«Ἔτσι διάλεξαν τὸν Στέφανο, ἄνθρωπο γεμάτον πίστη καὶ ῞Αγιο Πνεῦμα· ἐπίσης τὸν Φίλιππο, τὸν Πρόχορο, τὸν Νικάνορα, τὸν Τίμωνα, τὸν Παρμενᾶ καὶ τὸν Νικόλαο ἀπὸ τὴν ᾿Αντιόχεια, ὁ ὁποῖος προηγουμένως εἶχε προσχωρήσει στὸν ᾿Ιουδαϊσμό. ῾Η κοινότητα τοὺς ἔφερε μπροστὰ στοὺς ἀποστόλους, οἱ ὁποῖοι προσευχήθηκαν κι ἔβαλαν τὰ χέρια πάνω στὰ κεφάλια αὐτῶν τῶν ἑφτά».
Ένα από τα πιο δύσκολα ερωτήματα, τα οποία η Εκκλησία έχει να απαντήσει σε κάθε εποχή, ιδιαιτέρως όμως στην εποχή μας, είναι και αυτό της παραδόσεως. Άλλα χριστιανικά δόγματα, όπως οι προτεσταντικές εκκλησίες και ομολογίες, απορρίπτουν συνειδητά την όποια παράδοση, θεωρώντας πως μόνο ό,τι γράφεται και συμπεριλαμβάνεται στην Αγία Γραφή είναι αυθεντικό. Για τα υπόλοιπα ζητήματα, αρκεί να μην απαγορεύεται κάτι από την Αγία Γραφή και όλα μπορούν να ισχύσουν, όπως στο ζήτημα της ιερωσύνης των γυναικών. Άλλα χριστιανικά δόγματα στηρίζουν τον τρόπο οργάνωσης της Εκκλησίας με βάση την παράδοση. Θεωρούν δηλαδή ότι μπορεί η Αγία Γραφή να μην ασχολήθηκε με τη θεσμική έκφραση της Εκκλησίας, στην πραγματικότητα όμως άφησε τα περιθώρια αυτή να εξελιχθεί. Για παράδειγμα, ο ρωμαιοκαθολικισμός στηρίζει την θεωρία περί του πρωτείου του Πάπα της Ρώμης στον τρόπο ερμηνείας ενός διαλόγου του Χριστού με τους μαθητές του, στον οποίο ο απόστολος Πέτρος, ο οποίος θεωρείται ως ο πρώτος επίσκοπος της Ρώμης, ομολογεί ότι ο Χριστός είναι ο Υιός του Θεού και ο Χριστός λέει ότι η ομολογία του Πέτρου θα είναι η πέτρα πάνω στην οποία θα στερεωθεί η Εκκλησία. Η ρωμαιοκαθολική Εκκλησία ερμηνεύει όχι την ομολογία ως την πέτρα, αλλά τον Πέτρο και τους διαδόχους του ως την πέτρα της στήριξης της Εκκλησίας και αποδίδει στον Πάπα της Ρώμης αξία και τιμή πρώτου και κυβερνήτη κατά άνθρωπον της Εκκλησίας, με ό,τι αυτό επακολούθησε. Η Ορθόδοξη Εκκλησία κρατά ως παράδοση τις Οικουμενικές Συνόδους, όπως επίσης και τις διδασκαλίες των Πατέρων της Εκκλησίας, εφόσον αυτές είναι σύμφωνες και με την Αγία Γραφή και έχουν γίνει αποδεκτές κατά τη διάρκεια της ιστορίας από την «συναίνεση των υπόλοιπων Πατέρων», που έχουν αναγνωριστεί ως Άγιοι τόσο από τον κλήρο όσο και από τον λαό του Θεού.
Για τους πολλούς όμως η παράδοση ταυτίζεται με τα ήθη και τα έθιμα. Γι’ αυτό και δεν επιθυμούν να δούνε το βάθος της, την ουσία της. Ακόμη κι αν τα ήθη και τα έθιμα είναι εμποτισμένα με ειδωλολατρικά κατάλοιπα, εντούτοις είναι παράδοση. Ακόμη κι αν τα ήθη και τα έθιμα γεννούν μια αυτάρκεια, η οποία όμως πόρρω απέχει από την βίωση της χριστιανικής ζωής, εντούτοις οι πολλοί μένουν ευχαριστημένοι διότι για το καλό του χρόνου εκκλησιάστηκαν, νήστεψαν, κοινώνησαν, ακόμη και εξομολογήθηκαν, ωστόσο η ζωή τους ουδόλως αλλάζει με την παρουσία του Χριστού εντός της. Αισθάνονται ήσυχη τη συνείδησή τους και συνεχίζουν να πορεύονται στον κόσμο αυτό με την αίσθηση ότι τα έχουν καλά με τον Θεό, έχουν επιτελέσει τα θρησκευτικά τους καθήκοντα και δεν χρειάζεται κάτι περισσότερο.
Άλλοι πάλι, που θεωρούν τους εαυτούς τους αυθεντικούς χριστιανούς, κάνουν τον πνευματικό τους αγώνα και προσπαθούν να ζήσουν την εκκλησιαστική ζωή, αναπτύσσουν μία τάση θεοποίησης της παράδοσης, την οποία ταυτίζουν με την πίστη. Δόγμα τους είναι πως η παράδοση είναι τόσο ιερή, ώστε πρέπει να τηρείται κατά γράμμα. Είναι έτοιμοι συνεχώς να κατακρίνουν όποιον τους προτείνει ακόμη και την αυθεντική ερμηνεία των όσων διαδραματίζονται στην εκκλησιαστική ζωή, να τους επισημάνει ότι όσα έχουν καθιερωθεί ως παράδοση δεν είναι απαραίτητα αυθεντική και σωστή παράδοση και αισθάνονται ότι ακόμη και η ελάχιστη αλλαγή, η οποία μπορεί και να είναι προς τη σωστή, αποτελεί προδοσία κατά της πίστης.
Στην πραγματικότητα η παράδοση δεν είναι μία στατική πεποίθηση ή πρακτική ή και γνώμη ακόμη, αλλά η βάση ενός διαλόγου της πίστης με τη ζωή, με την ιστορία, με τις ανάγκες των ανθρώπων, με τις ρίζες τους. Πάνω από την παράδοση είναι η Εκκλησία. Η Εκκλησία αποδέχεται παραδόσεις, ανέχεται παραδόσεις, τροποποιεί παραδόσεις, διαλέγεται μέσω των παραδόσεων με τον λαό του Θεού κάθε εποχή. Κι αυτό είναι μία γόνιμη πρόσληψη της ζωής και της ιστορίας, είτε λειτουργεί συντηρητικά, είτε αναθεωρητικά είτε προσθετικά. Τα μόνα που δεν αλλάζουν είναι τα δόγματα και οι διδασκαλίες των Οικουμενικών Συνόδων, διότι εκεί εγείρεται ζήτημα πίστεως.
Στις Πράξεις των Αποστόλων διαβάζουμε για την εκλογή των επτά διακόνων στην πρώτη Εκκλησία και την χειροτονία τους διά της επιθέσεως των χειρών των Αποστόλων. Αυτή η παράδοση συνεχίζεται στην Εκκλησία στο μυστήριο της ιερωσύνης μέχρι τις ημέρες μας και θα συνεχίζεται. Δεν είναι μία μαγική λειτουργία ή απλώς ένα τελετουργικό. Είναι η έκφραση της επιλογής του λαού να έχει λόγο στα των ποιμένων του, όπως επίσης της προσευχής των Αποστόλων, των ηγετών του λαού, και της καθόδου του Αγίου Πνεύματος, που αγκαλιάζει τον σύνολο άνθρωπο, και στο σώμα και στην ψυχή, γι’ αυτό και η επίθεση των χειρών.
Αυτό είναι στην πραγματικότητα το αυθεντικό περιεχόμενο της παράδοσης. Η έγνοια για τον σύνολο άνθρωπο, σώμα και ψυχή, η προσευχή, η συμμετοχή στη ζωή της κοινότητας, η διακονία του λόγου του Θεού, η έγνοια για να μην στερούνται κάποιοι τα απαραίτητα, κυρίως όμως η εμπειρία της παρουσίας του Χριστού διά της μεταλήψεως του Σώματος και του Αίματός Του. Όλα από κει ξεκινούνε. Οι άλλες παραδόσεις, αν δεν οδηγούν στο μυστήριο της ευχαριστίας, στο μυστήριο της Εκκλησίας, στη μετοχή στη ζωή του Χριστού, των Αποστόλων, των Αγίων, στην πραγματικότητα είναι ανθρώπινοι δρόμοι και τρόποι που μένουν στο παρόν. Ας μην επαναπαυόμαστε σε τέτοια αυτάρκεια.
Χριστός Ανέστη!
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
4 Μαΐου 2025, Κυριακή των Μυροφόρων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.