Του Σεβ. Μητροπολίτου Σουηδίας κ. Κλεόπα
Από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, ο άνθρωπος αναζητά τρόπους να εκφράσει την αλήθεια, να διδάξει την αρετή και να καταδείξει τις συνέπειες της ανθρώπινης συμπεριφοράς.
Δύο
μεγάλα παιδαγωγικά ρεύματα της ιστορίας, φαινομενικά διαφορετικά, αλλά ουσιαστικά συγκλίνοντα, είναι
οι μύθοι του Αισώπου και η διδασκαλία του Χριστού, όπως αυτή ερμηνεύεται και
βιώνεται μέσα στην Ορθόδοξη Παράδοση.
Η
πορεία του ανθρώπου προς την αλήθεια δεν υπήρξε ποτέ στιγμιαία· υπήρξε
σταδιακή, παιδαγωγική και αποκαλυπτική. Πριν ακόμη ακουστεί ο λόγος του
Ευαγγελίου, ο άνθρωπος είχε ήδη λάβει σπέρματα αλήθειας μέσω της συνείδησης,
της εμπειρίας και της παρατήρησης του κόσμου.
Σε
αυτή τη διαδικασία εντάσσονται οι μύθοι του Αισώπου, οι οποίοι, αν και
στερούνται αποκαλυπτικού χαρακτήρα, αποτυπώνουν με ενάργεια τη φυσική ηθική
τάξη.
Με
τον ερχομό του Χριστού,
η ηθική αυτή γνώση δεν αναιρείται αλλά υπερβαίνεται και οδηγείται στην
πληρότητά της.
Οι
Πατέρες της Εκκλησίας, με διάκριση και σοφία, αναγνώρισαν στους μύθους αυτούς
μια προπαιδεία του Ευαγγελίου, έναν προθάλαμο που προετοιμάζει τον άνθρωπο για
την αλήθεια της σωτηρίας.
Η
ανθρώπινη ιστορία της παιδείας δεν αρχίζει ούτε τελειώνει με τον Χριστιανισμό,
αλλά στον Χριστιανισμό βρίσκει την πληρότητα και τη σωτηριολογική της
ολοκλήρωση.
Πριν
από το Ευαγγέλιο, ο άνθρωπος διδάχθηκε μέσω της εμπειρίας, της φιλοσοφίας και
του μύθου. Ένας από τους
σημαντικότερους φορείς αυτής της ηθικής προπαιδείας υπήρξε ο Αίσωπος, του
οποίου οι μύθοι, με απλό αλλά διεισδυτικό τρόπο, ανέδειξαν διαχρονικές αλήθειες
για την ανθρώπινη φύση.
Οι
μύθοι του Αισώπου χρησιμοποιούν απλές εικόνες, ζώα και καθημερινές καταστάσεις, για να μεταδώσουν βαθιά ηθικά
διδάγματα. Με παρόμοιο τρόπο, ο Χριστός μίλησε στον λαό με παραβολές: τον
σπορέα, τον άσωτο υιό, τον καλό Σαμαρείτη. Και στις
δύο περιπτώσεις, η αλήθεια δεν επιβάλλεται· αποκαλύπτεται στον ακροατή, που είναι έτοιμος να στοχαστεί.
Όπως
σημειώνει ο Άγιος Ιωάννης ο
Χρυσόστομος, η παραβολή κατεβάζει τα υψηλά νοήματα στο μέτρο της ανθρώπινης
αδυναμίας, ώστε η διδασκαλία να γίνει κατανοητή και βιωματική: «Διὰ τῶν παραβολῶν παιδαγωγεῖ, ἵνα
μὴ βίᾳ, ἀλλὰ προαιρέσει δέξωνται τὴν ἀλήθειαν». (Εἰς τὸ Κατὰ Ματθαῖον, Ομιλία ΜΕ΄, PG 57, 464)
Η
ίδια παιδαγωγική λογική διακρίνεται και στους μύθους, οι οποίοι λειτουργούν ως
καθρέπτης της ανθρώπινης συμπεριφοράς.
Όταν
ήρθε ο Χριστός «ἐν
πληρώματι χρόνου», δεν κατήργησε τη φυσική ηθική γνώση, αλλά την υπερέβη και
την τελείωσε, οδηγώντας την από το επίπεδο της συμπεριφοράς στο επίπεδο της
σωτηρίας και της κοινωνίας με τον Θεό.
Οι
μύθοι του Αισώπου λειτουργούν παιδαγωγικά. Παρουσιάζουν
συμπυκνωμένες αφηγήσεις, με συμβολικά πρόσωπα, που καταλήγουν σε σαφές ηθικό
συμπέρασμα. Λειτουργούν ως
καθρέπτης της ανθρώπινης συμπεριφοράς, προκαλώντας αυτογνωσία.
Αντίστοιχα,
ο Χριστός χρησιμοποίησε τις παραβολές ως μέσο αποκαλύψεως της Βασιλείας του
Θεού.
Ο
Ιερός Χρυσόστομος,
ερμηνεύοντας τις παραβολές, επισημαίνει: «Οὐ γὰρ διὰ σκοτεινότητα λέγει
παραβολάς, ἀλλὰ διὰ συγκατάβασιν, ἵνα ἐκ τῶν αἰσθητῶν ἐπὶ τὰ νοητὰ ἀνάγῃ». (Εἰς
τὸ Κατὰ Ματθαῖον, Ομιλία ΜΕ΄, PG 57, 464)
Η Εκκλησία αναγνωρίζει ότι η εικόνα και το παράδειγμα είναι απαραίτητα για τη μετάδοση της αλήθειας, ιδίως σε έναν κόσμο πνευματικά ανώριμο. Επομένως, οι μύθοι του Αισώπου εξετάζονται ως προπαιδεία του Ευαγγελίου και η ερμηνεία τους υπό το φως των Πατέρων της Ορθοδόξου κατ᾽ Ανατολάς Εκκλησίας.
Μύθος και παραβολή ως παιδαγωγικές
μορφές λόγου
Παραδείγματα μύθων και θεολογικών αντιστοιχιών
Ο
μύθος, όπως και η παραβολή, λειτουργεί ως έμμεσος λόγος. Δεν επιβάλλει την
αλήθεια, αλλά την υπαινίσσεται. Η παραβολική διδασκαλία του Χριστού εντάσσεται
ακριβώς σε αυτή την παιδαγωγική λογική.
Ο
Άγιος
Ιωάννης ο Χρυσόστομος
επισημαίνει ότι οι παραβολές δεν αποσκοπούν στη σκίαση της αλήθειας, αλλά στη
συγκατάβαση προς την ανθρώπινη αδυναμία. (Εἰς
τὸ Κατὰ Ματθαῖον, Ομιλ. ΜΕ΄, PG 57, 464)
Ο άνθρωπος καλείται να αναγνωρίσει τον εαυτό του μέσα στην αφήγηση. Το ίδιο συμβαίνει και με τους μύθους του Αισώπου, οι οποίοι καθιστούν τον ακροατή κριτή και συγχρόνως κατηγορούμενο της ίδιας του της συμπεριφοράς.
α) Ο Λαγός και η Χελώνα – Υπομονή
και ταπείνωση
Ο
μύθος προβάλλει την υπεροχή της σταθερής πορείας έναντι της αλαζονικής
αυτοπεποίθησης, καταδεικνύει
δε
την καταστροφική
δύναμη της αλαζονείας και τη σωτήρια δυναμική της επιμονής.
Η
χελώνα νικά, όχι λόγω φυσικών χαρισμάτων, αλλά λόγω σταθερότητας. Το ίδιο πνεύμα συναντούμε στον λόγο
του Χριστού: «ὁ ταπεινῶν ἑαυτόν ὑψωθήσεται». «Ὁ δὲ ὑπομείνας εἰς τέλος, οὗτος σωθήσεται». (Ματθ. 24,13)
Ο
Μέγας Βασίλειος τονίζει ότι η πνευματική πρόοδος δεν είναι αποτέλεσμα ταχύτητας
ή εντυπωσιακών πράξεων, αλλά σταθερής άσκησης και υπομονής στον αγώνα της
αρετής: «Οὐκ ἐν τάχει τὰ
τῆς ἀρετῆς κατορθώματα, ἀλλ’ ἐν χρόνῳ καὶ ὑπομονῇ». «Ἡ ἀρετὴ χρόνῳ τελειοῦται, οὐκ ἐξ ὀρμῆς».
(Όροι κατὰ πλάτος, Ερώτησις ΚΒ΄, PG 31, 1017)
Λειτουργικά,
η Εκκλησία καλλιεργεί την ίδια αρετή μέσα από την επαναληπτικότητα και τον
ασκητικό ρυθμό του εκκλησιαστικού έτους.
Η χριστιανική ζωή δεν είναι αγώνας εντυπωσιασμού, αλλά μακρά πορεία ασκήσεως. Ο μύθος λειτουργεί εδώ ως φυσική προεικόνιση της πνευματικής οδού.
β) Ο Λύκος και το Αρνί – Αδικία και
αθωότητα
Ο
μύθος αποκαλύπτει τον μηχανισμό της βίας που ντύνεται με ψευδολογική
δικαιολογία και προβάλλεται η
αδικία της ισχύος και η κατάχρηση εξουσίας. Ο ισχυρός κατασκευάζει αιτίες για
να δικαιολογήσει την αδικία. Ο
λύκος κατασκευάζει ψευδείς κατηγορίες για να δικαιολογήσει τη βία του.
Πρόκειται για εικόνα της πεπτωκυίας ανθρώπινης εξουσίας.
Η
Παλαιά
Διαθήκη αναφέρει για
τον Χριστό: «Ὡς ἀμνὸς ἐναντίον
τοῦ κείροντος αὐτὸν ἄφωνος». (Ἠσαΐας
53,7)
Ο
Άγιος
Γρηγόριος ο Θεολόγος
γράφει ότι ο μύθος
δείχνει τον κόσμο χωρίς λύτρωση· το Ευαγγέλιο αποκαλύπτει τη λύτρωση διά της
θυσίας, ερμηνεύει δε τη σιωπή του Χριστού ως ελεύθερη
πράξη αγάπης. (Λόγος ΜΕ΄, PG
36, 632)
Η
υμνογραφία της Μεγάλης Εβδομάδος
μετατρέπει αυτή τη σιωπή σε εκκλησιαστικό βίωμα.
Η
εικόνα αυτή μας παραπέμπει ευθέως στον Χριστό ως «ἀμνὸν ἄμωμον», που υπέμεινε
άδικη κρίση, χωρίς να
ανταποδώσει το κακό.
Ο
Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος επισημαίνει
ότι η αληθινή δύναμη του Θεού φανερώνεται,
όχι στη βία, αλλά στην εκούσια θυσία και την αγάπη: «Ὡς ἀμνὸς σιωπῶν ἤγετο, οὐχ
ὡς ἀσθενής, ἀλλ’ ὡς ἐθελῶν». «Ἀδικεῖται
καὶ σιωπᾷ, ἵνα τὴν ἀδικίαν ἡμῶν θεραπεύσῃ». (Λόγος
ΜΕ΄, Εἰς τὸ Πάσχα, PG 36, 632)
Η Εκκλησία βλέπει στον μύθο μια τραγική εικόνα του κόσμου χωρίς Χριστό, ενώ στο Ευαγγέλιο αποκαλύπτεται η νίκη της αθωότητας διά της Αναστάσεως.
γ) Η Αλεπού και τα Σταφύλια –
Αυταπάτη και πνευματική τύφλωση
Ο
μύθος φανερώνει τη ροπή του ανθρώπου να μετατρέπει την αποτυχία σε περιφρόνηση,
για να προστατεύσει τον εγωισμό του. Αυτός ο μηχανισμός είναι βαθιά
πνευματικός.
Ο
μύθος περιγράφει με ενάργεια τον μηχανισμό της αυτοδικαίωσης και της
υποκρισίας. Η αλεπού απαξιώνει αυτό που δεν μπορεί να αποκτήσει.
Όταν
ο άνθρωπος δεν μπορεί να φτάσει κάτι, το απαξιώνει. Η στάση αυτή έρχεται σε αντίθεση με
τη χριστιανική ειλικρίνεια και μετάνοια. Οι Πατέρες της Εκκλησίας επανειλημμένα
προειδοποιούν για την πνευματική αυταπάτη, δηλαδή την προσπάθεια του ανθρώπου
να δικαιολογήσει τα πάθη του,
αντί να τα θεραπεύσει. «Ἐὰν
εἴπωμεν ὅτι ἁμαρτίαν οὐκ ἔχομεν, ἑαυτοὺς πλανῶμεν». (Α΄ Ἰωάννου 1,8)
Ο
Άγιος
Μάξιμος ο Ομολογητής αναλύει
τη φιλαυτία ως ρίζα αυτής της πλάνης: «Ὁ
νοῦς, ὅταν μὴ δύνηται τὴν ἀρετὴν κτήσασθαι, ἐφευρίσκει λόγους δικαιώσεως τῶν
παθῶν». «Ἡ φιλαυτία γεννᾷ
τὴν πλάνην, καὶ ἡ πλάνη δικαιοῖ τὰ πάθη». (Κεφάλαια
περὶ ἀγάπης, Β΄, 8, PG 90, 964)
Λειτουργικά,
το πνεύμα της αυτομεμψίας εκφράζεται στην ευχή του Αγίου Εφραίμ του Σύρου: «Ναί, Κύριε Βασιλεῦ, δώρησαί μοι τοῦ
ὁρᾶν τὰ ἐμὰ πταίσματα…»
Η
λειτουργική ζωή, ιδίως κατά τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή, αποδομεί συστηματικά αυτή
την αυταπάτη, μέσω της
προσευχής και της αυτομεμψίας.
Ο μύθος αποκαλύπτει ψυχολογικό μηχανισμό· η Εκκλησία αποκαλύπτει θεραπεία, μέσω μετανοίας. Η Πατερική σκέψη εμβαθύνει τον μύθο, δείχνοντας ότι η αυταπάτη δεν είναι απλώς ηθικό ελάττωμα, αλλά εμπόδιο στη σωτηρία.
δ) Ο Τζίτζικας και ο Μέρμηγκας –
Πρόνοια, εργασία και πνευματική εγρήγορση
Ο
τζίτζικας ζει στο παρόν,
χωρίς μέριμνα για το μέλλον. Η αμέλεια του τζίτζικα οδηγεί σε αδιέξοδο. Ο μύθος διδάσκει την ευθύνη και την
πρόνοια, πραγματεύεται δε την ευθύνη απέναντι στον χρόνο.
Ο
Απόστολος Παύλος συνδέει την εργασία με την υπευθυνότητα. Η Παύλειος
διδασκαλία για την εργασία δεν έχει ηθικιστικό, αλλά παιδαγωγικό χαρακτήρα: «Ὁ
μὴ θέλων ἐργάζεσθαι, μηδὲ ἐσθιέτω». (Β΄ Θεσσαλονικεῖς 3,10)
Ο
Άγιος
Ιωάννης ο Χρυσόστομος διδάσκει ότι η εργασία αποτελεί μέσο παιδαγωγίας και όχι απλώς
βιοπορισμού. Συνδέει την
εργασία με την πνευματική εγρήγορση: «Οὐχ ἡ ἐργασία μόνον, ἀλλὰ ἡ προνοητικὴ
διάθεσις σώζει τὸν ἄνθρωπον».
(Εἰς Β΄ Θεσσαλονικεῖς, PG 62, 485)
Η
υμνογραφία της Μεγάλης Τεσσαρακοστής καλεί σε εγρήγορση: «Ψυχή μου, ψυχή μου, ἀνάστα, τί
καθεύδεις;» (Μεγάλος Κανών Αγίου Ανδρέου Κρήτης)
Ο μύθος λειτουργεί ως κάλεσμα για πνευματική εγρήγορση. Το παρόν προετοιμάζει την αιωνιότητα.
ε) Το Λιοντάρι και το Ποντίκι –
Έλεος και ταπείνωση
Το
μικρό ποντίκι σώζει το ισχυρό λιοντάρι. Ο μύθος ανατρέπει την κοσμική αντίληψη
περί ισχύος. Ο μικρός σώζει τον μεγάλο.
Η
Αγία Γραφή διακηρύσσει ότι η χάρις
δίδεται στους ταπεινούς: «Ὁ
Θεὸς τοῖς ταπεινοῖς δίδωσι χάριν». (Ἰακώβου
4,6)
Ο Μέγας Βασίλειος υπογραμμίζει ότι η αληθινή δύναμη δεν είναι φυσικό μέγεθος, αλλά δωρεά του Θεού: «Οὐκ ἐν τῷ μεγέθει ἡ δύναμις, ἀλλ’ ἐν τῇ χάριτι τοῦ Θεοῦ». (Ομιλία εἰς τὴν ταπείνωσιν, PG 31, 529)
Η
Ορθόδοξη Εκκλησία ουδέποτε απέρριψε συλλήβδην την προχριστιανική σκέψη.
Αντιθέτως, την υπέταξε σε διάκριση. Τη
διέκρινε και την αξιοποίησε. Οι Πατέρες είδαν στους μύθους του Αισώπου έναν
προπαιδευτικό λόγο, μια φυσική ηθική που προετοιμάζει τον άνθρωπο να δεχθεί το
φως του Ευαγγελίου.
Η
κλασική διατύπωση της Πατερικής
στάσης απέναντι στην αρχαία σοφία ανήκει στον Μέγα Βασίλειο, ο οποίος
χαρακτηρίζει την «ἔξω παιδεία» ως προπαιδεία προς την εν Χριστώ ζωή: «Προπαιδεία τις ἐστὶν ἡ ἔξω σοφία
πρὸς τὴν κατὰ Χριστὸν ζωήν». Η
σοφία αυτή δεν σώζει, αλλά προετοιμάζει. Δεν μεταμορφώνει, αλλά παιδαγωγεί.
Στο
γνωστό του κείμενο προς τους νέους, ο Άγιος προτρέπει
να συλλέγουμε από την κοσμική σοφία ό,τι οδηγεί στην αρετή, όπως η μέλισσα
παίρνει από το άνθος μόνο το νέκταρ: «Ὥσπερ αἱ μέλισσαι ἐκ τῶν ἀνθέων τὸ
χρήσιμον μόνον λαμβάνουσιν, οὕτω καὶ ἡμεῖς ἐκ τῶν ἔξω λόγων». (Πρὸς τοὺς νέους, PG 31, 564)
Οι
μύθοι του Αισώπου, επομένως, μπορούν να ιδωθούν ως προπαιδεία: καλλιεργούν τη
συνείδηση, ώστε ο άνθρωπος να είναι δεκτικός στο φως του Ευαγγελίου. Οι μύθοι του Αισώπου, επομένως, δεν
είναι αντίπαλοι του Ευαγγελίου, αλλά υπηρέτες της παιδαγωγικής του
προετοιμασίας.
Ό,τι
ο Αίσωπος υπαινίσσεται, ο Χριστός αποκαλύπτει. Ό,τι η φυσική ηθική διδάσκει, η Εκκλησία το
μεταμορφώνει σε οδό σωτηρίας. Η
Εκκλησία ενώνει τα δύο, οδηγώντας τον άνθρωπο από τη γνώση στη θέωση.
Η
φυσική ηθική δεν καταργείται, αλλά βρίσκει το πλήρωμά της εν Χριστώ, όπου ο
λόγος γίνεται ζωή και η διδασκαλία μεταμορφώνεται σε σωτηρία.
Οι
μύθοι του Αισώπου δεν σώζουν· διδάσκουν. Το Ευαγγέλιο δεν διδάσκει απλώς· μεταμορφώνει. Έτσι, ο Αίσωπος μιλά στη συνείδηση,
ο Χριστός μιλά στην καρδιά, και η Εκκλησία οδηγεί ολόκληρο τον άνθρωπο στη
σωτηρία και τη θέωση.
Οι
μύθοι του Αισώπου και η διδασκαλία του Χριστού συναντώνται στο επίπεδο της
ηθικής αγωγής και της καλλιέργειας του ανθρώπινου ήθους. Οι μύθοι δείχνουν τον
δρόμο της φυσικής αρετής· το Ευαγγέλιο αποκαλύπτει τον δρόμο της σωτηρίας. Οι
Πατέρες της Εκκλησίας γεφυρώνουν αυτούς τους δύο κόσμους, δείχνοντάς μας ότι
κάθε αληθινό δίδαγμα βρίσκει την τελείωσή του μέσα στο φως του Χριστού.
By H.E. Metropolitan Cleopas of Sweden
From
antiquity to the present day, humanity has sought ways to express truth, to
teach virtue, and to demonstrate the consequences of human behavior.
Two
great pedagogical currents of history—seemingly different yet essentially
convergent—are the fables of Aesop and the teaching of Christ, as interpreted
and lived within the Orthodox Tradition.
The
human journey toward truth has never been instantaneous; it has been gradual,
pedagogical, and revelatory. Even before the word of the Gospel was heard,
humanity had already received seeds of truth through conscience, experience,
and observation of the world.
Within
this process belong the fables of Aesop, which, although lacking a revelatory
character, vividly depict the natural moral order.
With
the coming of Jesus Christ, this moral knowledge is not abolished but
transcended and brought to its fullness.
The
Fathers of the Church, with discernment and wisdom, recognized in these fables
a preparation for the Gospel—a vestibule that prepares humanity for the truth
of salvation.
The
educational history of humanity neither begins nor ends with Christianity, yet
in Christianity it finds its fullness and its salvific completion.
Before
the Gospel, humanity was instructed through experience, philosophy, and myth. One of the most significant bearers
of this moral preparation was Aesop, whose fables, in a simple yet penetrating
manner, highlighted timeless truths about human nature.
Aesop’s
fables employ simple images—animals and everyday situations—to convey profound
moral teachings. In a similar manner, Christ spoke to the people through
parables: the Sower, the Prodigal Son, the Good Samaritan. In both cases, truth
is not imposed; it is revealed to the listener who is prepared to reflect.
As
Saint John Chrysostom notes, the parable brings lofty meanings down to the
measure of human weakness, so that teaching may become comprehensible and
experiential:
“Through parables He educates, so that they may receive the truth not by
compulsion, but by free choice” (Homily XLV on Matthew, PG 57, 464).
The
same pedagogical logic is evident in the fables, which function as a mirror of
human behavior.
When
Christ came “in the fullness of time,” He did not abolish natural moral
knowledge, but transcended and perfected it, leading it from the level of
behavior to the level of salvation and communion with God.
Aesop’s
fables function pedagogically: they present condensed narratives with symbolic
figures that culminate in a clear moral conclusion. They act as a mirror of
human behavior, provoking self-knowledge.
Correspondingly,
Christ used parables as a means of revealing the Kingdom of God.
Saint
John Chrysostom, interpreting the parables, emphasizes: “For He does not speak in parables
out of obscurity, but out of condescension, so that He may lead us from
sensible things to intelligible ones” (Homily XLV on Matthew, PG 57, 464).
The Church recognizes that image and example are indispensable for the transmission of truth, especially in a spiritually immature world. Therefore, Aesop’s fables are examined as a preparation for the Gospel and interpreted in the light of the Fathers of the Orthodox Eastern Church.
Myth and Parable as Pedagogical
Forms of Discourse
Examples of Fables and Theological
Correspondences
Myth,
like parable, functions as indirect speech. It does not impose truth but
suggests it. Christ’s parabolic teaching fits precisely within this pedagogical
framework.
Saint John Chrysostom emphasizes that
parables do not aim at obscuring the truth, but at condescension to human
weakness (Homily XLV on Matthew, PG 57, 464).
Human beings are called to recognize themselves within the narrative. The same occurs with Aesop’s fables, which render the listener both judge and, simultaneously, accused of their own behavior.
a) The Hare and the Tortoise –
Patience and Humility
The
fable highlights the superiority of steady progress over arrogant
self-confidence and demonstrates the destructive power of arrogance and the
salvific potential of perseverance.
The
tortoise wins not because of natural gifts, but because of steadfastness. The
same spirit is found in Christ’s words: “Whoever
humbles himself will be exalted.” “He
who endures to the end will be saved” (Matthew 24:13).
Saint
Basil the Great emphasizes that spiritual progress is not the result of speed
or spectacular actions, but of steady ascetic practice and patience in the
struggle for virtue: “The
achievements of virtue are not accomplished in haste, but in time and
patience.” (Very Detailed
Rules (Όροι κατὰ πλάτος), Question 22, PG 31, 1017)
Liturgically,
the Church cultivates the same virtue through repetition and the ascetical
rhythm of the ecclesiastical year.
The Christian life is not a contest of display, but a long journey of ascetic effort. The fable thus functions as a natural foreshadowing of the spiritual path.
b) The Wolf and the Lamb –
Injustice and Innocence
The
fable exposes the mechanism of violence disguised in pseudo-rational
justification and highlights the injustice of power and the abuse of authority.
The strong fabricate causes to justify injustice. The wolf invents false
accusations to legitimize his violence. This is an image of fallen human
authority.
The
Old Testament speaks of Christ: “Like
a lamb before its shearer is silent” (Isaiah 53:7).
Saint
Gregory the Theologian writes that the fable depicts a world without
redemption, while the Gospel reveals redemption through sacrifice, interpreting
Christ’s silence as a free act of love (Oration XLV, PG 36, 632).
The
hymnography of Holy Week transforms this silence into ecclesial experience.
This
image directly refers to Christ as the “blameless Lamb,” who endured unjust
judgment without retaliation.
Saint
Gregory the Theologian emphasizes that God’s true power is revealed not in
violence, but in voluntary sacrifice and love: “He was led as a silent lamb, not
as one powerless, but as one willing.” “He
is wronged and remains silent, in order to heal our injustice” (Oration XLV, On Pascha, PG 36,
632).
The Church sees in the fable a tragic image of the world without Christ, while in the Gospel the victory of innocence is revealed through the Resurrection.
c) The Fox and the Grapes –
Self-Deception and Spiritual Blindness
The
fable reveals humanity’s tendency to turn failure into contempt in order to
protect ego. This mechanism is deeply spiritual.
The
fable vividly describes the mechanism of self-justification and hypocrisy. The
fox devalues what it cannot obtain.
When
a person cannot attain something, they disparage it. This attitude stands in
opposition to Christian sincerity and repentance. The Fathers of the Church
repeatedly warn against spiritual delusion—human attempts to justify passions
instead of healing them: “If
we say that we have no sin, we deceive ourselves” (1 John 1:8).
Saint
Maximus the Confessor analyzes self-love as the root of this delusion: “When the mind cannot acquire
virtue, it invents justifications for the passions.” “Self-love gives birth to delusion,
and delusion justifies the passions” (Chapters
on Love, II, 8, PG 90, 964).
Liturgically,
the spirit of self-accusation is expressed in the Prayer of Saint Ephrem the
Syrian: “Yes, Lord and King, grant me to see my own transgressions…”
The
liturgical life, especially during Great Lent, systematically dismantles this
delusion through prayer and self-reproach.
The fable reveals a psychological mechanism; the Church reveals healing through repentance. Patristic thought deepens the fable, showing that self-deception is not merely a moral flaw, but an obstacle to salvation.
d) The Cicada and the Ant –
Providence, Work, and Spiritual Watchfulness
The
cicada lives in the present without concern for the future. Its negligence
leads to impasse. The fable teaches responsibility and foresight, addressing
accountability toward time.
Apostle
Paul connects work with responsibility: “If anyone is unwilling to work, let
him not eat” (2 Thessalonians 3:10).
Saint
John Chrysostom teaches that work is a means of pedagogy, not merely
subsistence. He links work with spiritual vigilance: “Not work alone, but a
provident disposition saves a person” (On 2nd Thessalonians, PG 62, 485).
The
hymnography of Great Lent calls for vigilance: “My soul, my soul, arise; why
are you sleeping?” (Great Canon of Saint Andrew of Crete).
The fable functions as a call to spiritual watchfulness; the present prepares eternity.
e) The Lion and the Mouse – Mercy
and Humility
The
small mouse saves the mighty lion. The fable overturns the worldly concept of
power: the small saves the great.
Holy
Scripture proclaims that grace is given to the humble: “God gives grace to the
humble” (James 4:6).
Saint Basil the Great emphasizes that true power is not a natural magnitude but a gift of God: “Power lies not in size, but in the grace of God” (Homily on Humility, PG 31, 529).
The
Orthodox Church has never categorically rejected pre-Christian thought. On the
contrary, it subjected it to discernment, distinguished it, and made use of it.
The Fathers saw in Aesop’s fables a preparatory discourse; a natural morality
that prepares humanity to receive the light of the Gospel.
The
classic Patristic formulation of this stance belongs to Saint Basil the Great,
who characterizes “external education” as preparation for life in Christ: “External
wisdom is a kind of preparation for the life according to Christ.”
This
wisdom does not save, but prepares. It does not transform, but educates.
In
his well-known address to the youth, the Saint exhorts them to gather from
secular wisdom whatever leads to virtue, just as the bee takes only the nectar
from the flower: “As bees take only what is useful from flowers, so we also
from secular writings” (Address to the Youth, PG 31, 564).
Aesop’s
fables, therefore, can be viewed as preparation: they cultivate conscience,
enabling humanity to be receptive to the light of the Gospel. Thus, Aesop’s
fables are not adversaries of the Gospel, but servants of its pedagogical
preparation.
What
Aesop suggests, Christ reveals. What natural morality teaches, the Church
transforms into a path of salvation. The Church unites the two, leading
humanity from knowledge to deification.
Natural
morality is not abolished, but finds its fulfillment in Christ, where the word
becomes life and teaching is transformed into salvation.
Aesop’s
fables do not save; they teach. The Gospel does not merely teach; it
transforms. Thus, Aesop speaks to conscience, Christ speaks to the heart, and
the Church leads the whole human person to salvation and deification.
The fables of Aesop and the teaching of Christ meet at the level of moral formation and the cultivation of human ethos. The fables show the path of natural virtue; the Gospel reveals the path of salvation. The Fathers of the Church bridge these two worlds, showing us that every true teaching finds its completion in the light of Christ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.