Γράφει η Διονυσία Μούσουρα
Αποφράδα Ημέρα

Είναι η δική μου κατάθεση για τους καταστρεπτικούς σεισμούς του 1953, όπου μεταξύ μύθου και γεγονότων, προσπαθώ να καταγράψω αυτό το τραγικό γεγονός, έτσι όπως το βίωσα τότε στο αγαπημένο νησί, 12χρονο παιδί.
Εδώ δεν θα αναφερθώ στα γνωστά, πολλά έχουν γραφτεί από πολλούς και άξιους, θα προσπαθήσω μόνο να μοιραστώ μαζί σας κάποιες οδυνηρές μνήμες εκείνων των ημερών όπου ο καταλύτης χρόνος δεν κατάφερε να σβήσει 55 χρόνια αργότερα.
Η συχωρεμένη η Νόνα μου αποβραδίς της συμφοράς (12ης Αυγούστου) ήλθε στη Μπόχαλη να πάρει εμένα και την αδελφή μου στο Μπανάτο, ώστε να μπορεί η Μαμά μου να φροντίζει το μικρό μας αδελφό, κανείς δεν ήξερε τι θα φέρει η καινούρια μέρα, και να βγάλουν με τον Παπάκη μου έξω στην αυλή ό,τι προλάβαιναν από το κελί της εκκλησίας της Χρυσοπηγής που μέναμε, τουλάχιστον τα ρούχα μας, τα κρεβάτια και τα απολύτως αναγκαία. Ο φόβος για το μεγάλο κακό που ερχόταν, ήταν διάχυτος.
Πήγαμε στη Γαργατσούρα, στο χτήμα του Νόνου. Εκεί, με το φόβο ζωγραφισμένο στα μάτια είχαν μαζευτεί όλοι οι χωριανοί που είχαν χτήματα εκεί κοντά, κι άλλοι λίγο πιο πέρα. Μια εσωτερική ανάγκη για στήριγμα και παρηγοριά ο ένας του άλλου. Κανείς δεν είχε διάθεση για δουλειά, ακόμα κι οι γυρολόγοι με τα ζωντανά φορτωμένα κάθονταν κάτω αγωνιώντας.

Πιαστήκαμε από το χέρι και ξεκινήσαμε κλαίγοντας, χωρίς ψωμί, χωρίς νερό μη γνωρίζοντας τι θα βρίσκαμε μπροστά μας και πού θα καταλήξουμε... Δεν ξέραμε ποιο δρόμο να πάρουμε... Απ΄ όπου περνούσαμε απαντούσαμε χωριανούς, ακόμα και ξένους, που μας παρότρυναν να γυρίσουμε πίσω γιατί θα χαθούμε... θα αφανιστούμε... Η γη κουνιόταν συνεχώς από αλλεπάλληλες δονήσεις κι εμείς με τον τρόμο στη καρδιά, κρατημένες γερά από το χέρι από φόβο μη χωριστούμε, αποφασισμένες να πάμε στους γονείς μας...

Κλαμένες, πεινασμένες, φοβισμένες, λερωμένες από τις πολλές φορές που σκοντάψαμε και κατρακυλήσαμε στα ερείπια, μια και δεν υπήρχαν δρόμοι και χάναμε τον προσανατολισμό μας, με μουτζουρωμένα πρόσωπα από τα δάκρυα και τις σκόνες, πέσαμε στην αγκαλιά του παπάκη μας, όπου γεμάτος αγωνία βρισκόταν συνεχώς κάτω από την εκκλησία του Αρίγγου, εκεί στο ξάγναντο, μήπως και μας δει... Έκλαιγε σαν μικρό παιδί και μάς έσφιγγε στην αγκαλιά του ευχαριστώντας το Θεό, που εισάκουσε τις προσευχές του και προστάτεψε τα παιδιά του, γιατί έτρεμε πως ίσως σκοτωθήκαμε και δεν θα μας ξανάβλεπε ποτέ...
Οποία οδύνη, όμως, όταν φτάνοντας στα πεζούλια της Χρυσοπηγής, αγνάντεψα την ολική καταστροφή... Ολόκληρη τη Χώρα σε σωρούς από ερείπια, με μερικούς τοίχους να στέκονται όρθιοι εδώ κι εκεί, σημαδούρες, απειλώντας τους τολμηρούς ή απελπισμένους όπου έψαχναν στα συντρίμμια ανταποκρινόμενοι στις κραυγές για βοήθεια των εγκλωβισμένων, έρμαιοι της φωτιάς που εξαπλωνόταν με φοβερή ταχύτητα. Εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή, καιγόταν το ιερό της Μητρόπολης... Όταν αντίκρισα την Αγία Τράπεζα ζωσμένη στις φλόγες που έφταναν μέτρα ψηλά, δεν άντεξε η παιδική καρδιά μου κι έπεσα λιπόθυμη...