e-περιοδικό της Ενορίας Μπανάτου εν Ζακύνθω. Ιδιοκτήτης: Πρωτοπρεσβύτερος του Οικουμενικού Θρόνου Παναγιώτης Καποδίστριας (pakapodistrias@gmail.com), υπεύθυνος Γραφείου Τύπου Ι. Μητροπόλεως Ζακύνθου. Οι δημοσιογράφοι δύνανται να αντλούν στοιχεία, αφορώντα σε εκκλησιαστικά δρώμενα της Ζακύνθου, με αναφορά του συνδέσμου των αναδημοσιευόμενων. Η πνευματική ιδιοκτησία προστατεύεται από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Τα νεότερα στα θεματικά ένθετα

Κυριακή 2 Νοεμβρίου 2014

Μπρος στα κάλλη…

Γράφει η ΔΙΟΝΥΣΙΑ ΜΟΥΣΟΥΡΑ από τη Μελβούρνη

Δεν πρέπει να ήμουν πάνω από πέντε-έξι το πολύ χρονών! Καλοκαιράκι απόγευμα κι εγώ, ως συνήθως, στο Μπανάτο στη Νόνα μου, την Αντριάνα. Κάθεται με τις γειτόνισσες στην αυλή μπροστά και... ξεμπουζακώνουν τα τσουράπια του αντρώνε κι εμάς του παιδιώνε. Άσπρα τα δικά μας, μαύρα του αντρώνε. Φυσικά, αφού μάζεψαν στην καλαμένια ανέμη τα τσικλιά με το γνέμα, που τους χρειαζόταν.
Ως συνήθως, κουβεντιάζουν για πολλά και διάφορα, όπως, τα νέα του χωριού, ποιος παντρεύεται, ποιος είναι ετοιμοθάνατος, ποιος νεαρός γλυκοκοιτάζει ποια κοπέλα κι όχι μόνο πάει πάνω-κάτω με το ποδήλατο για να κάνει το κομμάτι του, «αλλά χτυπάει και το κουδούνι μπας και δεν τον ακούσουμε και τον χάσουμε από πελάτη»!
Εμείς τα ξαδελφάκια, μαζεμένα εκεί το γύρω παίζουμε, αλλά στήνουμε πότε-πότε και αυτί, έτσι στα κρυφά, γιατί μας έβαζαν τις φωνές, ότι τάχα μου αυτά που κουβεντιάζανε δεν ήταν για παιδιά! Έτσι όμως κέντριζαν περισσότερο την περιέργειά μας και χωρίς να το παίρνουν χαμπάρι, στήναμε αυτί για τα καλά, ιδιαίτερα όταν έσκυφταν όλες μπροστά και σιγοψιθύριζαν, τότε να δεις εμείς, μωρέ σας λέω λέξη δε χάναμε!!!
Έτσι, στα σιγοψιθυρίσματα άκουσα μία από όλες να λέει στη Νόνα μου για τη Μαμά μου πόσο όμορφη ήταν! Και ότι, εντάξει, παπαδία είναι, δεν μπορεί να βάζει μπούτρα και φτιασίδια σαν τις άλλες γυναίκες, αλλά, αν έβγαζε λίγο τα φρύδια της, θα ήταν πολύ πιο όμορφη!!!
«Μπα», απόρησα εγώ, «δηλαδή τα φρύδια ασχημίζουν τις γυναίκες;  Μα τότε τι λένε για γαϊτανοφρύδες και φρύδια "γραμμένα" κι άλλα»; Προβληματίστηκα πολύ, έκαμα νόημα σε μια ξαδέλφη μου που είμαστε μαζί, πάμε μέσα, της λέω το και το«Αν, λοιπόν, βγάλουμε κι εμείς τα φρύδια μας, θα είμαστε όμορφες, το "πιο όμορφες" άστο, αλλά τουλάχιστον, υποφερτές»!
Με κοίταξε απορημένη και μου λέει, «και πώς τα βγάζουν τα φρύδια»; Σιγά και μην ήξερα… Σκεφτήκαμε κάμποσο και καταλήξαμε να τα κόψουμε με το ψαλιδάκι το μικρό του κεντήματος που είχε η Νόνα μας. Βαστάει τσίλιες η μία, να μην μας πάρουν χαμπάρι, η άλλη μπαίνει  με τρόπο στο δωμάτιο, βρίσκει και παίρνει το ψαλιδάκι, κλεινόμαστε δίπλα στο άλλο δωμάτιο όπου είχε και καθρέφτη και αρχίζουμε το έργο μας!
Κάποια στιγμή, αποφασίσαμε πως, αν κόβαμε και τα ματοτσίνορα, θα γινόμαστε ακόμα πιο όμορφες, οπότε πάνε κι αυτά και με κίνδυνο να βγάλουμε και κάνα μάτι! Απορήσαμε όταν κοιταχτήκαμε για καλά στον καθρέφτη και δεν μας φανήκαμε όχι όμορφες, αλλά ούτε υποφερτές! Αρχίσαμε να κλαίμε από τον φόβο μας, γι’ αυτό που κάναμε και γι’ αυτό που βλέπαμε στον καθρέφτη.
Τρέχουνε μέσα όλες και τι να δουν...
- Παναγία βόηθα..., φωνάζει η Νόνα, τι πάθατε παιδάκι μου; Πού να πάει το μυαλό τής καλής μας της Νόνας στο ανδραγάθημα που κάναμε εμείς... Από τα χάλια που είχαμε, ούτε που ζυγώναμε σε καθρέφτη. Δεν είχαμε συνέλθει εμείς και η Νόνα με τις γειτόνισσες, όταν λέει η Νόνα, «να δω με τι μούτρα θα πάτε σπίτια σας, θα σας σκοτώσουν οι μανάδες σας», να ξανά γοερά κλάματα εμείς.
Και τώρα; Τι κάνουμε και πού να εμφανιστούμε έτσι; Μία γειτόνισσα, είπε να μας βάλουν λίγη μαυρίλα, έτσι σα φρύδι, με κάρβουνο γιατί πάρα-είμαστε χάλια και τι να λέμε στον κόσμο;  Πιάνει το κάρβουνο λίγο από δω λίγο από κει μας μουτζουρώνει, πού να βγεις έξω;
Αναπόφευκτα κάποια στιγμή πήγαμε σπίτι, αφού προηγήθηκε η Νόνα μου που με πήγε στην Μπόχαλη, να προετοιμάσει κάπως τη Μαμά μου... «μην τσή ‘ρθει κόλπο και μείνει τον τόπο», αλλά και για να με γλιτώσει από το μπερντάχι που προέβλεπε να ακολουθήσει. Τελικά, μέχρι να φτάσουμε, είχα τέτοια μαύρα χάλια από το πολύ το κλάμα, όχι τόσο από το φόβο μου, όσο που μια ματιά που έριξα στον καθρέφτη, έφριξα που η δόλια η Νόνα μου προσπαθούσε να με παρηγορήσει ότι σε λίγο θα ξαναβγούν οι τρίχες και θα φαίνομαι πιο όμορφη κι από πρώτα!
Φτάνοντας, πρώτη με είδε η αδελφή μου που έπαιζε στην αυλή. Στην αρχή θορυβήθηκε  από τα κλάματα μου, μα σαν πλησίασε κοντά κι είδε τα χάλια μου, άρχισε να γελάει δυνατά και να φωνάζει όλους κι όλες γύρω να με... καμαρώσουν, ενώ ταυτόχρονα με ρωτούσε τι έκαμα κι έγιναν έτσι τα μούτρα μου σαν... κ#@ος!
Ευτυχώς και μέχρι ν’ ανοίξουν τα Σχολεία είχαν κάπως μεγαλώσει και τα φρύδια, αλλά και τα ματοτσίνορα και δεν φαίνονταν τόσο πολύ παρά μόνο από προσεκτικό παρατηρητή κι εγώ απόφευγα τα πολλά-πολλά με όλους! Η αδελφή μου, με λυπόταν και κάθε πρωί έπιανε ένα μικρό μυτερό κάρβουνο και με μεγάλη τέχνη μού χάραζε μια μαύρη χοντρούτσικη γραμμή, για να μη χτυπάει από μακριά η χαζομάρα που είχα κάνει! Απόφευγα όμως να ζυγώνω τη Μαμά μου, γιατί για πολύ καιρό, κάθε φορά που με έβλεπε από κοντά, μού ‘ριχνε και από μία φουσκιά.  Δεν έμαθα ποτέ, αν πήρε χαμπάρι ο παπάκης μου κι επειδή καταλάβαινε πόσο στενοχωρημένη είμαι, έκανε πως δεν ήξερε, αφού άλλωστε την τιμωρία για το... έγκλημα την είχε αναλάβει επαξίως  η Μαμά μου έτσι κι αλλιώς!
Γεγονός αναμφισβήτητο, όμως, πως για τη γυναίκα ίσχυε, ισχύει και θα ισχύει εσαεί το «Μπρος στα κάλλη, τ΄ είν΄ ο πόνος»!
Με την αγάπη μου
δ.μ.

Ευθύβολος Λόγος του Μητροπολίτου Αδριανουπόλεως, εκ προσώπου του Οικουμενικού Πατριάρχου, προς τον νέο Μητροπολίτη Γρεβενών


Μητροπολίτου Ἀδριανουπόλεως Ἀμφιλοχίου,
ΠΡΟΣΦΩΝΗΣΙΣ 
ΠΡΟΝ ΤΟΝ ΣΕΒ. ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΝ ΓΡΕΒΕΝΩΝ κ. κ. ΔΑΥΙΔ, ΕΠΙ ΤΗ ΕΝΘΡΟΝΙΣΕΙ ΑΥΤΟΥ,
(Γρεβενά, 2 Νοεμβρίου 2014)

Μακαριώτατε Ἀρχιεπίσκοπε Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος κ. κ. Ἱερώνυμε,
Σεβασμιώτατοι καὶ Θεοφιλέστατοι ἅγιοι Ἀρχιερεῖς,
Ἀγαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί, κληρικοὶ καὶ λαϊκοί,
Σεβασμιώτατε καὶ πολυτίμητε ἀδελφέ,
Μητροπολῖτα τῆς ἁγιωτάτης Ἐπαρχίας ταύτης, κύριε Δαυΐδ,

Ἐν εὐφροσύνῃ καὶ ἀγαλλιάσει πολλῇ, ἡ Α. Θ. Π. ὁ κοινὸς Πατὴρ καὶ Δεσπότης πάντων ἡμῶν, ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης κ. κ. Βαρθολομαῖος, ὡς καὶ σύμπασα ἡ ἁγία τοῦ Χριστοῦ Μεγάλη Ἐκκλησία, διὰ τῆς ἐμῆς οὐδενίας, μετέχει εἰς τὴν χαρμόσυνον καὶ ἀνεπανάληπτον στιγμὴν τῆς Ἐνθρονίσεώς σου εἰς τὴν ἀκριτικὴν Μητρόπολιν τῶν Γρεβενῶν. Καὶ χαίρει καὶ σκιρτᾶ καὶ λαμπρύνεται ἡ Μαρτυρικὴ Πρωτόθρονος ἐν Κωνσταντινουπόλει Ἐκκλησία, καθ’ ὅσον βλέπει εἰς τὰς κανονικὰς Ἐπαρχίας αὐτῆς νὰ ἐγκαθίστανται Ποιμένες ἄξιοι, κατακεκοσμημένοι ἀρεταῖς ποικίλαις καὶ χαρίσμασι πλουσίοις.

Ἐν πληθούσῃ Ἐκκλησίᾳ, λοιπόν, καὶ ἐν Λαῷ πολυαρίθμῳ καθίστασαι σήμερον, διὰ τῆς σεμνῆς καὶ μεγαλοπρεποῦς αὐτῆς τελετῆς, Ποιμενάρχης καὶ Ἐπίσκοπος εἰς τὴν ἀκρώρειαν αὐτὴν τῆς εὐλογημένης Μακεδονίτιδος Γῆς καὶ συναρμόζεσαι καὶ συνάπτεσαι μὲ δεσμοὺς ἀκαταλύτους καὶ ἀρραγεῖς πρὸς τὸ Θυσιαστήριον τῆς Μητροπολιτικῆς Σου Καθέδρας καὶ ἀναδεικνύεσαι Πρῶτος καὶ ἔσχατος συγχρόνως, Διδάσκαλος, ἀλλὰ καὶ μαθητής, Κύριος κατ’ ὄνομα, ἀλλ’ ὑπηρέτης καὶ διάκονος κατ’ οὐσίαν τῶν εὐσεβῶν τέκνων τῆς Μητροπόλεώς σου.

Γνωρίζεις καλῶς ὅτι ὁ Ἐπίσκοπος ἵσταται εἰς τύπον καὶ τόπον Χριστοῦ ἀνὰ πᾶσαν ὥραν καὶ στιγμήν, ἐν ἑτοιμότητι, ἵνα θύσῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ὑπὲρ τῶν ἰδίων προβάτων. Ἡ μέχρι τώρα ἐκκλησιαστική σου πορεία ἀποτελεῖ τὴν ἀσφαλεστέραν διαβεβαίωσιν ὅτι θὰ πορευθῇς ποιμαίνων τὰ λογικὰ πρόβατα τοῦ Χριστοῦ μὲ αὐταπάρνησιν καὶ θυσιαστικὴν ἐξάντλησιν ὅλων τῶν δυνάμεών σου.

Εἰργάσθης ἀόκνως καὶ ἐμπόνως εἰς τὸ γεώργιον τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἐπέδειξες, κατὰ κοινὴν τῶν πάντων ἐκ τῆς πείρας των ὁμολογίαν, ἦθος ἀδαμάντινον, πολιτείαν κρυσταλλίνην, ζωὴν ἱερατικὴν σεμνήν, ἀθόρυβον καὶ ὁσίαν, ἀλλὰ καὶ ἀφοσίωσιν ἀκλινῆ καὶ ὑποδειγματικὴν πρὸς τὴν Μητέρα Ἐκκλησίαν, εἰς τὰς ἀγκάλας τῆς ὁποίας καὶ ἐγεννήθης καὶ ἐγαλουχήθης καὶ ἠνδρώθης καὶ τῆς ὁποίας Ἐπίσκοπον ἐξελέξατό Σε ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ, ἡ τὰ πάντα προνοοῦσα διὰ τὴν εὐστάθειαν τῶν ἁγίων Ἐκκλησιῶν.

Προνόμιον μέγα καὶ τιμὴν ἐπίζηλον, κατὰ τοὺς προσφάτους Πατριαρχικοὺς λόγους, ἀποτελεῖ δι’ ἐσέ, Σεβασμιώτατε ἅγιε ἀδελφέ, τὸ γεγονὸς ὅτι δικαιωματικῶς ἀνήκεις εἰς τὴν Ἱεραρχίαν τοῦ πανιέρου Οἰκουμενικοῦ Θρόνου, καθ’ ὅσον ἡ Ἐκκλησιαστικὴ Ἐπαρχία τῶν Γρεβενῶν, ὡς καὶ πλεῖσται ἄλλαι, «ἀνήκουν εἰς τὴν Μητέρα [μας] μαρτυρικὴν Ἐκκλησίαν, ἡ ὁποία ἔδωσε τὸ αἷμα της δι᾿ αὐτάς, διὰ νὰ μείνουν ἐπαρχίαι Ἑλληνικαί˙ τὰς ἐπροστάτευσε κατὰ τὸν Μακεδονικὸν ἀγῶνα καὶ πάντοτε, διαχρονικῶς. Ἀποτελοῦν ἀναπόσπαστον τμῆμα τῆς πνευματικῆς καὶ κανονικῆς δικαιοδοσίας [της]. [Καὶ] ἡ σχέσις μας [ἐν τέλει μὲ αὐτήν] δὲν εἶναι ποσῶς ἐθιμοτυπική, εἶναι πολλῷ μᾶλλον εὐχαριστιακή, [καί] λειτουργική» [1].

Κατακλείοντες τὸ ἐκ προσώπου τῆς Α.Θ.Π. τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου ταπεινὸν τοῦτο προσφώνημα, διαβεβαιούμεθα τήν φιλτάτην Σεβασμιότητά σου διὰ τὴν καρδιακὴν ἀγάπην, στήριξιν, ἀρωγὴν καὶ πατρικὴν μέριμνάν Του πρὸς τὴν κατὰ τὰ Γρεβενὰ παροικοῦσαν Ἐκκλησίαν˙ μεταφέρομεν πρός σε τὸν ἐγκάρδιον Αὐτοῦ ἀσπασμὸν καὶ τὴν Πατρικὴν καὶ Πατριαρχικὴν εὐλογίαν Του, ὡς καὶ πρὸς τὸν εὐλογημένον Λαὸν τῶν Γρεβενῶν, καὶ ἀναβοῶμεν σοι στεντορείᾳ τῇ φωνῇ, τὸ «ΑΞΙΟΣ»!

___________________________________________

[1] Δήλωσις τῆς Α.Θ.Παναγιότητος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ.κ. ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΥ κατά τήν ἀναχώρησιν Αὐτοῦ ἐκ Θράκης, 24 Σεπτεμβρίου 2014.

Ομιλία του Μητροπολίτου Σηλυβρίας κ. Μαξίμου, κατά την Πατριαρχική και Συνοδική Λειτουργία, για την επέτειο των 200 χρόνων της Μουσικής Μεταρρύθμισης (2.11.2014)

Ἐν τῇ πανηγυρικῇ καί δοξολογικῇ ἀτμοσφαίρᾳ τῆς σήμερον τελουμένης Θείας Λειτουργίας, ἡ Ἁγία τοῦ Χριστοῦ Μεγάλη Ἐκκλησία, εἰσηγήσει τῆς Αὐτοῦ Θειοτάτης Παναγιότητος, τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου, συνοδικῇ δέ ἀποφάσει, ἑορτάζει τό σημαντικόν γεγονός τῆς συμπληρώσεως 200 ἐτῶν ἀπό τῆς συνθέσεως ὑπό τῶν τριῶν διδασκάλων, Μητροπολίτου Προύσης κυροῦ Χρυσάνθου, τοῦ ἐκ Μαδύτων, Γρηγορίου τοῦ Λαμπαδαρίου καί Χουρμουζίου τοῦ Χαρτοφύλακος, τῆς νέας λεγομένης μουσικῆς μεθόδου, ἡ ὁποία συνέβαλε τά μέγιστα εἰς τήν διαμόρφωσιν καί παγίωσιν τῆς εὐχεροῦς ἐκτελέσεως τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἡμῶν μουσικῆς, ὡς καί εἰς τήν εὐρεῖαν καί ἄμεσον διάδοσιν αὐτῆς.

Παναγιώτατε Δέσποτα,
Σεβασμιώτατοι ἅγιοι Ἀρχιερεῖς,
Λαέ τοῦ Θεοῦ,

Ἡ ἐκκλησιαστική μουσική εἶναι ἀναποσπάστως συνδεδεμένη μετά τῆς λατρείας τῆς Ὀρθοδόξου ἡμῶν Ἐκκλησίας καί μετά τῆς τελέσεως τῆς Θείας Λειτουργίας, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τό κέντρον τῆς Ὀρθοδόξου λατρείας. Εἶναι ἡ διά τῶν ἀνθρωπίνων χειλέων ἱκεσία καί δοξολογία πρός τόν Πανάγαθον Τριαδικόν Θεόν, δοξολογία ἀναπεμφθεῖσα, τό πρῶτον, ὑπό τῶν Ἀγγέλων, κατά τήν σάρκωσιν τοῦ Θεοῦ Λόγου. «Δόξα ἐν ὑψίστοις ἐν Θεῷ καί ἐπί γῆς εἰρήνη ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία». Ὡς ἐκκλησιαστική μουσική ὑπάρχει διά νά προάγῃ τό ἐκκλησιαστικόν σῶμα καί ἐν τῷ σημείῳ τούτῳ, ἄς μοι ἐπιτραπῇ νά ἐπισημάνω ὅτι ἐξ ἱστορικῆς παρερμηνείας ἐπεκράτησεν ὁ ὅρος βυζαντινή μουσική, ἀντί τοῦ ὀρθοῦ ἐκκλησιαστική μουσική. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δέν διαθέτει μίαν μουσικήν ἀνατολικοῦ-μυστικιστικοῦ τύπου, εὐφραίνουσαν μόνον τάς ἀκοάς καί ἀποτελοῦσαν μέσον πρός ἱκανοποίησιν μόνον ἀτομικῶν καί ψυχολογικῶν ἀναγκῶν. Τό μουσικόν μέλος καί ἐν γένει ἡ ἐκκλησιαστική ὑμνωδία ἔχουν ἀναγωγικόν-θεολογικόν χαρακτῆρα καί συμβάλλουν εἰς τήν ὑπό τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος ἀφομοίωσιν τῶν δογματικῶν ἀληθειῶν καί τοῦ μυστηρίου τῆς θείας ἑνότητος καί ἀγάπης. Ἔχει ἐκκλησιολογικόν περιεχόμενον καί σκοπόν.

Σχολιάζων τόν α΄ ψαλμόν ὁ θεόπνευστος Μ. Βασίλειος ἀναφέρει σχετικῶς ὅτι «Ἐπειδή γάρ εἶδε τό Ἅγιον Πνεῦμα τό ἅγιον δυσάγωγον πρός ἀρετήν τό γένος τῶν ἀνθρώπων, καί διά τό πρός ἠδονήν ἐπιρρεπές τοῦ ὀρθοῦ βίου καταμελοῦντας ἡμᾶς· τί ποιεῖ; Τό ἐκ τῆς μελωδίας τερπνόν τοῖς δόγμασιν ἐγκατέμιξεν, ἵνα τῷ προσηνεῖ καί λείῳ τῆς ἀκοῆς τό ἐκ τῶν λόγων ὠφέλιμον λανθανόντως ὑποδεξώμεθα..Ψαλμός φιλίας συνάγωγος, ἕνωσις διεστώτων, ἐχθραινόντων διαλλακτήριον.. Ὥστε καί τό μέγιστον τῶν ἀγαθῶν τήν ἀγάπην ἡ ψαλμωδία παρέχεται...».[1]

Ἐν βαθείᾳ εὐγνωμοσύνῃ πρός τόν Θεόν, ἡ Ἁγία τοῦ Χριστοῦ Μεγάλη Ἐκκλησίᾳ ἐξυμνεῖ καί ἐξαίρει τήν ὡς ἄνω ἐπέτειον τῆς καθιερώσεως τῆς ἀναλυτικῆς σημειογραφίας τῆς νέας μεθόδου (1814), διότι ὡς λέγει ἡ ἐξαπολυθεῖσα Πατριαρχική Διακήρυξις τοῦ ἔτους 1815 «θεία φιλανθρωπίᾳ καί χάριτι» ἐπενοήθη ἡ μέθοδος αὕτη καί τά μέγιστα συμβάλλει εἰς τήν ὠφέλειαν τῶν Ἱερῶν Ἐκκλησιῶν.[2] Καί ὠφέλησε τά μέγιστα ἡ νέα αὕτη μέθοδος, ὡς ἐξηγεῖ σχετικῶς ἡ Πατριαρχική Ἁπανταχοῦσα τοῦ ἰδίου ἔτους: «Ἡ μέθοδος αὐτή, τήν ὁποίαν ἐφεῦρον, καὶ ἐπενόησαν οἱ διαλαμβανόμενοι τρεῖς ἀξιέπαινοι ἄνδρες, ὑπερβαίνει τάς τῶν παλαιῶν παραδόσεων, ἤ μᾶλλον εἰπεῖν εἶναι ἡ μόνη ἀκριβής, καί φωτιστική, καί ἀρίστη ἐξηγοῦσα θεωρητικῶς ἅμα καὶ πρακτικῶς τά μέλη καὶ σχήματα τῶν φωνῶν, καί δεικνύουσα καλῶς τά σημεῖα τῶν χρόνων, καὶ ἑνὶ λόγῳ ὅσα, αἱ μέθοδοι τῶν παλαιῶν παραδόσεων δέν ἠδύναντο νά κατορθώσωσιν εἰς τόν μαθητήν ἐπί δέκα καί εἴκοσι χρόνους, αὐτή ὑπόσχεται νά κατορθώσῃ ἐν διαστήματι χρόνου ἑνός, καί νά ἀναδείξῃ τόν οἰκεῖον της μαθητήν ἱκανόν, ὥστε ἕκαστον μάθημα, κατ᾿ αὐτήν γεγραμμένον, νά δύναται μέ μικράν τινα καί ὀλίγην καθ᾿ἑαυτόν μελέτην νά τό ψάλλῃ ἀπαραλλάκτως μέ τόν ᾀσματογράφον καί ποιητήν, χωρίς νά τό διδαχθῇ ὑπ᾿ αὐτοῦ πρότερον, καὶ αὐτά ὅλα, χωρίς ὅλως νά παρεκτρέπηται ἡ μέθοδος ἀπό τό σεμνόν ἐκεῖνο καί ἐναρμόνιον μέλος, τό πρός κατάνυξιν καί συντριβήν καρδίας ἐντέχνως πεποιημένον, καί παρά τῶν πρώτων ἐκείνων ἱερῶν μελωδῶν καί διδασκάλων παραδεδομένον καί χωρίς νά παρεισάγῃ φωνῶν καὶ σχημάτων νεωτερίσματα». (Πατριαρχικὴ Ἁπανταχοῦσα Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Κυρίλλου ΣΤ´).[3]

Καί ὁ προλογίσας τό Θεωρητικόν τοῦ Χρυσάνθου Παναγιώτης Πελοπίδης ὁ Πελοποννήσιος ἀναφέρει ὅτι «καθυπέβαλον εἰς κανόνας τήν πρίν ἀκανόνιστον μέν, ἀλλά πολυποικιλομελῆ Μουσικήν μας μέ τρόπον ἀξιοθαύμαστον».[4] Καί δικαίως ὁ Παναγιώτης Πελοπίδης ὀνομάζει τούς τρεῖς σεβασμίους διδασκάλους εὐεργέτας τοῦ ἔθνους. [5]

Ἐκανόνισαν, λοιπόν, τήν ἐκκλησιαστικήν μουσικήν ἄνευ ἀκροτήτων, αὐθαιρεσιῶν, ὀθνείων πρός τήν προγενεστέραν ἐκκλησιαστικήν μουσικήν παράδοσιν νεωτερισμῶν καί ἑρμηνειῶν, καί ὡς λέγει εἰδήμων Καθηγητής ἡ νέα μέθοδος ὁριοθετεῖ μίαν περίοδον εἰς τήν ἐξέλιξιν τῶν ἱεροψαλτικῶν πραγμάτων.[6]

Οἱ εἰδήμονες σύγχρονοι μουσικολόγοι συμφωνοῦν μέ τήν θέσιν ὅτι ἡ νέα μέθοδος δέν ἀποτελεῖ παρθενογένεσιν, ἀλλά μίαν φυσικήν ἐξέλιξιν τῆς σημειογραφίας.

Ἐνδεικτική εἶναι ἡ περίπτωσις τοῦ μοναχοῦ Ἀκακίου τοῦ Μεγαλοσπηλαιώτου, ὁ ὁποῖος, διαμείνας εἰς τήν Πόλιν, ἀντέγραψε μουσικά χειρόγραφα. Δέν ἠρκέσθη εἰς τήν ἐκ τῶν παλαιῶν χειρογράφων ἁπλῆν ἀντιγραφήν τῶν μελῶν, ἀλλά ἐχρησιμοποίησεν ἀναλελυμένην μουσικήν σημειογραφίαν τοῦ διδασκάλου αὐτοῦ πρωτοψάλτου Πέτρου του Βυζαντίου. Ἡ ἐργασία αὕτη τοῦ Ἀκακίου βοηθᾷ εἰς τήν κατανόησιν τῆς ἐξελίξεως τῆς μουσικῆς σημειογραφίας καί εἰς τήν διαπίστωσιν τῆς ὁμαλῆς καταγραφῆς τῶν μελῶν εἰς νεωτέρας μορφάς. Εἶναι χαρακτηριστικόν ὅτι ἡ χρησιμοποιηθεῖσα ὑπό τοῦ Ἀκακίου σημειογραφία ὁμοιάζει κατά πολύ πρός τήν Νέαν Μέθοδον τῶν τριῶν μεγάλων Διδασκάλων.[7]

Ἄξιον ἐξάρσεως τυγχάνει τό γεγονός ὅτι οἱ τρεῖς οὗτοι διδάσκαλοι ὑπέβαλον τῇ Μεγάλῃ Ἐκκλησίᾳ τήν μέθοδόν των οὐχί ἀπό θέσεως ἰσχύος, ἀλλ’ ὡς ταπεινοί διάκονοι καί θεράποντες τῆς ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς. Ὁ Παναγιώτης Πελοπίδης μαρτυρεῖ σχετικῶς ὅτι, ὅταν οἱ τρεῖς οὗτοι διδάσκαλοι ἐφεῦρον τήν νέαν ταύτην μέθοδον, δέν κατεῖχον τά ἀξιώματα τοῦ Ἀρχιεπισκόπου, τοῦ Πρωτοψάλτου καί τοῦ Χαρτοφύλακος ἀντιστοίχως.

Καί ἡ μέθοδος αὕτη δέν ἐνεκρίθη εὐκόλως καί ἄνευ ἐνδελεχοῦς μελέτης καί ἐξετάσεως ὑπό τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, διότι ὡς ἀναφέρει καί πάλιν ὁ Πελοπίδης «Καταπεισθεῖσα ἡ Σύνοδος ἀπό τούς ἰσχυρούς λόγους καί τάς βεβαίας ἀποδείξεις τῶν τριῶν μουσικῶν διδασκάλων, περί τοῦ κανονισμοῦ τῆς τέχνης (ἐπειδή κατ’ ἀρχάς ὑπωπτεύετο ὅτι τάχα οἱ διδάσκαλοι ἐζήτουν νά καινοτομήσουν τήν ἱεράν ψαλμωδίαν) ἐθέσπισεν, ἵνα, ὁ μέν Γρηγόριος ὁ Λαμπαδάριος καί Χουρμούζιος Γεωργίου παραδίδωσι τό πρακτικόν μέρος τῆς ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς· ὁ δέ Ἀρχιμανδρίτης Χρύσανθος, τό θεωρητικόν μέρος αὐτῆς».[8] Σημειωθήτω ὅτι ὁ Χρύσανθος διαβληθείς εἰς τά Πατριαρχεῖα ὡς ἐφαρμόζων νέαν μουσικήν μέθοδον ἐξωρίσθη εἰς τήν πατρίδα αὐτοῦ.

Μεγίστη λοιπόν ἡ προσφορά τῶν τριῶν μεγάλων διδασκάλων, ἡ δέ ἐπιτυχία τῆς μεθόδου αὐτῶν ἐμφαίνεται ἐκ τοῦ γεγονότος ὅτι ἐγένετο εὐμενῶς ἀποδεκτή ὑπό τῶν ἄλλων Ὀρθοδόξων λαῶν τῶν Βαλκανίων καί τῆς Μ. Ἀνατολῆς. Τοῦτο ὀφείλεται καί εἰς τό ἐκκλησιαστικόν κῦρος διά τοῦ ὁποίου περιέβαλε τήν νέαν ταύτην μέθοδον τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον, τό Σεπτόν Κέντρον τῶν Ὀρθοδόξων, τό ὁποῖον πάντοτε μεριμνᾷ διά τήν ρύθμισιν τῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων καί ζητημάτων.

Ἐκτός ὅμως τῆς καθόλου προσφορᾶς τῶν τριῶν διδασκάλων πρέπει νά ἐξαρθῇ κατ’ ἰδίαν ἡ συμβολή τοῦ κυροῦ Χρυσάνθου, ὁ ὁποῖος ὡς λέγει, ὁ Πελοπίδης, συνέγραψε «μέ φιλοσοφικόν νοῦν, διδακτικόν ἅμα καί φιλολογικόν τῆς μουσικῆς ἐπιστήμης σύγγραμμα» καί τοιουτοτρόπως ἐπύργωσε θεωρητικῶς τό νέον μουσικόν σύστημα. Ὁ ἑορτασμός τοῦ γεγονότος ἀποτελεῖ οὐχί μόνον ἀφορμήν ἀποδόσεως τιμῆς καί τοῦ προσήκοντος σεβασμοῦ πρός τούς τρεῖς μεγάλους διδασκάλους, οἱ ὁποῖοι ἐμεγαλούργησαν καί ἐδημιούργησαν εἰς δυσκόλους χρόνους, ἀλλά καί ὑπενθύμισιν τοῦ χρέους καί τῆς εὐθύνης ἡμῶν ἔναντι τῆς μουσικῆς κληρονομίας αὐτῶν.

Ἡ Ἁγία τοῦ Χριστοῦ Μεγάλη Ἐκκλησία ἀξιοχρέως καί ὀφειλετικῶς ἐξαίρει τό γεγονός τῆς καθιερώσεως τῆς νέας μουσικῆς μεθόδου καί δέεται ὑπέρ ἀναπαύσεως τῶν ψυχῶν τῶν τριῶν μεγάλων διδασκάλων καί εὐεργετῶν τοῦ Γένους, τῶν προσενεγκόντων ὑπέρ τῆς εὐρείας διαδόσεως καί ἀναδείξεως τῆς ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς ἐν δημιουργικῇ πιστότητι καί σεβασμῷ πρός τήν προγενεστέραν παράδοσιν.

Αἰωνία ἡ μνήμη αὐτῶν!
_________________________________________

[1] Μ. Βασιλείου, Εἰς A’ Ψαλμόν, 1 P.G. 29, 212B. Βλ. ἐπίσης π. Βασιλείου Καλλιακμάνη, «Ἡ Ἐκκλησιαστική ψαλμωδία καί ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός». http://www.makthes.gr/news/opinions/113675/.
[2] Εἰς τήν Πόλιν... ἡ ψαλτική τέχνη, Ἡμερίς πραγματοποιηθεῖσα τῇ 14ῃ Ἰουνίου 2014, Ἱερά Μητρόπολις Δέρκων, 2014, σ. 85, 87.
[3] Εἰς τήν Πόλιν... ἡ ψαλτική τέχνη, σ. 93-94.
[4] Πρόλογος Παναγιώτου Πελοπίδου τοῦ Πελοποννησίου εἰς τό Θεωρητικόν τοῦ Χρυσάνθου, Τεργέστη, 1832, σελ. ς΄.
[5] Πρόλογος Παναγιώτου Πελοπίδου, σ. ς΄.
[6] Βλ. Γρηγορίου Στάθη, «Τό γεγονός - ἡ εὐεργεσία τοῦ ἔθνους: “The reform of the Notation of Religious Chants in Orthodox Liturgy», Ἑλληνικές ἔρευνες στήν Αὐστραλία: Πρακτικά τοῦ 6ου Διεθνοῦς Συνεδρίου Ἑλληνικῶν Σπουδῶν, Flinders University 2005.
[7] Ἐμμανουήλ Γιαννοπούλου, «Εἰσήγησις εἰς τήν στ’ Συνάντησιν Βυζαντινολόγων Ἑλλάδος καί Κύπρου» (Ἀθῆναι, Σεπτέμβριος 2005). http://www.mmb.org.gr/page/default.asp?id=3495
[8] Πρόλογος Παναγιώτου Πελοπίδου, σελ. ς΄, ὑποσ. α΄.

Ομιλία του Οικουμενικού Πατριάρχου για τη συμπλήρωση 200 ετών από την Εκκλησιαστική Μουσική Μεταρρύθμιση (Πόλη | Σισμανόγλειο Μέγαρο, 2.11.2014)


Ἱερώτατοι ἅγιοι ἀδελφοί Ἀρχιερεῖς,
Ἐξοχώτατε κύριε Πρέσβυ, Γενικέ Πρόξενε τῆς Ἑλλάδος ἐνταῦθα,
Μουσικολογιώτατοι μῦσται τοῦ ἱεροῦ ἀναλογίου τοῦ τε Πανσέπτου Πατριαρχικοῦ ἡμῶν Ναοῦ καί τῆς Πόλεως ταύτης,
Φιλόμουσοι Πατέρες, ἀδελφοί καί τέκνα ἐν Κυρίῳ,

«Τῆς αἰνέσεως τοῦ Κυρίου πλήρης ἡ γῆ». Ἄσωμεν Αὐτῷ «ᾆσμα καινόν».

Μέ τούς βιβλικούς αὐτούς λόγους, ἀπόψε ἐδῶ, εἰς τόν φιλόξενον αὐτόν χῶρον τοῦ εὐσεβοῦς ἡμῶν Γένους, εἰς τό Σισμανόγλειον Μέγαρον, μετά τήν τελεσθεῖσαν Θείαν Λειτουργίαν, τήν πρωΐαν σήμερον, ἐν τῷ καθ᾿ ἡμᾶς Πανσέπτῳ Πατριαρχικῷ Ναῷ τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου τοῦ Τροπαιοφόρου, τῷ ἐν τῷ Διπλοφαναρίῳ, ψάλλομεν τά μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ «τοῦ οὕτω τά καθ᾿ ἡμᾶς οἰκονομοῦντος». Συνεκεντρώθημεν διά νά κατακλείσωμεν μίαν ἐπέτειον μνήμης, ἡ ὁποία διεσώθη «ἐν πλαξί καρδιῶν» καί συνεχίζεται καθ᾿ ἡμέραν ὡς «ᾆσμα καινόν» πρός τόν «μόνον ἀνακαινίζοντα τήν ποίησιν τῶν ἔργων Του καθ᾿ ἡμέραν» πρός «τόν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος τήν ἀνάπαυσιν εὐτρεπίσαντα» Κύριον καί Θεόν ἡμῶν. Καί ἀναλογιζόμεθα μετά τοῦ Μεγάλου Βασιλείου: «Ποῖος ᾄδει τό καινόν ᾆσμα;» Καί λαμβάνομεν παρά τοῦ ἰδίου Θεοφόρου Πατρός τήν ἀπάντησιν: «Ἐάν τέ οὖν τόν θαυμάσιον τρόπον καί πᾶσαν τήν φύσιν ὑπερβαίνοντα τῆς ἐνανθρωπήσεως διηγῇ τοῦ Κυρίου, καινότερον ᾆσμα καί ξένον ᾄδεις• ἐάν τε τήν ἀναγέννησιν καί ἀνανέωσιν τοῦ παντός κόσμου τοῦ ὑπό τῆς ἁμαρτίας παλαιωθέντος διεξίῃς, καί τά τῆς ἀναστάσεως ἀπαγγέλλῃς μυστήρια, καί οὕτω καινόν καί πρόσφατον ᾄδεις τό ᾆσμα» (Εἰς τόν ΛΒ΄Ψαλμόν, P.G. 29, 328 C).

Τοῦτο τό «καινόν ᾆσμα» ἡ καθ᾿ ἡμᾶς Μήτηρ Ἁγία τοῦ Χριστοῦ Μεγάλη Ἐκκλησία ἐξ ἀρχῆς ἐνεκολπώσατο ἐν τῇ ἱερᾷ ψαλμῳδίᾳ καί ὑμνογραφίᾳ, δηλαδή τό ἱερόν μέλος, ὡς ἀποφαίνεται καί Βασίλειος ὁ Μέγας γράφων: «Τό Πνεῦμα τό Ἅγιον... τό ἐκ τῆς μελῳδίας τερπνόν τοῖς δόγμασιν ἐγκατέμιξεν, ἵνα τῷ προσηνεῖ καί λείῳ τῆς ἀκοῆς τό ἐκ τῶν λόγων ὠφέλιμον λανθανόντως ὑποδεξώμεθα» (Μ. Βασιλείου, Εἰς τόν Α΄ Ψαλμόν, P.G. 29, 212 Β). Ἔκτοτε παμπληθεῖς ὑμνηταί ἔψαλον εἰς τόν Θεόν καί ἕως σήμερον προσηλοῦν τόν νοῦν εἰς τόν οὐρανόν. Τό μέλος τῆς Ἐκκλησίας ἐγγίζει βαθύτατα τάς καρδίας τῶν πιστῶν, ἀποδίδει τά νοήματα τῶν ὕμνων ἐκφραστικώτατα, ἀποτυποῖ εἰς βάθος πνευματικά βιώματα, συγκομίζει τήν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἐξομαλύνει καί προσφέρει μέ ἁπλότητα εἰς τόν λαόν δυσνοήτους χριστολογικάς καί δογματικάς ἐννοίας.

Ἡ παραδοσιακή ἐκκλησιαστική μουσική κατέχει κεντρικήν θέσιν εἰς τήν λατρείαν, διότι, ὅπως ὁ ἀποτυπούμενος εἰς τούς ψαλμούς καί τούς ὕμνους ποιητικός λόγος ἐγράφη διά τῆς ἐμπνεύσεως τοῦ Παναγίου Πνεύματος, οὕτω καί ἡ πνευματοκίνητος γλῶσσα τῆς Ἐκκλησίας ἡμῶν ᾄδει καί ψάλλει τά μεγαλεῖα τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, συνθέτουσα διά τῆς ποικιλίας τῶν φθόγγων καί τῶν φωνῶν τήν ἁρμονίαν. Διά τῆς μελῳδίας αἱ λέξεις λάμπουν διπλοῖς κάλλεσι τά ὁποῖα ἐρανίζονται ἐκ τοῦ βάθους καί τῆς ὡραιότητος τῶν νοημάτων καί ἐκ τῆς ἁρμονίας τῶν ἤχων, διά τῶν ὁποίων τό ἐκκλησιαστικόν πλήρωμα ἀνυμνεῖ καί γεραίρει τόν Κύριον καί τήν ὑπέρ τοῦ κόσμου παντός προσφέρει παράκλησιν ἐλεύθερον πάντῃ ὑλικῶν φροντίδων.

Οἱ τάς ἱερατικάς ἐν Ἐκκλησίᾳ πληροῦντες αὐλάς καί ἐν ταύταις πνευματικήν τῷ Θεῷ λατρείαν ἀποδιδόντες ἐπεδόθησαν διά μέσου τῶν αἰώνων εἰς τήν βελτίωσιν τῶν μεθόδων ἐκμαθήσεως τοῦ ἀπό γενεᾶς εἰς γενεάν παραδιδομένου μέλους τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Μουσικῆς, «πρός κοινήν ὠφέλειαν». Ἡ δέ ἐκμάθησις τῆς βυζαντινῆς μουσικῆς κατεῖχεν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ πάντοτε καί σημαντικόν παιδαγωγικόν καί παιδευτικόν ρόλον, ὡς ὁ Μέγας Βασίλειος πάλιν χαρακτηριστικῶς ὑπομιμνῄσκει ἡμῖν: «Διά τοῦτο τά ἐναρμόνια ταῦτα μέλη τῶν ψαλμῶν ἡμῖν ἐπινενόηται, ἵνα οἱ παῖδες τήν ἡλικίαν, ἤ καί ὅλως οἱ νεαροί τό ἦθος, τῷ μέν δοκεῖν μελῳδῶσι, τῇ δέ ἀληθείᾳ τάς ψυχάς ἐκπαιδεύωνται» (Μ. Βασιλείου, ὅ.π.).

Ἡ φροντίς διά τήν ἐπιμελεστέραν ἐκμάθησιν τῆς ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς ὡδήγησεν ἤδη ἀπό τοῦ 10ου αἰῶνος εἰς τήν ἀνάπτυξιν τῆς βυζαντινῆς σημειογραφίας ἤ παρασημαντικῆς, μέ σκοπόν τήν τελείαν ἔκφρασιν αὐτῆς εἰς τόν φυσικόν χῶρον τῆς Μητρός Ἐκκλησίας. Εἰς τάς πόλεις καί τάς μονάς τῆς Ἀνατολικῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας ὑπό τήν δικαιοδοσίαν τοῦ καθ᾿ ἡμᾶς Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἀνεπτύχθησαν βιβλιογραφικά ἐργαστήρια, εἰς τά ὁποῖα μέ μεγάλην ἐπιμέλειαν ἐκαλλιγραφήθησαν χιλιάδες μουσικῶν κωδίκων, σημαντικός ἀριθμός τῶν ὁποίων σῴζεται μέχρι σήμερον εἰς διαφόρους βιβλιοθήκας ἀνά τόν κόσμον.

Ἐν τῇ μερίμνῃ αὐτῆς διά τήν διάδοσιν τῆς ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς καί τήν ἱεροψαλτικήν κατάρτισιν τοῦ Γένους, ἡ Μήτηρ Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως προέβη εἰς τήν ἀποδοχήν καί διάδοσιν τῆς ἐν ἔτει 1814 ὑπό τῶν τριῶν ἀοιδίμων διδασκάλων τῆς Γ΄ Πατριαρχικῆς Μουσικῆς Σχολῆς Χρυσάνθου τοῦ ἐκ Μαδύτου, Γρηγορίου τοῦ Λαμπαδαρίου καί Χουρμουζίου τοῦ Χαρτοφύλακος, συντεθείσης καί ἐκδοθείσης Νέας λεγομένης Μεθόδου.

Ἡ ἔκδοσις τῆς Νέας Μεθόδου τῆς βυζαντινῆς μουσικῆς καί ἡ σύστασις τοῦ κοινοῦ Πατριαρχικοῦ Σχολείου εἰς τό παραπλεύρως τῶν Πατριαρχείων εὑρισκόμενον Σιναϊτικόν Μετόχιον διά τήν εὐμέθοδον παράδοσιν αὐτῆς ὑπό τῶν τριῶν διδασκάλων εἰς τό φιλόμουσον καί φιλόκαλον πλήρωμα, κλῆρον καί λαόν, ἐσηματοδότησαν τήν ἔναρξιν μιᾶς νέας περιόδου εἰς τήν διδασκαλίαν καί ἐκμάθησιν τῆς ἱεροψαλτικῆς τέχνης ἐν τοῖς κόλποις τῆς Ἐκκλησίας. Τοιουτοτρόπως τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον ἐμερίμνησε συγχρόνως διά τήν ἀναπλήρωσιν τῶν ἐλλείψεων καί τήν ἐξομάλυνσιν τῶν δυσχερειῶν εἰς τήν ἐκμάθησιν τῆς ἱεροψαλτικῆς τέχνης, μέ σεβασμόν εἰς τήν ὑπερχιλιετῆ ἐκκλησιαστικήν γραπτήν μουσικήν παράδοσιν, ὥστε νά προκύπτῃ μία δημιουργική καί γοητευτική σύνθεσις τοῦ παλαιοῦ πρός τό νέον.

Ἡ μεταρρυθμιστική αὕτη κίνησις τοῦ 1814 ἐπέτυχεν ἀκριβῶς διότι, ἀποφεύγουσα τά ἄκρα, τά ὁποῖα συνήθως δημιουργοῦν προβλήματα καί σχίσματα ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, καί διατηροῦσα μίαν ἰσορροπίαν, συνεδύαζεν ἁρμονικῶς τήν παράδοσιν πρός τόν ἐκσυγχρονισμόν καί τήν πρόοδον. Ἀντιθέτως, αἱ προηγούμεναι μεταρρυθμιστικαί προσπάθειαι ἀπέτυχον ἀκριβῶς, εἴτε διότι ἀπεμακρύνοντο τελείως τῆς παραδόσεως εἴτε διότι διῃώνιζον τήν παραδοσιακήν ἀσάφειαν καί περιπλοκότητα. Οἱ τρεῖς Πατριαρχικοί διδάσκαλοι ἐπροίκισαν τήν νέαν μέθοδον μέ ἁπλότητα, σαφήνειαν καί οἰκονομίαν καί κατέστησαν τό μέλος ὕμνον καί ἀντιστρόφως τόν ὕμνον μέλος.

Τά δύο ἱστορικά Πατριαρχικά κείμενα, ὡς γράφομεν ἤδη καί εἰς τόν Πρόλογον τοῦ ἀφιερωθέντος εἰς τήν συγκεκριμένην ἐπέτειον Ἡμερολογίου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου τοῦ τρέχοντος ἔτους, τά ὁποῖα πρό διακοσίων ἐτῶν ἐξέδωκεν ὁ ἀοίδιμος προκάτοχος ἡμῶν Πατριάρχης Κύριλλος Στ΄, ἤτοι ἡ Πατριαρχική Διακήρυξις, συνοδευομένη ὑπό τῆς Πατριαρχικῆς Ἁπανταχούσης, ἐκτυπωθέντα ἀμφότερα εἰς τό Πατριαρχικόν Τυπογραφεῖον ἐν ἔτει 1815 (Πατριαρχικά Μονόφυλλα), ἀποτελοῦν ἀψευδεῖς μάρτυρας τῆς προσπαθείας τῆς Μητρός Ἐκκλησίας ἵνα διευκολύνῃ τούς μαθητάς τῆς ἱεροψαλτικῆς ὅπως μάθωσιν «ἐν διαστήματι χρόνου ἑνός» «ὅσα αἱ μέθοδοι τῶν παλαιῶν παραδόσεων δέν ἠδύναντο νά κατορθώσωσιν εἰς τόν μαθητήν ἐπί δέκα καί εἴκοσι χρόνους», «χωρίς ὅλως νά παρεκτρέπηται ἡ μέθοδος ἀπό τό σεμνόν ἐκεῖνο καί ἐναρμόνιον μέλος, τό πρός κατάνυξιν καί συντριβήν καρδίας ἐντέχνως πεποιημένον, καί παρά τῶν πρώτων ἐκείνων ἱερῶν μελῳδῶν καί διδασκάλων παραδεδομένον καί χωρίς νά παρεισάγῃ φωνῶν καί σχημάτων νεωτερίσματα» (Πατριαρχική Ἁπανταχοῦσα Κυρίλλου Στ΄).

Ὡς ἀναφέρεται εἰς τό κείμενον τῆς Διακηρύξεως, ἡ ἐπινόησις τῆς Νέας Μεθόδου ἐγένετο «θείᾳ φιλανθρωπίᾳ καί χάριτι», «οὐδαμῇ οὐδαμῶς παραχαραττούσης ἤ λυμαινομένης, οὐδέ πρός βραχύ ἐκπιπτούσης καί ἀποκλινούσης» τοῦ παραδοσιακοῦ μέλους.

Ἀδελφοί καί τέκνα ἐν Κυρίῳ,

Ἡ ἐκκλησιαστική μουσική παράδοσις τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἔχει μακράν τήν ἱστορίαν, οὐδέποτε δέ παρεξέκλινε τῶν «ὁρίων», παρά τάς κατά καιρούς ἐπιχειρηθείσας παρεμβάσεις ἔξωθεν καί συνδυασμούς μετά τῆς εὐρωπαϊκῆς λεγομένης καί τῆς θύραθεν μουσικῆς, μέ λαρυγγισμούς καί ὑπερβολάς. Ἡ ἱστορία αὐτή εἶναι μία μαρτυρία τῆς συνεχείας καί συνεπείας τῆς ἡμετέρας ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς παραδόσεως, ἐν πάσαις ταῖς ἐκφάνσεσι τοῦ μέλους αὐτῆς.

Ἀλλά, ἄς ἐπανέλθωμεν εἰς τό ἔργον τῆς ἱστορίας καί τῆς διαδόσεως τῆς νέας μεθόδου. Ὁ ἐκ τῶν ἀοιδίμων προκατόχων ἡμῶν Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄, συνέστησε τό γνωστόν Μουσικόν Τυπογραφεῖον, ὁ δέ Πατριάρχης Ἰωακείμ ὁ Γ΄, ὁ φωτεινός οὗτος ἀστήρ τοῦ πατριαρχικοῦ στερεώματος, συνέστησε τό ἔτος 1881 τήν Πατριαρχικήν Μουσικήν Ἐπιτροπήν μέ κυρίαν εὐθύνην τήν ἐμπεριστατωμένην μελέτην τῆς ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς «πρός καθαρισμόν αὐτῆς ἀπό παντός ξενισμοῦ καί πάσης αὐθαιρεσίας». Τοιουτοτρόπως, ἐτελειοποίηθη ἡ μέθοδος τῶν τριῶν διδασκάλων, διά τῆς ὑπό τῆς εἰρημένης Ἐπιτροπῆς ἐκδόσεως Στοιχειώδους Μεθόδου πρός διδασκαλίαν τῆς Βυζαντινῆς Μουσικῆς.

Ἡ παράδοσις αὕτη διετηρήθη, ἐπαναλαμβάνομεν, μετά συνεπείας ὑπό Ἱεραρχῶν τῆς Μητρός Ἐκκλησίας, μεταξύ τῶν ὁποίων ἀναφέρομεν τόν μακαριστόν Κυδωνιῶν Ἀγαθάγγελον, καί ἰδίᾳ ὑπό τῶν Πρωτοψαλτῶν καί Λαμπαδαρίων τῆς Μητρός Ἐκκλησίας, μεταξύ τῶν ὁποίων μιμνησκόμεθα τῶν ὀνομάτων τῶν συγχρόνων πως Κωνσταντίνου Πρίγγου, Θρασυβούλου Στανίτσα καί ἰδίᾳ τοῦ Βασιλάκη Νικολαϊδου, μέ τελευταίους σήμερον τούς Μουσικολογιωτάτους Λεωνίδαν Ἀστέρην καί Ἰωάννην Χαριατίδην.

Ἡ μεταρρυθμιστική αὕτη προσπάθεια τῆς Ἁγίας τοῦ Χριστοῦ Μεγάλης Ἐκκλησίας, τήν ὁποίαν τιμῶμεν ἐφέτος καί διά τῆς σημερινῆς ἐκδηλώσεως, ἀπέδειξε τήν διάθεσιν καί ἱκανότητα αὐτῆς «νά προσλαμβάνῃ λελογισμένως τήν νέαν πραγματικότητα καί τά νέα ἐπιτεύγματα τῆς κοινωνίας ἐντός τῆς ὁποίας ζῇ καί κινεῖται, νά συνδιαλέγεται ἄνευ ἀντιπαλότητος μέ προοδευτικάς ἰδέας καί ἀντιλήψεις καί νά προσαρμόζηται εἰς αὐτάς, χωρίς νά ὑποσκάπτῃ τά θεμέλια αὐτῆς καί χωρίς νά περιφρονῇ τήν παράδοσιν», ὡς ἔγραφεν εἰς τάς διδασκομένας ἐν τῇ τροφῷ Ἱερᾷ Θεολογικῇ Σχολῇ τῆς Χάλκης μουσικάς σημειώσεις τῶν «Ἑωθινῶν» ὁ εἰρημένος Ἄρχων Πρωτοψάλτης αὐτῆς ἀγαθός Βασιλάκης Νικολαΐδης, ὁ ὁποῖος ὡς ἄλλος «ποιμενικός αὐλός ἐγλύκαινεν ἀκοήν καί διάνοιαν» καί «ηὔφραινεν Ἐκκλησίας τά συστήματα καί κατηγλάϊζε τά πέρατα» (πρβλ. στιχηρόν ἑορτῆς Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ).

Ἡ ἡμετέρα Μετριότης μετά τῆς περί ἡμᾶς Ἁγίας καί Ἱερᾶς Συνόδου, ἐξ εὐγνωμοσύνης καί τιμῆς κινούμενοι πρός τούς εὐεργέτας ἐν τούτῳ τῆς Ἐκκλησίας, τούς εὐφυεῖς διδασκάλους Χρύσανθον, Γρηγόριον καί Χουρμούζιον, ἀλλά καί ἐκ σεβασμοῦ πρός τήν μνήμην καί τήν προσφοράν τῶν Πατριαρχῶν Κυρίλλου τοῦ Στ΄ καί Γρηγορίου τοῦ Ε΄, οἱ ὁποῖοι ἐνεκολπώθησαν τήν μεταρρύθμισιν καί ἐμερίμνησαν διά τήν εὐρυτέραν διάδοσιν αὐτῆς, ἀφιερώσαμεν τό ἐνεστώς καί πρός τήν ἔξοδον αὐτοῦ βαῖνον ἔτος 2014 εἰς τήν ἀνάμνησιν τοῦ εὐσημάντου διά τήν ἱστορίαν τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἡμῶν μουσικῆς τούτου γεγονότος.

Ἀσφαλῶς ὅμως δέν πρέπει νά ἐπαναπαυώμεθα εἰς τά ἐπιτεύγματα καί τάς δάφνας τῶν προγόνων μας. Τό παράδειγμά των δέον νά προβληματίζῃ καί νά παρακινῇ εἰς μίμησιν, ὥστε νά ἀναζητῶνται τρόποι προκειμένου ἡ ἐκκλησιαστική μουσική παράδοσις νά διαδίδεται εὐρύτερον, νά διευκολύνεται ἡ ἐκμάθησις αὐτῆς καί νά γίνεται κτῆμα ὅσον τό δυνατόν περισσοτέρων, πάντοτε μετά τοῦ δέοντος σεβασμοῦ πρός αὐτήν καί πρός τήν ἱερότητα τῶν ᾀσμάτων.

Ἡ προσπάθεια αὕτη διά τήν ἀνάδειξιν καί ἐπιστροφήν εἰς τήν πατρῴαν ἐκκλησιαστικήν μουσικήν παράδοσιν δέν ἀποτελεῖ ἀρχαιολογισμόν ἤ ρομαντικήν προσκόλλησιν εἰς παρῳχημένας μορφάς τοῦ παρελθόντος. Ἀντιθέτως, συνιστᾷ ἐπιστροφήν εἰς τήν ἀρχαίαν παράδοσιν τῶν πατέρων, τοῦ Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, τοῦ Ρωμανοῦ Μελῳδοῦ, τοῦ Ἰωάννου Κουκουζέλους, «τῶν μουσουργετῶν τῆς λύρας τοῦ Θείου Πνεύματος, τῶν ἀηδόνων, τῶν τεττύγων, τῶν αὐλῶν τῶν θείων ᾀσμάτων τῆς Ἐκκλησίας», οἱ ὁποῖοι παρέσχον «μελῳδικάς εὐωχίας κατευφραίνοντες τούς θεόφρονας» (πρβλ. ἑσπέριον Ὁσίου Ρωμανοῦ τοῦ Μελῳδοῦ). Συνιστᾷ ἐπιστροφήν εἰς τά ἱερά καί ἄφθαρτα πρότυπα τῆς ἀκμῆς τῆς λειτουργικῆς μας μουσικῆς πράξεως, τήν ὁποίαν ἐδημιούργησεν, ἐν τῇ ὁποία ἐγαλουχήθη καί ἐκ τῆς ὁποίας ἐτράφη καί ἠνδρώθη ἡ Μήτηρ Ἐκκλησία, διά μέσου τῶν αἰώνων τοῦ δισχιλιετοῦς βίου αὐτῆς.

Διά τοῦτο καί μετ᾿ εὐγνωμοσύνης ἐνθυμούμεθα κατά τήν στιγμήν ταύτην ὅσους ἐπρωτοστάτησαν ὥστε νά μή ἀπολεσθῇ αὐτή ἡ μουσική παράδοσις, ἀλλά νά συνεχίζεται καί νά διαδίδεται εὐρύτερον. Ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ἀφιέρωσαν τόν βίον των εἰς τήν διάνοιξιν τῆς ὁδοῦ διά τήν ἐκ νέου εἴσοδον τῆς ἱερᾶς ὑμνῳδίας εἰς τήν ζωήν τῶν πιστῶν.

Ἡ ἡμετέρα Μετριότης, ἡ καί καθιερώσασα τήν ἐπετειακήν ταύτην ἑορτήν εἰς μνήμην ἀλλά καί εἰς γνῶσιν καί ἐπίγνωσιν ἡμῶν καί τῶν ἐπερχομένων γενεῶν τῶν ἐκκλησιαστικῶν ὑμνῳδῶν καί ἱεροψαλτῶν, πρός τούς ὁποίους ἀπευθύνομεν Πατριαρχικήν προτροπήν καί πατρικήν παράκλησιν νά ἐμμένουν εἰς τήν μουσικήν παράδοσιν τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας καί τῆς Πόλεως αὐτῆς, νά διατηροῦν ἀνόθευτον καί τόν ὕμνον καί τό μέλος, κατακλείει τόν λόγον τῶν ὀκτώ παραδεδομένων ἤχων καί τήν ἱστορικήν ταύτην ἐπέτειον μέ τήν κατακλεῖδα τῆς ἱερᾶς Βίβλου τῆς Παρακλητικῆς:

«Ἤχων σφραγίς, Τέταρτε σύ τῶν πλαγίων,
ὡς ἐν σεαυτῷ πᾶν καλόν μέλος φέρων,
ἄκραν σε φωνῆς δίς σε καλῶ, εἰς τέλος.
Ἤχων κορωνίς, ὡς ὑπάρχων καί τέλος.
Ὡς ἄκρον ἐν φθόγγοις τε, καί φωνῶν στάσει,
Ἀνευρύνεις, σύ τούς κρότους τῶν ᾀσμάτων».
(Παρακλητική, τέλος τοῦ Πλαγίου Δ΄ ἤχου)

«Τῷ συντελεστῇ τῶν καλῶν, Θεῷ Χάρις» (Θεοτοκάριον Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου). Ἀμήν.

Πατριαρχική Λειτουργία για τα 200 χρόνια από την έγκριση του νέου Μουσικού Συστήματος Εκκλησιαστικής Μουσικής από τη Μεγάλη Εκκλησία (1814)

 Σήμερα το πρωί εν Φαναρίω 
Πηγή: Φως Φαναρίου













Πατριαρχική Θεία Λειτουργία στον Πάνσεπτο Πατριαρχικό Ναό του Αγίου Γεωργίου στο Φανάρι, τελέστηκε σήμερα, προεξάρχοντος του Οικουμενικού Πατριάρχου Βαρθολομαίου και συνιερουργούντων των Ιεραρχών του Θρόνου: Φιλαδελφείας Μελίτωνος, Πριγκηποννήσων Ιακώβου, Μυριοφύτου και Περιστάσεως Ειρηναίου, Σεβαστείας Δημητρίου, Προύσης Ελπιδοφόρου και Κυδωνιών Αθηναγόρου.

Η Πατριαρχική Θ. Λειτουργία τελέστηκε για να εορταστεί η επέτειος των 200 ετών από την έγκριση του νέου Μουσικού Συστήματος Εκκλησιαστικής Μουσικής από τη Μεγάλη Εκκλησία (1814). Τον Θείο Λόγο κήρυξε ο Σεβ. Μητροπολίτης Σηλυβρίας κ. Μάξιμος.

Σήμερα το απόγευμα και ώρα 6, θα πραγματοποιηθεί επετειακή εκδήλωση στο Σισμανόγλειο Μέγαρο, κατά την οποία θα ομιλήσει ο Δρ. Φιλολογίας και ερευνητής της Εκκλησιαστικής Μουσικής Μανόλης Χατζηγιακουμής. Ύμνους μελοποιημένους από τους Διδασκάλους του νέου Μουσικού Συστήματος, Χουρμούζιο Χαρτοφύλακα και Γρηγόριο Πρωτοψάλτη, θα αποδώσει η Χορωδία του Συλλόγου Μουσικοφίλων Πέραν, υπό την διεύθυνση του B΄ Δομεστίκου των Πατριαρχικών Χορών Στυλιανού Φλοίκου.