«Ἐμεῖς παρουσιαζόμαστε μωροὶ γιὰ χάρη τοῦ Χριστοῦ, ἐνῶ ἐσεῖς εἶστε σοφοὶ χάρη στὸν Χριστό· ἐμεῖς εἴμαστε ἀδύναμοι, ἐνῶ ἐσεῖς εἶστε δυνατοί· ἐμεῖς εἴμαστε περιφρονημένοι, ἐνῶ ἐσεῖς εἶστε τιμημένοι!».
Ο απόστολος Παύλος, γράφοντας προς τους Κορινθίους, με αφορμή την αμφισβήτηση κάποιων σχετικά με το δικαίωμά του να θεωρείται απόστολος, περιγράφει την κατάσταση που βιώνουν όσοι εκλέχτηκαν από τον Χριστό να ακολουθήσουν τον δικό Του δρόμου, της κήρυξης του Ευαγγελίου παραιτούμενοι από κάθε δικαίωμά τους, ακόμη και από αυτά που η εκκλησιαστική κοινότητα τους παρείχε για να τους βοηθήσει στην προσπάθειά τους να επιτελέσουν την αποστολή τους, ότι υπάρχει μία πολύ μεγάλη διαφορά ανάμεσα στο πώς φαίνονται οι απόστολοι στα μάτια των ανθρώπων και πώς οι υπόλοιποι χριστιανοί τόσο στην ευρύτερη, όσο και στη στενή εκκλησιαστική κοινότητα. Οι απόστολοι μοιάζουν ανόητοι για χάρη του Χριστού, είναι αδύναμοι, είναι περιφρονημένοι. Οι υπόλοιποι χριστιανοί και μάλιστα οι επικεφαλής της τοπικής κοινότητας, μοιάζουν σοφοί, είναι δυνατοί, είναι τιμημένοι, είτε διά του κύρους τους στους ανθρώπους, οι οποίοι τους γνωρίζουν, είτε διότι μένουν σταθερά στον τόπο της Κορίνθου και έχουν τη ζωή, την εργασία τους, την δυναμική τους. Οι απόστολοι, όπως ο Παύλος, έρχονται για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα σε μία περιοχή και προφανώς κάποιοι πρέπει να τους βοηθήσουν να καλύψουν τις ανάγκες της επιβίωσής τους, ενώ κάθε ξενομερίτης γεννά αφορμές αμφισβήτησης για το πόσο αξίζει σε σχέση με τους εντόπιους και αυτόχθονες.
Αυτή η διαφορά ανάμεσα στο «φαίνεσθαι» και στο «είναι» ξεκινά από την αίσθηση ότι η ζωή, ο χρόνος, ο τόπος, οι άνθρωποι, η κοινότητα μάς ανήκουν. Δεν ανήκουμε εμείς σ’ αυτές τις εκφράσεις της ζωής, αλλά μας ανήκουν και επομένως δικαιούμαστε όχι απλώς να είμαστε χαρούμενοι και, γιατί όχι, περήφανοι που βιώνουμε την ομορφιά της σχέσης, του «ανήκειν», αλλά και ότι όποιος άλλος δεν είναι σαν κι εμάς, του κάνουμε χάρη αν δεχτούμε τη συνύπαρξη μαζί του, αλλά δεν είναι αυτό που είμαστε εμείς. Γι’ αυτό και μια κεκαλυμμένη περιφρόνηση, ένα αίσθημα δικής μας ανωτερότητας, το οποίο δεν είναι απαραίτητα αναιτιολόγητο, σίγουρα όμως λείπει από αυτό η ταπείνωση.
«Ο υψηλός Θεός επί γης εφάνη ταπεινός άνθρωπος», ψάλλουμε στους Χαιρετισμούς της Παναγίας. Αν κάτι είναι πραγματικά αξιοθαύμαστο και αδιανόητο στον Θεό που πιστεύουμε είναι η εκούσια πτωχεία Του, η ταπείνωση που Τον έκανε όχι μόνο να γίνει άνθρωπος, αλλά και να ζήσει επί γης ανάμεσα σε ανθρώπους που δεν θα ταίριαζαν στην ιδέα περί Θεού που έχουμε: του παντοδύναμου, του τηρητή των νόμων και της τάξης, του πλέον ευφυούς, του απόλυτου σχεδιαστή, του ρυθμιστή της ζωής μας. Κι όμως ο Χριστός και φάνηκε και έζησε και δίδαξε και μοιράστηκε την ταπείνωση. Γεννήθηκε από μία απλή κοπέλα, σε έναν άσημο τόπο, μεγάλωσε στο σπίτι ενός ξυλουργού, δεν σπούδασε σε καμία Σχολή της εποχής, δεν Τον καλούσαν για διαλέξεις οι σοφοί του κόσμου, δεν ήταν καν Έλληνας, Αιγύπτιος, Ινδός ή Κινέζος, τόποι με απίστευτο πολιτισμό και σοφία, αλλά Εβραίος, καταγόμενος από έναν λαό σκληρόκαρδο, απαιτητικό, ανυπότακτο, που η πρόοδός του είχε να κάνει με την επιβίωση, το εμπόριο, την καθημερινότητα, χωρίς όμως μεγάλα πολιτιστικά επιτεύγματα, όπως θαυμάζουμε στους ξεχωριστούς λαούς της αρχαιότητας. Και έζησε ανάμεσα στους καθημερινούς ανθρώπους, στους φτωχούς και ταλαιπωρημένους, συναναστρεφόμενος και μιλώντας σε άντρες, γυναίκες, παιδιά, ξένους, περιφρονημένους, αμαρτωλούς. Το επίγειο τέλος Του ήταν το τέλος ενός κακούργου επάνω στη χειρότερη τιμωρία και το πιο επώδυνο μαρτύριο: τον Σταυρό. Και μετά την Ανάστασή Του δεν θέλησε να επιβάλει την παντοδυναμία Του διαλέγοντας την αγάπη, την ελευθερία, την απόσταση που δείχνει σεβασμό και ανέχτηκε και ανέχεται την απόρριψη και την ύβρη στους αιώνες.
Αυτό δείχνει ο Παύλος σε όλους εμάς τους χριστιανούς. Να έχουμε αγάπη και όχι έπαρση. Να χαιρόμαστε για την καταγωγή μας, αλλά να μην κλείνουμε την πόρτα σε όποιον θέλει να την μοιραστεί, εφόσον σέβεται αυτό που είμαστε. Να δοξάζουμε τον Θεό για τα χαρίσματά μας, αλλά να δίνουμε, γιατί η ομορφιά είναι στο μοίρασμα. Και να εμπιστευόμαστε εκείνους που ακόμη κι αν δεν ανήκουν στα καθ’ ημάς, νιώθουμε ότι έχουν την κλήση και το χάρισμα να μας στηρίξουν στις αλήθειες και στην Αλήθεια.
Ας μάθουμε ότι το «φαίνεσθαι» δεν κάνει το «ανήκειν», αλλά η αγάπη. Για να έχουν οι κοινότητές μας το δώρο της ταπείνωσης ως αφόρμησης για δημιουργία και όχι ως κούφιας καύχησης, σκληρότητας και απανθρωπιάς.
π Θεμιστοκλής Μουρτζανός
17 Αυγούστου 2025. Κυριακή Ι΄ Ματθαίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.