e-περιοδικό της Ενορίας Μπανάτου εν Ζακύνθω. Ιδιοκτήτης: Πρωτοπρεσβύτερος του Οικουμενικού Θρόνου Παναγιώτης Καποδίστριας (pakapodistrias@gmail.com), υπεύθυνος Γραφείου Τύπου Ι. Μητροπόλεως Ζακύνθου. Οι δημοσιογράφοι δύνανται να αντλούν στοιχεία, αφορώντα σε εκκλησιαστικά δρώμενα της Ζακύνθου, με αναφορά του συνδέσμου των αναδημοσιευόμενων. Η πνευματική ιδιοκτησία προστατεύεται από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Τα νεότερα στα θεματικά ένθετα

Δευτέρα 3 Σεπτεμβρίου 2012

Πολύπλευρο ταλέντο

Γράφει η Διονυσία Μούσουρα-Τσουκαλά από τη Μελβούρνη

Οι ρίζες του  χάνονται κάπου στα βάθη της Μικράς Ασίας. Κανένας δε φαίνεται να θυμάται πότε ήλθε στη Ζάκυνθο και μάλιστα στο Μπανάτο. Προσωπικά, τον θυμάμαι εκεί, αφότου θυμάμαι τον εαυτό μου. Όλες οι εφικτές προσπάθειες μου να διαπιστώσω πότε ήλθε, άκαρπες. Όχι μόνο άνθρωποι της δικής μου γενιάς, αλλά ακόμα και συγγενικά μου άτομα που έφτασαν ή πέρασαν τα 90, δεν μπόρεσαν να μου πουν. Απ’ όλους άκουσα ακριβώς το ίδιο: Δεν είμαι σίγουρος/η, αλλά... εκεί ήταν πάντα!
Θα μπορούσε να είναι ο Δημητρός!...
Ζούσε με τη Μάνα του, πάντα «γριά» τη θυμάμαι... λες κι έτσι γεννήθηκε, ή έτσι την έβλεπαν τα παιδικά μου μάτια. Οι δυο τους μόνοι, δεν χωρούσαν άλλοι ανάμεσά τους. Φιλήσυχοι, φιλικοί, αγαπητοί και οι δύο. Θάλεγες πως το χωριό ολόκληρο τους αγκάλιασε και υιοθέτησε από τη μακρινή εκείνη μέρα που έφτασαν εκεί. Παρά τις τεράστιες διαφορές σε ήθη, έθιμα, στα βιώματα, στη νοοτροπία η Μέλπω και ο Δημητρός, ναι γι’ αυτόν πρόκειται,  ήλθαν κι έδεσαν με τους χωριανούς κι έγιναν Μπανατιώτες! Ούτε το επίθετό τους γνώριζε κανένας, ήταν πασίγνωστος ως «Ο Δημητρός», δε χρειαζόταν άλλες συστάσεις. Έτσι έγινε γνωστός κι έτσι τον γνώριζαν όλοι, όχι μόνο στο Μπανάτο, αλλά και στα γύρω και μακρινά χωριά και στη χώρα!
Τον θυμάμαι πάντα καλοντυμένο με το μοναδικό ίσως κουστούμι του, σκούρο, μάλλον μπλε βαθύ, περιποιημένο και προ παντός ευγενικό και καλομίλητο! Μιλούσε γρήγορα, σχεδόν νευρικά, «νευρόσπαστο» τον αποκαλούσαν κάποιοι, αλλά δε θύμωνε ποτέ. Λεπτός, μάλλον μέτριος σε ανάστημα και αεικίνητος! Αεικίνητος αλλά και ευκίνητος! Πώς να μην ήταν άλλωστε, αφού το ένα από τα τρία μεγάλα ταλέντα που είχε, ήταν ο χορός!
Ο ίδιος σπάνια ή μάλλον ποτέ δε χόρευε, ήταν, όμως, τέλειος Χοροδιδάσκαλος. Σ’ αυτόν, ανεπίσημα, μαθητεύσαμε λίγο-πολύ όλοι! Ποτέ δεν πήρε λεφτά από χωριανούς, άλλο αν τον φίλευαν με ό,τι έβγαζε το χωράφι, μια και ο Δημητρός με τη Μέλπω δεν είχαν κτηματική περιουσία  ώστε να σπείρουν και να φυτέψουν.
Το προσεισμικό τους σπίτι, ομολογώ δεν το θυμάμαι, αυτό που χτίσανε, όμως, μετά το σεισμό, σίγουρα το βλέπω ακόμα μπροστά μου! Μικρό, ασβεστωμένο και με πράσινα, αν δεν με απατά η μνήμη, παντζούρια. Είχε μια μικρή βεράντα μπροστά όπου η Μέλπω την είχε πάντα γεμάτη με γλάστρες, που λίγο πολύ άνθιζαν όλο το χρόνο, γαριφαλιές, γραντούκες, μπουγαρινιές, με κείνο το θεσπέσιο λεπτό άρωμα, γεράνια, μία μεγάλη τζαντζαμινιά (κοινώς: γιασεμί) φυτεμένη στη γωνία να αναρριχάται και να φτάνει στα κεραμίδια και μια λουΐζα στην άλλη γωνία!
Δίδασκε, επαγγελματικά, ευρωπαϊκούς χορούς, όπως ταγκό, βαλς, φοξαγκλέ και ήταν μοναδικός στις καντρίλιες!!!  Μέγα γεγονός, αν σε χορό τις Καντρίλιες τις «φώναζε» ο Δημητρός! Ήταν τελειομανής όμως. Ουαί κι αλίμονο, αν τύχαινε να μας δει να μη χορεύουμε σωστά, έτσι όπως μας έμαθε! Σηκωνόταν απότομα, παραμέριζε τον καβαλιέρο κι έδειχνε τόσο στη ντάμα όσο και σ΄ αυτόν, πώς έπρεπε να κρατά σωστά και να καθοδηγεί  τη ντάμα, ώστε...να μην τη χάσει σε καμιά στροφή! Ήταν περιζήτητος παντού ως χοροδιδάσκαλος!
Ο χορός, όμως, δεν ήταν το μόνο του ταλέντο. Έπαιζε καταπληκτικό μαντολίνο! Σε μάγευε, όταν με τόσο μεράκι και σπάνια τέχνη έπιανε το μαντολίνο στα χέρια του! Τρελαινόμαστε να τον ακούμε! Δίδασκε κιόλας και αυτή του τη τέχνη και δεν του έλειπαν ποτέ οι μαθητές. Κείνα τα χρόνια το μαντολίνο ήταν από τα πιο δημοφιλή μουσικά όργανα, πολύ φοβάμαι ότι σήμερα ελάχιστοι και καθόλου παίζουν μαντολίνο κι είναι κρίμα γιατί είναι όντως μελωδικό όργανο. Άλλαξαν όμως οι εποχές και τα γούστα...στην εποχή των σκυλάδικων που μεσουρανούν στη νυχτερινή ζωή και του Heavy Metal δεν έχει πια θέση το ταπεινό αυτό όργανο... Μόνο κάποιοι πιστοί στην παράδοση και στην ποιότητα επιμένουν και καλά κάνουν!!!
Δεν νοείτο τότε χορός και γλέντι χωρίς το μεγάλο Μαέστρο, τον Δημητρό, να μαγεύει με το μαντολίνο του! Κι εκείνος, ευγενικός και πρόθυμος, ποτέ δεν έλεγε όχι!
Είχε κι άλλο ταλέντο όμως ο Δημητρός. Ήταν υποδηματοποιός! Ο Δημητρός, δεν έφτιαχνε παπούτσια, κομψοτεχνήματα έφτιαχνε, ιδίως γυναικεία παπούτσια! Ήταν τόσο κομψά, καλόγουστα και περιποιημένα, που νόμιζες δεν φτιάχτηκαν από χέρι! Μεγάλη τύχη, τότε, να σου φτιάξει παπούτσια ο Δημητρός! Ήταν πραγματικός καλλιτέχνης! Πολλές φορές, όταν πήγαινα στο χωριό, επειδή το σπίτι του ήταν κοντά στο σπίτι της νόνας μου της Αντριάνας κι επειδή είχαμε μεγάλη φιλία σαν οικογένειες, πήγαινα κι αφού υποσχόμουν να μην τον ενοχλήσω καθόλου σε μιαν άκρη, τον χάζευα όταν δούλευε με  τόση μαεστρία και τέχνη τα παπούτσια που έφτιαχνε! Ευδόκησα να φορέσω κάμποσες φορές παπούτσια από τα χέρια του. Δεν ήταν μόνο πολύ κομψά και όμορφα, αλλά προ παντός ήταν άνετα στο πόδι!
Αλλά, αυτός ήταν ο Δημητρός! Ένας μοναδικός άνθρωπος με πολλά ταλέντα!
Πέθανε τη δεκαετία του ‘90 σε βαθιά γηρατειά. Η στερνή του κατοικία, εκεί στο Μπανάτο, εκεί που έφτασε, ίσως, παιδάκι, στο χωριό που υιοθέτησε και τον υιοθέτησε και που έζησε μαζί με τη μάνα του τη Μέλπω ολόκληρη τη ζωή του!
Θα ήθελα να κλείσω αυτό το αφιέρωμα  στο Δημητρό, αναφερόμενη σε ένα φαιδρό, ας πούμε, επεισόδιο, στο οποίο δεν ήμουν αυτόπτης μάρτυρας, αλλά μου το μετέφερε δικό μου άτομο, που γνώριζε από πρώτο χέρι. Η Μέλπω, σαν όλες τις χωριανές εκείνης της εποχής, είχε κότες όχι μόνο για τ’ αυγά, αλλά «έστρωνε» και κλώσες, όπως όλοι στο χωριό, για να εξασφαλίζει κοτόπουλα για δική τους κατανάλωση, αλλά και για να τα ανταλλάσσουν με το Γυρολόγο και να παίρνουν τα απαραίτητα για το νοικοκυριό τους, ψιλικά και άλλα είδη. Φυσικά είχε και κόκορα. Εκείνος ο συγκεκριμένος κόκορας ήταν προφανώς πολύ... φιλότιμος στο έργο του και, αφού διαλαλούσε πως ξημέρωσε, δεν περιοριζόταν εκεί, αλλά λες κι είχε άχτι όλο το χωριό, μπας και ξεγελάστηκε κανείς και δεν ξύπνησε, ξεσήκωνε τον κόσμο από τα ξεφωνητά για ώρες ολόκληρες, τόσο που κάποτε τον κυνηγούσαν ακόμα κι οι γείτονες με πέτρες και ξύλα, αλλά εκείνος απτόητος συνέχιζε το χαβά του πάρα πέρα, λες κι εμπνεόταν περισσότερο από το κυνηγητό. Ο Δημητρός, που πολλές φορές έπεφτε για ύπνο πολύ αργά, ιδιαίτερα όταν ήταν σε χορό παίζοντας μαντολίνο, δεν μπορούσε να χορτάσει ύπνο ποτέ. Η δόλια η Μέλπω κυνηγούσε τον κόκορα για να… βγάλει το σκασμό, αλλά εκείνος πέρα βρέχει, έπαιρνε μεγαλύτερη φόρα και τσίριζε λες και τον έσφαζαν. Απηυδισμένος ένα πρωί ο φουκαράς ο Δημητρός από τις φωνασκίες του κόκορα, που έλειπε η Μέλπω για να τον κυνηγήσει, σηκώνεται αγριεμένος από το κρεβάτι, βγαίνει, τον καλοπιάνει ρίχνοντάς του ψωμί, ξεθαρρεύει εκείνος και πάει κοντά, τον βουτάει ο Δημητρός και παρά τις έντονες διαμαρτυρίες του, τον τσακώνει και τον χώνει μέσα στο κάτω ντουλάπι του μπουφέ!!! Κλειδώνει και την πόρτα απέξω, παίρνει το κλειδί και το ρίχνει ανενόχλητος πια στον ύπνο!!!
Κάποτε γυρίζει η Μέλπω, ακούει αδικαιολόγητη φασαρία μέσα στο μπουφέ, πάει να ανοίξει, δεν μπορεί, γιατί λείπει το κλειδί και τα υπόλοιπα τ’ αφήνω στη φαντασία σας!!! Μάλλον αυγολέμονο θα έγινε ο φωνακλάς ο κόκορας, γιατί ήταν χειμώνας, όταν έγινε το συγκεκριμένο επεισόδιο και ο Δημητρός βρήκε επιτέλους την ησυχία του!
Με την αγάπη μου σε όλους,
δ.μ.τ.

Ορθόδοξος Μοναχισμός και Φυσικό Περιβάλλον

Ομιλία του Πρωτοπρεσβυτέρου του Οικουμενικού Θρόνου ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑ
κατά την Οικολογική Γιορτή / Εναρκτήρια Σύναξη του β΄ κύκλου του Κέντρου Λόγου ΑΛΗΘΩΣ
[Μπανάτο Ζακύνθου, 30 Αυγούστου 2012]
  
Ένα αγιορείτικο στιγμιότυπο

Πρωί στο κελί του Τιμίου Σταυρού του γέροντα Παϊσίου, κοντά στη Μονή Σταυρονικήτα. Τρίτη μέρα της Σαρακοστής. Είμαστε έξω στο σκεπαστό κι ο γέροντας βράζει γάλα στο καμινέτο, πάνω σ’ ένα κούτσουρο. 
Παραδίπλα είναι, πλαγιασμένα στα χόρτα, τα δυο παιδιά του Γιάννη, που ανεβήκαμε μαζί στο Αγιονόρος -ο Γιάννης κάθεται μόνος του, απέναντι το βράχο. 
Πιο εδώ είναι δυο επισκέπτες, κι αυτοί από τη Θεσσαλονίκη. Στέκονται όρθιοι, ακουμπώντας στην καστανιά. Πενηντάρηδες κι οι δύο, χλωμοί, στρυφνοί. Φαίνονται να είναι από κάποια παρεκκλησιαστική οργάνωση, γιατί κοιτάζουνε αυστηρά, κάπως επιτιμητικά τον γέροντα και σχολιάζουνε μεταξύ τους χαμηλόφωνα. 
Τα παιδιά παίζουνε, κάνουνε φασαρία – οπότε γυρίζει ο Παΐσιος και τα λέει ήρεμα: 
-Μην κάνετε θόρυβο, γιατί εδώ δίπλα, κάτω απ’ το χώμα, είναι κρυμμένοι Αμερικάνοι και θα ξυπνήσουν και θα ‘ρθουν να μας χαλάσουν την ησυχία μας. 
Τα παιδιά σταματούνε, σωπαίνουνε παραξενεμένα. 
Ο Γιάννης απέναντι γέρνει πλάγια στο βράχο, πάνω στο σάκο του. 
Ανάβει τσιγάρο.
Οι δύο επισκέπτες, που φαίνονται σκληροί ευσεβιστές, συνεχίζουν να βλέπουν με αποδοκιμασία τον γέροντα που προσέχει να μη φουσκώσει και χυθεί το γάλα. Ώσπου ο ένας δεν αντέχει και λέει στον καλόγερο: 
-Γέροντα Παΐσιε, είμαστε στις πρώτες μέρες της Σαρακοστής, έχουμε αυστηρή νηστεία, κι εσύ βράζεις να πιεις γάλα; 
Ο γέροντας σωπαίνει. Δεν απαντάει. Πιάνει και κατεβάζει το κατσαρόλι, γιατί το γάλα έβρασε. Μετά πάει στο κελί, φέρνει έξι μικρά, παλιά, πορσελάνινα φλιτζανάκια, τα βάζει μερακλίδικα στη σειρά κι αδειάζει με προσοχή το γάλα μέσα σ’ αυτά. Περιμένει λίγο να κρυώσει, ενώ όλοι τον κοιτάζουμε με απορία, σιωπηλοί. 
Οι δυο ευσεβιστές τα βλέπουνε όλα αυτά με αποστροφή, γιατί σκέφτονται ότι αφού είμαστε όλοι εδώ οι επισκέπτες, έξι και τα φλιτζανάκια, άρα και σ’ αυτούς θα τολμήσει ο καλόγερος να προσφέρει γάλα, τέτοιες μέρες σκληρής νηστείας. 
Ο γέροντας Παΐσιος παίρνει τα γεμάτα φλιτζανάκια ένα-ένα, τα βάζει σ’ ένα ξύλινο δίσκο, τα κουβαλάει και τ’ αφήνει σε απόσταση εφτά μέτρων, στο χώμα, στην άκρη ενός θάμνου. 
Τ' ακουμπάει όλα εκεί, στη σειρά, έπειτα έρχεται, κάθεται δίπλα μας και αρχίζει να κάνει με το στόμα του, κάτι σιγανά, παράξενα σφυρίγματα, κοιτάζοντας προς τους θάμνους.
Δεν περνούνε λίγα λεπτά, και πιο εκεί, μέσα από τα τσαλιά, βγαίνει πολύ προσεκτικά μια οχιά και ύστερα πέντε μικρά φιδάκια – τα παιδιά της. 
Κρατάω την αναπνοή μου. 
Τα φίδια έρχονται, πλησιάζουν όλα, ένα-ένα, σέρνοντας, περνούνε δίπλα μας, πάνε σιγά-σιγά στα φλιτζανάκια, κι αρχίζουν ήρεμα να πίνουν, να ρουφούνε το πρωινό γάλα τους.

Ο περιβαλλοντολόγος ασκητής

Το παραπάνω πραγματικό και άκρως θαυμαστό γεγονός, το οποίο γλαφυρότατα μάς εξιστορεί ο γνωστός συγγραφέας Γιώργος Σκαμπαρδώνης υπό τον τίτλο "ΠΡΩΙΝΟ ΡΟΦΗΜΑ" και που ανασύραμε από το Περιοδικό Αναλόγιον, [εκδ. Ι. Μητροπόλεως Σερβίων και Κοζάνης, 1 (2001) 194 ἑξ.], αφορά σ' ένα τρυφερότατο στιγμιότυπο -απροσδόκητο για τον πολύ κόσμο και την τρέχουσα ορθολογιστική εποχή μας- από τη ζωή και τη μοναστική καθημερινότητα ενός αγιασμένου Γέροντα του 20ού αιώνα, του Μοναχού Παϊσίου του Αγιορείτου (25.7.1924-12.7.1994), κατά κόσμον Αρσενίου Εζνεπίδη από τα Φάρασα της Καππαδοκίας. 

Πλείστα όσα θαυμάσια και συνταρακτικά διηγούνται όσοι κατά καιρούς τον συναναστράφηκαν, τον συμβουλεύτηκαν ή ξαπόστασαν κάτω απ' τον ίσκιο του κολοσσιαίου πνευματικού του παραστήματος, λόγω του καύσωνα των παθών και των λαθών τους, ωφελούμενοι παντοιοτρόπως. Σύμφωνα με τον λόγιο και ποιητή Μοναχό Μωυσή τον Αγιορείτη, ο π. Παΐσιος "υπήρξε έμπειρος, υπομονετικός κι επίμονος ιατρός ψυχών και οδηγός ενός πυκνού πλήθους ανθρώπων με μεγάλες ανάγκες. Ο ιλαρός του λόγος, το παράδειγμά του, οι συμβουλές του σε άγγιζαν, σου μετέδιδαν ειρήνη, τη χάρη της ευλογίας, τη δρόσο του πνεύματος". 

Το χάριν παραδείγματος περιστατικό, που προτάξαμε, αφορά στη σχέση αρμονικής - αγαπητικής συνύπαρξης του ασκητή Παϊσίου με το φυσικό περιβάλλον του καιρού και του τόπου του, έρχεται μάλιστα ν' αποδείξει περίτρανα πως η ψυχική του ανθρώπου αποκάθαρση, η εκ βάθρων ανακαίνιση του πνεύματός του δια της διαρκούς τήρησης καρδιακής αθωότητας και απλότητας του νου έναντι των ειδών και των πραγμάτων που μάς περιτριγυρίζουν (εννοείται, πρώτιστα έναντι του συνανθρώπου), διαθέτει σοβαρές δυναμικές επανόρθωσης του τραγικού εκείνου Διχασμού, τον οποίο κληρονόμησε η ανθρωπότητα ως ρύπο και γονίδιο θανάτου, μετά την προπατορική παρακοή και αυτοκαταδίκη.

Ναι στην κτίση, όχι στην κτήση

Για να μπουν όμως τα πράγματα στη σωστή τους βάση, πρέπει να υπογραμμισθεί με ιδιαίτερη έμφαση, ότι ο π. Παΐσιος δεν αποτελεί απλά και μόνο μια κάποια ενδιαφέρουσα εξαίρεση φωτισμένου ανθρώπου, μήτε είναι κάτι το μοναδικό ή και πολύ μακρινό στην δαιδαλώδη και μακραίωνη ιστορία του Ορθόδοξου Μοναχισμού. Ένας πολύτιμος κρίκος είναι της μακριάς εκείνης αλυσίδας των Αφιερωμένων, οι οποίοι έλαμψαν είτε ως αναχωρητές, είτε στα κοινόβιά τους, κατά την δισχιλιετή πορεία του Χριστιανισμού, κατορθώνοντας συν τω χρόνω, "υστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι, ων ουκ ην άξιος ο κόσμος, εν ερημίαις πλανώμενοι και όρεσι και σπηλαίοις και ταις οπαίς της γης" [Εβρ 11, 37-38], να τους υπακούνε τα στοιχεία της φύσης, να συνομιλούν με τα πουλιά και να συγχνοτίζονται με τ' άγρια ζώα, αποκαθιστώντας με τον αξιοζήλευτο αυτόν τρόπο την αρχαία φιλία με τον περιβάλλοντα Κόσμο, για χάρη της οποίας ο ίδιος ο Θεός έγινε Άνθρωπος και το λεγόμενο "σχέδιο της θείας οικονομίας" μπήκε σ' ενέργεια. 

Όλα τα "Γεροντικά", τα βιβλία δηλαδή με συγκεντρωμένα ψυχωφελή στιγμιότυπα από τον βίο και την πολιτεία διακεκριμένων Ασκητών, γέμουν ανάλογων τέτοιων υπέροχων περιπτώσεων, δημιουργώντας μάλιστα βαθιά συγκίνηση και γόνιμους προβληματισμούς στον κάθε ὑποψιασμένον αναγνώστη. Αξίζει ν' αναφερθούν εδώ κάποια τέτοια παραδείγματα: 

"Ο Άγιος Νείλος ο Ασκητής παροτρύνει τους ανθρώπους να παραδειγματίζονται από τα ζώα τα οποία δεν παρεκκλίνουν από τα φυσικά τους όρια, ενώ εκείνοι που τιμήθηκαν τόσο πολύ από το Θεό παραβιάζουν κατάφωρα τις εντολές του. Η ικανότητα επικοινωνίας του ανθρώπου με τα ζώα ανέκαθεν εθεωρείτο σημείο αγιοσύνης στην Ορθόδοξη Παράδοση.

Σύμφωνα με τον Άγιο Ισαάκ τον Σύρο, τα ζώα παύουν να είναι άγρια προς τον άνθρωπον όταν οσφραίνονται το άρωμα της αγιότητας, της κατάστασης πριν από την αμαρτία. Έτσι ο μεγάλος Άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ είχε ως καλύτερο φίλο του μια αρκούδα στο δάσος της άσκησής του, ενώ ο Άγιος Σέργιος ο Ραντονέζ συχνά απεικονίζεται σε χειρόγραφα της Λαύρας της Αγίας Τριάδος να απευθύνεται σε μοναχούς αλλά και σε άγρια ζώα και πουλιά" [Α ρ χ ι μ α ν δ ρ ί τ ο υ   Μ α κ α ρ ί ο υ   Φ ι λ ο θ έ ο υ   (τώρα Μητροπολίτου Σιδηροκάστρου), "Ὀρθοδοξία και Περιβάλλον", Περιοδικό Εκκλησία 72 (1995) 641].

Αξιομνημόνευτο είναι, ότι τον όσιο Γεράσιμο τον εν Ιορδάνη (επί Κωνσταντίνου του Πωγωνάτου) βοηθούσε στις δουλειές ένα λιοντάρι, τό οποίο μάλιστα οδηγούσε το υδροφόρο γαϊδουράκι του οσίου στόν δρόμο προς και από την πηγή. [Βλ. Α.   Μ.   Σ τ α υ ρ ο π ο ύ λ ο υ, «Ιστορίες με ζώα», Περιοδικό Ο Εφημέριος 44 (1995) 128].

Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης (1866-1938) λυπόταν μέχρι δακρύων για μια μύγα που πάτησε, για τις νυχτερίδες που ζεμάτισε, για ένα φίδι που σφάδαζε κομματιασμένο στον δρόμο. [Βλ. Α ρ χ ι μ α ν δ ρ ί τ ο υ   Σ ω φ ρ ο ν ί ο υ   (Σ α χ ά ρ ω φ),  Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, εκδ. Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας 1999 (8η έκδοση), σ. 582. Πρβλ. στο ίδιο βιβλίο, το Κεφάλαιο «Σκέψεις του Γέροντος περί των φυτών και των ζώων», σ. 116-119.] Για τα φυτά επίσης θεωρούσε αδιανόητη κάθε τραχύτητα, η οποία θα τούς προξενούσε την οποιαδήποτε βλάβη, ούτως ώστε ακόμη και τα χόρτα στα μονοπάτια ή τα φύλλα των δέντρων απέφευγε «άνευ ανάγκης» να κόβει, διότι, όπως έλεγε, «η καρδία, ήτις έμαθε να αγαπά, λυπείται και το φύλλον και πάσαν την κτίσιν», χωρίς όμως ποτέ να φθάνει σε «προσκόληση» για τα πράγματα ετούτα της Κτίσης. 

Ένας άλλος Αγιορείτης, ο παπα-Τύχων (1884-7.9.1968), δεχόταν τακτικές επισκέψεις από μιαν αλεπού και μοιραζόταν το λιγοστό φαγητό του με τ’ άγρια ζώα, ενώ ευχαρίστως άφηνε τα έντομα να θηλάζουν το αίμα του ανενόχλητα. [Μ ο ν α χ ο ύ   Π α ϊ σ ί ο υ   Α γ ι ο ρ ε ί τ ο υ,  Αγιορείται Πατέρες και Αγιορείτικα, εκδ. Ιερόν Ησυχαστήριον «Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος», Σουρωτή Θεσσαλονίκης 1993 (2η έκδοση), σ. 29 (κεφάλαιο για τον παπα-Τύχωνα)]. 

Είναι χαρακτηριστική και η περίπτωση του Γέροντα της Πάτμου Αμφιλοχίου Μακρή (1888-16.4.1970), ο οποίος απαιτούσε από τους εξομολογουμένους, σ' ένδειξη μετάνοιας, να φυτεύουν ένα δέντρο, επειδή -όπως έλεγε συνήθως- "όποιος φυτεύει δέντρο φυτεύει ελπίδα, φυτεύει ειρήνη, φυτεύει αγάπη και έχει τις ευλογίες του Θεού" [Μ η τ ρ ο π ο λ ί τ ο υ   Β ε ρ α τ ί ο υ   Ι γ ν α τ ί ο υ   Τ ρ ι ά ν τ η,  Ο Γέροντας της Πάτμου Αμφιλόχιος Μακρής, Πάτμος 1993]. 


Οι ασκητές αυτοί, παλαιότεροι και νεότεροι, επώνυμοι ή ανώνυμοι (κυρίως αυτοί οι δεύτεροι), με το που κατέστειλαν τον εγωισμό και το κοσμικό φρόνημά τους, 
· ξανάγιναν ζωντανά, ενεργά και αποδοτικότερα στο εξής μέλη της περιρρέουσας Δημιουργίας του Θεού, 
· επανεντάχτηκαν με υποδειγματική ταπεινοφροσύνη στ' άλλα κτίσματα, αναγνωρίζοντας την ιδιαιτερότητα, ιερότητα και μοναδικότητα ενός εκάστου, 
· αγάπησαν ειλικρινά τα υλικά στοιχεία, επειδή νωρίτερα αγάπησαν με όλο τους το είναι τον "πατέρα, παντοκράτορα, ποιητήν ουρανού και γης", 
· σεβάστηκαν την περιβάλλουσα Κτίση, επειδή δεν την αντιμετώπισαν ποτέ ως κτήση τους, φέουδό τους (όπως, δυστυχώς, συμβαίνει συνήθως, στις ωχρές μέρες μας ιδιαίτερα) αλλά "ως μηδέν έχοντες και τα πάντα κατέχοντες" [Β' Κορ 6, 10], 
· διαφύλαξαν με περισσή περίσκεψη, ως καλοί ένοικοι ή έμπιστοι διαχειριστές, τον πρόσκαιρο τόπο της επί γης "φιλοξενίας" τους, διότι καθημερινά βίωναν το "ουκ έχομεν ώδε μένουσαν πόλιν, αλλά την μέλλουσαν επιζητούμεν" [Εβρ 13, 14], 
· προσγειώθηκαν, κατέβηκαν δηλαδή από το επικίνδυνο σύννεφο του Εγώ τους, επειδή έγκαιρα κατανόησαν σε βάθος τη φράση του Δαβίδ: "Του Κυρίου η γη και το πλήρωμα αυτής, η οικουμένη και πάντες οι κατοικούντες εν αυτή" [Ψαλμ. 23, 1], ή τον άλλο στίχο του Ίδιου: "εις τόπον χλόης, εκεἰ με κατεσκήνωσεν, επί ύδατος αναπαύσεως εξέθρεψέ με" [Ψαλμ. 22, 2]. 
· Λόγους και ποιητικές φράσεις, που έτσι κι αλλιώς αναγίγνωσκαν στις καθημερινές τους προσευχές έκαμαν πράξη οι ασκητές, καθώς άλλωστε είχαν υποχρέωση. Πέρασαν, δηλαδή, από την ορθοδοξία στην ορθοπραξία και ο αδιάπτωτος αυτός έμπρακτος σεβασμός του φυσικού περιβάλλοντος κατέστη προσευχή και λατρευτική εκδήλωση προς τον Κύριο και Θεό τους, "ότι αυτός είπε, και εγενήθησαν, αυτός ενετείλατο, και εκτίσθησαν. Έστησεν αυτά εις τον αιώνα και εις τον αιώνα του αιώνος· πρόσταγμα έθετο, και ου παρελεύσεται" [Ψαλμ. 148, 5-6]. 
· Γι' αυτό ακριβώς αναχώρησαν, όσο νωρίτερα μπόρεσαν, από τη ρυπογόνο (με κάθε έννοια) ατμόσφαιρα των πόλεων. Στο εξής, φίλοι τους έγιναν ειλικρινέστεροι και μονιμότεροι "δράκοντες και πάσαι άβυσσοι· πυρ, χάλαζα, χιών, κρύσταλλος, πνεύμα καταιγίδος, (...) τα όρη και πάντες οι βουνοί, ξύλα καρποφόρα και πάσαι κέδροι· τα θηρία και πάντα τα κτήνη, ερπετά και πετεινά πτερωτά" [Ψαλμ. 148, 7-10].

Πρωτοπόροι στον οικολογικό αγώνα

Σεμνύνεται, πραγματικά, η Εκκλησία για την καθημερινή, αθόρυβη και αδιαπραγμάτευτη συνεισφορά του Μοναχισμού της στον εν γένει οικολογικό προβληματισμό. Σεμνύνεται για την κατάθεση ψυχών και σωμάτων κυριολεκτικά στο μέτωπο του κοινού αγώνα, έστω κι αν οι Μοναχοί της δεν εντάχτηκαν ποτέ σε οικολογικά κινήματα και σχήματα, αλλά, με τον απονήρευτο και ανυστερόβουλο τρόπο που οικονομούν συνήθως τα πράγματα του περιβάλλοντός τους, συμμετέχουν καθοριστικά στις διεθνείς προσπάθειες για καλυτέρευση της ποιότητας ζωής και ύπαρξης πάνω στον πλανήτη Γη, τον αιμοστάζοντα ολοένα και διαρκώς πενθούντα, εξ υπαιτιότητος διεστραμμένων εγκεφάλων και άνομων συμφερόντων. 

Η Ορθόδοξη Ασκητική πάντως προηγείται, δίχως μεγαλοστομίες και αβαρείες, στον αγώνα υπέρ του Περιβάλλοντος και στην αγωνία για το μέλλον του. Ίσως, επειδή εκ πεποιθήσεως εφαρμόζει τελικά εκείνο, που ο Οδυσσέας Ελύτης στο «Σηματολόγιόν» του έχει εκφράσει ποιητικότροπα:

«Αν δε στηρίξεις 
το ένα σου πόδι 
έξω απ' τη Γη ποτέ σου 
δεν θα μπορέσεις 
να σταθείς επάνω της».

Και ο νοών, νοείτω!!!...

-----------------------
* Το ανωτέρω κείμενο πρωτοκυκλοφορήθηκε εντύπως στο βιβλίο του π. Παναγιώτη Καποδίστρια, Κεφάλαια Θεολογίας του Περιβάλλοντος, εκδ. Ιεράς Μητροπόλεως Ζακύνθου 2006, σσ. 79-91. Το βιβλίο αυτό, με Πρόλογο του Οικουμενικού Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου, χρησιμοποιήθηκε επί τετραετία ως εγχειρίδιο για το μάθημα "Θρησκεία και Περιβάλλον", που δίδασκε ο ίδιος ο συγγραφέας (2004-10) στο Τμήμα Οικολογίας και Περιβάλλοντος ΤΕΙ Ιονίων Νήσων / Παράρτημα Ζακύνθου (σήμερα Τμήμα Τεχνολογίας Περιβάλλοντος και Οικολογίας).