Ομιλία
στο πλαίσιο του λαμπρού εορτασμού της
μνήμης των Τριών Ιεραρχών στο Φανάρι
Με
ιδιαίτερη λαμπρότητα τιμήθηκε στην
Ιερή Καθέδρα της Πρωτοθρόνου Εκκλησίας
της Κωνσταντινουπόλεως η μνήμη των
Τριών Ιεραρχών και «Προστατών των
Γραμμάτων». Στο μήνυμά του, προς τη νέα
γενιά, ο Οικουμενικός Πατριάρχης
Βαρθολομαίος, επισημαίνει ότι αυτή
καλείται να διαφυλάξει την κληρονομιά
των Πατέρων μας, και να συνειδητοποιήσει
το προνόμιο να ανήκει στη φωτεινή
παράδοση της Ορθοδοξίας.
«Εις
τους τρεις θεοφθόγγους «θεράποντας της
Τριάδος» δεν συναντώμεν μίαν θεολογίαν
αποκομμένην από την ζωήν, αλλά θεολογικόν
στοχασμόν εν διαλόγω με την ελληνικήν
φιλοσοφίαν, απάντησιν, επί τη βάσει της
βιωμένης Αληθείας της Εκκλησίας, εις
τας προκλήσεις των καιρών»,
τόνισε ο Οικουμενικός Πατριάρχης
Βαρθολομαίος, στην ομιλία που απηύθυνε
κατά τη δεξίωση που παρετέθη στην Αίθουσα
του Θρόνου του Πατριαρχικού Οίκου, μετά
τη Θεία Λειτουργία που τελέστηκε στον
Πάνσεπτο Πατριαρχικό Ναό του Αγίου
Γεωργίου, στο Φανάρι. «Η
συνάντησις με την ελληνικήν σκέψιν»,
συνέχισε ο Οικουμενικός Πατριάρχης,
«δεν ωδήγησεν εις «εξελληνισμόν του
Χριστιανισμού», όπως υπεστήριξαν δυτικοί
κριτικοί της Πατερικής θεολογίας, αλλά
εις τον λεγόμενον «εκχριστιανισμόν» ή
τον «εκκλησιασμόν» του Ελληνισμού, εις
το «καινοτομείν τα ονόματα», δηλαδή την
μετατροπήν φιλοσοφικών κατηγοριών εις
όχημα εκφράσεως της εκκλησιαστικής
εμπειρίας και διδασκαλίας. Όντως,
εντυπωσιάζει η ευρύτης του πνεύματος,
η σοφία και το διανοητικόν σφρίγος των
Πατέρων. Μας διδάσκουν ότι ο χριστιανός
όχι μόνον δύναται, αλλά ότι και οφείλει
να αγαπά την παιδείαν, την φιλοσοφίαν,
την τέχνην, τον πολιτισμόν».
Στην
ομιλία του ο Οικουμενικός Πατριάρχης
αναφέρθηκε ιδιαιτέρως στη σημασία της
πνευματικής παρακαταθήκης των τριών
μεγάλων σοφών Διδασκάλων της Εκκλησίας
για την παιδεία.
«Το
στίγμα του συγχρόνου πολιτισμού είναι
ο εαυτοκεντρισμός, ο οποίος επηρεάζει
εντόνως και την ταυτότητα της παιδικής
ηλικίας. Ο εαυτοκεντρικός άνθρωπος
μετατρέπει τα πάντα εις μέσον της
αυτοπραγματώσεώς του. Επαναστατεί
εναντίον κάθε περιορισμού. Αποκαλεί
την δέσμευσιν και το καθήκον ετερονομίαν
και υποτέλειαν, την θρησκείαν αλλοτρίωσιν,
την αγάπην αδυναμίαν, την ηθικήν
καταπίεσιν, υποτιμά τον μόχθον, την
πειθαρχίαν, αναζητεί πάντοτε την εύκολον
λύσιν. Εναντίον αυτής της αγόνου υποταγής
εις τον εαυτόν μας ηκούετο, και ηχεί και
σήμερον, το Ευαγγέλιον της χριστιανικής
ελευθερίας, το οποίον ευρίσκεται εις
το κέντρον της κατανοήσεως της παιδείας
εκ μέρους των Τριών Ιεραρχών. Αυτή η
θεώρησις της αγωγής και της παιδείας
συγκροτεί μίαν πρότασιν προς τους
συγχρόνους νέους, «όπως αν εκ των
χριστιανικών ωφελοίντο λόγων. Η ένθεος
παιδεία δεν μας υποδουλώνει εις τον
εαυτόν μας και εις τα ατομικά δικαιώματά
μας, αφού η αληθής ελευθερία ταυτίζεται
με την έξοδον από την ειρκτήν του
ατομισμού. Ορθώς ελέχθη ότι η θύρα της
ελευθερίας ανοίγει μόνον προς τα έξω.
Η πείρα αιώνων με την ανθρωπίνην φύσιν,
μαρτυρεί ότι ο άνθρωπος δεν καλύπτεται
υπαρξιακώς ούτε από την ικανοποίησιν
των αναγκών του, ούτε με την συνεχή
ενασχόλησιν με τον εαυτόν του, αλλά ότι
επιθυμεί να αφιερωθή εις ένα σκοπόν
πέραν του εαυτού, να πραγματώση
υπερατομικάς αξίας, να έχη κοινωνικήν
προσφοράν, να μοιράζεται την ζωήν»,
ανέφερε, μεταξύ άλλων, ο Οικουμενικός
Πατριάρχης και πρόσθεσε:
«Αυτήν
την αλήθειαν διασώζει το χριστιανικόν
όραμα της παιδείας πάντοτε εν αναφορά
προς τον τελικόν και αιώνιον προορισμόν
του ανθρώπου. Εν τω πλαισίω αυτής της
«παιδείας ελευθερίας», η νέα γενεά θα
διδάσκεται τον λόγον του Σταυρού και
της Αναστάσεως, φιλοθείαν και φιλανθρωπίαν,
φιλοκαλίαν και ευαισθησίαν απέναντι
εις το θαύμα της υπάρξεως και εις τα
θαυμάσια της δημιουργίας, την θυσιαστικήν
αγάπην, το μυστήριον της αγιότητος, το
πνεύμα το οποίον εκφράζει η φωτεινή
μεγαλοπρέπεια της Αγια-Σοφιάς, τα μέγιστα
και πρώτιστα του βίου της ορθοδόξου
παραδόσεως, την ευχαριστιακήν σχέσιν
με την κτίσιν, την αντίστασιν εις τας
συγχρόνους συρρικνώσεις του ανθρώπου
και εις τας τάσεις, αι οποίαι θίγουν την
ιερότητα του ανθρωπίνου προσώπου, θα
μάθη την αντίδρασιν εις τον αυτάρεσκον
ευδαιμονισμόν, εις τον προμηθεικόν
«ανθρωποθεόν», εις το «καθελώ μου τας
αποθήκας και μείζονας οικοδομήσω»
(Λουκ. ιβ’, 18) του συγχρόνου άφρονος
κερδοσκοπισμού. Πρόκειται περί αληθειών
αιωνίως επικαίρων. Δεν έχουν ανάγκην
εκσυγχρονισμού ο Σταυρός, ο οποίος είναι
εις το διηνεκές η κρίσις της κρίσεώς
μας, η ανυπέρβλητος αγάπη του Καλού
Σαμαρείτου, το ασκητικόν φρόνημα, η
ταπεινοφροσύνη και η μετάνοια, το
μυστήριον της εν Χριστώ ελευθερίας».
Όπως
είπε ο Οικουμενικός Πατριάρχης, αυτές
τις αλήθειες φυλάσσει ως κόρην οφθαλμού
σήμερα η Εκκλησία και ειδικότερα το
Οικουμενικό Πατριαρχείο. «Αυτάς
ηγωνίσθη η Μήτηρ Εκκλησία να υπερασπισθή
καθ᾿ όλην την ιστορικήν της πορείαν.
Αυτήν την κληρονομίαν των Πατέρων ημών
μεταβιβάζομεν εις την νέαν γενεάν, η
οποία καλείται, με την σειράν της, να
συνειδητοποιήση το προνόμιον να ανήκη
εις την φωτεινήν Παράδοσιν της Ορθοδοξίας
και το μέγεθος της ευθύνης της».
Τον
Οικουμενικό Πατριάρχη προσφώνησε ο
Άρχων Πριμηκήριος της Μ.τ.Χ.Ε., Αθανάσιος
Αγγελίδης, Πρόεδρος της Εφορείας της
Πατριαρχικής Μεγάλης του Γένους Σχολής.
Νωρίτερα,
ο Οικουμενικός Πατριάρχης, χοροστάτησε
στην Θεία Λειτουργία που τελέστηκε στον
Πάνσεπτο Πατριαρχικό Ναό του Αγίου
Γεωργίου, συγχοροστατούντων των
Μητροπολιτών, Γέροντος Νικαίας
Κωνσταντίνου, Γέροντος Χαλκηδόνος
Αθανασίου, Γέροντος Δέρκων Αποστόλου,
Φιλαδελφείας Μελίτωνος, Σεβαστείας
Δημητρίου, Μυριοφύτου και Περιστάσεως
Ειρηναίου, Μύρων Χρυσοστόμου, Συνάδων
Διονυσίου, Γαλλίας Εμμανουήλ, Ικονίου
Θεολήπτου, Καλλιουπόλεως και Μαδύτου
Στεφάνου, Προύσης Ελπιδοφόρου, Κυδωνιών
Αθηναγόρα και Σηλυβρίας Μαξίμου, και
ιερουργούντος του Μ. Πρωτοσυγκέλλου
Ανδρέου.
Τον
πανηγυρικό λόγο της ημέρας εκφώνησε ο
Αρχιμ. Σμάραγδος Καραγιαννίδης,
Πρωτοσύγκελλος της Ιεράς Μητροπόλεως
Χαλκηδόνος.
Εκκλησιάστηκαν
οι Επίσκοποι Edmonton Ιλαρίων, Αλικαρνασσού
Αδριανός και Ερυθρών Κύριλλος, οι
Καθηγούμενοι των Ι. Μονών Παντοκράτορος,
Αρχιμ. Γαβριήλ, και Ξενοφώντος, Αρχιμ.
Αλέξιος, η Καθηγουμένη του Ι. Ησυχαστηρίου
Τιμίου Προδρόμου Ακριτοχωρίου, Γερόντισσα
Ιακώβη, ο Γενικός Πρόξενος της Ελλάδας
στην Πόλη, Πρέσβης Ευάγγελος Σέκερης,
ο Πρόεδρος του Παγκοσμίου Ουκρανικού
Κογκρέσσου, κ.Ευγένιος Czolij, ο Πολιτικός Διοικητής του Αγίου Όρους,
κ. Αρίστος Κασμίρογλου, η Εφορεία με τη
Λυκειάρχη, Καθηγητές και μαθητές της
Μεγάλης του Γένους Σχολής, Καθηγητές
και μαθητές Ομογενειακών σχολείων και
πλήθος πιστών από την Πόλη, την Ελλάδα
και άλλες χώρες του εξωτερικού.
Μετά
το πέρας της Θείας Λειτουργίας, ο
Οικουμενικός Πατριάρχης τέλεσε τρισάγιο
υπέρ αναπαύσεως των ψυχών των αειμνήστων
Ιδρυτών, Ευεργετών, Εφόρων, Σχολαρχών,
Καθηγητών, Διδασκάλων, Επιμελητών και
μαθητών της Μεγάλης του Γένους Σχολής.
[Φωτογραφίες: Ν. Μαγγίνας | Οικουμενικό Πατριαρχείο
ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΠΛΗΡΗΣ Η ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΗ ΟΜΙΛΙΑ
Ομιλία της Α. Θ. Παναγιότητος του Οικουμενικού Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου εις την Δεξίωσιν της εορτής των Τριών Ιεραρχών
(Φανάριον, 30 Ἰανουαρίου 2018)
Ἱερώτατοι καί Θεοφιλέστατοι ἀδελφοί Ἱεράρχαι, Ἐντιμότατε κύριε Γενικέ Πρόξενε τῆς Ἑλλάδος, Ἐντιμολογιώτατοι Ἀρχοντες, Ἐλλογιμώτατοι ἐκπαιδευτικοί, Φίλοι μαθηταί καί μαθήτριαι, Τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά,
Ἡ ἑορτή τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, τῶν «λαμπρῶν θεολόγων», τῶν «οἰκουμενικῶν διδασκάλων» καί «Προστατῶν τῶν Γραμμάτων», μᾶς δίδει καί πάλιν τήν εὐκαιρίαν ἐπιστροφῆς εἰς τάς πνευματικάς ρίζας τοῦ Ὀρθοδόξου ἡμῶν Γένους, διά νά ἀνακαινισθῶμεν καί νά ἀντλήσωμεν δύναμιν διά τήν ἔνθεον μαρτυρίαν μας ἐν τῷ κόσμῳ καί διά τήν πορείαν μας ἐν τῇ ἱστορίᾳ.
Ἡ μελέτη τῶν βαθυστοχάστων ἔργων τοῦ «οὐρανοφάντορος» καί «ὑψινόου» Βασιλείου τοῦ Μεγάλου, τοῦ, μετά τόν Ἰωάννην τόν Θεολόγον, «δευτέρου Θεολόγου» καί «δευτέρου Ἐπιστηθίου», τοῦ «θερμοτάτου ὑπερμάχου τῆς Τριάδος» Γρηγορίου, καί τοῦ θεορρήμονος ἀριστέως τῆς εὐσεβείας καί «προφήτου τῆς φιλανθρωπίας» Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, μᾶς ἀποκαλύπτει ἀνεκτιμήτους ἀληθείας. Ὅσον ἐμβαθύνομεν εἰς αὐτά, ἀνακαλύπτομεν κοιτάσματα σοφίας πολυτιμότατα καί νοήματα ὑψηλά. Εἰς τούς τρεῖς θεοφθόγγους «θεράποντας τῆς Τριάδος» δέν συναντῶμεν μίαν θεολογίαν ἀποκομμένην ἀπό τήν ζωήν, ἀλλά θεολογικόν στοχασμόν ἐν διαλόγῳ μέ τήν ἑλληνικήν φιλοσοφίαν, ἀπάντησιν, ἐπί τῇ βάσει τῆς βιωμένης Ἀληθείας τῆς Ἐκκλησίας, εἰς τάς προκλήσεις τῶν καιρῶν. Ἡ συνάντησις μέ τήν ἑλληνικήν σκέψιν δέν ὡδήγησεν εἰς «ἐξελληνισμόν τοῦ Χριστιανισμοῦ», ὅπως ὑπεστήριξαν δυτικοί κριτικοί τῆς Πατερικῆς θεολογίας, ἀλλά εἰς τόν λεγόμενον «ἐκχριστιανισμόν» ἤ τόν «ἐκκλησιασμόν» τοῦ Ἑλληνισμοῦ, εἰς τό «καινοτομεῖν τά ὀνόματα», δηλαδή τήν μετατροπήν φιλοσοφικῶν κατηγοριῶν εἰς ὄχημα ἐκφράσεως τῆς ἐκκλησιαστικής ἐμπειρίας καί διδασκαλίας. Ὄντως, ἐντυπωσιάζει ἡ εὐρύτης τοῦ πνεύματος, ἡ σοφία καί τό διανοητικόν σφρῖγος τῶν Πατέρων. Μᾶς διδάσκουν ὅτι ὁ χριστιανός ὄχι μόνον δύναται, ἀλλά ὅτι καί ὀφείλει νά ἀγαπᾷ τήν παιδείαν, τήν φιλοσοφίαν, τήν τέχνην, τόν πολιτισμόν.
Εἰς τήν σημερινήν Ἑορτήν τῶν Γραμμάτων, ἐπιθυμοῦμεν νά ἀναφερθῶμεν εἰς τήν σημασίαν τῆς πνευματικῆς παρακαταθήκης τῶν τριῶν μεγάλων σοφῶν Διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας διά τήν παιδείαν. Πῶς θά ἐγκεντρίσωμεν τήν ἀλήθειαν τῆς κατά Χριστόν ζωῆς εἰς τήν παιδείαν, ἡ ὁποία σήμερον εὑρίσκεται ἀντιμέτωπος μέ τόν πλουραλισμόν καί τήν σύγχυσιν τῶν ἀξιῶν, μέ τόν ἀτομοκεντρισμόν καί τόν εὐδαιμονισμόν, μέ τήν βαθεῖαν ἀλλαγήν τῆς παιδικῆς ἡλικίας καί μέ τήν κυριαρχίαν τῶν ἠλεκτρονικῶν ὑπολογιστῶν καί τῆς λογικῆς των;
Ἐλέχθη προσφυῶς ὅτι ἡ διαπαιδαγώγησις τῆς νέας γενεᾶς ἀποτελεῖ ἕν ἐκ τῶν δυσκολοτέρων προβλημάτων διά τήν ἀνθρωπότητα. Διότι δέν εἶναι ἁπλῶς μετάδοσις πληροφοριῶν καί γνώσεων, ἀλλά ἀνθρωποποιΐα, μόρφωσις, «θεραπεία τῆς ψυχῆς», ἀγωγή ἀξιῶν, καί προϋποθέτει συμπόρευσιν τῶν παιδαγωγούντων καί τῶν παιδαγωγουμένων, κατάλληλον κοινωνικόν καί ἐπικοινωνιακόν περιβάλλον, ἀλληλεγγύην τῶν γενεῶν καί πνεῦμα προσφορᾶς. Ὁ ἀνθρωπος εἶναι μορφώσιμος, ἀλλά δέν εἶναι εὐάγωγος πρός ἀρετήν.
Πάντοτε ἡ παιδεία θέτει ὑψηλάς ἀπαιτήσεις εἰς τόν διδάσκαλον καί τόν μαθητήν. Ὁ αὐθεντικός διδάσκαλος ἀπευθύνεται εἰς τόν νοῦν καί τήν καρδίαν τῶν μαθητῶν του. Διδάσκει μέ τό παράδειγμά του, μορφώνει μέ τήν ἰδικήν του ἀνθρωπιάν. Ἀφιερωμένος ὁλοκληρωτικῶς εἰς τήν ἀποστολήν του, ἀξιολογεῖ πρόσωπα καί γεγονότα μέ κριτήριον, ἐάν αὐτά λειτουργοῦν ἤ ὄχι ὑπέρ τοῦ μαθητοῦ. Διά τόν λόγον αὐτόν ἐνδιαφέρεται διά τήν κοινωνικήν καί ἐκπαιδευτικήν πραγματικότητα, διά τήν παιδαγωγικήν θεωρίαν καί πρᾶξιν, διά τήν μελέτην τῆς ψυχικῆς, συναισθηματικῆς, νοητικῆς καί θρησκευτικῆς ἀναπτύξεως τῶν παίδων, διά τάς ἀπειλάς καί τάς θετικάς προοπτικάς διά τήν παιδικήν ἡλικίαν εἰς τήν ἐποχήν μας. Μόνον τότε δύναται νά λειτουργήσῃ ὡς ὁ μῖτος τῆς Ἀριάδνης, βοηθῶν τούς νέους νά ἐξέλθουν ἀπό τούς συγχρόνους λαβυρίνθους. Σήμερον ἡ ἀγωγή κατέστη ὄντως πολυπλοκωτέρα, ἀλλά ἐμφανεστέρα προβάλλει καί ἡ καιρία συμβολή της εἰς τόν ἀξιολογικόν προσανατολισμόν τῆς νεότητος. «Τό νά δώσῃς ἀγωγή ἀπαιτεῖ ἀγάπη, τέχνη καί κόπο», σημειώνεται εἰς τό ἐξαίρετον κείμενον «Τό Ἅγιον Ὄρος καί ἡ Παιδεία τοῦ Γένους μας».
Ὁ μαθητής, ἀπό τήν πλευράν του, ὀφείλει νά ἀναπτύξῃ πνεῦμα μαθητείας, νά ἀναγνωρίζῃ καί νά σέβεται τόν παιδευτικόν ρόλον καί τόν μόχθον τοῦ διδασκάλου. Ἡ παιδική ἡλικία εἶναι ἡ φάσις τῆς ἀνθρωπίνης ζωῆς, κατά τήν ὁποίαν εἶναι δυνατόν νά ἀσκηθῇ ἀποτελεσματικόν ἔργον ἀγωγῆς καί παιδείας, καί ἡ ὁποία πρέπει νά προστατευθῇ ἀπό τούς συγχρόνους κινδύνους συρρικνώσεώς της, ὡς ἐπακόλουθον τῆς λεγομένης «ὀπτικῆς ἐπαναστάσεως», τῆς ὑποταγῆς ὅλων τῶν τομέων τῆς ζωῆς εἰς τήν τεχνολογίαν καί τήν «πληροφορίαν», ἀλλά καί λόγῳ τῶν ραγδαίως μεταβαλλομένων κοινωνικῶν καί οἰκονομικῶν συνθηκῶν, αἱ ὁποῖαι καθιστοῦν ἀναπόφευκτον τήν μετοχήν τῶν παιδίων εἰς τόν, πλήρη διασπάσεων, κόσμον τῶν ἐνηλίκων.
Τό στῖγμα τοῦ συγχρόνου πολιτισμοῦ εἶναι ὁ ἑαυτοκεντρισμός, ὁ ὁποῖος ἐπηρεάζει ἐντόνως καί τήν ταυτότητα τῆς παιδικῆς ἡλικίας. Ὁ ἑαυτοκεντρικός ἄνθρωπος μετατρέπει τά πάντα εἰς μέσον τῆς αὐτοπραγματώσεώς του. Ἐπαναστατεῖ ἐναντίον κάθε περιορισμοῦ. Ἀποκαλεῖ τήν δέσμευσιν καί τό καθῆκον ἑτερονομίαν καί ὑποτέλειαν, τήν θρησκείαν ἀλλοτρίωσιν, τήν ἀγάπην ἀδυναμίαν, τήν ἠθικήν καταπίεσιν, ὑποτιμᾷ τόν μόχθον, τήν πειθαρχίαν, ἀναζητεῖ πάντοτε τήν εὔκολον λύσιν. Ἐναντίον αὐτῆς τῆς ἀγόνου ὑποταγῆς εἰς τόν ἑαυτόν μας ἠκούετο, καί ἠχεῖ καί σήμερον, τό Εὐαγγέλιον τῆς χριστιανικῆς ἐλευθερίας, τό ὁποῖον εὑρίσκεται εἰς τό κέντρον τῆς κατανοήσεως τῆς παιδείας ἐκ μέρους τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν. Αὐτή ἡ θεώρησις τῆς ἀγωγῆς καί τῆς παιδείας συγκροτεῖ μίαν πρότασιν πρός τούς συγχρόνους νέους, «ὅπως ἄν ἐκ τῶν χριστιανικῶν ὠφελοῖντο λόγων».
Ἡ ἔνθεος παιδεία δέν μᾶς ὑποδουλώνει εἰς τόν ἑαυτόν μας καί εἰς τά ἀτομικά δικαιώματά μας, ἀφοῦ ἡ ἀληθής ἐλευθερία ταυτίζεται μέ τήν ἔξοδον ἀπό τήν εἱρκτήν τοῦ ἀτομισμοῦ. Ὀρθῶς ἐλέχθη ὅτι ἡ θύρα τῆς ἐλευθερίας ἀνοίγει μόνον πρός τά ἔξω. Ἡ πεῖρα αἰώνων μέ τήν ἀνθρωπίνην φύσιν, μαρτυρεῖ ὅτι ὁ ἄνθρωπος δέν καλύπτεται ὑπαρξιακῶς οὔτε ἀπό τήν ἱκανοποίησιν τῶν ἀναγκῶν του, οὔτε μέ τήν συνεχῆ ἐνασχόλησιν μέ τόν ἑαυτόν του, ἀλλά ὅτι ἐπιθυμεῖ νά ἀφιερωθῇ εἰς ἕνα σκοπόν πέραν τοῦ ἑαυτοῦ, νά πραγματώσῃ ὑπερατομικάς ἀξίας, νά ἔχῃ κοινωνικήν προσφοράν, νά μοιράζεται τήν ζωήν.
Αὐτήν τήν ἀλήθειαν διασώζει τό χριστιανικόν ὅραμα τῆς παιδείας, πάντοτε ἐν ἀναφορᾷ πρός τόν τελικόν καί αἰώνιον προορισμόν τοῦ ἀνθρώπου. Ἐν τῷ πλαισίῳ αὐτῆς τῆς «παιδείας ἐλευθερίας», ἡ νέα γενεά θά διδάσκεται τόν λόγον τοῦ Σταυροῦ καί τῆς Ἀναστάσεως, φιλοθεΐαν καί φιλανθρωπίαν, φιλοκαλίαν καί εὐαισθησίαν ἀπέναντι εἰς τό θαῦμα τῆς ὑπάρξεως καί εἰς τά θαυμάσια τῆς δημιουργίας, τήν θυσιαστικήν ἀγάπην, τό μυστήριον τῆς ἁγιότητος, τό πνεῦμα τό ὁποῖον ἐκφράζει ἡ φωτεινή μεγαλοπρέπεια τῆς Ἁγια-Σοφιᾶς, τά μέγιστα καί πρώτιστα τοῦ βίου τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως, τήν εὐχαριστιακήν σχέσιν μέ τήν κτίσιν, τήν ἀντίστασιν εἰς τάς συγχρόνους συρρικνώσεις τοῦ ἀνθρώπου καί εἰς τάς τάσεις, αἱ ὁποῖαι θίγουν τήν ἱερότητα τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου, θά μάθῃ τήν ἀντίδρασιν εἰς τόν αὐτάρεσκον εὐδαιμονισμόν, εἰς τόν προμηθεϊκόν «ἀνθρωποθεόν», εἰς τό «καθελῶ μου τάς ἀποθήκας καί μείζονας οἰκοδομήσω» (Λουκ. ιβ’, 18) τοῦ συγχρόνου ἄφρονος κερδοσκοπισμοῦ.
Πρόκειται περί ἀληθειῶν αἰωνίως ἐπικαίρων. Δέν ἔχουν ἀνάγκην ἐκσυγχρονισμοῦ ὁ Σταυρός, ὁ ὁποῖος εἶναι εἰς τό διηνεκές ἡ κρίσις τῆς κρίσεώς μας, οὔτε ἡ ἀνυπέρβλητος ἀγάπη τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτου, τό ἀσκητικόν φρόνημα, ἡ ταπεινοφροσύνη καί ἡ μετάνοια, τό μυστήριον τῆς ἐν Χριστῷ ἐλευθερίας.
Τιμιώτατοι ἀδελφοί καί προσφιλέστατα τέκνα ἐν Κυρίῳ,
Αὐτάς τάς ἀληθείας φυλάσσομεν ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ σήμερον. Αὐτάς ἠγωνίσθη ἡ Μήτηρ Ἐκκλησία νά ὑπερασπισθῇ καθ᾿ ὅλην τήν ἱστορικήν της πορείαν. Αὐτήν τήν κληρονομίαν τῶν Πατέρων ἡμῶν μεταβιβάζομεν εἰς τήν νέαν γενεάν, ἡ ὁποία καλεῖται, μέ τήν σειράν της, νά συνειδητοποιήσῃ τό προνόμιον νά ἀνήκῃ εἰς τήν φωτεινήν Παράδοσιν τῆς Ὀρθοδοξίας καί τό μέγεθος τῆς εὐθύνης της. Ὑπενθυμίζομεν μετ᾿ ἐμφάσεως καί τήν παραίνεσιν τῆς ἐν Κρήτῃ Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου πρός τούς ὀρθοδόξους νέους «νά συνειδητοποιήσουν ὅτι εἶναι φορεῖς τῆς μακραίωνος καί εὐλογημένης παραδόσεως τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ταυτοχρόνως δέ καί οἱ συνεχισταί αὐτῆς, οἱ ὁποῖοι θά διαφυλάσσουν θαρραλέως καί θά καλλιεργοῦν μέ δυναμισμόν τάς αἰωνίους ἀξίας τῆς Ὀρθοδοξίας διά νά δίδουν τήν ζείδωρον χριστιανικήν μαρτυρίαν» (Ἐγκύκλιος, § 8). Σύμβουλοι καί ὁδηγοί τῆς νεολαίας μας θά εἶναι οἱ μέγιστοι φωστῆρες τῆς τρισηλίου Θεότητος καί κήρυκες τῶν «ἐνταλμάτων» τοῦ Χριστοῦ, οἱ τιμώμενοι σήμερον Ἱεράρχαι, καί οἱ διδάσκαλοι τοῦ Γένους πάλαι τε καί ἐπ᾿ ἐσχάτων.
Περαίνοντες τόν λόγον, δεόμεθα, ὁ Τρισάγιος Θεός, διά τῶν πρεσβειῶν τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, νά εὐλογῇ καί νά ἐνισχύῃ τούς διδασκάλους καί τούς μαθητάς τῶν σχολείων μας, καί νά χαρίζῃ εἰς ὅλους σας, ἀγαπητοί παρόντες, τήν ἄνωθεν εἰρήνην καί τάς ἀπείρους, ζωοπαρόχους καί σωτηριώδεις αὐτοῦ δωρεάς.
Χρόνια πολλά!