e-περιοδικό της Ενορίας Μπανάτου εν Ζακύνθω. Ιδιοκτήτης: Πρωτοπρεσβύτερος του Οικουμενικού Θρόνου Παναγιώτης Καποδίστριας (pakapodistrias@gmail.com), υπεύθυνος Γραφείου Τύπου Ι. Μητροπόλεως Ζακύνθου. Οι δημοσιογράφοι δύνανται να αντλούν στοιχεία, αφορώντα σε εκκλησιαστικά δρώμενα της Ζακύνθου, με αναφορά του συνδέσμου των αναδημοσιευόμενων. Η πνευματική ιδιοκτησία προστατεύεται από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Τα νεότερα στα θεματικά ένθετα

Πέμπτη 12 Ιουλίου 2007

Εισοδεύοντας στην επιστήμη του Λιτού ή Η φιλοκαλία των Εικόνων του Χρήστου Ρουσέα


Γράφει ο π. Παναγιώτης Καποδίστριας
[Αποσπάσματα από το βιβλίο του: Σημειώματα Εκκλησιαστικής Ιστορίας από το Μπανάτο Ζακύνθου, Ζάκυνθος 2003, σσ. 19-23]

Ι. ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΤΩΝ ΕΛΑΙΟΓΡΑΦΙΩΝ ΤΟΥ

Μια απόπειρα δειλής κριτικής πρόσβασης (με την έννοια της γόνιμης θέασης) στον αισθητό και κυρίως στον υπεραισθητό Κόσμο ενός καλλιτέχνη και μάλιστα αγιογράφου, από έναν μη ειδικό σε θέματα Ζωγραφίας, αποτελεί τουλάχιστον (για τα κατά κόσμον παραδεδομένα) παράβαση, αν όχι βεβήλωση, της ιερότητας της. Παρά την τρέχουσα όμως αυτήν αντίληψη, υπερισχύει εδώ για εμάς η έσχατη παρηγορία, ότι επιχειρούμε, όχι μια κριτικής διάθεσης προσέγγιση, αλλά μια κατ’ αρχήν και όλο δέος προσωπική εντελώς θέαση στο πολυδιάστατο έργο του άξιου και ακαταπόνητου Ζακυνθινού Καλλιτέχνη -ρέκτη και θεράποντος του Ωραίου και του Ευγενούς- Χρήστου Ρουσέα (1896-1978), ως μία κατ’ αρχήν απόρροια της επίμονης συμπόρευσής μας με τα βιβλικά Πρόσωπα, που δια χειρός του εικονογραφήθηκαν στο Ναό της Φανερωμένης Μπανάτου και, παράλληλα, της επίμονης συνακρόασής μας μ’ Εκείνα άρρητων και μύχιων καταστάσεων θεογνωσίας.

Οι κινήσεις των ιερών αυτών προσώπων, αλλά και του εν γένει βιβλικού φυσικού περιβάλλοντος, που αποδίδει ο Ρουσέας ιστορώντας το Θείον, διαθέτουν μιαν άξαφνη στάση. Σε λίγο λες, θα εκδηλωθούν και πάλι, θα εφορμήσουν στο αέναο γίγνεσθαι, τότε που ο θεατής, ο συνήθως ανέστιος, θα έχει επιτέλους κι αυτός ενταχθεί στο εσω-πραγματικό αυτό τοπίο των σταυροαναστάσιμων φωτοσκιάσεων. Ο φωτισμός του δείχνει να είναι κατάκτηση, γεγονός ανένταχτο ακόμη στο τρέχον Δωδεκάορτο, άρα όχι γεγονός, όραμα μόνο, θέαση αλλογενών και μυστικών πραγμάτων δια του αινίγματος και του δυσδιάκριτου. Όλα μπορεί να προφητεύτηκαν, να συνέβησαν εν χρόνω, να ιστορήθηκαν έπειτα, όμως κανείς δεν μου βγάζει πλέον απ’ το νου, ότι ο εμπειρότατος στην βιβλική ιστορία, στ’ αρχαιόθεν θρυλούμενα και στα παρελθόντα ήδη συμβάντα, μιλάει ολοένα για τα Μελλούμενα, τα Επερχόμενα, τ’ Αναστατικά, προτυπώνοντας κυρίως -ως όφειλε, άλλωστε- τα Έσχατα… Άρα, το κυριαρχικό Φως του όλου εναποτυπωμένου χώρου δεν είν’ εφήμερο και περιστασιακό πια, καθώς μέχρι τώρα το γνωρίσαμε ή το μεταλάβαμε, αλλά πρόκειται για Φως με φι κεφαλαίο, φως διαρκείας, από εκείνο που ονομά;ζουμε θεολογικά ανέσπερο, αδιχοτόμητο, άκτιστο ίσως, ή και ακόμη «(…) ζωή, και ζωοποιούν˙ φως, και φωτός χορηγόν˙ αυτάγαθον, και πηγή αγαθότητος˙ (…) αγαθόν, ευθές, νοερόν, ηγεμονεύον, καθαίρον τα πταίσματα˙ (…) πυρ, εκ πυρός προϊόν, (…)» [από την υμνογραφία της Κυριακής της Πεντηκοστής].


Οι φωνές -αχ, αυτές πάλι και πάντα οι Φωνές!!!, κι αυτές με φι κεφαλαίο- υπάρχουν στα πλαστουργήματα του Ρουσέα, έχουν αναπτυχθεί πέρα-δώθε κι ας μην ακούγονται τώρα δα. Ο διάλογος είναι σ’ αυτήν εδώ τη φάση του χώρου και του χρόνου εσώτατος. Απαιτείται ειδική ακοή, ασκημένη μάλιστα σε ήχους ιδιαίτατους, από τον πλάγιο πρώτο (ας πούμε) έως και τον βαρύ της Οκτωήχου, για να εμπεδώσει κανείς την ησυχαστική διάθεση των εικόνων του, τη φιλοκαλία της σιωπής τους, τη μυστηριακή τους εκζήτηση.

Το πετάρισμα των θερμών και ανάλαφρων χρωμάτων, που μεταχειρίζεται ο υπό θέασιν Καλλιτέχνης, καταφέρνει ν’ αποδεσμεύσει την κρατούμενη μέσα στα συρματοπλέγματα του Ενθάδε λογική μας, να υπερβεί τις γνωστές μας εκκλησιαστικές φόρμες της ζωγραφικής έκφρασης (δηλαδή το αμιγώς βυζαντινό, το σύνηθες κρητικό και το δυτικότροπο τοπίο), συνεισφέροντας ολοένα μια πολύ ενδιαφέρουσα προσωπική άποψη στην απαιτητική Τέχνη της Εικόνας. Ένα επίτευγμα ετούτο, που τον καθιερώνει ως αυθεντικό Δημιουργό και αφιλοκερδή καταθέτη ψυχής, διότι αυτό ακριβώς σημαίνει και είναι Ποίηση: Παραγωγή, δηλαδή «εκ του μη όντος εις το είναι».


Κι ετούτο, για να δικαιωθεί ο πολύς Οδυσσέας Ελύτης, όταν μετ’ επιτάσεως επεσήμαινε παλαιότερα προς κάθε ενδιαφερόμενον ή εμπλεκόμενον, ότι «στους εκατό ζωγράφους οι ογδόντα πνίγονται μέσα στους άλλους είκοσι, μόνο και μόνο επειδή δεν επέτυχαν ή δεν μπόρεσαν εγκαίρως να καταθέσουν την βαπτιστική τους σφραγίδα». Κατά την προσωπική μας πεποίθηση, ο Χρήστος Ρουσέας, όχι μονάχα καταθέτει και διαδηλώνει την χαρακτηριστική και ειδοποιό «βαπτιστική του σφραγίδα», αλλά με τον ήπιο και καλόγνωμο χρωστήρα του μάς αποκαλύπτει μιαν άλλη μέθοδο εκφοράς της ψυχής του, που αξίζει να προσεχθεί και ν’ αξιοποιηθεί απ’ τους ειδικούς.

Το αποτέλεσμα: Ενώ, λοιπόν, απέξω απ’ τον εικονογραφημένο μας Ναό, το Μάταιο και το Υπερφίαλο, το Απρόσωπο και το Προσωρινό, το Άωρο και το Άοσμο του Κόσμου ανάγονται σε up to date διεξόδους αναπνοής και αποχαύνωσης, μέσα, οι φιγούρες οι ενάλιες, καλοριζωμένες βαθιά στο δοκιμασμένο σώμα της Παράδοσης, οι πάλι και πάλι κατακλυσμένες απ’ την υπέρ νουν εμπειρία των θείων ερώτων (μια πνευματική κατάσταση τελείωσης, που υπερβαίνει την εμβέλεια της δικής μας σαρκοντυμένης και υλοκρατούμενης νόησης), γνωρίζουν πολύ καλά την ευθεία οδό και την αλήθεια των Όντων μέσ’ από την επιστήμη του λιτού. Ο Ρουσέας αποδίδει με δύναμη κι ευστοχία τη συν-αίσθηση του δεδοξασμένου ταπεινού, του κεκραγότος αθορύβου και του ευτυχούς φευγαλέου, καθώς επίσης την κυριαρχική και μυστήρια εκείνη απόχρωση του Πάθους και του εντελώς Μετακοσμικού. Πρόκειται για Τέχνη, που ολοένα σού δωρίζεται, σε θέλει εντός και συμμέτοχο ανά πάσα στιγμή και ώρα. Γι’ αυτό μιλάμε κι επιμένουμε για επιτυχία.


Δεν ξέρω (και ούτε καθόλου πια που με γνοιάζει προσωπικά), τι θα είχε ν’ αποφανθεί για την Ποιητική των Εικόνων του Ρουσέα η φερόμενη ως «επίσημη» κριτική της Τέχνης. Εκείνο που εμένα μού αρκεί, κατακυρώνοντας την ως διασώζουσα τη Γνησιότητα δύναμη εντός μου, είναι η παλαιόθεν και διαρκής, σε μέρες νυχτερινές της πρώτης νεότητας, συναναστροφή μου με τους τότε φιλικότατους συνοδίτες μου και αεί συμπαθέστατους αγίους του: Που έχω, δηλαδή, με τον ανυπάκουο προφήτη, τον Ιωνά, συνταφεί στη φιλόξενη κι ευρύχωρη κοιλία του κήτους όχι για τρεις, αλλά για περισσότερες από δεκατρείς χιλιάδες τώρα μέρες. Έχω κρυφακούσει, σας λέω, πλείστες όσες φορές μέχρι και σήμερα πίσω από τις πορφυρένιες κουρτίνες την δίκαιη του Σολομώντα κρίση, εκεί που τελικά το νήπιο δεν εσφάχτηκε κι ευθύς αναπνέεις.

Και ίσως να ημπορώ να σας διαβεβαιώσω, ότι τα πόδια μου όντως δεν εβραχήκανε διαβαίνοντας κάποτε το φουσκωμένο και οργίλο Ποτάμι των Αλυκών πλάι στον Άγιο της Αναφωνήτρας Γούμενο. Αμ, αυτά τα λιοντάρια τ’ ανθρωπόμορφα (σαν τους κακάσχημους συγχωριανούς μας), διαρκώς πεινασμένα -πανάθεμά τα-, πώς τάχεις; Πώς και δεν ξεσκίζουνε θηριωδώς τον Δανιήλ; Πόθεν η εξαίρεση, το θαύμα τριγύρω μας πόθεν;


Τι οφείλουμε, λοιπόν, ως κοινωνία ζακυνθινή, στον Χρήστο Ρουσέα, τον ευπατρίδη της Καλλιτεχνίας και παντός Αγαθού; Πρώτα και κύρια, την υποψία έως βεβαιότητος πια της επικράτησης του Αίσιου στην καθημερινότητά μας δια των εικόνων του˙ την ιστόρηση ευθαρσώς και των δικών μας μικροτήτων πλάι σ’ εκείνες τις εξαγνισμένες ήδη των αγίων, μεταλαμβάνοντας της δικής τους αγιότητας˙ τη θέαση εντέλει εξάπαντος του παμμέγιστου Θείου διά της τεχνοτροπικής του λιτότητας στα χρώματα, στις ψιμιθιές, στην απόκρυφα συντελούμενη λύση τής καλοστημένης ολοένα κοσμικής πλεκτάνης μας.

Γιατί, άραγε, μούρχεται ξαφνικά στο νου ο αψευδής λόγος του Λόγου: «εξομολογούμαι σοι, πάτερ, κύριε του ουρανού και της γης, ότι απέκρυψας ταύτα από σοφών και συνετών, και απεκάλυψας αυτά νηπίοις»; [Μτ 11,25]


ΙΙ. ΑΓΙΟΓΡΑΦΙΕΣ ΤΟΥ ΡΟΥΣΕΑ ΣΤΟΝ ΝΑΟ ΤΗΣ ΦΑΝΕΡΩΜΕΝΗΣ ΤΟΥ ΜΠΑΝΑΤΟΥ


Ο Ναός της Φανερωμένης Μπανάτου αποτελεί μια διαρκή και ζώσα λες, αντιπροσωπευτική πάντως, έκθεση έργων θρησκευτικής - λειτουργικής τέχνης του Χρήστου Ρουσέα, διότι έχει κοσμηθεί ολόκληρο το ξυλόγλυπτο εσωτερικό του με 27 πρωτότυπες και καλαίσθητες ελαιογραφίες του καλλιτέχνη, από τις οποίες οι 26 είναι προσαρμοσμένες στα ξυλόγλυπτα φατνώματα, στο επίπεδο κεντρικό τμήμα και στις καμπύλες προεκτάσεις της ξυλόγλυπτης Ουρανίας τού κυρίως ναού, στο στηθαίο του Γυναικωνίτη και μία μονάχα στην κόγχη της Ιεράς προθέσεως του Βήματος. 


Οι πίνακες αυτοί είναι όλοι αχρονολόγητου, πάντως όμως προπολεμικοί (του 1935 περίπου, κατά τις εκτιμήσεις των παλαιοτέρων ενοριτών) και ανυπόγραφοι, πλην ενός (εκείνου του Αγίου Σπυρίδωνος), που φέρει τη λιτή ένδειξη «ΧΕΙΡ ΧΡΟΥΣΕΑ». Επίσης όλοι έχουν ιστορηθεί από τον δημιουργό τους -δυστυχώς- επάνω σε όχι ανθεκτικό στον χρόνο και στα ζωύφια υλικό (κόντρα πλακέ), γι’ αυτό και ήδη έχουν αρχίσει τα προβλήματα.



Δεν υπάρχουν σχόλια: