Γράφει ο Μάξιμος Παφίλης, Επίσκοπος Μελιτηνής
Η εσχάτη ημέρα, όχι ένδοξο επιστέγασμα αλλά η τελική εξουθένωση, φέρει το βάρος μιας κούρασης όχι απλώς ανθρώπινης αλλά ιερουργικής, σαν λιβάνι που πνίγει μάλλον παρά ευφραίνει. Πάνω στην Ιερουσαλήμ αιωρείται η βαριά κόπωση των αιώνων, μια σκόνη από δέρματα θυμάτων και στεναγμούς αργόσυρτων ψαλμών· κι η οσμή της δεν πείθει πια για θυσία, περισσότερο μοιάζει με την αφόρητη οικειότητα της συνήθειας. Μέσα σ’ αυτό το τοπίο της τελετουργικής αφλογιστίας, όπου η πείνα του πνεύματος συγχέεται με τον ιδρώτα του δέρματος, Εκείνος στέκεται. Κι η φωνή του δεν είναι ούτε ψίθυρος απόκρυφος, ούτε ιαχή μανίας· είναι κραυγή, σαν λεπίδα από γυαλί, που διαρρηγνύει την αποχαυνωτική ευλάβεια. «Ἐάν τις διψᾷ ἐρχέσθω πρός με καὶ πινέτω». Η πρόσκληση δεν ζητά ευσέβεια, δεν προϋποθέτει πίστη. Στρέφεται προς την ξερή ανάγκη, την άναρθρη κραυγή της σάρκας. Είναι ένα κάλεσμα που προσβάλλει τους ασκημένους στη διαχείριση του Θείου, τους εκπαιδευμένους στη δίαιτα των εντολών, όσους έχουν μεταβολίσει τον Θεό σε επιτρεπόμενη θερμιδική αναλογία.