Γράφει από τη Μελβούρνη η ΔΙΟΝΥΣΙΑ ΜΟΥΣΟΥΡΑ ΤΣΟΥΚΑΛΑ
Με αφορμή τις εξερευνήσεις της αγαπητής μου Μαρίας Σιδηροκαστρίτη-Κοντονή, που
δημοσιεύτηκαν όπως πάντα στο φιλόξενο ιστότοπο
Ίσκιο του Ήσκιου, που με τόση φροντίδα επιμελείται για χρόνια
τώρα ο αγαπητός π. Παναγιώτης, αναφορικά με περιήγησή της στον Ανατολικό
Καστρόλοφο και τη θαυμάσια περιγραφή της, καθώς και την ιδιαίτερη κουβεντούλα
μας σχετικά με τα Μονοπάτια που
κατηφόριζαν από την Μπόχαλη στη Χώρα, τα λεγόμενα Πλάγια, Κοντή και Σαρτζάδα,
θυμήθηκα ένα συγκεκριμένο περιστατικό, το οποίο, παρά το πέρασμα των χρόνων,
παραμένει ζωντανό στη μνήμη ακόμα!
Για τη Σαρτζάδα πρόκειται!
Κάπου 55 χρόνια πριν. Η 19χρονη Τασούλα (όχι το
πραγματικό της όνομα), ξεκίνησε εκείνο το βροχερό πρωινό της Πέμπτης, με μια
σπορ τσάντα στο χέρι που είχε μέσα το πλεκτό της, ένα πουλόβερ μισοτελειωμένο και
άλλα προσωπικά της είδη, για να πάει στη Χώρα, όπου έμενε με τους γονείς της, παρόλο
που, όταν έφτασε στην Μπόχαλη στην αδελφή της αποβραδίς, είχε πει ότι θα έμενε
όλη την ημέρα, εκείνη με κάποια πρόφαση σηκώθηκε το πρωί κι έφυγε.
Μόλις βγήκε από το σπίτι, συνάντησε τον παπά
Πισκοπόπουλο, εφημέριο της Χρυσοπηγής, που κι αυτός πήγαινε στη Χώρα. Κάπου
δυσανασχέτησε, γιατί ήθελε να μείνει μόνη, δεν ήθελε μάρτυρες γι’ αυτό που
σχεδίαζε, γιατί μπορεί να είπε στην αδελφή και στο γαμπρό της πως πάει σπίτι
της, όμως άλλα είχε στο μυαλό της κι άλλα είχε προγραμματίσει!
Αφού τον καλημέρισε και αντάλλαξαν δυο κουβέντες για τον
καιρό που έβρεχε όλη νύχτα και υποχρεωτικά έπρεπε να πάνε από τη Σαρτζάδα,
γιατί από τη λάσπη και τη γλίνα θα ήταν αδιάβατο το μονοπάτι στα Πλάγια, η
Τασούλα σε μια προσπάθεια να τον αποφύγει, είπε ότι εκείνη θα πήγαινε από τα
Πλάγια, δε φοβόταν μήπως γλιστρήσει, είναι μαθημένη από εκεί πηγαίνει πάντα!
Ο παπάς όμως ένιωσε πως πρέπει να την φροντίσει, κόρη
φίλων του είναι, αποκλείεται, της λέει, να την αφήσει να πάει από εκεί,
επικίνδυνα πολύ! Εδώ κι από τη Σαρτζάδα να πήγαιναν υπήρχε φόβος
από τη λάσπη, πόσο μάλλον από τα Πλάγια. Η Τασούλα
υποχρεώθηκε να υποχωρήσει, για να μην κινήσει υποψίες και ο καλοκάγαθος παπάς,
που ούτε ψυλλιάστηκε τι μαγείρευε η κοπέλα, της πήρε την τσάντα να την κρατήσει
εκείνος, ώστε να μην έχει βάρος η Τασούλα και να μπορεί να πιάνεται όπου
γινόταν επικίνδυνο το μονοπάτι.
Σε όλο το δρόμο, όλες οι προσπάθειες του παπά για
κουβέντα έπεφταν στο κενό, αφού με το
στανιό τού απαντούσε και μονολεκτικά. Τον ξένισε η συμπεριφορά της, γιατί την
ήξερε για πολύ ευγενικό, πρόσχαρο κι ομιλητικό κορίτσι. Με το θάρρος, λόγω
φιλίας και ηλικίας, τη ρώτησε αν της συνέβαινε κάτι, επειδή φαινόταν πολύ
ανήσυχη. Τον διαβεβαίωσε ευγενικά ότι δεν έτρεχε τίποτα, απλά
είχε πονοκέφαλο κι ας μην την παρεξηγήσει που δεν έχει διάθεση για κουβέντα.
Παρέμεινε προβληματισμένος κάπως ο παπάς και σκεφτόταν να
περάσει από το σπίτι της, πριν γυρίσει στην Μπόχαλη να δει τους γονείς της και
να βεβαιωθεί ότι όντως δεν έτρεχε τίποτα.
Φτάνοντας στη Χώρα, μ’ ένα γρήγορο χαιρετισμό η Τασούλα
εξαφανίστηκε βαδίζοντας πολύ γρήγορα. Έμεινε να κοιτάζει το δρόμο σκεφτικός ο
παπάς: «Μπα, κάτι συμβαίνει, δεν είναι φυσιολογική συμπεριφορά αυτή»... Αποφάσισε
να κάνει τις δουλειές του και οπωσδήποτε να περάσει από το σπίτι της να δει τι
γίνεται.
Με τούτα και μ’ εκείνα πέρασε η ώρα κι ο παπά
Πισκοπόπουλος έφτασε στο σπίτι της Τασούλας το μεσημέρι. Τα ’χασε με την
αναστάτωση που επικρατούσε... Ήταν εκεί ο παπά Γιώργης, εφημέριος της ενορίας
της Τασούλας, ο διοικητής της Αστυνομίας και ένας γνωστός δικηγόρος. Η μάνα της
Τασούλας έκλαιγε απαρηγόρητα, ο πατέρας της ανάστατος και όλοι μαζί μιλούσαν
χωρίς ο παπάς να βρίσκει άκρη...
Κάποια στιγμή, του εξήγησαν πως... κλέψαν την Τασούλα!!! Πήγε
κάποιος κι είπε στο μικρό της αδελφό ότι την απήγαγαν τρεις-τέσσερις, όπου
απειλώντας την με πιστόλια και μαχαίρια την ανάγκασαν να μπει σ’ ένα ταξί! Κινητοποιήθηκαν
αστυνομία κ.λπ., για να διαπιστώσουν τελικά, από τον ταξιτζή, που, όταν
πληροφορήθηκε τι διαδόθηκε προσφέρθηκε να διευκρινίσει την κατάσταση, ότι ναι
μεν μπήκε στο ταξί μαζί μ’ ένα νέο, τον τάδε, αλλά ότι ήταν μόνος του και
κανείς δεν την απείλησε, απλά συναντήθηκαν στη Χώρα, την περίμενε ο νέος με
τον... μυημένο στο μυστικό ταξιτζή και πήγαν σπίτι του στο τάδε χωριό στον
Κάμπο!!!
Με λίγα λόγια, εκούσια απαγωγή!!! Έρως ανίκατε μάχαν! Τώρα βέβαια τι Έρως ήταν
και τι ζωή πέρασε η Τασούλα, δεν είναι θέμα που θα μας απασχολήσει εδώ! Αλλά,
όταν είσαι μόνο 19 χρονών και χωρίς την παραμικρή εμπειρία από τη ζωή, πώς να
έχεις κρίση σωστή και να πάρεις σωστές αποφάσεις!
Όπως η ίδια η Τασούλα είπε πολλές φορές μετέπειτα, οι
γονείς της, μολονότι φτωχοί μεροκαματιάρηδες, έκαναν ό,τι μπορούσαν να την
μορφώσουν στέλνοντας την στο Γυμνάσιο, δεν ήταν και λίγο για εκείνα τα δύσκολα
χρόνια. Στο Γυμνάσιο όμως της έμαθαν Γραμματική και Άλγεβρα, Ιστορία και
Γεωγραφία... Για τη ζωή δεν της είπαν τίποτα, γνώσεις ξερές μόνο. Κανείς δε
γνοιάστηκε να της πει πως η παντρειά δεν είναι εύκολο πράγμα, ούτε μπάλωμα να
το ξηλώσεις ή να το αλλάξεις...
Και ο παπά Πισκοπόπουλος να χτυπάει το κεφάλι του, που
όχι μόνο δε μυρίστηκε τίποτα, ώστε να προσπαθήσει να την αποτρέψει από κάτι
τέτοιο, αλλά επί πλέον της κουβαλούσε και την τσάντα!!! Μέχρι να φτάσει στην
Μπόχαλη τον είχαν προλάβει τα μαντάτα, όπου άλλοι τον κατηγορούσαν πως μπορεί
και να το ήξερε και να έκανε τα στραβά μάτια, άλλοι πως ήταν ντιπ αγαθός· τόσο δρόμο πήγαν μαζί κι αυτός, αφού είδε την περίεργη
στάση της την άφησε να φύγει, ενώ έπρεπε να επιμένει να την συνοδεύσει στο
σπίτι της και άλλοι τον πήραν στο ψιλό πως της κουβαλούσε και την τσάντα!
Με τον καιρό ξεχάστηκαν οι υποψίες και έμμεσες κατηγορίες
κι έμεινε μόνο η καζούρα, που για χρόνια του έκαναν οι Μποχαλιώτες και στην
οποία με το χιούμορ που τον διέκρινε συμμετείχε και ο ίδιος, δίνοντάς τους
αφορμή να τον πειράζουν ακόμα περισσότερο, ότι ναι, τον ξεγέλασε ένα μικρό κορίτσι
κι αυτός όχι μόνο άθελά του έγινε συνεργός, αλλά κουβαλούσε και την τσάντα!
Με την αγάπη μου πάντα σε όλους,
δ.μ.τ.