησε.
- Στὶς ὀκτὼ μὲ πῆραν πὼς ξεκίνησαν. Ὣς τὰ μεσάνυχτα θὰ εἶναι ἐδῶ.
- Τοὺς εἶπες νὰ μὴν τρέχουν μὲς στὴ νύχτα;
- Τὸ ξέρεις, καλέ μου, πὼς εἶναι τὸ πρῶτο ποὺ τοὺς λέω πάντα. Ἡσύχασε, κοιμήσου, μὴν ἀνησυχεῖς. Θὰ τὰ φυλάει ὁ Θεός.
Πάλι ὁ Θεός! Μὰ ποιὸς Θεός!
Ἔκαμε κάτι νὰ πεῖ, μὰ ἐκείνη ἅπλωσε τὸ χέρι της κάτω ἀπ’ τὰ σκεπάσματα ἀποζητώντας τὸ δικό του. Παραμέρισε μὲ προσοχὴ τὰ σωληνάκια ποὺ τὸ τριγύριζαν καὶ τοῦ τὸ χάιδεψε ἁπαλά. Ὁ ἄρρωστος ἔνιωσε ὄμορφα στὴν τρυφερὴ ἐκείνη ἐπαφή. Ἡ ζεστασιὰ τῆς παρουσίας της ἔδιωχνε λιγάκι τὶς ἀνήσυχες σκέψεις του. Τὸ μυαλό του ἄρχισε νὰ χαλαρώνει, καθὼς ἡ νάρκη τοῦ ὕπνου τὸν κυρίευε σιγὰ-σιγά.
…Ἡ δέσμη τῶν προβολέων ἔσκιζε ἀμείλικτα τὸ σκοτάδι, καθὼς τὸ αὐτοκινητάκι κατάπινε μὲ βουλιμία τὰ χιλιόμετρα. Τὰ παιδιά τους γύριζαν γιὰ τὶς διακοπὲς τοῦ Πάσχα. Ἡ νύχτα ὑγρὴ καὶ σκοτεινὴ τοὺς τύλιγε. Τὰ δυὸ ἀδέλφια προσπαθοῦσαν νὰ κρατηθοῦν ἄγρυπνα. Στὴ μικρὴ ὀθόνη τοῦ ταμπλὼ ἡ ὥρα ἔδειχνε ἕντεκα. Ὁ ἔρημος δρόμος ἄρχιζε ν’ ἀνηφορίζει ἐλαφρά. Μπροστά τους πελώριος καὶ θεοσκότεινος ὑψωνόταν ὁ ὄγκος τοῦ βουνοῦ. Ὁ Ἄγγελος, εἰδικευόμενος γιατρός, πάτησε βαθιὰ τὸ γκάζι.
- Θὰ τὴ βγάλω ἀκόμη καὶ μὲ πέμπτη τὴν ἀνηφόρα! εἶπε κεφάτος στὴν ἀδελφή του, τὴ φοιτήτρια.
- Κόψε λίγο, νύχτα εἶναι! ἀπάντησε ἡ Κατερίνα.
- Τό ’χω ξανακάνει, μὴ φοβᾶσαι! τὴν καθησύχασε καὶ ὅρμησε μὲ σιγουριὰ στὸν ἀνήφορο, ποὺ γινόταν ὅλο καὶ πιὸ ἀπότομος.
Ὁ δρόμος δρασκέλιζε τὸ βουνὸ στὸν αὐχένα κι ἀμέσως λόξευε ἀριστερὰ πρὶν πάρει τὴν κατηφόρα. Φωτεινὲς ἀνταύγειες τοὺς προειδοποίησαν πὼς καὶ ἄλλο ὄχημα ἐρχόταν ἀντίθετα. Μὰ ὅταν πάτησαν τὴν κορφή, ἡ ἀθέατη πλευρὰ τοῦ δρόμου τοὺς ἐπιφύλασσε ὀδυνηρὴ ἔκπληξη. Μπροστά τους φάνηκαν, ὄχι ἕνα, ἀλλὰ δυὸ αὐτοκίνητα. Τὸ ἕνα πάσκιζε πάνω στὴ στροφή, ἐντελῶς ἀντικανονικά, νὰ προσπεράσει τὸ ἄλλο.
Οἱ ἀντίθετες φωτεινὲς δέσμες, ἴδια φλογισμένα σπαθιὰ φοβερῶν ξιφομάχων, διασταυρώθηκαν γιὰ μιὰ καὶ μόνη στιγμὴ στὸν σκοτεινὸ οὐρανό. Ἀμέσως μὲ ἐκκωφαντικὸ θόρυβο, σὰν κεραυνὸς μετὰ τὴν λάμψη τῆς ἀστραπῆς, ἀκολούθησε ἡ σύγκρουση. Ὁ Ἄγγελος ἔστριψε δεξιά, μὰ ἦταν ἀργὰ γιὰ νὰ προλάβει τὸ μοιραῖο. Τὸ πρόσθιο φτερό του τινάχτηκε ψηλὰ καὶ χάθηκε στὸ σκοτεινὸ βουνό. Τὸ μικρὸ αὐτοκίνητο, χτυπημένο πλαγιομετωπικά, δὲν κατάφερε νὰ κρατηθεῖ στὸν δρόμο καὶ ἀνατράπηκε. Κύλησε στὴν πλαγιά, μὰ οἱ μεγάλοι βράχοι τὸ συγκράτησαν.
- Παναγιά μου! ἔμπηξε μιὰ φοβερὴ κραυγὴ ἡ Κατερίνα.
Μὰ τελικὰ εἶχαν μαζί τους ἅγιο. Οἱ ἀερόσακοι ἄνοιξαν ἀκαριαῖα, οἱ ζῶνες λειτούργησαν ἄψογα, τὰ παιδιὰ σώθηκαν. Τρομερὰ σοκαρισμένα βγῆκαν ἀπ’ τὸ αὐτοκίνητο κι ἔτρεξαν μακριά. Τὰ ξένα αὐτοκίνητα χάθηκαν μουγκρίζοντας, στοιχειὰ τοῦ σκότους, χωρὶς νὰ σταματήσουν στιγμή.
- Ἀπὸ θαῦμα γλυτώσαμε! φώναξαν τὰ παιδιά.
Τὰ τραύματά τους εὐτυχῶς ἦταν ἐπιπόλαια. Μὰ τὸ αὐτοκίνητο ἀπὸ παντοῦ αἱμορραγοῦσε. Διάφορα ὑγρὰ τρέχανε στὸ χῶμα. Ἔμεινε ἀχρηστεμένο στὴν πλαγιά.
Καὶ τώρα; Ἀνέβηκαν στὸν δρόμο γιὰ ὠτοστόπ. Μὰ ἐρημιὰ βασίλευε παντοῦ.
...Περασμένες δύο ξύπνησε ἡ μάνα τους γιὰ νὰ δώσει στὸν ἄρρωστο τὸ φάρμακό του. Κοιτάζοντας τὸ ρολόι ἀλαφιάστηκε.
Ποῦ εἶναι τὰ παιδιά; Πῶς καὶ δὲν ἔφτασαν ἀκόμα;
Ἡ ἀγωνία τὴ συνεπῆρε ὁλάκερη. Ὁ ἄρρωστος κατάλαβε τί τρέχει. Ἀνασηκώθηκε, μὰ ἔτρεμε σύγκορμος καὶ ξανάπεσε. Ἡ γυναίκα ἅρπαξε τὸ τηλέφωνο. Τὰ πῆρε στὸ κινητό. Αἰῶνες κύλησαν μέχρι ν’ ἀκούσει τὴ φωνὴ τῆς κόρης της.
- Μαμά, ἐρχόμαστε, μὴν ἀνησυχεῖς! Εἴχαμε μιὰ καθυστέρηση, θὰ τὰ ποῦμε σπίτι.
Μὰ πόση ἦταν ἡ ἔκπληξή της, ὅταν μισὴ ὥρα ἀργότερα ἕνα ξένο αὐτοκίνητο σταματοῦσε μπροστὰ στὴν πόρτα τους. Τὰ παιδιὰ κρατώντας τὶς βαλίτσες κατέβηκαν εὐχαριστώντας ἐπανειλημμένα τὸν ἄγνωστο ὁδηγό, ποὺ χωρὶς νὰ χάσει λεπτό, ξανάβαλε μπρὸς κι ἐξαφανίστηκε. Ἡ μάνα εἶχε μείνει ἄφωνη.
Τὰ παιδιὰ ἐξήγησαν τί εἶχε συμβεῖ. Καὶ πώς, ἀφοῦ δυὸ-τρεῖς ὁδηγοὶ πέρασαν χωρὶς νὰ δώσουν σημασία, βρέθηκε μετὰ ἀπὸ ὥρα πολλή, οὐρανόσταλτος σωτήρας, ὁ καλὸς αὐτὸς ἄνθρωπος καὶ τοὺς ἔφερε. Τῆς κόπηκαν τὰ πόδια. Ἔκανε καὶ ξανάκανε τὸν σταυρό της.
- Μεγάλο τ’ ὄνομά σου, Θέ μου!...
Ὁ ἄρρωστος ἀνασάλεψε πάλι. Γιὰ πρώτη φορὰ εἶπε φωναχτὰ τὴ σκέψη ποὺ τὸν βασάνιζε.
- Γιὰ ποιὸν Θεὸ μιλᾶς; Μᾶς ξέγραψε ὁ Θεὸς ἐμᾶς. Ἀλλιῶς δὲν θὰ μᾶς ἔστελνε τόσες συμφορές!
- Μὰ τί λές, ἄντρα μου; Δὲν σοῦ φτάνει ποὺ ἔσωσε τὰ παιδιά μας; Φαντάζεσαι τί θὰ μποροῦσε νά ’χε γίνει;
- Μπαμπά! φώναξε λίγο ἐπιτιμητικὰ ἡ κόρη του. Γιατί παιδεύεσαι ἔτσι; Γιὰ σκέψου λίγο. Ἀπόψε ἕνας ἄγνωστος ἄνθρωπος μᾶς ἔκανε κακὸ καὶ μᾶς παράτησε. Φταίξαμε βέβαια λίγο κι ἐμεῖς, γιατὶ τρέχαμε. Κι ἕνας ἄλλος ἄγνωστος ξεφύτρωσε ἀπ’ τὸ πουθενὰ καί, χωρὶς νὰ μᾶς χρωστάει τίποτε, ἁπλῶς ἐπειδὴ τὸ θέλησε, μᾶς ἔσωσε. Μὲ τὸν τρόπο ποὺ σκέφτεσαι, εἶναι σὰν νὰ κατηγορεῖς τὸν σωτήρα μας, γιὰ τὶς δικές μας εὐθύνες καὶ γιὰ τὸ κακὸ ποὺ μᾶς ἔκανε ὁ ἄλλος.
- Εἰλικρινὰ δὲν σὲ καταλαβαίνω, κόρη μου! εἶπε κουρασμένα ὁ ἄρρωστος.
- Μὰ δὲν τὸ φέρνει ὁ Θεός, μπαμπά μου, τὸ κακὸ στὸν κόσμο. Ἐμεῖς τὸ κάνουμε, μιᾶς καὶ μᾶς δόθηκε ἐλευθερία νὰ διαλέγουμε. Ὅμως τὸ κακὸ ἔχει συνέπειες πολλές. Στὴν ψυχὴ δὲν τὶς βλέπουμε, ἀλλὰ στὴ φύση καὶ στὸ σῶμα τὸ πέρασμά τους φαίνεται ξεκάθαρα: ἀρρώστια, γηρατειά, θάνατος. Μόνοι μας φέρνουμε τὴ φθορὰ παντοῦ. Κι ὅταν κάνουμε κακὸ στοὺς ἄλλους, πόλεμο, ἀδικία, ἐκμετάλλευση, πόση ταλαιπωρία, πόσα δεινὰ σωριάζουμε στὸν κόσμο ὁλόκληρο; Μᾶς φταίει ὁ Θεὸς γι’ αὐτά; Ἐκεῖνος, ἂν θυμᾶσαι, εἶχε φυτέψει ἕναν παράδεισο γιὰ μᾶς. Ἔ, λοιπόν, ἔγινε τώρα κόλαση. Μὰ ὄχι ἀπὸ Ἐκεῖνον. Ἀπὸ μᾶς!
- Ὅμως ἐγὼ δὲν ἔχω κάνει σὲ κανέναν τὸ κακό. Γιατί νὰ τὰ περνάω αὐτά;
- Κανένας μας δὲν εἶναι τέλειος. Ὅλοι μας κάνουμε κακό, μικρὸ ἢ μεγάλο ἀδιάφορο, ἀκόμα κι ἂν μιὰ μέρα εἶναι μόνο ἡ ζωή μας. Μ’ αὐτὸ ποτίζουμε τὴ ρίζα τοῦ κακοῦ, δὲν τὴν ἀφήνουμε ποτὲ νὰ ξεραθεῖ. Δέντρο βαθύρριζο τὸ κάναμε αἰῶνες τώρα κι ὕψος τοῦ δώσαμε πολύ, παντοῦ ν’ ἀπλώνει τὴ σκιά του. Εἴμαστε συνυπεύθυνοι λοιπὸν γιὰ τὸ κακὸ ποὺ γίνεται ὅπου γῆς. Μὰ κι ὅ,τι γίνεται σὲ μᾶς, χωρὶς δική μας ἄμεση εὐθύνη, μπορεῖ νὰ εἶναι ἀπὸ κακὸ ποὺ κάνουν ἄλλοι. Ἀκόμα κι ἀπὸ προηγούμενες γενιές.
- Μὰ νὰ πληρώνω ἐγὼ γιὰ τὸ κακὸ ποὺ κάνουν ἄλλοι;
- Τρῶνε τὴν ἀγουρίδα οἱ γονεῖς, τὰ δόντια τῶν παιδιῶν μουδιάζουν ὅμως, ποὺ λέει κι ἡ παροιμία («Οἱ πατέρες ἔφαγον ὄμφακα καὶ οἱ ὀδόντες τῶν τέκνων ᾑμωδίασαν» [Ἱερ. 38, 29]). Οἱ ἁμαρτίες τῶν γονέων παιδεύουν τὰ τέκνα. Δὲν μεταβιβάζεται βέβαια κάποια τιμωρία, κάποια ἐνοχὴ στὰ παιδιά, ἀλλὰ οἱ φυσικὲς συνέπειες τοῦ κακοῦ. Τί φταῖνε τὰ ἀθῶα πλάσματα ποὺ ὑποφέρουν, ἐπειδὴ γεννήθηκαν ἀπὸ ἄρρωστους γονεῖς; Δὲν ζοῦμε μόνοι μας στὴ γῆ αὐτή. Ὅ,τι κι ἄν κάνουμε, πάει καὶ στοὺς ἄλλους. Βάζει ὁ κακοποιὸς φωτιὰ στὸ σπίτι μας; Ὅμως ἐμεῖς θὰ μείνουμε στὸν δρόμο ἄστεγοι καὶ θὰ παγώνουμε στὸ κρύο. Ὄχι αὐτός. Κάνουν πολέμους οἱ μεγάλοι, μὰ τὴν πληρώνουν οἱ μικροί. Ἀπὸ τὴ βόμβα ποὺ ἔριξαν στὴ Χιροσίμα κάποτε, πόσοι πεθαίνουν ἀκόμα σήμερα; Ἐν τέλει ἡ ἁμαρτία δὲν ἀφορᾶ μονάχα ἐκεῖνον ποὺ τὴν κάνει, κι ἂς τὴ νομίζει ἀποκλειστικὰ δική του ὑπόθεση. Ἁπλώνει τὴν ὀλέθρια σκιά της σὲ πολλούς. Ἀκόμα καὶ στὶς ἑπόμενες γενιές.
- Καλὰ καὶ ὁ Θεὸς γιὰ ὅλα αὐτά τί κάνει; Γιατί δὲν ἐπεμβαίνει;
- Μὲ τὸ ζόρι; Νὰ μᾶς πετρώνει ἐπὶ τόπου κάθε φορὰ ποὺ πᾶμε ν’ ἁμαρτήσουμε; Νὰ μᾶς ἀστυνομεύει; Μὰ πρῶτοι ἐμεῖς θὰ ἐπαναστατούσαμε! Εἶναι ἀδιαπραγμάτευτο χαρτὶ γι’ αὐτὸν ἡ ἐλευθερία μας. Δὲν γίνεται νὰ μᾶς τὴν ἀφαιρέσει. Τὴ σέβεται ἀπόλυτα. Δὲν ἔπλασε ὄντα δουλικά. Κοντά του θέλει μονάχα ὅσους ἐλεύθερα διαλέγουν νά ’ναι μαζί του. Ἀπὸ ’κεῖ καὶ πέρα διορθώνει τὶς συνέπειες τοῦ κακοῦ, ὅσο γίνεται βέβαια, γιὰ νὰ βγεῖ ἡ μεγαλύτερη ὠφέλεια γιὰ μᾶς. Γι’ αὐτὸ καὶ συμμετέχει αὐτοπροσώπως στὸ βαθὺ μυστήριο τοῦ πόνου μας. Τὸν παίρνει ἐπάνω του. Πονάει μαζί μας, ὑποφέρει, σταυρώνεται, πεθαίνει. Ἀλλὰ καὶ ἀνασταίνεται. Γιὰ νὰ γυρίσει τὴν κατάρα σὲ εὐλογία. Νὰ δείξει πὼς δὲν εἶναι μόνο ὄλεθρος ὁ πόνος, ἀλλὰ καὶ δρόμος γιὰ τὴ λύτρωση. Ἔχει τὸν σκοπό του κι αὐτός.
- Τὸ θέμα ὅμως εἶναι τώρα ἐδῶ, ἐνόσῳ ζοῦμε, τί γίνεται, ὄχι μετὰ στὸν ἄλλο κόσμο.
- Μὰ ἐδῶ εἶναι ἀκριβῶς τὸ μυστικό. Λησμονημένοι, παρατημένοι κι ὀρφανοὶ δὲν εἴμαστε ποτὲ γιὰ τὸν Θεό. Ὄχι στὸν ἄλλο κόσμο, ἀλλὰ ἐδῶ καὶ τώρα μᾶς βοηθάει ὁ Θεός. Βάζει καὶ τὴ δική του ματωμένη πλάτη κάτω ἀπ’ τὸν δικό μας τὸν σταυρό. Καὶ μόνο ἔτσι ἀντέχουμε τὰ βάσανά μας. Μαζί του ἡ ζωή μας γίνεται ὑποφερτή, γλυκαίνει ὁ δρόμος της. Μποροῦμε νά ’χουμε ἀκόμα καὶ χαρὰ μὲς στὰ παθήματά μας. Κι ὅσους πονᾶνε, κλαῖνε, ὑποφέρουν κι ἀδικοῦνται, τοὺς κάνει εὐλογημένους. Εἶναι μακάριοι γι’ αὐτόν, ὄχι καταραμένοι.
- Δὲν φταίει ὁ Θεὸς λοιπὸν ποτὲ γιὰ τὸ κακό;
- Ὄχι βέβαια! Ἐμεῖς οἱ ἴδιοι μὲ τὴ θέλησή μας, ἀλλὰ καὶ οἱ ἄλλοι, τὸ προξενοῦμε στὴ ζωή μας. Ἐκεῖνος νὰ μᾶς βοηθήσει μόνο ἔρχεται, νὰ μᾶς γλυτώσει, βγάζοντας ἀπ’ τὸ κακὸ καλό, ὅσο μπορεῖ. Ἀπόψε κάποιος μᾶς ἔσωσε ἀπ’ τὸ κακό, ποὺ κάποιος ἄλλος μᾶς προξένησε. Δὲ θά ’ταν τρέλλα νὰ κατηγορήσουμε αὐτὸν ποὺ μᾶς βοήθησε, ἀντὶ γιὰ ‘κεῖνον ποὺ μᾶς χτύπησε; Ἔτσι κι ἐδῶ: Ἄλλοι μᾶς βλάπτουν ἢ ἔστω ἀπὸ μόνοι μας ἐμεῖς ζημιώνουμε τὸν ἑαυτό μας, κατηγοροῦμε ὅμως τὸν Θεό. Δὲν εἶναι φοβερὰ παράλογο αὐτό;
Ἡ Κατερίνα μιλοῦσε μὲ ἔξαρση. Τὴν ἄκουγαν ὅλοι προσεκτικά. Λογιστικὰ σπούδαζε, ποῦ τὴν ἔμαθε τὴ θεολογία; Ὁ ἄρρωστος εἶχε κλείσει τὰ μάτια του καὶ δὲν μιλοῦσε. Ἡ κόρη του ἀνησύχησε.
- Μπαμπά, πῶς εἶσαι;
- Καλά, παιδί μου! Μὴ φοβᾶσαι. Σκέφτομαι. Νομίζω πὼς δὲν ἔχεις ἄδικο. Εἶχα σκληρύνει λίγο ἀπὸ τὸν πόνο μου, τ’ ὁμολογῶ. Ἔβλεπα τὰ πράγματα μὲ πιὸ ρηχὴ ματιά, ὅπως μὲ βόλευε μονάχα. Ὑπεύθυνο γιὰ ὅλα θεωροῦσα τὸν Θεό. Ἤμουν λιγάκι ἐγωιστὴς καὶ ἄδικος μαζί του.
- Τώρα ὅμως ὄχι πιά! Ἔτσι, μπαμπά μου; εἶπε χαμογελαστὰ καὶ τὸν ἀγκάλιασε ἡ κόρη του. Δὲ θὰ σκέφτεσαι ἔτσι. Μοῦ τὸ ὑπόσχεσαι;
- Ναί, γλυκειά μου, μπορῶ νὰ σοῦ χαλάσω τὸ χατίρι; προσπάθησε νὰ χαμογελάσει κι ἐκεῖνος, πράγμα ποὺ ἐδῶ καὶ μῆνες εἶχε ξεμάθει πῶς γινόταν.
Καὶ ἦταν ἡ πρώτη φορὰ ποὺ μιὰ ἀναλαμπὴ τρύπωσε μέσα του κι ἕνα γλυκό, ἀλλιώτικο, διάφανο φῶς πῆρε σιγὰ-σιγὰ νὰ διώχνει τὸ μελαγχολικὸ σκοτάδι τῆς καρδιᾶς του. Ζεστὸ τὸ ἄγγιγμα τῆς θεϊκῆς Ἀγάπης ποὺ ’ρχότανε νὰ σταυρωθεῖ, ἀνάδευε γλυκειὲς ἐλπίδες μέσα του, ἀναστάσιμες.
Τὰ μάτια ὅλων εἶχαν δακρύσει.
Πάσχα 2007
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.