e-περιοδικό της Ενορίας Μπανάτου εν Ζακύνθω. Ιδιοκτήτης: Πρωτοπρεσβύτερος του Οικουμενικού Θρόνου Παναγιώτης Καποδίστριας (pakapodistrias@gmail.com), υπεύθυνος Γραφείου Τύπου Ι. Μητροπόλεως Ζακύνθου. Οι δημοσιογράφοι δύνανται να αντλούν στοιχεία, αφορώντα σε εκκλησιαστικά δρώμενα της Ζακύνθου, με αναφορά του συνδέσμου των αναδημοσιευόμενων. Η πνευματική ιδιοκτησία προστατεύεται από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Τα νεότερα στα θεματικά ένθετα

Παρασκευή 16 Νοεμβρίου 2018

Εσπερινός στο Mestre προς τιμήν του Αγ. Γενναδίου, συμπροσευχομένου του Οικουμενικού Πατριάρχου


Δειλινό 16ης Νοεμβρίου 2018, παραμονή της εορτής του Αγίου Γενναδίου, στον Ναό του Γενεσίου της Θεοτόκου, στο Μέστρε της Βενετίας. 
     Στη μολδαβική αυτή κοινότητα, στην οποία εφημερεύει αξίως ο π. Ανατόλιος Μπίτκα και υπάγεται στην Ι. Μητρόπολη Ιταλίας και Μελίτης, εορτάστηκαν εσπερίως τα ονομαστήρια του οικείου Μητροπολίτου Σεβ. Ιταλίας κ. Γενναδίου, ο οποίος μάλιστα χοροστάτησε της εόρτιας Ακολουθίας. 
     Προσήλθε και παρέστη συμπροσευχόμενος ο υψηλός Επισκέπτης Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος, ο οποίος, στο τέλος του Εσπερινού, απηύθυνε θερμή προσλαλιά, τόσο προς τον εορταζόμενο Ποιμενάρχη, τους παρισταμένους Κληρικούς και τους παράγοντες της νεοσύστατης αυτής Ενορίας.
Φωτο-αποτύπωση: Octavian Micleusanu 




















































Η τοποθέτηση του Μητροπολίτου Μεσσηνίας Χρυσοστόμου που ΔΕΝ έγινε ενώπιον της Ιεραρχίας της Ελλαδικής Εκκλησίας


Ἡ παροῡσα ἀποτελεῖ τοποθέτηση στήν Ἱεραρχία τῆς 16ης Νεομβρίου 2018 τοῡ Σεβ. Μητροπολίτου Μεσσηνίας κ. Χρυσοστόμου, τήν ὁποίαν δέν πραγματοποίησε, ἐπειδή μέ «δημοκρατικό» τρόπο δέν τοῡ ἐπέτρεψε ὁ Μακαριώτατος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν και πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερώνυμος, γι' αυτό καί τήν δημοσιοποιεῖ ἠλεκτρονικά.

Μακαριώτατε,
Σεβασμιώτατοι Ἅγιοι Ἀρχιερεῖς,

Τίς εὐχαριστίες μου ἐκφράζω μέ πολύ σεβασμό πρός τόν Μακαριώτατο Ἅγιο Πρόεδρο γιά τήν ἐνημέρωση τήν ὁποίαν μᾶς ἔκανε καί μέ τήν ὁποίαν ἀρκετά σημεῖα ἀλλά ὄχι ὅλα διευκρινίστηκαν ἀναφορικά πρός τήν λεγόμενη Συμφωνία μεταξύ τοῦ Πρωθυπουργοῦ καί Προέδρου τῆς Κυβέρνησης καί τοῦ Μακαριωτάτου.

Α. Παρά τόν διθυραμβικό τρόπο μέ τόν ὁποῖον παρουσιάστηκε αὐτή ἡ «ἱστορική Συμφωνία» ἐντούτοις ἡ ἴδια ἡ κυβερνητική διαχείρισή της ἀποδυνάμωσε ὅλη αὐτή τήν προσπάθεια καί φαίνεται ὅτι ἀπέδειξε καί τόν ἐπιδιωκόμενο στόχο της.

Ὅπως ἔχω ἤδη δηλώσει ἡ παροῦσα «Συμφωνία» εἶναι μία ἁπλή καταγραφή (memoradum) θέσεων, ἀπόψεων, προτάσεων καί ἐπιδιώξεων μέ πολλές ἀσάφειες, ἀδιευκρίνιστες προτάσεις καί ἀβεβαιότητες, ἡ ὁποία ἀνοίγει ἀρκετά νομικά ζητήματα ὅπως καί δημιουργεῖ νέα νομικά θέματα καί γιά τά ὁποῖα οὐδεμία ἐπίλυση ὑποδεικνύεται καί δέν μπορεῖ οὔτε νά θεωρηθεῖ οὔτε ὅτι εἶναι πραγματική Συμφωνία.

Θά μοῦ ἐπιτρέψετε λοιπόν νά θέσω ὁρισμένα ἐρωτήματα καί νά κάνω ὁρισμένες παρατηρήσεις καί ἐπισημάνσεις, σέ κάθε ἕνα ἀπό τά ἀναφερόμενα σημεῖα αὐτῆς τῆς οἱωνεί Συμφωνίας.

1) Τό Δελτίο Τύπου τῆς 6-11-2018 τῆς Γεν. Γραμματείας τοῦ Πρωθυπουργοῦ ὁμιλεῖ γιά διάλογο «πολυετῆ, ἀναλυτικό καί εἰλικρινῆ... μεταξύ Πολιτείας καί Ἐκκλησίας».

Ἀπό πότε δηλαδή ὑφίσταται ἕνας τέτοιος διάλογος, στόν ὁποῖον συζητοῦντο ἡ μισθοδοσία τοῦ κλήρου καί ἡ ἀξιοποίηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας; Ὁ Πρωθυπουργός ἀνέφερε γιά πρό τριετίας.

Ποιός διεξήγαγε ἀπό μέρους τῆς Ἐκκλησίας αὐτόν τόν διάλογο; 

2) Στό ἴδιο Δελτίο Τύπου δηλώνεται ὅτι «στόχος μας εἶναι νά θέσουμε τό πλαίσιο διευθέτησης καί ἐπίλυσης ἱστορικῶν ἐκκρεμμοτήτων, ἀλλά καί νά ἐνισχύσουμε τήν αὐτονομία τῆς Ἐκκλησίας».

Ἡ μόνη ἱστορική ἐκκρεμμότητα εἶναι ὁ τρόπος καταγραφῆς, κατοχύρωσης καί ἀξιοποίησης τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας ὄχι ὅμως καί ἡ μισθοδοσία τοῦ κλήρου, γιά τήν ὁποία, ἤδη ἀπό τό 2013 μέ τόν νόμο 4111/2013 (ΦΕΚ. 18/25-1-2013) τοῡ Ἀντώνη Σαμαρᾶ, τό θέμα ἔχει ἐπιλυθεῖ.

3) Ἡ ὑπό μορφή νομοθετικῆς ρύθμισης κατωχύρωση αὐτῆς τῆς «ἱστορικῆς Συμφωνίας μεταξύ Ἐκκλησίας καί Πολιτείας» δέν διασφαλίζει τίποτε ἀπό ὅσα προτείνονται καί περιλαμβάνονται σ’ αὐτήν.

Γνωρίζετε ἐπίσης Μακαριώτατε ὅτι κανένας ὅρος Συμφωνιῶν δέν ἒχει τηρηθεῖ (χρηματική ἀποζημίωση, δωρεά ἀκινήτων κ. ἄ).

Β. Ὕστερα ἀπό τά παρόντα εἰσαγωγικά, ἔρχομαι στήν κατ’ ἄρθρον ὑπόδειξη τῶν ἀσαφειῶν καί σκοτεινῶν σημείων τῆς «Συμφωνίας».

1. Γιατί στό ἐδάφιο 1 τό Ἑλληνικό Δημόσιο ἀναγνωρίζει μόνο τόν ἀναγκαστικό νόμο 1731/1939 καί ὄχι καί τήν νομοθετική κατοχύρωση τῆς σύμβασης τοῦ 1952; 

Γιά ἕνα καί ἁπλό λόγο. Στή συζήτηση γιά τή Σύμβαση τοῦ 1952, ἡ ὁποία πραγματοποιήθηκε στή Βουλή ἀναφέρεται καί διευκρινίζεται στά Πρακτικά ὅτι ἀναλαμβάνει τό Ἑλληνικό Δημόσιο τήν ὑποχρέωση τῆς κάλυψης τῆς μισθοδοσίας τοῦ κλήρου καί τά ἔξοδα λειτουργίας τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐκπαίδευσης, κάτι γιά τό ὁποῖο δέν ὑφίσταται οὔτε κατά τή συζήτηση στόν ἀναγκαστικό νόμο τοῦ 1939 ἀλλά καί οὔτε συμπεριελήφθη στή Σύμβαση τοῦ 1952 καί πολλῷ μᾶλλον στήν Εἰσηγητική Ἔκθεση.

Ἔτσι λοιπόν ἐδῶ ἔχουμε τήν πρώτη πράξη διαφοροποίησης τῆς συμβατικῆς ὑποχρέωσης τοῦ Ἑλληνικοῦ Δημοσίου γιά τήν κάλυψη τῆς μισθοδοσίας τοῦ κλήρου καί τά ἔξοδα λειτουργίας τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐκπαίδευσης πού ἦταν καί ἡ ἀρχική ἐπιδίωξή σας, ὅπως γράφετε στό βιβλίο σας γιά τήν ἐκκλησιαστική περιουσία Μακαριώτατε, ἔναντι τοῦ τρόπου ἀξιο-ποίησης καί ἐκμετάλλευσης τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας, τῆς ὁποίας ἔχει πάρει ἤδη τό 96%, τό Ἑλληνικό Δημόσιο καί σέ μερική συσχέτιση πρός τήν ἐκκλησιαστική περιουσία, τήν ὁποία θά συνδιαχειριστεῖ καί συνεκμμεταλευ-τεῖ τό Ἑλληνικό Δημόσιο καί ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος.

2) Στό ἐδάφιο 2 δηλώνεται : «Τό Ἑλληνικό Δημόσιο ἀναγνωρίζει ὅτι ἀνέλαβε τή μισθοδοσία τοῦ κλήρου, ὡς μέ εὐρεία ἔννοια, ἀντάλλαγμα γιά τήν ἐκκλησιαστική περιουσία πού ἀπέκτησε». 

Θεωρῶ ὅτι δέν ὑπάρχει ποιό ἀσαφές ἐδάφιο μέ τό ὁποῖο προσπαθεῖ νά μᾶς πεῖ ὅτι ἡ «συμβατική ὑποχρέωση» γιά τό θέμα τῆς μισθοδοσίας τοῦ κλήρου καί τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας εἶναι «ἐν εὐρείᾳ ἐννοίᾳ» καί ὄχι «συγκεκριμένῃ», ὅμως τί σημαίνει νομικά αὐτή ἡ ἔκφραση;

Ἐπίσης ἡ χρήση τοῦ ρήματος «ἀνέλαβε» σημαίνει ὅτι συνεχίζει καί ἀναλαμβάνει καί μετά τήν Συμφωνία; Γιά ποιά περιουσία ὁμιλεῖ, τῆς περιόδου 1920-1935 ἢ καί μετά ταῡτα;

3) Στό ἐδάφιο 3 ἀπεμπολεῖται ὄχι ἡ δημοσιοϋπαλληλική ἰδιότητα ἀλλά ἡ ἐγγύηση τοῦ Ἑλληνικοῦ Δημοσίου ἔναντι τῆς μισθοδοσίας τοῦ κληρικοῦ, ὡς θρησκευτικοῦ λειτουργοῦ, γεγονός τό ὁποῖο ἒχει ὡς συνεπ-ακόλουθο τήν διαγραφή τῶν κληρικῶν ἀπό τήν «Ἑνιαία Ἀρχή Πληρωμῶν».

Αὐτό ὅμως Μακαριώτατε εἶναι μία ἀπεμπόληση κεκτημένου δικαιώματος τῶν κληρικῶν, γιά τό ὁποῖο ἀγωνιζόταν ἡ Ἐκκλησία νά τό διασφαλίσει ἤδη ἀπό τό ἔτος 1945 καί τό πέτυχε τό 2013 καί ἡ παροῦσα «Συμφωνία» ὕστερα ἀπό 5 χρόνια ἔρχεται νά τό διαγράψει.

Δέν ξέρω ἐάν ἔχουμε τό δικαίωμα ἐμεῖς αὐτό σήμερα ὄχι μόνο ἔναντι τῆς ἱστορίας ἀλλά κυρίως ἔναντι τοῦ μέλλοντος ὡς πρός τήν ἐπιβίωση τῆς ἴδιας τῆς Ἐκκλησίας.

Ἐπιπλέον ἡ παροῦσα διαγραφή ἀπό τήν «Ἑνιαία Ἀρχή Πληρωμῶν» θέτει πολλά ἀκόμη θέματα ὡς πρός τήν ἔννοια τοῦ προσώπου καί τοῦ χαρακτῆρος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, τοῦ δημοσιοϋπαλληλικοῦ χαρακτῆρος τῆς μισθοδοσίας, τῆς ἰατροφαρμακευτικῆς περίθαλψης, τῆς ἀσφάλισης καί τοῦ συνταξιοδοτικοῦ τῶν κληρικῶν, ἐνῶ δέν ἀναφέρει τίποτε γιά τό ὑποδεικνυόμενο καθεστώς ὡς πρός τό μέλλον τῶν ἤδη συνταξιοδοτούμενων κληρικῶν καί τῶν συγγενῶν τους.

Ἡ διαθρυλλούμενη ἐπίσης ἄποψη ὅτι «ἐργοδότης τῶν θρησκευτικῶν λειτουργῶν εἶναι ὄχι τό Δημόσιο ἀλλά οἱ Μητροπόλεις τους», ὅπως ἒχει γραφεῖ μᾶς ἐπαναφέρει στό μισθολογικό καθεστώς πρό τοῦ 1945.

Ποιός λοιπόν θά εἶναι ὁ ἐργοδότης τους, ὁ ὁποῖος «θά παραμείνει ὁ ἴδιος»; (!!!) Δεν μπορῶ ἐπίσης νά φανταστῶ μέ ποιό τρόπο θά ἐπιτευχθεῖ ἡ συνταγματική διασφάλιση τῆς μισθοδοσίας.

Ἐρωτῶ οἱ ὑπάλληλοι τῶν ΔΕΚΟ, Καθηγητές Πανεπιστημίου καί ἄλλοι εἶναι δημόσιοι ὑπάλληλοι ὡς μισθοδοτούμενοι ἀπό τήν «Ἑνιαία Ἀρχή Πληρωμῶν»; 

4) Στό ἐδάφιο 4 ἐπίσης ἐμφανίζεται μία νέα κατάσταση τῆς μισθοδοσίας. Ἡ καταβολή ἐτησίως τοῦ ποσοῦ πού ἀντιστοιχεῖ στό κόστος μισθοδοσίας «τῶν ἐν ἐνεργείᾳ ἱερέων» (ὄχι τῶν συνταξιούχων; ) «ὑπό μορφή ἐπιδότησης» καί ὄχι «ὡς συμβατική ὑποχρέωση» ἢὡς «μισθώματα», εἶναι ὅμως γνωστό, ὅτι εἶναι νομικά ἰσχυρότερη ἡ «συμβατική ὑποχρέωση» τοῦ Κράτους ὡς πρός τήν ἀφηρημένη καί ἀσαφή μορφή τῆς ἐπιδότησης, ὅπως καί ἀπόλυτα δεσμευτική νομικά γιά τό ἴδιο τό Ἑλληνικό Δημόσιο. Μπορεῖ νά μέ διορθώσει κάποιος ἐάν σφάλλω.

Ἐπιδοτήσεις καί ἐπιχορηγήσεις δίδονται καί σέ φορεῖς τοῦ ἰδιωτικοῦ δικαίου καί σέ φορεῖς τοῦ δημοσίου δικαίου (ΔΕΚΟ, ΟΤΑ, ΑΕΙ) ὄχι ὅμως γιά τήν μισθοδοσία, ἀλλ' ὡς ἐπιπλέον οἰκονομική ἐνίσχυση τῶν προϋπολογισμῶν τους.

5) Δέν νομίζω ὅτι ἔχουμε ἄλλη μορφή διατύπωση παραίτησης δικαιωμάτων τῆς Ἐκκλησίας ὡς πρός τήν ἐκκλησιαστική περιουσία ἔστω καί ἄν αὐτή ἡ ἀπεμπόληση ἀφορᾶ τά τοῦ νόμου τοῦ 1939, στό ἐδάφιο 5.

6) Στό ἐδάφιο 6 ἀνακοινώνεται ἡ ἵδρυση «Εἰδικοῦ Ταμείου τῆς Ἐκκλησίας» τό ὁποῖο θά προορίζεται ἀποκλειστικά γιά τή μισθοδοσία τῶν κληρικῶν.

Ἐρωτῶ: ποιά θά εἶναι ἡ νομική του μορφή ; Ἀπό τόν καθορισμό τῆς νομικῆς μορφῆς τοῦ συγκεκριμένου ταμείου θά ἐξαρτηθοῦν ἤ καί θά καθοριστοῦν καί ἄλλες μελλοντικές νομικές μορφές σχέσεων Ἐκκλησίας καί Κράτους. Ἀπό πού θά χρηματοδοτεῖται τό συγκεκριμένο Ταμεῖο; Θά εἶναι βιώσιμο; 

7) Μέ ποιό τρόπο διασφαλίζεται ὁ σημερινός ἀριθμός τῶν ὀργανικῶν θέσεων τῶν κληρικῶν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὅπως καί γιά τούς ἐκκλησιαστικούς ὑπαλλήλους; Πόσες εἶναι αὐτές οἱ ὀργανικές θέσεις;

Ἀκόμη δέν ἔχουμε νομιμοποιήσει τίς ὑφιστάμενες ἐνορίες καί τίς ἐφημεριακές θέσεις πού ἀναλογοῦν σ’ αὐτές μέ τόν Κανονισμό πού ἒχουμε ἢδη ἐγκρίνει καί δέν ἔχουμε συζητήσει γιά «σημερινό ἀριθμό» ὀργανικῶν θέσεων.

Ἡ ἔλλειψη νομιμοποίηση τῶν ὀργανικῶν θέσεων τῶν ἐφημερίων εἶναι δικό μας λάθος, γιατί ὅταν στήν Δ.Ι.Σ. (περιόδου 2012-2013) καί στήν Ι.Σ.Ι. (Ὀκτώβριος 2014) ἐτέθη τό θέμα, ἀπό τόν ὁμιλοῦντα καί μερικούς ἄλλους Ἀδελφούς Ἀρχιερεῖς, ὡς ἐπιτακτική ἀνάγκη ἡ νομοθετική κατοχύρωσή τους ἀντέστει τότε ὁ ἀείμνηστος Μητροπολίτης Φιλίππων καί τό σῶμα ὑπαναχώρησε καί ἔθεσε τήν ὅλη ὑπόθεση ad calendam, σήμερα θά κληθοῦμε νά πληρώσουμε ἁμαρτίες παλαιές.

Γ. Ἔρχομαι τώρα στά ἐδάφια πού ἀναφέρονται στό λεγόμενο «Ταμεῖο Ἀξιοποίησης Ἐκκλησιαστικῆς Περιουσίας».

α) Μέ τό ὅλο πλαίσιο ἵδρυσης τοῦ συγκεκριμένου «Ταμείου» ἀνοίγονται νέες μορφές σχέσεων Ἐκκλησίας καί Πολιτείας μέ τίς ὁποῖες ὅμως δέν διασφαλίζεται τίποτε ὄχι μόνο ὡς πρός τήν διαχείριση καί ἀξιοποίηση τῆς ἐναπομεινάσης ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας ἀλλά καί ὡς πρός τήν κατοχύρωσή της.

β) Στό ἐδάφιο 11 ἡ «Συμφωνία ὁμιλεῖ γιά διαχείριση καί ἀξιοποίηση τῶν ἀπό τό 1952 καί μέχρι σήμερα ἤδη ἀμφισβητουμένων μεταξύ Ἑλληνικοῦ Δημοσίου καί Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος περιουσιῶν ἀλλά καί κάθε ἄλλου περιουσιακοῦ στοιχείου.

Ἔχουμε δηλαδή μία συνδιαχείριση θεσμική πλέον τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας, ἀπό τό Ἑλληνικό Δημόσιο καί τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, ὄχι ὅμως καί ὁποιασδήποτε ἄλλης περιουσίας τοῦ Ἑλληνικοῦ Δημοσίου. 

γ) Θέλετε νά σᾶς θυμίσω τί ἔγινε κατά τό παρελθόν μέ ἀνάλογους ἐκκλησιαστικούς ὀργανισμούς (Γενικό Ἐκκλησιαστικό Ταμεῖο, ΟΔΕΠ, ΤΑΚΕ...) καί μέ τίς περιουσίες τους ; Νομίζω, ὅτι ὅλοι θυμώμαστε τί ἔγινε μέ τήν κινητή καί ἀκίνητη περιουσία τοῦ ΤΑΚΕ ὅταν νομοθετικά καταργήθηκε καί μάλιστα μονομερῶς ἀπό τήν Ἑλληνική Πολιτεία!!!

Στό τέλος θά χάσουμε καί τήν περιουσία πού ἔχουμε σήμερα καί τήν ὁποία οὔτε ἔχουμε καταγράψει καί γιαυτό δέν μποροῦμε οὔτε νά τήν ἐκτιμήσουμε–κοστολογήσουμε, οὔτε νά τήν ἀξιολογήσουμε, νά τήν κτημα-τολογήσουμε καί νά τήν ἀξιοποιήσουμε.

δ) Δέν ὑπεισέρχομαι στά ἐδάφια 12,13, καί 14 γιατί ἡ ἐφαρμογή τους προϋποθέτει ἕνα ἰδανικό πλαίσιο σχέσεων ἐμπιστοσύνης μεταξύ Ἐκ-κλησίας καί Πολιτείας.

ε) Τό τελευταῖο ἐδάφιο τῆς «Συμφωνίας» (15), εἶναι ὅ,τι ποιό ἀσαφές, διολισθαίνον, ἐπικίνδυνο καί ἀνασφαλές.

Ἤθελα μόνο νά ἐρωτήσω:

α) Ἡ ἐκκλησιαστική αὐτή περιουσία στό σύνολό της εἶναι ἱκανή ὣστε ἀπό τήν ἐκμετάλλευσή της ἀπό τό ΤΑΕΠ θά ἀποδίδει ἐτησίως ὡς κέρδος 420.000.000 εὐρώ περίπου, ὥστε τό 50% νά πηγαίνει γιά τήν μισθοδοσία καί τό ἄλλο 50% στό Ἑλληνικό Δημόσιο, ἒστω καί μετά παρέλευση δεκαετίας; 

Τήν ἀπάντηση τήν δίνει βουλευτής τοῦ ΣΥΡΙΖΑ καί πρ. ὑπουργός, ὁ ὁποῖος φαίνεται ὅτι στηρίζει τήν παροῦσα «Συμφωνία».

Ἀναφέρει: «καί ὅσο καί ἄν εἶναι κουραστικό, ἄς ἀναρωτηθοῦμε γιά ἄλλη μία φορά ἄν ὑπάρχει οἰκονομοτεχνική μελέτη πού νά ἀποδεικνύει ὅτι ἀπό τήν ἀξιοποίηση αὐτῆς τῆς περιουσίας μποροῦν νά προκύψουν κέρδη 200.000.000 € ἐτησίως, γιά τήν κάλυψη τῆς μισθοδοσίας τῶν 10.000 κληρικῶν. Ἄς μᾶς προβληματίσει τό γεγονός ὅτι μόνο δύο μεγάλες ἑλληνικές ἐπιχειρή-σεις, κι’ αὐτές ὄχι σέ σταθερή βάση, καταφέρνουν νά ἔχουν κέρδη πάνω ἀπό 200.000.000 € ἐτησίως». (Nik. Φίλης).

β) Μᾶς διαφεύγει ὅτι ἡ μισθοδοσία τοῦ κλήρου καί ὅλα τά ἐργατικά δικαιώματα (περίθαλψη, ἀφάλεια, σύνταξη) ἔχουν νά κάνουν μέ τό 96 % τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας πού ἔχει ἤδη πάρει τό Ἑλληνικό Δημόσιο.

Τώρα μέ αὐτήν τήν «ἱστορική Συμφωνία» ἀπαλλάσεται τό Ἑλληνικό Δημόσιο, ἀπό τήν ὑποχρέωση κάλυψης τῆς μισθοδοσίας καί τήν μισθοδοσία τοῦ κλήρου θά ἀναλάβει ἐξολοκλήρου ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία, ἒστω καί σέ βάθος χρόνου εἰκοσαετίας (!!!) μέ τό 50% ἀπό τό σύνολο τοῡ ποσοῦ ἀξιοποίησης τῆς ὑφιστάμενης ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας. 

Γιά ὅλους αὐτούς τούς λόγους θεωρῶ ὅτι ἡ «Συμφωνία» εἶναι γεμάτη ἀσάφειες, κενά, δημιουργεῖ νέα νομικά θέματα καί δέν διασφαλίζει τίποτε ἀπό τά ἤδη κεκτημένα. Εἶναι μία πρόχειρη καί ἐπιπόλαια γραμμένη «Συμφωνία», μέ τήν ὁποία ὠφελεῖται μονομερῶς τό Ἑλληνικό Δημόσιο.

Δ. Ἡ πρόταση μου Μακαριώτατε εἶναι ἡ ἑξῆς:

Ἡ «Συμφωνία» εἶναι ἀπορριπτέα, ἢδη τό σημεῖο 15 μᾶς δίνει αὐτήν τήν δυνατότητα, μέχρι νά διορθωθεῖ ἀπό ὁμάδα νομικῶν Μητροπολιτῶν, ἔχουμε ἀρκετούς, καί ἔγκριτους νομικούς ἐντός καί ἐκτός τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, καί νά ἔρθει σέ μία προσεχῆ Ἱεραρχία γιά περαιτέρω ἐπεξεργασία, καί ὓστερα νά τεθεῖ στή βάσανο τοῦ διαλόγου μέ τήν Πολιτεία.

Σέ ὅλη αὐτή τήν διαδικασία διόρθωσης τῆς «Συμφωνίας» ἀπό μέρους τῆς Ἐκκλησίας δέν θά πρέπει νά ἐξαιρεθεῖ ὁ ἐφημεριακός λόγος καί οἱ τοποθετήσεις τους γιά τά θέματα, ἀφοῦ εἶναι καί αὐτοί ἄμεσα θιγόμενοι, ὅπως καί οἱ ἐκκλησιαστικοί ὑπάλληλοι.

Ἐπίσης θά πρέπει νά τεθεῖ ἓνα πλαίσιο ὅτι: 

α) Δέν ἀλλάζει τό ὑφιστάμενο μισθολογικό καθεστώς τῶν κληρικῶν καί τῶν ἐκκλησιαστικῶν ὑπαλλήλων ὡς και τά ἐργασιακά και συνταξιοδοτικά τους δικαιώματα.

β) Μέχρι τήν τελική ὁλοκλήρωση τῆς καταγραφῆς τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας, τήν κτηματολογική της καί τήν κοστολόγησή της δέν συζητοῦμε γιά ἵδρυση Τ.Α.Ε.Π. Τά ἀπογοητευτικά ἀποτελέσματα τοῦ ΤΑΙΠΕΔ δέν μᾶς δίνουν καί πολλά περιθώρια αἰσιοδοξίας (βλ. ἀξιοποίηση «Ἑλληνικοῡ»).

Ἐκφράζω τή λύπη μου γιά τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο χρησιμοποίησε τήν παροῦσα «Συμφωνία» ἡ Κυβέρνηση, ὡς ἐπικοινωνικό πυροτέχνημα.

Λυπᾶμαι γιά τήν ἔλλειψη σοβαρότητας ἀπέναντι στήν Ἐκκλησία καί στό πρόσωπό Σας Μακαριώτατε κυβερνητικῶν παραγόντων, οἱ ὁποῖοι μέ τίς δηλώσεις τους Σᾶς ἐξέθεσαν καί δέν Σᾶς προφύλαξαν, ἀλλάν μᾶλλον ὑπονόμευσαν τήν «Συμφωνία».

Τέλος θά Σᾶς παρακαλοῦσα μέ ὅλο τό σεβασμό πρός τό πρόσωπό Σας καί ὡς Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν, ὁ λαικός συνεργάτης τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν κ. Κων/νος Δήμτσας νά πάψει νά ἀναμειγνύεται καί νά διαμορφώνει τήν στάση τῆς κυβερνήσεως ἔναντι τῶν θεμάτων αὐτῶν καί νά ἀποτελεῖ τόν «διαμεσολαβητή» καί νά περιοριστεῖ στά καθήκοντα, τά ὁποῖα τοῦ ἔχει παραχωρήσει ἡ Ἐκκλησία καί ὁ Ἀρχιεπίσκοπος, καί στά ὑψηλά καθήκοντα πού τοῦ ἔχει ἀναθέσει ἡ Ἑλληνική Πολιτεία.

Ἐάν ἐπιθυμεῖτε νά ἀποκτήσετε διαύλους ἐπικοινωνίας μέ τόν πολιτικό κόσμο νομίζω ὅτι καί πρόσωπα ἐκκλησιαστικά ὑπάρχουν καί τόν τρόπο γνωρίζετε. 

Σᾶς εὐχαριστῶ καί ζητῶ συγχνώμη ἀπό τό Ἱερό Σῶμα γιά τήν καταπόνηση καί γιά ὅσα εἶπα, πιθανῶς δυσάρεστα.

† ὁ Μεσσηνίας Χρυσόστομος

Υπομνήματα του Μητροπολίτου Πειραιώς Σεραφείμ για τις εξελίξεις στις σχέσεις Κράτους - Εκκλησίας


Ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Πειραιῶς κ. Σεραφείμ ὡς μέλος τῆς Σεπτῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος κατέθεσε τά ἀκόλουθα δύο ὑπομνήματα στήν συγκληθεῖσα Ἱεραρχία:


Α. Γιά τίς προτάσεις ἀναθεωρήσεως τοῦ Συντάγματος πού σχετίζονται μέ τήν Ἐκκλησία

Β. Γιά τό πλαίσιο συμφωνίας Ἐκκλησίας καί Πολιτείας.

Α. ΥΠΟΜΝΗΜΑ
ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ ΤΗΣ ΙΕΡΑΡΧΙΑΣ 
ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
Μητροπολίτου Πειραιῶς Σεραφείμ


16 Νοεμβρίου 2018
Μακαριώτατε,
Σεβασμιώτατοι,

Ἀναφερόμενος εἰς τήν παρουσιασθεῖσα πρότασι ἀναθεώρησης τοῦ Συντάγματος ἐπάγομαι τά κάτωθι:

• Ἡ πρότασις τοῦ κυβερνῶντος κόμματος ΣΥΡΙΖΑ γιά τήν ἀναθεώρησι τοῦ ἄρθρου 3 τοῦ ἰσχύοντος Συντάγματος καταδεικνύει τό περίγραμμα τῆς ἀναθεωρητικῆς λογικῆς του στήν ὁποία καταλέγεται ἀσφαλῶς ἡ τυπολογία τῶν σχέσεων Πολιτείας-Ἐκκλησίας.

Δέν ἐπιλέγεται μέν ἡ κατάργησι τοῦ ἄρθρου 3 τοῦ Συντάγματος πού θά ἐπέφερε τεκτονικό σεισμό μέ τήν κατάργησι τῆς συνταγματικῆς προστασίας τῶν Καταστατικῶν κειμένων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἀλλά ἡ εἰσαγωγή στό ἄρθρο 3 τοῦ Συντάγματος τῆς ἀόριστης ρήτρας γιά τήν «κρατική θρησκευτική οὐδετερότητα» πού ὅμως ὑπονοεῖται ἡ κατοχύρωσίς της ὑπέρ ὅλων τῶν γνωστῶν θρησκειῶν τῆς χώρας, ἤδη στό ἄρθρο 13 τοῦ Συντάγματος γιά τήν θρησκευτική ἐλευθερία.

Ρυθμίζει τό ἰσχῦον ἄρθρο 3 τίς σχέσεις τῆς Ἑλληνικῆς Πολιτείας μέ τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ὡς διεθνές Νομικό Πρόσωπο καί δηλώνει τό σεβασμό τῆς Ἑλληνικῆς Δημοκρατίας πρός τή διαμορφωμένη κατά τό κανονικό δίκαιο σχέσι τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου μέ τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ( δογματική ἑνότητα, καθεστώς Νέων Χωρῶν, Κρήτης, Δωδεκανήσου, ἀλλά καί Ἁγίου Ὅρους σύμφωνα μέ τίς εἰδικότερες προβλέψεις τοῦ ἄρθρου 105). Γιά τήν ἀκρίβεια, τό Σύνταγμα εἰσάγει δύο διαφορετικά συστήματα σχέσεων Kράτους καί ‘Eκκλησίας. Ἕνα σύστημα συνταγματικῶς ρυθμισμένων σχέσεων (πού ἐξειδικεύει ὁ νόμος) μέ τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος καί ἕνα σύστημα ὁμοταξίας μέ τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο.

Τό ἄρθρο 3 λειτουργεῖ προστατευτικά διά τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο καί τή διεθνῆ νομική καί κανονική του θέσι, συμπεριλαμβανομένων τῶν ἰδιαίτερων Ἐκκλησιαστικῶν καθεστώτων, στήν Ἑλλάδα πού τό ἀφοροῦν εὐθέως. Τό ἰσχῦον Σύνταγμα εἶναι συνεπῶς θρησκευτικά φιλελεύθερο. Εἶναι πιό προστατευτικό γιά τή θρησκευτική ἐλευθερία καί ἰσότητα ἀπό τή λεγόμενη θρησκευτική οὐδετερότητα. Ἡ οὐδετερότητα δέν εἶναι laicite. Η laicite εἶναι ἱστορικά μία πολιτική θεολογία πού συγγενεύει μέ τόν δεϊσμό. Ἡ θρησκευτική οὐδετερότητα ἐμφανίζεται σέ κράτη στά ὁποῖα συνυπάρχουν Kαθολικισμός καί Προτεσταντισμός.

Ἡ θρησκεία τοποθετεῖται στήν ἰδιωτική σφαῖρα ἤ μᾶλλον στή σφαίρα τῆς κοινωνίας τῶν πολιτῶν, τό κράτος τηρεῖ ἴσες ἀποστάσεις, χωρίς πίεση καί χωρίς προτίμηση πρός μία θρησκευτική κοινότητα, ἀλλά δέν εἶναι ἐχθρικό πρός τό θρησκευτικό φαινόμενο.

Ἐφόσον στήν Ἑλληνική ἔννομη τάξι ἰσχύει πλήρως τό ἄρθρο 13 τοῦ Συντάγματος καί τό ἄρθρο 9 τῆς ΕΣΔΑ, ἡ προσθήκη τῆς ρήτρας τῆς θρησκευτικῆς οὐδετερότητας, ἐνσωματώνεται μεθοδικῶς στό ἄρθρο 3 τοῦ Συντάγματος πού ἀφορᾶ μόνο στήν «Ἐπικρατοῦσα» Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία καί ὄχι ὡς ὄφειλε στό ἄρθρο 13, πού ναί μέν ἀνήκει στό σκληρό πυρήνα τῶν μή ἀναθεωρητέων ἄρθρων τοῦ Συντάγματος, ἀλλά πού ἡ συγκεκριμένη πρόσθεση δέν ἀναθεωρεῖ τήν οὐσία τῆς διατάξεως, πού ὅπως εἴπαμε κατοχυρώνει τήν θρησκευτική ἐλευθερία ἰσοτίμως ὅλων τῶν γνωστῶν θρησκειῶν, διαρρυθμίζει συνολικῶς τό θρησκευτικό φαινόμενο καί ἑπομένως περιλαμβάνει στό κανονιστικό του πεδίο ὅλες τίς γνωστές θρησκεῖες, διά νά ἐπιτευχθῇ ἡ παγία θέση τῆς Ἀριστερᾶς ὅτι ἡ διάταξη τοῦ ἄρθρου 3 ἔχει μόνο διαπιστωτικό καί ὄχι κανονιστικό περιεχόμενο, μέ ὅτι αὐτό δικαιοπολιτικά συνεπάγεται.

• Ἡ πρότασι ἀναθεωρήσεως γιά τήν καθιέρωσι τοῦ πολιτικοῦ ὅρκου καί ἡ κατάργησι τῆς προαιρετικότητος στήν ὁρκοδοσία αἱρετῶν καί δημοσίων λειτουργῶν στοχεύει πρόδηλα στήν ἀποσύνδεσι τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τόν Δημόσιο βίο καί στήν ἀπομείωσι ἑνός ἐκ τῶν βασικῶν στοιχείων τῆς ἐθνικῆς ταυτότητος πού εἶναι τό ὁμόθρησκον.

Προσβάλει ὅμως καταφώρως τήν ἔννοια τοῦ σεβασμοῦ τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας τοῦ ἄρθρου 13 τοῦ Συντάγματος, διότι ἐπιβάλλει στούς ἐνθέους αἱρετούς καί δημοσίους λειτουργούς Ἕλληνες πολίτες, τήν διά τοῦ Συντάγματος δημοσία δήλωσι ὡς ὀντολογικοῦ τους θεμελίου, ὄχι τῆς πίστεώς τους στό θεῖο καί ἱερό, ἀλλά στόν ἑαυτό τους.

Ἡ ἐπιβολή αὐτή ἀποτελεῖ παραβίασι τοῦ ἄρθρου 13 τοῦ Συντάγματος καί τῆς ΕΣΔΑ. Ὅπως τυγχάνει ἀπαράδεκτο νά ὑποχρεοῦται ὁ ἄθεος πού θεωρεῖ ὡς ὀντολογικό του θεμέλιο τόν ἑαυτό του, δηλαδή τήν τυχαία συνάρμοση τῶν κυττάρων του ἐκ τῆς ὁποίας μυστηριωδῶς προκύπτουν μεταφυσικές ἔννοιες ὡς ἡ τιμή καί συνείδηση, νά δηλώνει τό θεῖο καί τό ἱερό, ἔτσι καί ὁ ἔνθεος νά ὑποχρεώνεται νά ὁρκοδοτεῖ στόν ἑαυτό του.

• Ἡ πρόταση ἀναθεωρήσεως τοῦ ἄρθρου 21 τοῦ Συντάγματος πού εὐθέως ἀπομειώνει καί ἐξαφανίζει τήν ἔννοια τῆς οἰκογένειας ὡς πρωταρχικοῦ κυττάρου τοῦ Ἔθνους καί τοῦ προσδίδει μόνο ὑλιστικό περιεχόμενο εἶναι ἀπαράδεκτη καί προσβλητική γιά τήν ἰδιοπροσωπεία τοῦ λαοῦ μας. 

+ ὁ Πειραιῶς Σεραφείμ

Συνημμένως ὑποβάλλονται οἱ Γνωμοδοτήσεις:
• Κυριάκου Κυριαζοπούλου, Καθηγητοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Δικαίου Νομικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ.
• Χρήστου Παπασωτηρίου, Δικηγόρου Ἀθηνῶν.


Β. ΥΠΟΜΝΗΜΑ
ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ ΤΗΣ ΙΕΡΑΡΧΙΑΣ 
ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
Μητροπολίτου Πειραιῶς Σεραφείμ

16 Νοεμβρίου 2018
Μακαριώτατε,
Σεβασμιώτατοι,

Ἀναφερόμενος εἰς τό παρουσιασθέν πλαίσιο συμφωνίας Ἐκκλησίας-Πολιτείας ἐπάγομαι τά κάτωθι:

Τό Ἑλληνικό Δημόσιο δέν μισθοδοτεῖ μόνο τούς Ὀρθοδόξους Κληρικούς καί ὁρισμένους ἀπό τούς Ἐκκλησιαστικούς Ὑπαλλήλους Ἱ. Μητροπόλεων ἀλλά καί τούς μουφτῆδες καί ἱεροδιδασκάλους Δ. Θράκης καί μάλιστα τούς μουφτῆδες μέ βαθμό καί μισθολόγιο Γεν. Διευθυντοῦ Ὑπουργείου.

Ἡ μισθοδοσία τοῦ κλήρου καί ἡ ὑποστήριξι τῆς Ἐκκλησιαστικῆς ἐκπαίδευσης ἀπό τό Κράτος δέν εἶναι ζήτημα θεσμικῶν σχέσεων Κράτους καί Ἐκκλησίας ἀλλά ἀφορᾶ στίς περιουσιακές ἔννομες σχέσεις τους. Ἡ κρατική συμβολή στήν μισθοδοσία τοῦ Κλήρου ξεκίνησε τό 1945 πρίν ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἀναγνωρισθεῖ expresis verbis ἀπό τό νομοθέτη ὡς ΝΠΔΔ τό 1969. Ἡ δικαιοπολιτική θεμελίωσι τῆς μισθοδοσίας ἀπό τό Κράτος εἶναι ὅτι ἡ μισθοδοσία τοῦ Κλήρου καί ἡ Ἐκκλησιαστική ἐκπαίδευση ἔχουν ἀναληφθεῖ ἀπό τό Κράτος ὡς μία μορφή ἀφηρημένης, «κατ’ ἀποκοπή» ἀποζημίωσης πρός τήν Ἐκκλησία γιά τήν Ἐκκλησιαστική, ἰδίως μοναστηριακή περιουσία πού περιῆλθε στό Κράτος καί διακρατεῖται ἀπό αὐτό χωρίς καμμία ἀποζημίωση τῆς Ἐκκλησίας.

Τό 1994 ὁ Ν. 1700/1987 πού θεωρήθηκε συνταγματικός ἀπό τά Ἐθνικά Δικαστήρια ὁδήγησε σέ καταδίκη τῆς Ἑλλάδας καί κρίθηκε ἀντίθετος στήν Εὐρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων τοῦ Ἀνθρώπου (ΕΣΔΑ, 1ο Πρόσθετο Πρωτόκολλο, ἄρθρο 1, Προστασία περιουσίας) μετά τήν προσφυγή 5 ἱερῶν Μονῶν (Ἄνω Ξενιᾶς Βόλου, Ἁγίας Λαύρας Καλαβρύτων, Μεταμορφώσεως Σωτῆρος Μετεώρων, Χρυσολεοντίσσης Αἰγίνης καί Μ. Σπηλαίου Καλαβρύτων) πού δέν ὑπέγραψαν τή σύμβασι τῆς 11/5/1988 καί 3 Ἱ. Μονῶν ( Ἀσωμάτων Πετράκη, Ὁσίου Λουκᾶ Βοιωτίας καί Φλαμουρίου Βόλου) πού ὑπέγραψαν τήν σύμβασι τοῦ 1988. Μέ τήν ὑπ’ ἀριθμ. 10/1993/405/483-484 Ἀπόφασι τοῦ ΕΔΔΑ οἱ μονές πού δέν ὑπέγραψαν τήν σύμβασι ἐδικαιώθησαν, ἐνῶ οἱ 3 μονές πού ὑπέγραψαν τήν σύμβασι ἀπερρίφθη ἡ προσφυγή τους.

Μέ βάσι τά ἀνωτέρω τό πρῶτο σημεῖο τοῦ πλαισίου πού ἀναγνωρίζει ὅτι μέχρι τό 1939 τό Κράτος «ἀπέκτησε ἐκκλ. περιουσία ἔναντι ἀναταλλάγματος πού ὑπολοίπεται τῆς ἀξίας της» εἶναι μέν ἀξιόλογη παραδοχή, ἀλλά αὐταπόδεικτη ἀφοῦ προκύπτει ἐκ τῶν Νομικῶν κειμένων τοῦ Ἑλληνικοῦ Δημοσίου γιά τήν δήμευσι καί ἀπαλλοτρίωσι τῆς Ἐκκλησιαστικῆς (μοναστηριακῆς) περιουσίας.

Ἑπομένως τό σημεῖο 5 τοῦ πλαισίου συμφωνίας μέ τό ὁποῖο ἡ Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει ὅτι παραιτεῖται «κάθε ἄλλης ἀξίωσης γιά τήν ἐν λόγῳ ἐκκλησιαστική περιουσία» εἶναι ὀλέθριο, διότι ἀπογυμνώνει τήν Ἐκκλησία ἀπό τό μόνο διαπραγματευτικό Της δικαιοπολιτικά ὅπλο, στερώντας της διηνεκῶς τήν δυνατότητα προσφυγῆς τόσο στά Ἐθνικά ὅσο καί στά Εὐρωπαϊκά Δικαστήρια σέ περίπτωσι καταστρατηγήσεως τῆς συμφωνίας καί μάλιστα ὅταν ὑφίσταται σχετικό δεδικασμένο ἀπό τό ΕΔΔΑ μέ τήν παραπάνω ἀπόφασι.

Ἐπιπροσθέτως μέγιστο μέρος αὐτῆς τῆς περιουσίας ἀνήκει σέ ἕτερα αὐτοδιοικούμενα Νομικά Πρόσωπα τῆς Ἐκκλησίας ἐκ μέρους τῶν ὁποίων δέν μπορεῖ νά παραιτηθεῖ ἡ Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἄνευ εἰδικῆς πληρεξουσιότητος.

Σημειωτέον ὅτι μέ πρόσφατο Νόμο περιέρχεται στίς Ἱ. Μητροπόλεις ἡ περιουσία τῶν διαλελυμένων Ἱ. Μονῶν καί ἑπομένως ἡ περιουσία τῶν 412 Μοναστηρίων πού διέλυσε καί δήμευσε ἡ Βαυαρική Ἀντιβασιλεία καί διακατέχει σήμερα ἡ Ἑλληνική Πολιτεία εἶναι ἀπαιτητή ἀπό τίς Ἱερές Μητροπόλεις καί τό ὕψος της δυσθεώρητο ὅταν ληφθεῖ ὑπ’ ὄψιν ὅτι οἱ 8 Μονές πού προσέφυγαν στό ΕΔΔΑ ζητοῦσαν τό ποσόν τῶν 7.640.255.213.120 δραχμῶν καί τό 1997 ἐπεδικάσθη στίς πέντε δικαιωθεῖσες Μονές τό ποσόν τῶν 3.000.000.000.000 δραχμῶν ἤ 8.800.000.000 Εὐρώ.

Μέ τόν Νόμο 4111/2013 ἐπί ὑπουργίας Διαμαντοπούλου οἱ Κληρικοί ἐνετάχθησαν μισθολογικῶς στό ἀνθρώπινο δυναμικό τοῦ Ἑλληνικοῦ Δημοσίου καί μισθοδοτοῦνται ἀπό τόν Κρατικό Προϋπολογισμό καί ὄχι ἀπό εἰδικό κονδύλιο μισθοδοσίας, διά τῆς Ἑνιαίας Ἀρχῆς Πληρωμῶν.

Συνεπῶς ἡ καταβολή τῆς μισθοδοσίας ἀπό τόν Κρατικό Προϋπολογισμό, σέ μορφή ἐπιδοτήσεως ὅπως ἀναφέρει τό σημεῖο 4 τοῦ πλαισίου Συμφωνίας, ἄν ληφθῆ ὑπ’ ὄψιν ἡ ἀντίθεσι τῶν Εὐρωπαϊκῶν θεσμῶν σέ συνεχόμενες ἐπιδοτήσεις ἐγκυμονεῖ τόν μέγα κίνδυνο διακοπῆς τῆς ἐπιχορηγήσεως καί περιελεύσεως τῆς Ἐκκλησίας σέ αἰσχίστη ἔνδεια καί ἀδυναμία, χωρίς τήν δυνατότητα προσφυγῆς στά ἐγχώρια καί Εὐρωπαϊκά Δικαστήρια, λόγῳ τῆς παραιτήσεως ἀπό τήν ἀξίωσί Της γιά τή μή ἀποζημιωθεῖσα Ἐκκλησιαστική περιουσία.

Ταυτοχρόνως προκύπτει καί ἕτερο μεῖζον θέμα πού δέν λαμβάνει ὑπ’ ὄψιν του τό πλαίσιο συμφωνίας, ἡ διαχρονική ἀφερεγγυότητα τοῦ Ἑλληνικοῦ Δημοσίου ὅπως ἀποδεικνύεται πασίδηλα μέ τήν σύμβασι τῆς 18/9/1952 μεταξύ Ἐκκλησίας καί Ἑλληνικοῦ Δημοσίου ἡ ὁποία κυρώθηκε μέ τό ΒΔ 26/9/1952 (ΦΕΚ 289Α΄) μέ τήν ὁποία παρεχώρησε ἡ Ἐκκλησία 770.000 στρέμματα ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας γιά τήν ἀποκατάστασι ἀκτημόνων καί ἐμπεριστάτων ἀπό τόν ἐμφύλιο πόλεμο καί ἔλαβε σέ ἀντιστάθμισμα κάτω ἀπό τό 1/3 τῆς ἀξίας τῆς παραχωρηθείσης περιουσίας 164 ἀκίνητα, μέ τόν πρόσθετο ὅρο τῆς μή φορολογήσεως τῶν εἰσοδημάτων τους.

Στό σημεῖο αὐτό Μακαριώτατε, ἐπιτρεψατέ μου νά μεταφέρω ἀπό τό βιβλίο Σας «Ἐκκλησιαστική περιουσία καί μισθοδοσία τοῦ κλήρου» (2012) τά ἑξῆς: «Οἱ ἐκκλησιαστικές ὑπηρεσίες ὑποστήριζαν ὅτι τά ἀστικά ἀκίνητα τά παραχωρούμενα ὑπό τοῦ Δημοσίου πρός τήν Ἐκκλησίαν βρέθηκαν ἀντί 164, 60, γιατί ἀπό αὐτά ἄλλα ἦσαν ἀνύπαρκτα, ἄλλα δέν ἀνήκαν κατά κυριότητα στό Δημόσιο, ἄλλα εἶχαν ἤδη διατεθεῖ πρός δημόσιες ὑπηρεσίες πρό τῆς συμβάσεως. Ἄλλα ἦσαν μή ἄρτια καί οἰκοδομήσιμα ἤ ρυμοτομούμενα ὑπό ὁδῶν ἤ μετατρεπόμενα σέ πράσινο, πλατεῖες, κοινόχρηστους χώρους, ἄλλα ἐπίδικα καί βεβαρυμένα».

Τό Ἑλληνικό Δημόσιο παρά ταῦτα εἶχε τήν ἀνεντιμότητα καί ἀφερεγγυότητα νά καταστρατηγήσει καί τόν πρόσθετο ὅρο περί μή φορολογήσεως τῶν εἰσοδημάτων τους καί ὅταν προσφάτως ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος προσέφυγε κατά τῆς καταστρατηγήσεως καί τῆς μονομεροῦς ἀθετήσεως τῆς συμβάσεως στό ΣτΕ, τό Β΄ Τμῆμα μέ Πρόεδρο τήν Ἀντιπρόεδρο κ. Μαίρη Σάρπ καί εἰσηγήτρια τήν Σύμβουλο Ἐπικρατείας κ. Εὐ. Νίκα μέ τρεῖς ἀποφάσεις του 1731-1732-1733/2018 ἔκρινε ὅτι «καλῶς» τό Ἑλληνικό Δημόσιο καταστρατήγησε τήν Σύμβαση τοῦ 1952 καί ὅτι «καλῶς» ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ὑποχρεώθηκε νά καταβάλει γιά τήν ἐκμίσθωσι τῶν 60 τελικά ἀστικῶν ἀκινήτων τῆς Συμβάσεως φόρο εἰσοδήματος 2.900.000 Εὐρώ γιά τήν περίοδο 2011-2013 μέ τό «ἐπιχείρημα» ὅτι ἡ ἀπαλλαγή ἀπό τόν φόρο πού προβλεπόταν ἀπό τό 1952 μέ τό ΝΔ 2185/1952 γιά τά Νομικά Πρόσωπα, καταργήθηκε τό 1971 μέ τό ΝΔ 1077/1971.

Ἑπομένως κατόπιν αὐτοῦ τοῦ προσφάτου καί αὐταποδείκτου γεγονότος τῆς ἀφερεγγυότητος τοῦ Ἑλληνικοῦ Δημοσίου πῶς μποροῦμε νά ἐμπιστευτοῦμε τήν διαγραφή μας ἀπό τό ἀνθρώπινο δυναμικό τοῦ Ἑλληνικοῦ Δημοσίου, καί τήν καταβολή τῆς μισθοδοσίας ἀπό τόν Κρατικό Προϋπολογισμό, σέ μία ἁπλή ἐπιδότησι μέ ὅ,τι αὐτό συνεπάγεται.

Ἡ παντελής ἔλλειψη ποινικῆς ρήτρας ἀπό τό πλαίσιο συμφωνίας καί μετά ἀπό τήν προτεινομένη παραίτησι τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀπό «κάθε ἄλλη ἀξίωση γιά τήν ἐν λόγω Ἐκκλησιαστική περιουσία», δημιουργεῖ μεῖζον θέμα διότι καταδεικνύει τό πλαίσιο συμφωνίας ὡς λεόντιο σύμβασι ὑπέρ τοῦ Ἑλληνικοῦ Δημοσίου, ἀφοῦ τό ἀδύναμο μέρος τῆς συμφωνίας ἡ Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, οὐδόλως προστατεύεται σέ περίπτωσι καταστρατηγήσεως τῆς συμφωνίας ἤ ἀποτυχίας τοῦ Ταμείου ἀξιοποίησης Ἐκκλησιαστικῆς Περιουσίας πού προβλέπεται στό πλαίσιο συμφωνίας, πού ὅπως δηλώθηκε ἀπό Κυβερνητικῆς πλευρᾶς θά ἀποδίδει τό ποσόν τῆς ἐπιχορηγήσεως ἕως τό 2030. Παρέλκει νά ἀναφέρωμε ὅτι ὅμοια προσπάθεια μέ τό Νόμο 4182/2013 ἀπέβη ἀλυσιτελής μέ τήν Ἑταιρεία Ἀξιοποίησης Ἀκίνητης Ἐκκλησιαστικῆς Περιουσίας.

Ὡστόσο εἶναι ἀπαραίτητο νά τονισθεῖ ἐδῶ ὅτι τό ἐγχείρημα γιά τήν καταγραφή τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας εἶναι χρονοβόρο καί ἀπαιτεῖ δύσκολα βήματα καί στήν καλύτερη περίπτωση θά ἔχει ὁλοκληρωθεῖ στό τέλος τῆς προγραμματικῆς περιόδου γιά τό τρέχον ΕΣΠΑ τό 2020. Ἑπομένως ἡ δῆθεν «χειροπιαστή καί ἄμεση ἀξιοποίηση» τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας εἶναι περισσότερο ἐπικοινωνιακῆς καί μικροπολιτικῆς στόχευσης.

Προβληματική ὡσαύτως, εἶναι καί ἡ διαφημιζομένη ἐξαίρεσι τῶν Κληρικῶν τῆς Ἠμιαυτονόμου Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης καί τῶν Ἱ. Μητροπόλεων τῆς Δωδεκανήσου, διότι παρουσιάζει στήν Ἑλληνική Πολιτεία δύο εἰδῶν Ὀρθοδόξων Θρησκευτικῶν Λειτουργῶν, τούς ἀνήκοντας στό ἀνθρώπινο δυναμικό τοῦ Ἑλληνικοῦ Δημοσίου, κληρικούς τῆς Ἡμιαυτονόμου Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης καί τῆς Δωδεκανήσου καί τούς ἀνήκοντας στήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, πού διαγράφονται ἀπό τό ἀνθρώπινο δυναμικό τοῦ Ἑλληνικοῦ Δημοσίου. Βεβαίως ἡ δηλωθεῖσα ἀπό κυβερνητικῆς πλευρᾶς πρόθεσι διαγραφῆς τῶν 10.000 κληρικῶν συμπεριλαμβάνει καί τούς ἀνωτέρω κληρικούς διότι οἱ κληρικοί τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος εἶναι 8.700.

Ὅσον ἀφορᾶ στήν ἀπαραίτητη ποινική ρήτρα γιά τό πλαίσιο συμφωνίας θά πρέπει νά ἀνατεθεῖ σέ δύο τουλάχιστο διεθνεῖς ἐκτιμητικές ἑταιρεῖες real estate, ἡ μελέτη τοῦ οἰκονομικοῦ μεγέθους τῆς Ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας πού περιῆλθε ἀπό τό 1833 ἕως σήμερα στό Ἑλληνικό Δημόσιο καί νά ἐπιβαρύνει ἀποτρεπτικά τό Ἑλληνικό Δημόσιο σέ περίπτωση καταστρατήγησης τῆς συμφωνίας, τό ὁποῖο θά συνομολογεῖ ὅτι θά εἶναι ἄμεσα ἀπαιτητό τό ποσόν τῆς ποινικῆς ρήτρας ἀπό τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος σέ ὅποιαδήποτε δυσμενῆ μεταβολή σέ βάρος τῆς Ἐκκλησίας διότι ἡ ἀθέτησι τοῦ ὅρου φορολογήσεως τῆς Συμβάσεως τοῦ 1952, ὀφείλεται στήν ἀφερεγγυότητα τοῦ Ἑλληνικοῦ Δημοσίου ἀλλά καί στήν ἔλλειψι ποινικῆς ρήτρας, ἡ ὁποία εἶναι ἐκτελεστός τίτλος.

Τέλος θά πρέπει νά διακριβωθεῖ καί νά διασφαλιστεῖ μέ γνωμοδοτήσεις Συνταγματολόγων καί Διοικητολόγων Καθηγητῶν ἐάν ἡ διαγραφή ἀπό τό ἀνθρώπινο δυναμικό τοῦ Ἑλληνικοῦ Δημοσίου συμπαρασύρει τήν Νομική Προσωπικότητα Δημοσίου Δικαίου τῶν Νομικῶν Προσώπων τῆς Ἐκκλησίας καί τήν μετατροπή τους σέ Νομικά Πρόσωπα Θρησκευτικοῦ Δικαίου τοῦ Ν. 4301/7.10.2014 (ΦΕΚ 223Α) ἤ σέ ΝΠΙΔ διότι αὐτό ἰσοδυναμεῖ μέ καταστροφή τῆς εὐστάθειας τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ Κράτους τοῦ ὁποίου θά διασαλευτεῖ ἡ κοινωνική συνοχή, ἀφοῦ θά δίνει τό δικαίωμα σέ 400 ἄτομα νά ἐγγράφουν τούς Ἱ. Ναούς καί τίς Ἱ. Μονές ἐπ’ ὀνόματί τους στό ἁρμόδιο Πρωτοδικεῖο καί νά παρέχεται ἔτσι ἡ δυνατότης ἀναπτύξεως ἀνεξελέκτων σχισματικῶν καταστάσεων μέ βαρύτατο κοινωνικό ἀντίκτυπο. 

Ἑπομένως κατόπιν τῶν ἀνωτέρω, τό πλαίσιο συμφωνίας ὅπως ἐτέθη δέν μπορεῖ νά γίνει ἀποδεκτό.

+ ὁ Πειραιῶς Σεραφείμ

O Πατριάρχης Βενετίας Francesco Moraglia δέχτηκε τον Οικουμενικό Πατριάρχη. Επίσκεψη στον Άγιο Μάρκο








Il Patriarca Moraglia riceve Bartolomeo I: Venezia è stimolo per unità, pace e riconciliazione

GENTEVENETA, 16 NOVEMBRE 2018

«La città di Venezia, con la sua bellezza ma anche con la sua fragilità – che abbiamo sperimentata di recente con l’acqua alta eccezionale – ci suggerisce inevitabilmente l’importanza di una visione globale dell’uomo, nella sua relazione con Dio, con gli altri e con il creato. Cura e custodia dell’ambiente – la nostra casa comune – animate da un’autentica sensibilità ecologica e secondo un utilizzo intelligente delle conoscenze e delle risorse, perché fede e ragione camminano insieme, vanno così sempre di pari passo con il rispetto della dignità e del valore di ogni persona e di ogni vita».

È un passaggio del discorso di saluto rivolto pochi minuti fa dal Patriarca Moraglia al Patriarca Ecumenico di Costantinopoli Bartolomeo I, in visita in questi giorni a Venezia.

Mons. Moraglia ha ricevuto Bartolomeo I e i suoi collaboratori, tra cui il Metropolita, Arcivescovo Gennadios, in palazzo patriarcale.

Il valore storico e simbolico di Venezia come città capace di creare legami è stato sottolineato dal Patriarca Francesco: «Venezia, da sempre, risplende e risalta come luogo privilegiato d’incontro, di convivenza e dialogo tra popoli, comunità e persone segnate da differenze – anche nel loro credo religioso – ma non per questo lontane e tantomeno ostili. Avvertiamo, oggi, in un tempo segnato da diffusa secolarizzazione, come in modo particolare le Chiese cristiane siano chiamate sempre più ad offrire al mondo una testimonianza credibile e credente, amorevole, della Verità e dei doni di grazia che hanno, non per loro merito, ricevuto».

«La fede e la vita in Cristo – ha aggiunto il Patriarca di Venezia – ci possiedono e spingono a mostrare come la dimensione religiosa sia arricchimento vero per la vita di una società e stimolo continuo a ricercare le strade dell’unità, della pace e della riconciliazione, anche di fronte a ferite e conflitti».

Da parte del Patriarca di Costantinopoli, al termine dell’indirizzo di saluto di mons. Moraglia, parole di gioia per essere tornato a Venezia e un ringraziamento per la cordiale e bella accoglienza ricevuta da tutti, in questi giorni veneziani.

Η πλειοψηφία των Ουκρανών (52,8%) υποστηρίζει την δημιουργία Αυτοκέφαλης Εκκλησίας στη χώρα


Δημιουργία αυτοκέφαλης τοπικής Εκκλησίας στην Ουκρανία υποστηρίζει το 52,8% του λαού, σε γενόμενη δημοσκόπηση. «Η δημιουργία τοπικής Εκκλησίας Αυτοκέφαλης στην Ουκρανία υποστηρίζεται από το 52,8%, δεν υποστηρίζεται από το 19,1%, οι αναποφάσιστοι αντιπροσωπεύουν το 8,5% , δεν ενδιαφέρονται γι' αυτό το θέμα κατά 19,6%», εξήγησαν στο τηλεοπτικό κανάλι 5 της Ουκρανίας οι ειδικοί επί των δημοσκοπήσεων Σεργκέι Shtepa και Rostislav Balaban.

Η ανωτέρω αντιπροσωπευτική έρευνα του ενήλικου πληθυσμού της Ουκρανίας διεξήχθη από τις 27 Οκτωβρίου έως τις 4 Νοεμβρίου με προσωπική συνέντευξη. 1.800 άνθρωποι ερωτήθηκαν, οι οποίοι ζουν σε όλες τις περιοχές της Ουκρανίας, εκτός από την Κριμαία και τις περιοχές ORDLO (δηλαδή του πληθυσμού των κατεχόμενων εδαφών από τους Ρώσους των περιοχών Ντόνετσκ και Λουάνσκ). Το σφάλμα δειγματοληψίας δεν υπερβαίνει το 2,3%.

Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος: Ο διάλογος με την Πολιτεία συνεχίζεται






Να συνεχιστεί ο διάλογος με την Πολιτεία, να εμμείνει στο υφιστάμενο καθεστώς μισθοδοσίας κληρικών και να συγκροτηθεί ειδική επιτροπή, αποφάσισε ομόφωνα η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος. Ειδικότερα, τα τρία σημεία που κατέληξε ομόφωνα η έκτακτη συνεδρίαση της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, σύμφωνα με κοινό ανακοινωθέν της, είναι: «Να συνεχιστεί ο διάλογος με την Πολιτεία επί θεμάτων κοινού ενδιαφέροντος. Να αναθέσει στη Διαρκή Ιερά Σύνοδο τη συγκρότηση Ειδικής Επιτροπής, η οποία θα αποτελείται από ιεράρχες, νομικούς, εμπειρογνώμονες και εκπροσώπους του εφημεριακού κλήρου για τη μελέτη των θεμάτων κοινού ενδιαφέροντος, ο καρπός της οποίας θα υποβληθεί στην Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος προς τελική έγκριση. Να εμμείνει στο υφιστάμενο καθεστώς μισθοδοσίας των κληρικών και των λαϊκών υπαλλήλων της Εκκλησίας της Ελλάδος».

Ο εκπρόσωπος Τύπου της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας μητροπολίτης Ναυπάκτου Ιερόθεος στην ενημέρωση των δημοσιογράφων που ακολούθησε μετά τη συνεδρίαση, όταν ρωτήθηκε για το προσύμφωνο της Εκκλησίας με την Πολιτεία, επισήμανε πως είναι πρόταση -και το υπογράμμισε- ιστορικής συμφωνίας, με την προϋπόθεση ότι θα εγκριθεί από την Ιεραρχία και από το Υπουργικό Συμβούλιο.

Σημείωσε ότι σήμερα δεν εγκρίθηκε και δεν απορρίφθηκε τίποτα, εκτός από την απόφαση για συγκρότηση επιτροπής που θα συζητήσει όλα τα θέματα, επομένως και τα 15 σημεία.

Σε ερώτηση αν το θέμα της μισθοδοσίας του κλήρου είναι στο τραπέζι ως θέμα συζήτησης, ο μητροπολίτης Ναυπάκτου διευκρίνισε ότι θα τεθούν στο τραπέζι όλα τα θέματα, ενώ τόνισε πως το βασικό είναι το πρώτο σημείο, η συνέχιση του διαλόγου με την Πολιτεία. Αυτό σημαίνει, συμπλήρωσε, ότι «είμαστε ανοιχτοί στον διάλογο και η Επιτροπή αυτή θα συζητήσει όλα τα θέματα που αφορούν τα κοινά σημεία με την Πολιτεία, και φυσικά και το θέμα της μισθοδοσίας».

Σε άλλο σημείο του λόγου του, ανέφερε ότι η συζήτηση δεν μπορεί να γίνεται με σπουδή και σημείωσε ότι δεν μπορεί κανείς να προσδιορίσει το χρόνο.

Δεν μπορεί να γίνει καμία αλλαγή τουλάχιστον τώρα, εφόσον συνεχίζεται ο διάλογος, κατέστησε σαφές.

Τέλος, διεμήνυσε πως το κείμενο της Ιεραρχίας, που συμφωνήθηκε ομόφωνα, δείχνει την ενότητα γύρω από τον αρχιεπίσκοπο. 

ΑΠΕ-ΜΠΕ

Ιερώνυμος: "Η σημερινή ημέρα είναι η αφετηρία για μια ελεύθερη Εκκλησία"




Τρεις προτάσεις έθεσε ο  Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος Ιερώνυμος, σύμφωνα με αποκλειστικές πληροφορίες του Αθηναϊκού-Μακεδονικού Πρακτορείου Ειδήσεων, στην ομιλία του, η οποία διήρκησε μιάμιση ώρα, κατά την έκτακτη συνεδρίαση της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος. Συνεδρίαση, η οποία θα αποφανθεί για το προσύμφωνο του Αρχιεπισκόπου με τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα, για τις σχέσεις Κράτους-Εκκλησίας.

Ειδικότερα, σύμφωνα με τις αποκλειστικές πληροφορίες του ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο κ. Ιερώνυμος πρότεινε να εγκριθούν τα 15 σημεία του σχεδίου συμφωνίας με τον πρωθυπουργό, κάνοντας έκκληση να μην απαξιωθεί η προσπάθεια. Επίσης, πρότεινε τη δημιουργία νομοπαρασκευαστικής ομάδας εργασίας που θα αποτελείται από αρχιερείς, που θα γνωρίζουν από νομικά, την νομική υπηρεσία της Ιεράς Συνόδου και κληρικούς, οι οποίοι θα δουλέψουν από κοινού με την Πολιτεία για τη διαμόρφωση του νομοσχεδίου. Σχέδιο νόμου το οποίο και θα τεθεί στη συνέχεια προς έγκριση στην Ιερά Σύνοδο. Επιπλέον, ο κ. Ιερώνυμος είπε ότι θα καταβληθεί κάθε προσπάθεια, ώστε να διασφαλιστεί με κάθε τρόπο το ποσό που θα δίνει η Πολιτεία για την μισθοδοσία των κληρικών και τούτο να συμπεριληφθεί στη συνταγματική αναθεώρηση.

Ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος, σύμφωνα με τις αποκλειστικές πληροφορίες του ΑΠΕ-ΜΠΕ, είπε ακόμα ότι ασχολείται εδώ και 30 χρόνια με το θέμα της εκκλησιαστικής περιουσίας, κάτι που το έθεσε από την αρχή στον ενθρονιστήριο λόγο του. Προς τούτο, διευκρίνισε, ότι συνεργάστηκε με όλους τους πρωθυπουργούς από τον Γιώργο Παπανδρέου μέχρι και τον σημερινό πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα, σημειώνοντας ότι ένα πρώτο βήμα έγινε με τον Αντώνη Σαμαρά για τη διαμόρφωση εταιρείας για την αξιοποίηση της εκκλησιαστικής περιουσίας. Μάλιστα, παρουσίασε τα πρακτικά όλων των ενημερώσεων στους αρχιερείς και την Ιερά Σύνοδο.

Σύμφωνα με τις αποκλειστικές πληροφορίες του ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Αρχιεπίσκοπος είπε χαρακτηριστικά: «Ως επικεφαλής της Εκκλησίας της Ελλάδος έχω υποχρέωση και καθήκον να εργαστώ για την ευόδωση και την επίτευξη αυτών των στόχων. Δεν υπάρχει τρόπος να πάρει σάρκα και οστά αυτός ο οραματισμός, χωρίς ανθρώπους που να συμμερίζονται, να επιθυμούν και να αγωνιούν για την εκπλήρωση του. Απευθύνω, λοιπόν, θερμή παράκληση στον Ιερό Κλήρο και στα στελέχη του εκκλησιαστικού έργου: σταθείτε στο πλευρό μου, υιοθετήστε τις αγωνίες μου, αφουγκραστείτε τις προσδοκίες του λαού μας, συμμεριστείτε τις κοινές μας ευθύνες. Υπόσχομαι να σταθώ κοντά σας, να συμπαρασταθώ στις δυσκολίες σας, τα προβλήματα σας. Να καταβάλλω κάθε δυνατή προσπάθεια για την αναβάθμιση της διακονίας σας και την εξασφάλιση σας, όπως και των αγαπημένων σας προσώπων».

Κλείνοντας ο κ. Ιερώνυμος, υπογράμμισε ότι «παρά τις στεναχώριες των τελευταίων ημερών, η σημερινή ημέρα είναι η αφετηρία για μια ελεύθερη Εκκλησία».

ΑΠΕ-ΜΠΕ