Γραμμένο από τον Δάσκαλο Νικ. Χ. Κοντονή

«Ακούς τους γονείς σου; Κάνεις την προσευχή σου; Λες ψέματα; Κάνεις κακές πράξεις; Ακούς τη Δασκάλα σου; Διαβάζεις τα μαθήματά σου; Ορκίζεσαι; Βλαστημάς;» Αυτές ήταν οι συνηθισμένες ερωτήσεις με το μέρος μας, λέγοντας και κάποιο θείο και φοβισμένο ψεματάκι. Όλα μάς τα συγχωρούσε ο παπάς και Πατέρας μου. Ήταν όμως αυστηρός, σε όσα παιδιά δεν άκουγαν ή στενοχωρούσαν τους γονείς τους και τη δασκάλα τους και ακόμη αυστηρότερος σε όσα βλαστημούσαν. Τα περισσότερα αμαρτήματά μας τα ήξερε βέβαια ο πνευματικός μας. Γιατί ό,τι γινόταν στο χωριό ταξίδευε με μεγάλη ταχύτητα κι έτσι είχε για τον καθένα γνώση των πράξεών μας ο Παπάς μας.

- Βλαστημάς;
- Ε, καμιά φορά,απάντησε το παιδί.
- Και τι βλαστημάς; τον ρώτησε ο Παπάς.
- Ε, Δέσποτά μου, ρίχνω καμία Παναγία και κάνα Χριστό.
Δεν πρόλαβε να τελειώσει και δέχτηκε από το βαρύ χέρι του Παπά ένα γερό χαστούκι. Τότε, λες κι είμαστε όλα τα παιδιά συνεννοημένα, αρχίσαμε να τρέχουμε κι άλλα βγαίναμε από τη βορεινή πόρτα της εκκλησίας, που τότε αυτή ήταν η κυρία είσοδος και άλλα από την πόρτα, που βλέπει προς το νεκροταφείο. Ακόμα και σήμερα, όταν θυμάμαι αυτή την εξομολόγηση, γελάω με την ψυχή μου, με τον τρόπο που φύγαμε από την εκκλησία.
Μοιάζαμε σαν μια φλότα τρυγόνια, που δέχτηκε το σμπάρο του κυνηγού.
Το Πάσχα όμως όλοι κοινωνήσαμε από το χέρι του Παπα-Μπάμπη. Αυστηρός ήταν, αλλά μας αγαπούσε, κι εμείς, όσοι ακόμη υπάρχουμε, τον θυμόμαστε και μιλάμε όμορφα γι’ αυτόν.