e-περιοδικό της Ενορίας Μπανάτου εν Ζακύνθω. Ιδιοκτήτης: Πρωτοπρεσβύτερος του Οικουμενικού Θρόνου Παναγιώτης Καποδίστριας (pakapodistrias@gmail.com), υπεύθυνος Γραφείου Τύπου Ι. Μητροπόλεως Ζακύνθου. Οι δημοσιογράφοι δύνανται να αντλούν στοιχεία, αφορώντα σε εκκλησιαστικά δρώμενα της Ζακύνθου, με αναφορά του συνδέσμου των αναδημοσιευόμενων. Η πνευματική ιδιοκτησία προστατεύεται από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Τα νεότερα στα θεματικά ένθετα

Τετάρτη 3 Ιουλίου 2013

"ΛΟΓΟθήκη / αληθώς", 14η εκπομπή: Ο Μητροπολίτης Ζακύνθου κ. Διονύσιος περί των πρώτων Χριστιανών Απολογητών



[Εικαστικό σχόλιο στην ομιλία: Ασώματο χέρι, έργο Χρήστου Μποκόρου, 2005]

Η γρουσούζα η Καρυδιά

Γράφει η ΔΙΟΝΥΣΙΑ ΜΟΥΣΟΥΡΑ-ΤΣΟΥΚΑΛΑ

Μπροστά στην αυλή υπήρχαν μόνο λουλούδια. Γεράνια, Βασιλικοί, Γραντούκες, Μπουγαρινιές και το Καλοκαίρι δεν έλειπαν οι Ντάλιες, Του Ήλιου τα κάλλη, Τζετζέκια ή Κατιφέδες, όπως τα λένε σε άλλα μέρη της Ελλάδας κι οπωσδήποτε δυο μεγάλες Μαργαρίτες, που συνήθως όλες οι κοπελιές, που περνούσαν από εκεί, έκοβαν κι από μία να την μαδήσουν, έτσι για να μάθουν αν το αγόρι που τις γλυκοκοίταζε, τις αγαπούσε στ’ αλήθεια! Η αυλή ήταν πολύ μεγάλη όμως και δεν υπήρχε δέντρο να ρίχνει τον ίσκιο του τα καλοκαίρια και να μην τους τρώει το λιοπύρι.
Ο Νικόλας και η Τασία όμως νιόπαντροι, νέοι, γεμάτοι διάθεση και μεράκι για τη ζωή, έκαναν σχέδια για όλα τα δέντρα που θα φύτευαν μπροστά και πίσω, ώστε να ομορφύνει το σπιτάκι τους. Ήταν πολύ ερωτευμένοι, αφού ναι μεν με προξενιό παντρεύτηκαν όπως όλοι εκείνα τα χρόνια, αλλά υπήρχε αισθηματάκι βαθύ και όμορφο! Ο Νικόλας με την κιθάρα του κάθε βράδυ στο μαγαζί του χωριού όταν τελείωνε τις αγροτικές του δουλειές  να παραγγέλνει λίγο κρασάκι και πότε μόνος πότε με άλλους νέους παρέα όπου ένας είχε ακορντεόν να τραγουδούν όλα τα σουξέ της εποχής. Ωραία, ρομαντικά τραγούδια, όπου ανάλογα με την κοπέλα που είχαν στο νου και στην καρδιά τους, φρόντιζαν για το κατάλληλο τραγούδι!
Ο Νικόλας είχε αδυναμία στο τραγούδι Μάτια Καστανά, αφού καστανά μάτια είχε η Τασία του κι άρχιζε πάντα με αυτό το πολύ μελωδικό τραγούδι! Κ’ η Τασία το άκουγε και έλιωνε γιατί είχε πάρει χαμπάρι τις γλυκές ματιές που της έριχνε, τις οποίες, μέσα στα όρια του επιτρεπτού των καιρών, ανταπέδιδε πάντα με μεγάλη προφύλαξη μην τη πάρουν είδηση και εκτεθεί.
Έστειλε προξενιό λίγο πριν φύγει φαντάρος, για να μη φοβάται πως μέχρι να απολυθεί μπορεί να την παντρέψουν με άλλον, αλλά ακόμα για να μπορούν να αλληλογραφούν και να βλέπονται όταν έπαιρνε άδεια. Μολονότι υπήρξαν κάποιες αντιρρήσεις από τους γονείς της, επειδή δεν είχε πάει φαντάρος ακόμα, τελικά πείσθηκαν, γιατί ήταν καλό παιδί ο Νικόλας κι από νοικοκυραίους γονείς και με τις ευχές όλων έγιναν οι αρραβώνες κι έπλεαν σε πελάγη ευτυχίας τα νέα παιδιά!
Παντρεύτηκαν αμέσως μόλις απολύθηκε από το στρατό ο Νικόλας και τώρα προγραμμάτιζαν τι θα φυτέψουν στον κήπο τους. Αποφάσισαν να φυτέψουν στο πίσω μέρος φρουτόδεντρα, το τερπνόν μετά του ωφελίμου φυσικά. Μπροστά έλεγε η Τασία να φυτέψουν καλλωπιστικό δέντρο, μα ο Νικόλας ξαφνικά αποφάσισε πως αυτό που πραγματικά ήθελε ήταν να φυτέψουν μια καρυδιά. Είχε ο Νόνος του καρυδιά μπροστά στη μέση της αυλής και τη θυμόταν πάντα με νοσταλγία, μια κι ο Νόνος του έφυγε νωρίς!
Στην αρχή η Τασία προσπάθησε να τον μεταπείσει με διάφορες δικαιολογίες, μεγάλο δέντρο η καρυδιά, θα πιάσει όλη την αυλή θ’ απλώσει πολύ και θα σκοτεινιάσει το σπίτι κι άλλα τέτοια. Όταν ένα μετά το άλλο απέρριψε τα επιχειρήματα της ο Νικόλας, την πήραν τα κλάματα και του ομολόγησε πως ή καρυδιά είναι γρουσούζικο δέντρο κι ο θρύλος λέει πως όποιος φυτέψει καρυδιά δε θα ζήσει να την δει να μεγαλώνει. Του ανάφερε διάφορα παραδείγματα, ακόμα και το Νόνο του, που καλά δεν ήταν ούτε 60 χρονών, όταν έφυγε κι άλλους χωριανούς, που κάμανε την κουτουράδα να παρακούσουν τον άγραφο Νόμο και φύτεψαν καρυδιά!!!
Γέλασε με τους φόβους της ο Νικόλας προσπαθώντας να της εξηγήσει πως αυτά δεν είναι παρά προλήψεις και δεισιδαιμονίες και κάθε άλλο παρά το αθώο δέντρο με το πυκνό του φύλλωμα και τους πλούσιους καρπούς του είναι υπεύθυνο για το θάνατο του Νόνου του και των άλλων, απλές συμπτώσεις και τίποτα άλλο. Για να της αποδείξει πόσο αβάσιμα ήταν όλα αυτά και πως αυτός δεν τα λάμβανε καθόλου υπόψη, την άλλη κιόλας μέρα μια κι ήταν φθινόπωρο, η καταλληλότερη εποχή, αγόρασε μια μικρή καρυδιά και χαρούμενος φώναξε και τη Τασία να τον βοηθήσει.
Σφίχτηκε η καρδιά της νιόπαντρης, μα δεν θέλησε να τον κακοκαρδίσει, ούτε να επιμείνει στους λόγους που του ανάφερε. Μέσα της, όμως, κάτι την έτρωγε. Τον βοήθησε και, όταν τελείωσαν, της λέει ο Νικόλας, «μη φοβάσαι γιατί κι αληθινοί να βγουν οι φόβοι σου, αφού μαζί τη φυτέψαμε, μαζί θα πεθάνουμε» και την αγκάλιασε με στοργή. Εκείνη χώθηκε στην αγκαλιά του αμίλητη.
Κοίταζε το δεντράκι έτσι που μεγάλωνε και φούντωνε κι από τη μια το καμάρωνε, από την άλλη ανησυχούσε κι έτρεμε η ψυχή της! Βαθιά θρησκευόμενη η Τασία προσευχόταν και παρακαλούσε την Παναγιά να έχει δίκιο ο Νικόλας κι όντως να είναι προλήψεις όλα αυτά που έλεγαν για την καρυδιά. Με τον καιρό ξεχάστηκε το θέμα, συνήθισε να βλέπει την καρυδιά μπροστά και κάπου έπεισε τον εαυτό της ότι όντως χαζά είναι αυτά που λένε για το αθώο δέντρο. Κάπου όμως τα τσιμπήματα της καρδιάς της όλο και την ενοχλούσαν και τριβέλιζαν το μυαλό της κακές σκέψεις, ιδιαίτερα όταν έφταναν ψίθυροι στ’ αυτιά της πως στο χωριό συζητούσαν για την κουτουράδα που έκαμε ο Νικόλας που είναι τόσο φρόνιμος! Ελάχιστες καρυδιές υπήρχαν στο χωριό, ποιος τολμούσε να φυτέψει που όλοι έτρεμαν με αυτά που είχαν ακούσει.
Πέρασαν λίγα χρόνια, τα φυτά και τα δέντρα που είχαν φυτέψει άρχισαν να μεγαλώνουν και να ομορφαίνουν το σπίτι, η καρυδιά είχε πάρει τα επάνω της και προόδευε κι η Τασία με το Νικόλα περίμεναν το τρίτο παιδί τους! Είχαν ήδη δύο αγόρια κι έλπιζαν σε κόρη αυτή τη φορά. Απ’ ό,τι έλεγαν οι παλιότερες του χωριού, που γνώριζαν από αυτά τα πράγματα, σίγουρα ήταν κορίτσι, γιατί ήταν μες τις μεγάλες της ομορφιές η Τασία και η κοιλιά της ολοστρόγγυλη!!! Αδιάσειστη απόδειξη, όχι απλά ένδειξη, πως είναι κορίτσι!
Δύσκολη εγκυμοσύνη και πολύ πιο δύσκολη γέννα! Δύο μερόνυχτα παιδευόταν η Τασία και το μωρό τίποτα να βγει. Κάποια στιγμή φοβήθηκε πολύ η Μαμή πως θα έσκαγε το μωρό γιατί είχε τυλιχτεί ο λούρος στο λαιμό του. Σπάραζε η Τασία από τους πόνους, ως πέρα ακούγονταν οι φωνές της. Φώναξε το Νικόλα η Μαμή και του παράγγειλε να πάει να φέρει το γιατρό από τη Χώρα, γιατί η κατάσταση πολύ άσκημη...
Έφυγε με το ποδήλατο ο Νικόλας, μα δε βρήκε το γιατρό, ήταν σε ένα μακρινό χωριό κοντά στο Καταστάρι. Είχε ήδη νυχτώσει, πώς να ειδοποιήσουν το γιατρό; Όχι κινητά, μα μήτε σταθερά τηλέφωνα υπήρχαν κείνα τα χρόνια και οι ώρες περνούσαν γεμάτες αγωνία για το Νικόλα... Πώς να γυρίσει πίσω μόνος του, που η Μαμή τού εξήγησε πριν φύγει πως η κατάσταση ήταν κρίσιμη...
Λίγοι και μετρημένοι οι γιατροί. Στην απελπισία του χτύπησε όλες τις πόρτες, βρήκε τελικά γιατρό που ήταν διατεθειμένος να ξεκινήσει εκείνη την προχωρημένη ώρα να πάει στο καμποχώρι, είχε δώσει τον ιερό όρκο του Ιπποκράτη και τον τήρησε. Καβάλησαν με το Νικόλα το ποδήλατο, δεν υπήρχε άλλος τρόπος. Σκοτάδι στο χωριό, μα το σκοτάδι δεν έκρυβε την αναστάτωση που επικρατούσε, τις γυναίκες που είχαν μαζευτεί όλες στο σπίτι του, τ’ ολοφώτιστο μαγαζί γεμάτο άνδρες...
Θρήνος και σπαραγμός στο σπίτι... Η Τασία με το κοριτσάκι της είχαν σβήσει... «Πήγε όλο με το παιδί», του είπε κλαίγοντας η Μαμή. «Προσπάθησα, ό,τι μπορούσα έκανα μα δεν τα κατάφερα...» 
Ασπρομάλλης γέρος ο Νικόλας κι ακόμα θρηνούσε, ο Νικόλας που ποτέ δε ξεπέρασε το χαμό της αγαπημένης του Τασίας και που τον έτρωγαν οι τύψεις πως αυτός έφταιξε για το χαμό της, αυτός που δεν την πίστεψε πως η καρυδιά είναι γρουσούζα. Αυτός, που για να διαλύσει τότε τους φόβους της, της ζήτησε να βοηθήσει στο φύτεμα της καρυδιάς... Της γρουσούζας καρυδιάς, που όποιος τη φυτέψει, δε θα ζήσει να την δει μεγάλο δέντρο...