Σάββατο 18 Οκτωβρίου 2025

Έρχεται μεγάλη χαρά


π. Δημητρίου Μπόκου

Στὴν πόλη Ναΐν ὁ Χριστὸς συναντᾶται γιὰ πρώτη φορὰ μὲ τὸ γεγονὸς τοῦ θανάτου. Ἕνα νεαρὸ παιδί, μιᾶς χήρας ὁ μοναχογιός, πεθαίνει, ἀλλὰ τὴ στιγμὴ ποὺ μεταφέρεται στὸν τάφο, ὁ Χριστὸς εἶναι ἐκεῖ. Σταματάει τὴ νεκρικὴ πομπή, ἀγγίζει τὸ νεκρὸ παιδὶ καὶ τὸ διατάζει νὰ σηκωθεῖ. Στὸ θεῖο πρόσταγμα ὁ θάνατος τρέπεται πάραυτα σὲ φυγή. Τὸ παιδὶ ἀνακάθεται στὸ φέρετρό του, ἀρχίζει νὰ μιλάει καὶ ὁ Χριστὸς τὸ παραδίδει στὴν πονεμένη μητέρα του (Κυριακὴ Γ΄ Λουκᾶ).

Μὲ τὸ γεγονὸς αὐτὸ ποὺ συγκλόνισε τοὺς παρόντες, ὁ Χριστὸς ἔδειξε ὅτι κάτι καινούργιο μπῆκε στὴ ζωή τους. Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ «ἤγγικε». Πλησίασε. Ὁ Χριστὸς ἐπιτέλεσε τὴν ἀνάσταση τοῦ γιοῦ τῆς χήρας τῆς Ναΐν καὶ κάποιες ἀκόμα περιστασιακὲς ἀναστάσεις, ὡς «σημεῖα», ὡς προμήνυμα τῆς δικῆς του Ἀνάστασης, ἀλλὰ καὶ τῆς τελικῆς κοινῆς ἀνάστασης ὅλων τῶν ἀνθρώπων. «Τὴν κοινὴν ἀνάστασιν πιστούμενος».

Ἔδειξε ὅτι θέλει, ἀλλὰ καὶ ὅτι ἔχει τὴ δύναμη νὰ ἀναστήσει τοὺς νεκρούς, ὅτι εἶναι ὁ ἀπόλυτος Κύριος τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου. Τόνισε δυνατὰ ὅτι εἶναι «ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή», γιατὶ δὲν ἦταν καθόλου εὔκολο νὰ γίνει πιστευτό, καθολικὰ ἀποδεκτό, ἕνα τόσο τεράστιο θέμα. Νεκροὶ πνευματικὰ οἱ ἄνθρωποι, ἄκουγαν μὲ σκεπτικισμὸ τέτοια πράγματα. Ὅταν ὁ ἀπόστολος Παῦλος μίλησε στὸν Ἄρειο Πάγο, οἱ Ἀθηναῖοι, «ἀκούσαντες ἀνάστασιν νεκρῶν οἱ μὲν ἐχλεύαζον, οἱ δὲ εἶπον· ἀκουσόμεθά σου πάλιν περὶ τούτου» (Πράξ. 17, 32).

Παρὰ ταῦτα ὅμως, ἡ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν ἀποτελεῖ τὸ σταθερὸ θεμέλιο τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος γιὰ τὴν αἰώνια ζωή. «Τὸ νὰ κηρύττεις τὸ Εὐαγγέλιο, δὲν εἶναι ἄλλο ἀπὸ τὸ νὰ κηρύττεις τὴν ἀνάσταση διὰ τῆς νίκης ἐπὶ τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ θανάτου. Τὸ Εὐαγγέλιο χωρὶς τὴν ἀνάσταση δὲν θὰ τὸ ἀποκαλούσαμε Εὐ-αγγέλιο, γιατὶ ἡ κορυφαία πίκρα τῆς ζωῆς, ὁ θάνατος, θὰ παρέμενε στὴν ψυχὴ καὶ στὸ σῶμα τῆς ἀνθρωπότητος, πικραίνοντας καὶ καθιστώντας ἀδύνατη τὴν πραγμάτωση τῆς κάθε ζωῆς, τῆς ὑπάρξεως. Ἂν τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ δὲν εἶναι Εὐαγγέλιο ἀναστάσεως, ἂν ἡ πίστη σὲ αὐτὸ δὲν ἐξασφαλίζει στοὺς ἀνθρώπους τὴν ἐκ τῶν νεκρῶν ἀνάσταση καὶ τὴν αἰώνιο ζωή, τότε αὐτὸ εἶναι ἀνώφελο καὶ ἄχρηστο καὶ πρέπει νὰ ἀπορριφθεῖ ὡς ἀπάτη» (ἅγ. Ἰουστῖνος Πόποβιτς, Δογματική, σ. 988-989).

Ἡ ἀνάσταση λοιπὸν νοηματοδοτεῖ ἀληθινὰ τὴ ζωή, εἶναι ὁ ἀπώτερος σκοπὸς κάθε νοήμονος ὄντος, πάνω σ’ αὐτὴν θὰ χτίσει μὲ ἀκλόνητη σιγουριὰ τὴν αἰώνια ὕπαρξή του τὸ κάθε ἀνθρώπινο πρόσωπο. Ὁ Χριστὸς μὲ τὴν Ἀνάστασή του ἔγινε «πρωτότοκος ἐκ τῶν νεκρῶν», γιατὶ θὰ τὸν ἀκολουθήσουν κατὰ τὴν ἐσχάτη ἡμέρα ὅλοι οἱ νεκροί. Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ γενάρχης τῆς νέας ἀναγεννημένης ἀνθρωπότητας, γιατὶ μὲ τὴν Ἀνάστασή του ἔσπειρε μέσα στὴν ἀνθρώπινη φύση τὸν σπόρο τῆς ἀνάστασης. Ἐχέγγυο γιὰ ἀνάσταση καὶ αἰώνια ζωὴ εἶναι μόνο ὁ Χριστός. Γιατὶ μόνο ὁ Χριστὸς μπορεῖ νὰ λέει: «Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, κἂν ἀποθάνῃ, ζήσεται» (Ἰω. 11, 25).

Ὁ Χριστὸς ἔγινε ἡ ἀπαρχὴ τῆς ἀνάστασης ὅλων μας, ἐπειδὴ ἀκριβῶς εἶναι Θεάνθρωπος. Στὸ πρόσωπό του ἡ ἀνθρώπινη φύση βρέθηκε γιὰ πρώτη φορὰ σὲ πλήρη κοινωνία μὲ τὸν Θεό. Ἔγινε συστατικὸ τοῦ θεανθρωπίνου προσώπου του, ἀναδείχθηκε σῶμα Χριστοῦ. Ἡ ἀνθρώπινη φύση πέτυχε στὸ πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου τὸν τελικὸ στόχο της, βρῆκε τὸν δρόμο της πρὸς τὴν τελειότητα. Ἡ φύση τοῦ κάθε ἀνθρώπου εἶναι τώρα συνδεδεμένη, κατὰ τρόπο ἀνερμήνευτο, μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ. Ἀδιαιρέτως ἑνωμένη μὲ τὸν Θεό. Καὶ αὐτὸ τῆς παρέχει τὴ θεϊκὴ δυνατότητα νὰ ἀναστηθεῖ ὅπως ὁ Χριστός, νὰ κατανικήσει τελικὰ καὶ ὁλοκληρωτικὰ τὸν θάνατο. Ὅ,τι συνέβη στὴν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ, ἔγινε γιὰ ὅλη τὴν ἀνθρώπινη φύση.

Αὐτὴ εἶναι ἡ κορυφαία χαρὰ τῆς ἀνάστασης, ποὺ νικάει τὴν κορυφαία πίκρα τοῦ θανάτου.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.