Του ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ, Θεολόγου – Καθηγητού
Η λέξη Ησυχασμός παράγεται από το ρήμα ησυχάζω που σημαίνει βρίσκομαι σε κατάσταση σιγής, ηρεμίας και αυτογνωσίας. Ο ησυχαστής μοναχός, αλλά και λαϊκός, πλημμυρισμένος από θείο έρωτα, προσπαθεί να αποβάλλει κάθε κοσμική ενασχόληση και σκέψη, αποζητά την ησυχία και επικεντρώνεται στη μνήμη του Θεού, λέγοντας αδιάλειπτα την νοερά προσευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον με τον αμαρτωλό». Η άσκηση αυτή καθαρίζει την καρδιά από κάθε πάθος και το νου από τους ακάθαρτους λογισμούς, τους οποίους υπαγορεύουν οι δαίμονες. Ο ησυχαστής έτσι αποκτά «νουν Χριστού», όπως είπε ο απόστολος Παύλος. Το μυαλό του, η καρδιά του, οι αισθήσεις του και γενικά ολόκληρη η ψυχοσωματική του υπόσταση γεμίζει από την άκτιστη χάρη και την παρουσία του Θεού, τον καθαρίζει από τους ρύπους της αμαρτίας, τον αγιάζει, τον καθιστά μέτοχο των ακτίστων ενεργειών του Θεού. Με την συνεχή άσκηση ο ησυχαστής αισθάνεται με τις σωματικές του αισθήσεις, βλέπει με τα σωματικά μάτια του το άκτιστο θείο φως, αυτό το φως που είδαν οι άγιοι απόστολοι στο όρος Θαβώρ.