στο μέτωπο του Α' Παγκοσμίου Πολέμου
Ένα αποκαλυπτικό έγγραφο του 1915
Του καθηγητού Αριστείδη Πανώτη, Άρχοντος Μ. Ιερομνήμονος της Μ.τ.Χ.Ε.
Κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η Δυτική Συμμαχία των Αγγλογάλλων, γνωστή ως «Αντάντ», για να παρασύρει τον Ρώσο τσάρο Νικόλαο Β΄ κατά των Κεντρικών Δυνάμεων της Ευρώπης (Γερμανίας-Αυστρίας, κ.ά.) μεταχειρίστηκε την μυστική «Συμφωνία του Λονδίνου». Το δόλωμά της ήταν ότι μετά την νίκη κατά του Κάϊζερ θα παραδοθεί στην τσαρική Ρωσία η Ευρωπαϊκή Τουρκία με την Κων/πολη, σε εκπλήρωση των παλαιών ονείρων των τσάρων που έφθασαν μέχρι την «Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου». Βέβαιη η τσαρική Αυλή για την νικηφόρα έκβαση του πολέμου και ενώ διεξαγόταν η φονικώτερη αναμέτρηση των λαών της Ευρώπης, άρχισε το 1915 στη Μόσχα η προμελέτη χρήσεως του επινίκειου «κότινου» που θα ερχόταν να επιβραβεύσει τα όνειρα τον τσαρικού θρόνου. Πρώτο θέμα προς εξέταση το εκκλησιαστικό θέμα στην Ευρωπαϊκή Τουρκία, το από αιώνων υφιστάμενο εκεί πνευματικό κέντρον των Ορθοδόξων, η Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία της Κων/πόλεως.
Για να μελετηθεί το θέμα σωστά κλήθηκε ο αρμόδιος ιστορικός εμπειρογνώμων που ήταν ο καθηγητής της Θεολογικής Ακαδημίας της Πετρουπόλεως Ιβάν Σοκολόφ, διάδοχος στην σχετική έδρα του διαπρεπούς ιστορικού Ιβάν Τρόϊτσκιυ (1834-1901). Ο Σοκολόφ ήταν άριστος γνώστης της ελληνικής γλώσσης και είχε το 1904 εκδώσει στην Πετρούπολη πολύτιμο τόμο περί της Ιστορίας του Οικουμενικού Θρόνου που εξεδόθη σε μετάφραση στη Θεσσαλονίκη το 2011. Το περίεργο είναι ότι μακαριστός ανάδοχός μου στα «Θεολογικά Γράμματα» καθηγητής Γρηγόριος Παπαμιχαήλ ήταν φοιτητής του στην Πετρούπολη και το 1905 ο εντεταλμένος της διπλωματικής διατριβής του επί πτυχίω και τον εκτιμούσε ως άριστον ιστορικόν.
Ο καθηγητής Σοκολόφ διατελούσε από το 1905-1906 μέλος της Προσυνοδικής Συνελεύσεως της Ρωσικής Εκκλησίας και ήταν και ο έγκυρος εμπειρογνώμων του κράτους στα εκκλησιαστικά θέματα στην εποχή του και το 1915 ανέλαβε την αποστολή επισκέψεως στις Εκκλησίες της Εγγύς Ανατολής. Μετά την επιστροφή του υπέβαλε στην Ιερά Σύνοδο της Πετρουπόλεως εκτενή έκθεση περί των εκκλησιαστικών πραγμάτων στις Ορθόδοξες Εκκλησίες που επισκέφθηκε. Την έκθεσή του διάβασε και ο τότε υπεύθυνος Αυτοκρατορικός Επίτροπος στην Ιερά Σύνοδο Β. Σάμπλερ, που έδωσε εντολή να δημοσιευθεί σε 100 αντίτυπα με την ένδειξη «Επέχει θέση χειρογράφου ως Άκρως εμπιστευτικόν». Αυτό το κείμενο τυπώθηκε στις 15 Απριλίου 1915 και ένα αντίτυπο διασώθηκε μέχρι σήμερα στη Ρωσική Εθνική Βιβλιοθήκη. Σε αυτό ο καθηγητής Ιβάν Σοκόλοφ γράφει:
«Η Κωνσταντινούπολη είναι η έδρα του Οικουμενικού Πατριάρχη, του πρώτου σε τιμή μεταξύ των πολλών πατριαρχών της Ορθοδόξου Ανατολής. Είναι η πόλις της Αγίας Σοφίας, το κέντρο της συνοδικής εκκλησιαστικής δραστηριότητος, η εστία υψηλού εκκλησιαστικού πολιτισμού στην περίοδο του βυζαντινού Μεσαίωνα, η κολυμβήθρα της χάριτος του χριστιανικού βαπτίσματος του ρωσικού λαού. Όσον αφορά τον Οικουμενικό Πατριάρχη έκρινε ότι θα πρέπει να διατηρήσει τα ίδια ακριβώς δίκαια και υποχρεώσεις, τα οποία δυνάμει εκκλησιαστικών κανόνων του ανήκαν στην βυζαντινή εποχή. Η εδαφική δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου ανεξαρτήτως των εξελίξεων στην διαμόρφωση των κρατικών συνόρων, θα έπρεπε να παραμείνει απολύτως αμετάβλητη. Ο Πατριάρχης θα έπρεπε να διατηρήσει τον τίτλον «Οικουμενικός», διότι σ’αυτόν δεν υπάρχει ούτε κατ΄ ελάχιστον παπικό στοιχείο. Ο Βυζαντινός Πατριάρχης, χρησιμοποιώντας αυτόν τον τίτλον, «Οικουμενικός» δεν απέβλεπε στην επιβολή της εξουσίας του επί των άλλων πατριαρχών της Ανατολής, με τους οποίους διατήρησε αδελφική σχέση και κατά την τουρκική εποχή. Σε περίπτωση που επερχόταν μεταβολή της κυριαρχίας της Κων/πόλεως, δεν θα έπρεπε επ’ουδενί λόγω να μεταβληθεί το καθεστώς στη συγκρότηση και τον διορισμό προκαθημένου στον Οικουμενικό Πατριαρχικό θρόνο, ο οποίος είναι εδραιωμένος στη συνείδηση ολόκληρου του ορθοδόξου κόσμου και είναι ο σταθερός ταγός στην ιστορική πραγματοποίηση με το πλήρες και ουσιαστικό περιεχόμενό του από αιώνων ισχύοντος κανονικού κώδικα στην Ελληνοανατολική Εκκλησία. Αλλά και σε περίπτωση πολιτικής μεταβολής στα πολιτικά πεπρωμένα της Κωνσταντινουπόλεως, αυτή δεν θα έπρεπε να αγγίξει συγκεκριμένα τις εκκλησιαστικές σχέσεις μεταξύ της Βασιλεύουσας και της Πατρίδος μας, ούτε και να συνοδεύεται από οποιεσδήποτε πρστριβές και επιδείνωση στον τομέα των κανονικών εκκλησιαστικών σχέσεων των δύο Ορθοδόξων Εκκλησιών, της Κων/πόλεως και της Ρωσικής».
Στις 15 Αυγούστου 1917 συνεκλήθη στην Πετρούπολη η Κληρικολαϊκή τοπική Σύνοδος που συνεζητήθη η ανασύσταση του Ρωσικού Πατριαρχείου. Ο καθηγητής Ιβάν Σοκολόφ παρέστη ως μέλος του τμήματος της Ανώτερης Εκκλησιαστικής διοικήσεως και όταν μετ’ ολίγο προέκυψε το ζήτημα της εκλογής πατριάρχου οι συμβουλές του ακολούθησαν την υφισταμένη στο Φανάρι κανονική τάξη και πραγματοποιήθηκε η πρόκριση του τριπροσώπου από το οποίο εξελέγη Πατριάρχης ο Μόσχας Τύχων. Έκτοτε ο Σοκολόφ υπέστη από τους επικρατήσαντες την τύχη του εκλεγέντος και κατέφυγε το 1919 στο Κίεβο ως Βυζαντινολόγος στην εκεί Θεολογική Ακαδημία και μετά το 1927 στο Λένιγκραντ ως καθηγητής της ελληνικής γλώσσης, το δε 1933 εξορίστηκε στην Ούφα όπου εκεί απεβίωσε στις 3 Μαΐου 1939, αφου πρόσφερε ανεκτίμητες υπηρεσίες στην επιστήμη και στην Εκκλησία.
Σύμφωνα με μικρή σταχυολόγηση των επιστημονικών εκτιμήσεών του στον τόμον του, το «εις πολλά έτη» του κάθε εκλεγέντος Πατριάρχη στο Φανάρι είναι μία εγκάρδια και ευλαβής ευχή σε κάθε ανερχόμενο στον Θρόνον της Κων/πόλεως, αλλά η κάθε πατριαρχική εξουσία επισκιάζεται από θλιβερά συμβάντα, ιδίως κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Παρά την ύπαρξη βερατίων και διαταγμάτων του σουλτάνου πολλές φορές οι ραδιουργίες της Πύλης τον ανάγκαζαν σε λίγο να παραιτηθεί μήπως εξευρεθεί εγκρατέστερος και δοκιμότερος στους χειρισμούς διάδοχος και μπορέσει να προσφέρει ουσιαστικότερη στήριξη στην Εκκλησία του «λαό του Θεού» για να διέλθει εκ των συμπληγάδων του κρατούντος καθεστώτος που σκληρά και κακότροπα παρακώλυε την αποστολή του Πατριαρχείου. Όμως παρά τα ευάριθμα συμβάντα που ταλαιπώρησαν την κάθε πατριαρχία, οι πεφωτισμένοι ταγοί της με πνεύμα αυτοθυσίας διακόνησαν στο αποστολικό έργο και έθεσαν στην πρώτη θέση την ακριβή τήρηση των δογμάτων της πίστεως, αφού καταδίκασαν τις παρεκκλίσεις από τις ορθόδοξες αρχές. Ταυτόχρονα υπερασπίστηκαν τα προνόμια και τα δικαιώματα της Εκκλησίας από τις επιβουλές των τυράννων και ως εκ τούτου δέχονταν την βαθύτατη ευγνωμοσύνη του ορθοδόξου λαού. Οι Πατριάρχες εξύψωσαν με τις ηθικές αρχές του Ευαγγελίου τον εκκλησιαστικόν βίον των χριστιανών και πλούτισαν την ορθόδοξη λατρεία. Επέβαλαν την εκκλησιαστική τάξη και ευλάβεια, καθώς και την ευπρέπεια στους ναούς και την σεμνότητα βίου στους κληρικούς παντώς βαθμού. Ιδιαίτερα μάλιστα επιμελήθηκαν την αφιέρωση μοναστικόν βίον προς μείζονα τελειότητα των ασκουμένων πατέρων. αυτό είναι εμφανέστατον στο Άγιον ΄Ορος και τις σταυροπηγιακές μονές του. Ακόμη δε και οι λιγότερο ικανοί και έμπειροι Πατριάρχες διατήρησαν με ευλάβεια τις παραδόσεις των επιφανέστερων προκατόχων τους και φρόντισαν την αιωνία μνημόνευσή τους. Το πλήρωμα συνήθως της Εκκλησίας εμπιστευόταν την πατριαρχική εξουσία στα χέρια των περισσότερο αξιόλογων υποψηφίων, υπερβαίνοντας τους ανταγωνισμούς των φιλόδοξων μετριοτήτων, των απαράσκευων σπουδαιοφανών, των ατάλαντων διότι η πατριαρχική και αρχιερατική τιμή απαιτεί το άθλο της αδιάκοπης της αυτοθυσίας, ιδίως πολλές φορές στις μεγάλες θλίψεις.
Στο Φανάρι είναι συγκεντρωμένο το σύνολον της πνευματικής αξιοπρεπείας και της αριστοκρατίας του χριστιανικού μεγαλείου και της ηθικής δυνάμεως του ορθοδόξου ελληνισμού. Πάντα είναι έτοιμον να αντιπαρέλθει τις μοχθηρές επιθέσεις των προσβλητικών κατηγόρων που μεγαλοποιούν το εθνικιστικό κίνητρο για να το ταπεινώσουν και υπονομεύσουν το κύρος της Μητρός τους Εκκλησίας. Έτσι έγινε στην εποχή του Βουλγαρικού σχίσματος και στην αναγέννηση του ρουμανικού εθνικισμού και στην εκκλησιαστικήν απομονώσιν των Σέρβων και ιδίως των Ελλήνων της ελεύθερης Ελλάδος.»
Αυτό το τελευταίο δυστυχώς συνεχίζεται μέχρι σήμερα τόσον από εμπαθείς και αδιάβαστους «φίλους» της πατριαρχικής μετριότητος, όσο και από την «επηρμένην οφρύν» των παμπόνηρων Μοσχοβιτών που υφίστανται πλέον από τον 20ον αιώνα την αποψίλωση του «Μεγαλόστομου» Γολιάθ τους και τώρα έξ αυτού τροχοπεδούν με την «αυτοακοινωνησία» τους τις εξελίξεις στην Ρωσική «Κοινοπολιτεία», οδεύοντες πλέον σε εκκλησιαστικό «προσχισματικό» στάδιο της πατριαρχίας του κατά κόσμον Βλαντίμιρ Γκουντιάγιεφ, ως «γυμνή τη κεφαλή» οπαδού της αιρετικής προτεσταντικής «Εκκλησιολογίας» του Θεοφάνη Προκόποβιτς, που διασπά την Μιά Ορθόδοξο Αποστολική και Καθολική Εκκλησία σύμφωνα με την διαιρετική κακοδοξία του «Εθνοφυλετισμού».
Βασική βιβλιογραφία:
Ιβάν Σοκολόφ, Η Εκκλησία Κωνσταντινουπόλεως κατά τον 19ον αιώνα. Πετρούπολη 1904 - Θεσσαλονίκη 2011. έκδ. University Studio Press.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου