Γράφει η Διονυσία Μούσουρα-Τσουκαλά

Κείνη τη χρονιά, είχαν έλθει και τα ξαδέλφια από την Αθήνα, ο ξάδελφος σαν πιο μεγάλος και... εφευρετικός, όταν αποκοιμήθηκε ο νόνος το μεσημέρι στο πεζούλι, πήγε με τρόπο και πήρε τα κλειδιά, κόψαμε δρόμο όλοι για τη Γαργατσούρα, δεν είχαμε βάλει κακό στο νου, μόνο έτσι, μια μικρή μάντσια στο νόνο, να ξυπνήσει και να μη βρίσκει τα κλειδιά. Όταν φτάσαμε εκεί, ανοίξαμε το κατζέλο, μπήκαμε μέσα και κοιτάζαμε γύρω τα έχεια τού νόνου μας. Μια δόση, δεν ξέρω ποιος από όλους, γύρισε την κάνουλα στο βαρέλι με το κρασί κι άρχισε να χύνεται. Προσπάθησε να την κλείσει χωρίς επιτυχία, δοκιμάσαμε όλοι, τίποτα… Το κρασί έτρεχε ποτάμι... Πανικοβληθήκαμε κι αντί να φωνάξουμε κάποιον από κει γύρω να βοηθήσει, κλείσαμε γρήγορα την πόρτα, αφήνοντας την κάνουλα να τρέχει κι αρχίσαμε να τρέχουμε πιο γρήγορα εμείς... απαντήσαμε το νόνο στο δρόμο που τράβαγε για τη Γαργατσούρα και τσιμουδιά... Εκείνος φώναζε και απειλούσε θεούς και δαίμονες, γιατί το μυρίστηκε, ότι εμείς τού πήραμε τα κλειδιά... Πού να φανταστεί εκείνη τη στιγμή και τα αποδέλοιπα. Κάποια στιγμή, τού πέταξε τα κλειδιά ο μικρός ξάδελφος κι όπου φύγει-φύγει εμείς...
Όταν γύρισε πίσω από τη Γαργατσούρα, όπου είχε πλέον διαπιστώσει την «καταστροφή», γιατί στην ουσία για κείνα τα χρόνια ήταν καταστροφή να χυθεί ένα βαρέλι κρασί, σήκωσε στο πόδι όλο το χωριό από τις φωνές και τις απειλές του, μάς κυνήγαε με τη μαγκούρα μέχρι που νύχτωσε και από το φόβο μας πήγαμε στην άλλη θεία στην Πάνου Μερία να κοιμηθούμε εκείνο το βράδυ. Μετά από αυτό, κάναμε πολύ καιρό να ξαναπάμε στο Μπανάτο, γιατί φάγαμε καλό μπερντάχι και από τους γονείς μας, οι οποίοι, για να μάς τιμωρήσουν ακόμα περισσότερο, ώστε να συναισθανθούμε το μέγεθος της πράξης μας, δεν μάς άφησαν να ξαναπάμε, μέχρι που πήρε τον δρόμο για την Πόχαλη ο νόνος και... άρθηκε η απαγόρευση.
Ας είναι άγιο το χώμα της γης του Μπανάτου που τον σκεπάζει... Μέχρι που πέθανε, παντρεμένα πια εμείς τα «διαόλια», μάς θύμιζε τα κατορθώματά μας, γελώντας καλοσυνάτα και λέγοντάς μας, να χρωστάμε χάρη που τρέχαμε σαν τα τσακάλια, γιατί αν μάς έπιανε τότε έτσι οργισμένος που ήταν...
Σημείωση: Στη φωτό, ένας άγνωστος/ανώνυμος Μπανατιώτης των αρχών του 20ού αιώνα. Αρχείο π. Π. Κ.