Δευτέρα 14 Απριλίου 2025

Ένα τροχαίο [Μια πασχαλινή ιστορία]


Του π. Δημητρίου Μπόκου

«… οὐκ ἔστιν αἴτιος τῶν κακῶν ὁ Θεὸς»
(Μέγας Βασίλειος)

Ἀ­να­σή­κω­σε λί­γο τὸ μα­ξι­λά­ρι του, πέ­ρα­σε ἐ­λα­φρὰ τὸ χέ­ρι της στὰ ἀ­να­κα­τω­μέ­να μαλ­λιά του, ἅ­πλω­σε κα­λύ­τε­ρα τὸ σεν­τό­νι πά­νω του καὶ πῆ­ρε τὴν τσάν­τα της νὰ φύ­γει.

-  Αὔ­ριο πά­λι μὲ τὸ κα­λό, ἔ­τσι, ἀ­δερ­φέ; Κα­λη­νύ­χτα καὶ κα­λὴ δύ­να­μη νὰ σοῦ δί­νει ὁ Θε­ός, εἶ­πε χα­μο­γε­λα­στή, κα­θὼς ἔ­βγαι­νε μὲ τὸ ἀ­ε­ρά­το βῆ­μα της ἀ­π’ τὸ δω­μά­τιο.

Ἔ­κλει­σε τὰ μά­τια του κου­ρα­σμέ­νος κι ἄ­φη­σε τὸ κε­φά­λι του νὰ κυ­λή­σει στὸ πλά­ι.

Ὁ Θε­ός! Ποι­ὸς Θε­ός!

Εἶ­χε κου­ρα­στεῖ πιά! Ὁ­λό­κλη­ρο χρό­νο τὸν κα­τά­τρω­γε ἡ ἀρ­ρώ­στια. Στὴν ἀρ­χὴ τὴν πῆ­ρε γιὰ κά­τι ἀ­σή­μαν­το, μὰ γρή­γο­ρα κα­τά­λα­βε πὼς τὰ πράγ­μα­τα ἦ­ταν σο­βα­ρά. Εὐ­τυ­χῶς ποὺ μπο­ροῦ­σε νὰ γί­νε­ται ἡ θε­ρα­πεί­α στὸ σπί­τι καὶ δὲν χρει­α­ζό­ταν νὰ μέ­νει γιὰ πο­λὺ στὰ νο­σο­κο­μεῖ­α. Μὰ εἶ­χε φτά­σει στὰ ὅ­ριά του.

Οἱ δι­κοί του τὸν φρόν­τι­ζαν μὲ τὸ πα­ρα­πά­νω. Καί, δό­ξα τῷ Θε­ῷ, εἶ­χε ἀρ­κε­τὸ κό­σμο γύ­ρω του. Αὐ­τὸ ὅ­μως δὲν ἐμ­πό­δι­σε νὰ τρυ­πώ­σει μέ­σα του μιὰ ὕ­που­λη σκιὰ με­λαγ­χο­λί­ας. Ἔ­βλε­πε πὼς ἡ ζω­ή του ἔ­σβη­νε. Τοῦ ἔ­λε­γαν πὼς ὅ­λα θὰ πᾶ­νε κα­λά, μὰ δὲν τὸ πί­στευ­ε. Ἡ ἀμ­φι­βο­λί­α τὸν ἔ­λει­ω­νε νύ­χτα καὶ μέ­ρα.

Δὲν ἦ­ταν κα­κὸς ἄν­θρω­πος, ἔ­τσι του­λά­χι­στον πί­στευ­ε. Ζοῦ­σε ἥ­συ­χα, ἀ­πο­τρα­βηγ­μέ­νος, δο­σμέ­νος ὁ­λό­ψυ­χα στὸ σπί­τι του καὶ στὶς δου­λει­ές του. Αὐ­τὸν βρῆ­κε ὁ Θε­ὸς νὰ τυ­ραν­νή­σει; Τό­σοι ἐκ­με­ταλ­λευ­τὲς γύ­ρω του ζοῦ­σαν καὶ βα­σί­λευ­αν. Αὐ­τὸς μύ­γα δὲν πεί­ρα­ζε. Ποῦ εἶ­ναι ἐ­πι­τέ­λους ὁ Θε­ός, ὅ­ταν κα­λοὶ ἄν­θρω­ποι ὑ­πο­φέ­ρουν; Ἀ­π’ τὴν καρ­διά του ἀ­νέ­βαι­νε ἐ­πί­μο­να ἕ­να πα­ρά­πο­νο.

Σι­γα­νὰ βή­μα­τα στὸ δω­μά­τιο τὸν ἔ­κα­μαν ν’ ἀ­νοί­ξει τὰ μά­τια του. Ἡ γυ­ναί­κα του κρα­τών­τας ἕ­να πο­τή­ρι νε­ρὸ ἦ­ταν δί­πλα του.

-  Πῶς εἶ­σαι; Ὥ­ρα γιὰ τὰ φάρ­μα­κά σου, εἶ­πε σι­γα­νά.

Μό­λις εἶ­χε γυ­ρί­σει ἀ­π’ τὸ Με­γά­λο Ἀ­πό­δει­πνο. Ἡ Σα­ρα­κο­στὴ κόν­τευ­ε νὰ τε­λει­ώ­σει. Ἄλ­λες χρο­νι­ές, τέ­τοι­ες μέ­ρες, δὲν ἔ­χα­νε ἀ­κο­λου­θί­α. Ἀλ­λὰ φέ­τος ἦ­ταν τό­σο δι­α­φο­ρε­τι­κά. Ἡ ἀρ­ρώ­στια τοῦ ἄν­τρα της τὴν εἶ­χε κα­θη­λώ­σει δί­πλα του. Τῆς ἔ­λει­πε πο­λὺ ἡ Ἐκ­κλη­σί­α. Ὡ­στό­σο κα­τα­λά­βαι­νε πὼς ἦ­ταν σπου­δαι­ό­τε­ρο ἡ πε­ρι­ποί­η­ση τοῦ ἀρ­ρώ­στου ἀ­π’ τὴ δι­κή της εὐ­χα­ρί­στη­ση. Μὰ ὅ­ταν μπο­ροῦ­σε νὰ ξε­κλέ­ψει λί­γο χρό­νο, ὅ­πως σή­με­ρα ποὺ ἦρ­θε ἡ Φω­τει­νή, ἡ ἀν­δρα­δέλ­φη της, ἔ­τρε­χε ν’ ἀ­κού­σει τοὺς Χαι­ρε­τι­σμοὺς ἢ τὸ Ἀ­πό­δει­πνο. Πό­σο γα­λή­νευ­ε στὴν κα­τα­νυ­κτι­κὴ ἀ­τμό­σφαι­ρα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας!

Ἔ­βγα­λε ἕ­να χά­πι ἀ­π’ τὸ κου­τὶ ποὺ κρά­τα­γε καὶ τό ’­δω­σε στὸν ἄν­τρα της. Τοῦ ἀ­να­σή­κω­σε τὸ κε­φά­λι καὶ τὸν βο­ή­θη­σε νὰ πι­εῖ λί­γο νε­ρό. Πῆ­γε στὴ γω­νιὰ μὲ τὰ εἰ­κο­νί­σμα­τα, ἄ­να­ψε τὸ καν­τή­λι, λι­βά­νι­σε, ἔ­κα­με τὸν σταυ­ρό της καὶ προ­σκύ­νη­σε.

-  Θε­έ μου!… Πα­να­γί­α μου!…

Ἡ προ­σευ­χή της ἔ­βγαι­νε μουρ­μου­ρι­στή. Ὁ ἄν­τρας της ἔ­κα­με νὰ γυ­ρί­σει πλευ­ρὸ ἐ­νο­χλη­μέ­νος. Τὸν ἐ­κνεύ­ρι­ζαν ὅ­λα αὐ­τά.

Ὁ Θε­ός! Ποι­ὸς Θε­ός!

Δὲν ἦ­ταν ὁ ἄν­θρω­πος ποὺ θά ’­τρε­χε στὶς ἐκ­κλη­σι­ὲς σὰν τὴ γυ­ναί­κα του. Ἡ δι­κή του σχέ­ση μὲ τὸν Θε­ὸ ἦ­ταν ἀλ­λι­ώ­τι­κη. Πά­νω στὸ δοῦ­ναι καὶ λα­βεῖν. Οἱ προ­σευ­χές του ἦ­ταν ὅ­λο αἰ­τή­μα­τα γιὰ πα­ρο­χές. Ὁ Θε­ὸς ἔ­πρε­πε νά ’­ναι ὁ πρό­θυ­μος ὑ­πη­ρέ­της του. Μὰ τώ­ρα ὅ­λα ἄλ­λα­ξαν.

Ἡ γυ­ναί­κα του τέ­λει­ω­σε καμ­μιὰ φο­ρὰ τὸ πέ­ρα-δῶ­θε. Ἦρ­θε καὶ ξά­πλω­σε ἀ­θό­ρυ­βα δί­πλα του.

-  Ἀ­π’ τὰ παι­διὰ κά­τι νε­ό­τε­ρο; τὴ ρώ­τη­σε.

-  Στὶς ὀ­κτὼ μὲ πῆ­ραν πὼς ξε­κί­νη­σαν. Ὣς τὰ με­σά­νυ­χτα θὰ εἶ­ναι ἐ­δῶ.

-  Τοὺς εἶ­πες νὰ μὴν τρέ­χουν μὲς στὴ νύ­χτα;

-  Τὸ ξέ­ρεις, κα­λέ μου, πὼς εἶ­ναι τὸ πρῶ­το ποὺ τοὺς λέ­ω πάν­τα. Ἡ­σύ­χα­σε, κοι­μή­σου, μὴν ἀ­νη­συ­χεῖς. Θὰ τὰ φυ­λά­ει ὁ Θε­ός.

Πά­λι ὁ Θε­ός! Μὰ ποι­ὸς Θε­ός!

Ἔ­κα­με κά­τι νὰ πεῖ, μὰ ἐ­κεί­νη ἅ­πλω­σε τὸ χέ­ρι της κά­τω ἀ­π’ τὰ σκε­πά­σμα­τα ἀ­πο­ζη­τών­τας τὸ δι­κό του. Πα­ρα­μέ­ρι­σε μὲ προ­σο­χὴ τὰ σω­λη­νά­κια ποὺ τὸ τρι­γύ­ρι­ζαν καὶ τοῦ τὸ χά­ι­δε­ψε ἁ­πα­λά. Ὁ ἄρ­ρω­στος ἔ­νι­ω­σε ὄ­μορ­φα στὴν τρυ­φε­ρὴ ἐ­κεί­νη ἐ­πα­φή. Ἡ ζε­στα­σιὰ τῆς πα­ρου­σί­ας της ἔ­δι­ω­χνε λι­γά­κι τὶς ἀ­νή­συ­χες σκέ­ψεις του. Τὸ μυα­λό του ἄρ­χι­σε νὰ χα­λα­ρώ­νει, κα­θὼς ἡ νάρ­κη τοῦ ὕ­πνου τὸν κυ­ρί­ευ­ε σι­γὰ-σι­γά.

…Ἡ δέ­σμη τῶν προ­βο­λέ­ων ἔ­σκι­ζε ἀ­μεί­λι­κτα τὸ σκο­τά­δι, κα­θὼς τὸ αὐ­το­κι­νη­τά­κι κα­τά­πι­νε μὲ βου­λι­μί­α τὰ χι­λι­ό­με­τρα. Τὰ παι­διά τους γύ­ρι­ζαν γιὰ τὶς δι­α­κο­πὲς τοῦ Πά­σχα. Ἡ νύ­χτα ὑ­γρὴ καὶ σκο­τει­νὴ τοὺς τύ­λι­γε. Τὰ δυ­ὸ ἀ­δέλ­φια προ­σπα­θοῦ­σαν νὰ κρα­τη­θοῦν ἄ­γρυ­πνα. Στὴ μι­κρὴ ὀ­θό­νη τοῦ ταμ­πλὼ ἡ ὥ­ρα ἔ­δει­χνε ἕν­τε­κα. Ὁ ἔρημος δρό­μος ἄρ­χι­ζε ν’ ἀ­νη­φο­ρί­ζει ἐ­λα­φρά. Μπρο­στά τους πε­λώ­ριος καὶ θε­ο­σκό­τει­νος ὑ­ψω­νό­ταν ὁ ὄγ­κος τοῦ βου­νοῦ. Ὁ Ἄγ­γε­λος, εἰ­δι­κευ­ό­με­νος για­τρός, πά­τη­σε βα­θιὰ τὸ γκά­ζι.

-  Θὰ τὴ βγά­λω ἀ­κό­μη καὶ μὲ πέμ­πτη τὴν ἀ­νη­φό­ρα! εἶ­πε κε­φά­τος στὴν ἀ­δελ­φή του, τὴ φοι­τή­τρια.

-  Κό­ψε λί­γο, νύ­χτα εἶ­ναι! ἀ­πάν­τη­σε ἡ Κα­τε­ρί­να.

-  Τό ’­χω ξα­να­κά­νει, μὴ φο­βᾶ­σαι! τὴν κα­θη­σύ­χα­σε καὶ ὅρ­μη­σε μὲ σι­γου­ριὰ στὸν ἀ­νή­φο­ρο, ποὺ γι­νό­ταν ὅ­λο καὶ πιὸ ἀ­πό­το­μος.

Ὁ δρό­μος δρα­σκέ­λι­ζε τὸ βου­νὸ στὸν αὐ­χέ­να κι ἀ­μέ­σως λό­ξευ­ε ἀ­ρι­στε­ρὰ πρὶν πά­ρει τὴν κα­τη­φό­ρα. Φω­τει­νὲς ἀν­ταύ­γει­ες τοὺς προ­ει­δο­ποί­η­σαν πὼς καὶ ἄλ­λο ὄ­χη­μα ἐρ­χό­ταν ἀν­τί­θε­τα. Μὰ ὅ­ταν πά­τη­σαν τὴν κορ­φή, ἡ ἀ­θέ­α­τη πλευ­ρὰ τοῦ δρό­μου τοὺς ἐ­πι­φύ­λασ­σε ὀ­δυ­νη­ρὴ ἔκ­πλη­ξη. Μπρο­στά τους φά­νη­καν, ὄ­χι ἕ­να, ἀλ­λὰ δυ­ὸ αὐ­το­κί­νη­τα. Τὸ ἕ­να πά­σκι­ζε πά­νω στὴ στρο­φή, ἐν­τε­λῶς ἀν­τι­κα­νο­νι­κά, νὰ προ­σπε­ρά­σει τὸ ἄλ­λο.

Οἱ ἀν­τί­θε­τες φω­τει­νὲς δέ­σμες, ἴ­δια φλο­γι­σμέ­να σπα­θιὰ φο­βε­ρῶν ξι­φο­μά­χων, δι­α­σταυ­ρώ­θη­καν γιὰ μιὰ καὶ μό­νη στιγ­μὴ στὸν σκο­τει­νὸ οὐ­ρα­νό. Ἀ­μέ­σως μὲ ἐκ­κω­φαν­τι­κὸ θό­ρυ­βο, σὰν κε­ραυ­νὸς με­τὰ τὴν λάμ­ψη τῆς ἀ­στρα­πῆς, ἀ­κο­λού­θη­σε ἡ σύγ­κρου­ση. Ὁ Ἄγ­γε­λος ἔ­στρι­ψε δε­ξιά, μὰ ἦ­ταν ἀρ­γὰ γιὰ νὰ προ­λά­βει τὸ μοι­ραῖ­ο. Τὸ πρό­σθιο φτε­ρό του τι­νά­χτη­κε ψη­λὰ καὶ χά­θη­κε στὸ σκο­τει­νὸ βου­νό. Τὸ μι­κρὸ αὐ­το­κί­νη­το, χτυ­πη­μέ­νο πλα­γι­ο­με­τω­πι­κά, δὲν κα­τά­φε­ρε νὰ κρα­τη­θεῖ στὸν δρό­μο καὶ ἀ­να­τρά­πη­κε. Κύ­λη­σε στὴν πλα­γιά, μὰ οἱ με­γά­λοι βρά­χοι τὸ συγ­κρά­τη­σαν.

-  Πα­να­γιά μου! ἔμ­πη­ξε μιὰ φο­βε­ρὴ κραυ­γὴ ἡ Κα­τε­ρί­να.

Μὰ τε­λι­κὰ εἶ­χαν μα­ζί τους ἅ­γιο. Οἱ ἀ­ε­ρό­σα­κοι ἄ­νοι­ξαν ἀ­κα­ριαῖα, οἱ ζῶ­νες λει­τούρ­γη­σαν ἄ­ψο­γα, τὰ παι­διὰ σώ­θη­καν. Τρο­με­ρὰ σο­κα­ρι­σμέ­να βγῆ­καν ἀ­π’ τὸ αὐ­το­κί­νη­το κι ἔ­τρε­ξαν μα­κριά. Τὰ ξέ­να αὐ­το­κί­νη­τα χά­θη­καν μουγ­κρί­ζον­τας, στοι­χειὰ τοῦ σκό­τους, χω­ρὶς νὰ στα­μα­τή­σουν στιγ­μή.

-  Ἀ­πὸ θαῦ­μα γλυ­τώ­σα­με! φώ­να­ξαν τὰ παι­διά.

Τὰ τραύ­μα­τά τους εὐ­τυ­χῶς ἦ­ταν ἐ­πι­πό­λαι­α. Μὰ τὸ αὐ­το­κί­νη­το ἀ­πὸ παν­τοῦ αἱ­μορ­ρα­γοῦ­σε. Δι­ά­φο­ρα ὑ­γρὰ τρέ­χα­νε στὸ χῶ­μα. Ἔ­μει­νε ἀ­χρη­στε­μέ­νο στὴν πλα­γιά.

Καὶ τώ­ρα; Ἀ­νέ­βη­καν στὸν δρό­μο γιὰ ὠ­το­στόπ. Μὰ ἐ­ρη­μιὰ βα­σί­λευ­ε παν­τοῦ.

...Πε­ρα­σμέ­νες δύ­ο ξύ­πνη­σε ἡ μά­να τους γιὰ νὰ δώ­σει στὸν ἄρ­ρω­στο τὸ φάρ­μα­κό του. Κοι­τά­ζον­τας τὸ ρο­λό­ι ἀ­λα­φι­ά­στη­κε.

Ποῦ εἶ­ναι τὰ παι­διά; Πῶς καὶ δὲν ἔ­φτα­σαν ἀ­κό­μα;

Ἡ ἀ­γω­νί­α τὴ συ­νε­πῆ­ρε ὁ­λά­κε­ρη. Ὁ ἄρ­ρω­στος κα­τά­λα­βε τί τρέ­χει. Ἀ­να­ση­κώ­θη­κε, μὰ ἔ­τρε­με σύγ­κορ­μος καὶ ξα­νά­πε­σε. Ἡ γυ­ναί­κα ἅρ­πα­ξε τὸ τη­λέ­φω­νο. Τὰ πῆ­ρε στὸ κι­νη­τό. Αἰ­ῶ­νες κύ­λη­σαν μέ­χρι ν’ ἀ­κού­σει τὴ φω­νὴ τῆς κό­ρης της.

-  Μα­μά, ἐρ­χό­μα­στε, μὴν ἀ­νη­συ­χεῖς! Εἴ­χα­με μιὰ κα­θυ­στέ­ρη­ση, θὰ τὰ ποῦ­με σπί­τι.

Μὰ πό­ση ἦ­ταν ἡ ἔκ­πλη­ξή της, ὅ­ταν μι­σὴ ὥ­ρα ἀρ­γό­τε­ρα ἕ­να ξέ­νο αὐ­το­κί­νη­το στα­ματοῦ­σε μπρο­στὰ στὴν πόρ­τα τους. Τὰ παι­διὰ κρα­τών­τας τὶς βα­λί­τσες κα­τέ­βη­καν εὐ­χα­ρι­στών­τας ἐ­πα­νει­λημ­μέ­να τὸν ἄ­γνω­στο ὁ­δη­γό, ποὺ χω­ρὶς νὰ χά­σει λε­πτό, ξα­νά­βα­λε μπρὸς κι ἐ­ξα­φα­νί­στη­κε. Ἡ μά­να εἶ­χε μεί­νει ἄ­φω­νη.

Τὰ παι­διὰ ἐ­ξή­γη­σαν τί εἶ­χε συμ­βεῖ. Καὶ πώς, ἀ­φοῦ δυ­ὸ-τρεῖς ὁ­δη­γοὶ πέ­ρα­σαν χω­ρὶς νὰ δώ­σουν ση­μα­σί­α, βρέ­θη­κε με­τὰ ἀ­πὸ ὥ­ρα πολ­λή, οὐ­ρα­νό­σταλ­τος σω­τή­ρας, ὁ κα­λὸς αὐ­τὸς ἄν­θρω­πος καὶ τοὺς ἔ­φε­ρε. Τῆς κό­πη­καν τὰ πό­δια. Ἔ­κα­νε καὶ ξα­νά­κα­νε τὸν σταυ­ρό της.

-  Με­γά­λο τ’ ὄ­νο­μά σου, Θέ μου!...

Ὁ ἄρ­ρω­στος ἀ­να­σά­λε­ψε πά­λι. Γιὰ πρώ­τη φο­ρὰ εἶ­πε φω­να­χτὰ τὴ σκέ­ψη ποὺ τὸν βα­σά­νι­ζε.

-  Γιὰ ποι­ὸν Θε­ὸ μι­λᾶς; Μᾶς ξέ­γρα­ψε ὁ Θε­ὸς ἐ­μᾶς. Ἀλ­λι­ῶς δὲν θὰ μᾶς ἔ­στελ­νε τό­σες συμ­φο­ρές!

-  Μὰ τί λές, ἄν­τρα μου; Δὲν σοῦ φτά­νει ποὺ ἔ­σω­σε τὰ παι­διά μας; Φαν­τά­ζε­σαι τί θὰ μπο­ροῦ­σε νά ’­χε γί­νει;

-  Μπαμ­πά! φώ­να­ξε λί­γο ἐ­πι­τι­μη­τι­κὰ ἡ κό­ρη του. Για­τί παι­δεύ­ε­σαι ἔ­τσι; Γιὰ σκέ­ψου λί­γο. Ἀ­πό­ψε ἕ­νας ἄ­γνω­στος ἄν­θρω­πος μᾶς ἔ­κα­νε κα­κὸ καὶ μᾶς πα­ρά­τη­σε. Φταί­ξα­με βέ­βαι­α λί­γο κι ἐ­μεῖς, για­τὶ τρέ­χα­με. Κι ἕ­νας ἄλ­λος ἄ­γνω­στος ξε­φύ­τρω­σε ἀ­π’ τὸ που­θε­νὰ καί, χω­ρὶς νὰ μᾶς χρω­στά­ει τί­πο­τε, ἁ­πλῶς ἐ­πει­δὴ τὸ θέ­λη­σε, μᾶς ἔ­σω­σε. Μὲ τὸν τρό­πο ποὺ σκέ­φτε­σαι, εἶ­ναι σὰν νὰ κα­τη­γο­ρεῖς τὸν σω­τή­ρα μας, γιὰ τὶς δι­κές μας εὐ­θύ­νες καὶ γιὰ τὸ κα­κὸ ποὺ μᾶς ἔ­κα­νε ὁ ἄλ­λος.

-  Εἰ­λι­κρι­νὰ δὲν σὲ κα­τα­λα­βαί­νω, κό­ρη μου! εἶ­πε κου­ρα­σμέ­να ὁ ἄρ­ρω­στος.

-  Μὰ δὲν τὸ φέρ­νει ὁ Θε­ός, μπαμ­πά μου, τὸ κα­κὸ στὸν κό­σμο. Ἐ­μεῖς τὸ κά­νου­με, μιᾶς καὶ μᾶς δό­θη­κε ἐ­λευ­θε­ρί­α νὰ δι­α­λέ­γου­με. Ὅ­μως τὸ κα­κὸ ἔ­χει συ­νέ­πει­ες πολ­λές. Στὴν ψυ­χὴ δὲν τὶς βλέ­που­με, ἀλ­λὰ στὴ φύ­ση καὶ στὸ σῶ­μα τὸ πέ­ρα­σμά τους φαί­νε­ται ξε­κά­θα­ρα: ἀρ­ρώ­στια, γη­ρα­τειά, θά­να­τος. Μό­νοι μας φέρ­νου­με τὴ φθο­ρὰ παν­τοῦ. Κι ὅ­ταν κά­νου­με κακὸ στοὺς ἄλλους, πό­λε­μο, ἀ­δι­κί­α, ἐκ­με­τάλ­λευ­ση, πό­ση τα­λαι­πω­ρί­α, πό­σα δει­νὰ σω­ρι­ά­ζου­με στὸν κόσμο ὁλόκληρο; Μᾶς φταί­ει ὁ Θε­ὸς γι’ αὐ­τά; Ἐ­κεῖ­νος, ἂν θυ­μᾶ­σαι, εἶ­χε φυ­τέ­ψει ἕ­ναν πα­ρά­δει­σο γιὰ μᾶς. Ἔ, λοι­πόν, ἔ­γι­νε τώ­ρα κό­λα­ση. Μὰ ὄ­χι ἀ­πὸ Ἐ­κεῖ­νον. Ἀ­πὸ μᾶς!

-  Ὅ­μως ἐ­γὼ δὲν ἔ­χω κά­νει σὲ κα­νέ­ναν τὸ κα­κό. Για­τί νὰ τὰ περ­νά­ω αὐ­τά;

-  Κα­νέ­νας μας δὲν εἶ­ναι τέ­λει­ος. Ὅ­λοι μας κά­νου­με κα­κό, μι­κρὸ ἢ με­γά­λο ἀ­δι­ά­φο­ρο, ἀ­κό­μα κι ἂν μιὰ μέ­ρα εἶναι μό­νο ἡ ζω­ή μας. Μ’ αὐτὸ ποτίζουμε τὴ ρίζα τοῦ κακοῦ, δὲν τὴν ἀφήνουμε ποτὲ νὰ ξεραθεῖ. Δέντρο βαθύρριζο τὸ κάναμε αἰῶνες τώρα κι ὕψος τοῦ δώσαμε πολύ, παντοῦ ν’ ἀπλώνει τὴ σκιά του. Εἴμαστε συνυπεύθυνοι λοιπὸν γιὰ τὸ κακὸ ποὺ γίνεται ὅπου γῆς. Μὰ κι ὅ,τι γίνεται σὲ μᾶς, χωρὶς δική μας ἄμεση εὐθύνη, μπορεῖ νὰ εἶναι ἀπὸ κακὸ ποὺ κάνουν ἄλλοι. Ἀ­κό­μα κι ἀ­πὸ προ­η­γού­με­νες γε­νι­ές.

-  Μὰ νὰ πλη­ρώ­νω ἐ­γὼ γιὰ τὸ κα­κὸ ποὺ κά­νουν ἄλ­λοι;

-  Τρῶνε τὴν ἀ­γου­ρί­δα οἱ γονεῖς, τὰ δόν­τια τῶν παι­δι­ῶν μου­διά­ζουν ὅ­μως, ποὺ λέ­ει κι ἡ πα­ροι­μί­α («Οἱ πα­τέ­ρες ἔ­φα­γον ὄμ­φα­κα καὶ οἱ ὀ­δόν­τες τῶν τέ­κνων ᾑ­μω­δί­α­σαν» [Ἱ­ερ. 38, 29]). Οἱ ἁ­μαρ­τί­ες τῶν γο­νέ­ων παι­δεύ­ουν τὰ τέ­κνα. Δὲν μεταβιβάζεται βέβαια κάποια τιμωρία, κάποια ἐνοχὴ στὰ παιδιά, ἀλλὰ οἱ φυσικὲς συνέπειες τοῦ κακοῦ. Τί φταῖνε τὰ ἀθῶα πλάσματα ποὺ ὑποφέρουν, ἐπειδὴ γεννήθηκαν ἀπὸ ἄρρωστους γονεῖς; Δὲν ζοῦ­με μό­νοι μας στὴ γῆ αὐτή. Ὅ,τι κι ἄν κάνουμε, πάει καὶ στοὺς ἄλλους. Βάζει ὁ κακοποιὸς φωτιὰ στὸ σπί­τι μας; Ὅμως ἐμεῖς θὰ μείνουμε στὸν δρόμο ἄστεγοι καὶ θὰ παγώνουμε στὸ κρύο. Ὄχι αὐτός. Κάνουν πολέμους οἱ μεγάλοι, μὰ τὴν πληρώνουν οἱ μικροί. Ἀ­πὸ τὴ βόμ­βα ποὺ ἔ­ριξαν στὴ Χι­ρο­σί­μα κά­πο­τε, πόσοι πεθαίνουν ἀκόμα σήμερα; Ἐν τέ­λει ἡ ἁ­μαρ­τί­α δὲν ἀ­φο­ρᾶ μο­νά­χα ἐ­κεῖ­νον ποὺ τὴν κά­νει, κι ἂς τὴ νο­μί­ζει ἀ­πο­κλει­στι­κὰ δι­κή του ὑ­πό­θε­ση. Ἁ­πλώ­νει τὴν ὀ­λέ­θρια σκιά της σὲ πολλούς. Ἀ­κό­μα καὶ στὶς ἑ­πό­με­νες γε­νι­ές.

-  Κα­λὰ καὶ ὁ Θε­ὸς γιὰ ὅ­λα αὐ­τά τί κά­νει; Για­τί δὲν ἐ­πεμ­βαί­νει;

-  Μὲ τὸ ζόρι; Νὰ μᾶς πετρώνει ἐπὶ τόπου κάθε φορὰ ποὺ πᾶμε ν’ ἁμαρτήσουμε; Νὰ μᾶς ἀστυνομεύει; Μὰ πρῶτοι ἐμεῖς θὰ ἐπαναστατούσαμε! Εἶ­ναι ἀ­δι­α­πραγ­μά­τευ­το χαρ­τὶ γι’ αὐ­τὸν ἡ ἐ­λευ­θε­ρί­α μας. Δὲν γί­νε­ται νὰ μᾶς τὴν ἀ­φαι­ρέ­σει. Τὴ σέ­βε­ται ἀ­πό­λυ­τα. Δὲν ἔπλασε ὄντα δουλικά. Κοντά του θέλει μονάχα ὅσους ἐ­λεύ­θε­ρα διαλέγουν νά ’ναι μαζί του. Ἀ­πὸ ’­κεῖ καὶ πέ­ρα δι­ορ­θώ­νει τὶς συ­νέ­πει­ες τοῦ κα­κοῦ, ὅ­σο γί­νε­ται βέβαια, γιὰ νὰ βγεῖ ἡ με­γα­λύ­τε­ρη ὠ­φέ­λεια γιὰ μᾶς. Γι’ αὐτὸ καὶ συμμετέχει αὐ­το­προ­σώ­πως στὸ βα­θὺ μυ­στή­ριο τοῦ πό­νου μας. Τὸν παίρ­νει ἐ­πά­νω του. Πο­νά­ει μα­ζί μας, ὑ­πο­φέ­ρει, σταυ­ρώ­νε­ται, πε­θαί­νει. Ἀλ­λὰ καὶ ἀ­να­σταί­νε­ται. Γιὰ νὰ γυ­ρί­σει τὴν κα­τά­ρα σὲ εὐ­λο­γί­α. Νὰ δεί­ξει πὼς δὲν εἶ­ναι μό­νο ὄ­λε­θρος ὁ πό­νος, ἀλ­λὰ καὶ δρό­μος γιὰ τὴ λύ­τρω­ση. Ἔ­χει τὸν σκο­πό του κι αὐ­τός.

-  Τὸ θέ­μα ὅ­μως εἶ­ναι τώ­ρα ἐ­δῶ, ἐ­νό­σῳ ζοῦ­με, τί γί­νε­ται, ὄ­χι με­τὰ στὸν ἄλ­λο κό­σμο.

-  Μὰ ἐ­δῶ εἶ­ναι ἀ­κρι­βῶς τὸ μυ­στι­κό. Λη­σμο­νη­μέ­νοι, πα­ρα­τη­μέ­νοι κι ὀρ­φα­νοὶ δὲν εἴ­μα­στε πο­τὲ γιὰ τὸν Θε­ό. Ὄ­χι στὸν ἄλ­λο κό­σμο, ἀλ­λὰ ἐ­δῶ καὶ τώ­ρα μᾶς βο­η­θά­ει ὁ Θε­ός. Βά­ζει καὶ τὴ δι­κή του μα­τω­μέ­νη πλά­τη κά­τω ἀ­π’ τὸν δι­κό μας τὸν σταυ­ρό. Καὶ μό­νο ἔ­τσι ἀντέχουμε τὰ βάσανά μας. Μαζί του ἡ ζω­ή μας γί­νε­ται ὑ­πο­φερ­τή, γλυ­καί­νει ὁ δρό­μος της. Μπο­ροῦ­με νά ’χουμε ἀ­κό­μα καὶ χαρὰ μὲς στὰ παθήματά μας. Κι ὅ­σους πο­νᾶ­νε, κλαῖ­νε, ὑ­πο­φέ­ρουν κι ἀ­δι­κοῦν­ται, τοὺς κά­νει εὐ­λο­γη­μέ­νους. Εἶ­ναι μα­κά­ριοι γι’ αὐ­τόν, ὄ­χι κα­τα­ρα­μέ­νοι.

-  Δὲν φταί­ει ὁ Θε­ὸς λοι­πὸν πο­τὲ γιὰ τὸ κα­κό;

-  Ὄ­χι βέ­βαι­α! Ἐ­μεῖς οἱ ἴ­διοι μὲ τὴ θέ­λη­σή μας, ἀλ­λὰ καὶ οἱ ἄλ­λοι, τὸ προ­ξε­νοῦ­με στὴ ζω­ή μας. Ἐ­κεῖ­νος νὰ μᾶς βο­η­θή­σει μό­νο ἔρ­χε­ται, νὰ μᾶς γλυ­τώ­σει, βγά­ζον­τας ἀ­π’ τὸ κα­κὸ κα­λό, ὅ­σο μπο­ρεῖ. Ἀ­πό­ψε κά­ποι­ος μᾶς ἔ­σω­σε ἀ­π’ τὸ κα­κό, ποὺ κά­ποι­ος ἄλ­λος μᾶς προ­ξέ­νη­σε. Δὲ θά ’­ταν τρέλ­λα νὰ κα­τη­γο­ρή­σου­με αὐ­τὸν ποὺ μᾶς βο­ή­θη­σε, ἀν­τὶ γιὰ ‘κεῖ­νον ποὺ μᾶς χτύ­πη­σε; Ἔ­τσι κι ἐ­δῶ: Ἄλλοι μᾶς βλά­πτουν ἢ ἔστω ἀπὸ μόνοι μας ἐμεῖς ζη­μι­ώ­νου­με τὸν ἑ­αυ­τό μας, κα­τη­γο­ροῦ­με ὅ­μως τὸν Θε­ό. Δὲν εἶ­ναι φο­βε­ρὰ πα­ρά­λο­γο αὐ­τό;

Ἡ Κα­τε­ρί­να μι­λοῦ­σε μὲ ἔ­ξαρ­ση. Τὴν ἄ­κου­γαν ὅ­λοι προ­σε­κτι­κά. Λο­γι­στι­κὰ σπού­δα­ζε, ποῦ τὴν ἔ­μα­θε τὴ θε­ο­λο­γί­α; Ὁ ἄρ­ρω­στος εἶ­χε κλεί­σει τὰ μά­τια του καὶ δὲν μι­λοῦ­σε. Ἡ κό­ρη του ἀ­νη­σύ­χη­σε.

-  Μπαμ­πά, πῶς εἶ­σαι;

-  Κα­λά, παι­δί μου! Μὴ φο­βᾶ­σαι. Σκέ­φτο­μαι. Νο­μί­ζω πὼς δὲν ἔ­χεις ἄ­δι­κο. Εἶ­χα σκλη­ρύ­νει λί­γο ἀ­πὸ τὸν πό­νο μου, τ’ ὁ­μο­λο­γῶ. Ἔ­βλε­πα τὰ πράγ­μα­τα μὲ πιὸ ρη­χὴ μα­τιά, ὅ­πως μὲ βό­λευ­ε μο­νά­χα. Ὑ­πεύ­θυ­νο γιὰ ὅ­λα θε­ω­ροῦ­σα τὸν Θε­ό. Ἤ­μουν λι­γά­κι ἐ­γω­ι­στὴς καὶ ἄ­δι­κος μα­ζί του.

-  Τώ­ρα ὅ­μως ὄ­χι πιά! Ἔ­τσι, μπαμ­πά μου; εἶ­πε χα­μο­γε­λα­στὰ καὶ τὸν ἀγ­κά­λια­σε ἡ κό­ρη του. Δὲ θὰ σκέ­φτε­σαι ἔ­τσι. Μοῦ τὸ ὑ­πό­σχε­σαι;

-  Ναί, γλυ­κειά μου, μπο­ρῶ νὰ σοῦ χα­λά­σω τὸ χα­τί­ρι; προ­σπά­θη­σε νὰ χα­μο­γε­λά­σει κι ἐ­κεῖ­νος, πράγ­μα ποὺ ἐ­δῶ καὶ μῆ­νες εἶ­χε ξε­μά­θει πῶς γι­νό­ταν.

Καὶ ἦ­ταν ἡ πρώ­τη φο­ρὰ ποὺ μιὰ ἀναλαμπὴ τρύπωσε μέσα του κι ἕ­να γλυκό, ἀλ­λι­ώ­τι­κο, διάφανο φῶς πῆ­ρε σι­γὰ-σι­γὰ νὰ δι­ώ­χνει τὸ με­λαγ­χο­λι­κὸ σκο­τά­δι τῆς καρ­διᾶς του. Ζε­στὸ τὸ ἄγ­γιγ­μα τῆς θεϊκῆς Ἀ­γά­πης ποὺ ’ρ­χό­τα­νε νὰ σταυ­ρω­θεῖ, ἀ­νά­δευ­ε γλυ­κει­ὲς ἐλ­πί­δες μέ­σα του, ἀ­να­στά­σι­μες.

Τὰ μά­τια ὅ­λων εἶ­χαν δα­κρύ­σει.
Πάσχα 2007

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.