Σε ημερίδα με θέμα «Ο πολιτικός και κοινωνικός αντίκτυπος της ανεξαρτησίας της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ουκρανίας» συμμετείχε ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Βελγίου και Έξαρχος Κάτω Χωρών και Λουξεμβούργου κ. Αθηναγόρας, την Τρίτη 4 Δεκεμβρίου 2018. Η ημερίδα πραγματοποιήθηκε στους χώρους του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου υπό την αιγίδα του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος (EPP).
Κεντρικός ομιλητής της ημερίδας είχε, αρχικά, οριστεί ο Θεοφιλέστατος Επίσκοπος Χριστουπόλεως κ. Μακάριος, ο οποίος εν τέλει λόγω ανειλημμένων υποχρεώσεων δεν μπόρεσε να παραστεί και με την προτροπή της Α.Θ.Π. Παναγιότητος του Οικουμενικού Πατριάρχου κ. κ. Βαρθολομαίου ανατέθηκε η αντικατάστασή του στον Μητροπολίτη Αθηναγόρα, ο οποίος κλήθηκε να αναγνώσει την ομιλία του Θεοφιλεστάτου Επισκόπου Χριστουπόλεως κ. Μακαρίου.
Στην εμπεριστατωμένη εισήγηση έγινε μια ιστορική αναδρομή στην αρχή της παρουσίας της Ορθοδοξίας στην περιοχή της σημερινής Ουκρανία με την βάπτιση του Πρίγκιπα Βλαδίμηρου και του γένους των Ρως. Στην συνέχεια αναφέρθηκαν όλες οι σημαντικές στιγμές της ιστορίας της Μητροπόλεως Κιέβου έως σήμερα, οπότε με την δίκαιη απαίτηση του λαού και των περιστάσεων το Οικουμενικό Πατριαρχείο προχωράει, σύμφωνα με τις επιταγές της κανονικής παράδοσης της Ορθόδοξης Εκκλησίας, στην ανεξαρτησία της Ορθοδόξου Εκκλησίας Ουκρανίας.
Την κεντρική ομιλία ακολούθησαν σχόλια και τοποθετήσεις των λοιπών μελών του πάνελ καθώς και μακρά και ενδιαφέρουσα συζήτηση, η οποία αφορούσε τις κοινωνικές και πολιτισμικές προεκτάσεις του μεγάλου αυτού εκκλησιαστικού θέματος.
Συντονίστρια της ημερίδας ήταν η Αντιπρόεδρος του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος για θέματα διμερών σχέσεων των Ανατολικών χωρών της Ευρώπης κα Sandra Kalniete, ενώ συμμετείχαν επίσης ο έτερος Αντιπρόεδρος του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος για θέματα Διαπολιτισμικά και Διαθρησκειακά κ. Jan Olbrycht, o Πανιερώτατος Αρχιεπίσκοπος Chernihiv κ. Ευστράτιος (Ουκρανία) και ο Δρ. Antoine Arjakovsky, Διευθυντής έρευνας του Bernardine College των Παρισίων.
Παρατίθεται η εισήγηση του Θεοφιλεστάτου Επισκόπου Χριστουπόλεως:
Οἱ λόγοι γιά τούς ὁποίους τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ἀποφάσισε νά χορηγήσει αὐτοκεφαλία στήν Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας
Τοῦ Θεοφιλεστάτου Ἐπισκόπου Χριστουπόλεως κ. Μακάριου στό Συμβούλιο τοῦ EPP Group τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἑνώσεως μέ γενικό θέμα: «Political and Societal Impact of the Independency of the Orthodox Church in Ukraine».
Βρυξέλλες, 4 Δεκεμβρίου 2018
Θεωρῶ ἐξαιρετική τιμή γιά μένα προσωπικῶς καί γιά τό Οἰκουμενικό μας Πατριαρχεῖο τήν πρόσκληση νά συμμετέχω σ᾽ αὐτή τήν πολύ σημαντική πνευματική, ἐκκλησιαστική, πολιτική καί κοινωνική συζήτηση, ἡ ὁποία, εἶμαι σίγουρος, θά διαφωτίσει ἀρκετές πλευρές τοῦ οὐκρανικοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ζητήματος. Μαζί μέ τίς θερμές εὐχαριστίες μου πρός ὅλους τούς διοργανωτές αὐτῆς τῆς ἐκδηλώσεως, ἐπιθυμῶ νά μεταφέρω στούς ἀγαπητούς παρόντες τίς θερμές καί πατρικές εὐχές τῆς Α.Θ. Παναγιότητος τοῦ Οἰκουμενικοῦ μας Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου καί τά συγχαρητήριά του γιά τόν ἀγῶνα σας καί τήν προσφορά σας στό κοινό καλό τῶν πολιτῶν τῆς Εὐρωπαϊκπῆς Ἑνώσεως.
Γιά νά κωδικοποιησούμε τίς αἰτίες πού ἡ Σύνοδος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου στίς 22 Ἀπριλίου 2018, μετά ἀπό πολλή σκέψη καί συζήτηση, ἀποφάσισε νά χορηγήσει αὐτοκέφαλο ἐκκλησιαστικό καθεστώς στήν Οὐκρανία, θά πρέπει νά διερευνήσουμε, κυρίως καί πρωτίστως, δύο παράγοντες: Ὁ πρῶτος εἶναι ἡ ἱστορία τῆς Μητροπόλεως Κιέβου, ἡ ὁποία μέχρι ἑνός σημείου ταυτίζεται μέ τήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσσίας, καί ὁ δεύτερος εἶναι νά μελετήσουμε πῶς καί μέ ποιές προϋποθέσεις χορηγήθηκε τό αὐτοκέφαλο στίς ὑπόλοιπες κατά τόπους ἀναγνωρισμένες Ὀρθόδοξες Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες.
Ὅπως σᾶς εἶναι γνωστό, τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, μετά τό βάπτισμα τοῦ Πρίγκηπα Βλαδιμήρου καί τῶν Κιεβινῶν τό 988, ἵδρυσε τήν Ἱερά Μητρόπολη Κιέβου, ἡ ὁποία κατεῖχε τήν 60η θέση στό Συνταγμάτιο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως . Ὅταν τό Κίεβο καταλήφθηκε ἀπό τούς Μογγόλους, τό Δεκέμβριο τοῦ 1240, ὁ λαός τοῦ Κιέβου καί οἱ Ἐπίσκοποί του μετακινήθηκαν πρός τίς βόρειες περιοχές τῆς Μεγάλης Ρωσσίας. Ἔτσι ἡ ἕδρα τῆς Μητροπόλεως Κιέβου μετεφέρθη ἀπό τό Κίεβο, πρῶτα στό Βλαδιμήρ καί κατόπιν στή Μόσχα. Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἐγκατέστησε μόνιμα τήν ἕδρα τῆς Μητροπόλεως Κιέβου στή Μόσχα ἦταν ὁ Μητροπολίτης Πέτρος (1308-1326) τό 1325.
Τά νέα αὐτά δεδομένα τῆς μεταφορᾶς τῆς ἕδρας τῆς Μητροπόλεως Κιέβου στή Μόσχα ἀλλά, παράλληλα, καί ἡ ἐπέκταση τῆς μεγάλης Ἡγεμονίας τῆς Λιθουανίας πρός τά ρωσσικά ἐδάφη, ἦταν σημαντικοί παράγοντες πού εἶχαν καθοριστικές συνέπειες στήν μετέπειτα διαμόρφωση τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἐπαρχιῶν. Ἦταν σαφές πλέον ὅτι, ἐκτός ἀπό τή Μόσχα, ἡ ὁποία στήν πορεία κατέστη τό ἰσχυρό κέντρο τοῦ Βορρᾶ, σύν τῷ χρόνῳ καί ἄλλες πόλεις διεκδίκησαν ἡγεμονική ἕδρα, καί μάλιστα μέ μεγάλη ἀνάπτυξη καί ἐπιρροή, στήν περιοχή τοῦ Νότου . Οἱ πόλεις αὐτές, ὅπως ἦταν φυσικό, κατέβαλαν κάθε προσπάθεια γιά τή σύσταση δικῶν τους ἐκκλησιαστικῶν μητροπολιτικῶν διοικήσεων, ἀνεξαρτήτων ἀπό τήν ἐκκλησιαστική χειραφέτηση τοῦ Μοσχοβιτικοῦ κέντρου. Γι᾽ αὐτό, ἤδη ἀπό τόν 14ο αἰῶνα, ὑπῆρξε ἀνταγωνισμός μεταξύ Νότου καί Βορρᾶ, ὁ ὁποῖος τελικῶς ὁδήγησε στήν σύσταση τριῶν Μητροπόλεων:
α. τῆς Μητρόπολης Κιέβου καί πάσης Ρωσσίας μέ ἕδρα τή Μόσχα,
β. τῆς Μητρόπολης Γαλικίας, πού περιελάμβανε τίς περιοχές βόρεια τῶν Καρπαθίων, τίς οποῖες σήμερα μοιράζονται ἡ Πολωνία καί ἡ Οὐκρανία, μέ ἕδρα τό Κίεβο, καί
γ. τῆς Μητρόπολης Λιτβῶν ἤ Λιθουανίας μέ ἕδρα, τότε, τό Νοβογορόγο.
Ἡ ὁλοκληρωτική ἀπόσχιση, ὅμως, τῆς Μόσχας ἀπό τό Κίεβο πραγματοποιήθηκε μετά τήν ἐκθρόνιση τοῦ Μητροπολίτου Κιέβου καί πάσης Ρωσσίας Ἰσιδώρου ἀπό τόν Ἡγεμόνα Βασίλειο καί τήν τοπική Σύνοδο, μέ τήν κατηγορία ὅτι ὁ Ἰδίδωρος ἦταν φιλενωτικός καί ὑποστηρικτής τῶν ἀποφάσεων τῆς Συνόδου Φερράρας Φλωρεντίας (1438-1439). Στή συνέχεια, ἡ τοπική Σύνοδος τῆς Μόσχας, μετά ἀπό πολλές πολιτικές πιέσεις καί ἐκκλησιαστικές διακυμάνσεις, ἐξέλεξε, τό 1448, τόν Ἰωνᾶ ὡς Μητροπολίτη Ρωσσίας, χωρίς τήν ἄδεια καί τήν ἔγκριση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Ἡ Κωνσταντινούπολη, μέ τούς Ὀθωμανούς πρό τῶν πυλῶν καί προκειμένου νά διασφαλιστεῖ ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, ἐπευλόγησε τελικῶς τή ρωσσική ἐκκλησιαστική ἀνταρσία τό 1452, ἀναγνωρίζοντας τήν ἐκλογή τοῦ Ἰωνᾶ, παρότι ἡ ἀναγνώριση αὐτή δέν προέβλεπε τήν παραχώρηση τῶν δικαιωμάτων γιά τήν ἐκλογή τοῦ ἑκάστοτε Μητροπολίτου ἀπό τήν τοπική Σύνοδο τῆς Μόσχας.
Ὑπογραμμίζω ἰδιαιτέρως αὐτή τή συγκεκριμένη τραγική στιγμή στήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσσίας, διότι θέλω νά τονίσω ὅτι ἡ σχισματική καί ἀντιεκκλησιαστική πράξη τῆς Μόσχας δέν ἔχει διαφορά ἀπό τήν σχισματική πράξη τοῦ πρ. Μητροπολίτου Κιέβου Φιλαρέτου. Παρότι τά κίνητρα ἦταν τελείως διαφορετικά, ἡ πράξη τῶν προσώπων ἦταν ἀκριβῶς ἡ ἴδια: ἀπόσχιση ἀπό τήν κανονική Ἐκκλησία. Αὐτό, ὅμως, πού ἔχει ἰδιαίτερη σημασία εἶναι νά μελετήσουμε τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ἀντέδρασε ἡ κανονική Ἐκκλησία στίς δύο αὐτές ἀποσχιστικές ἐνέργειες. Στή μέν πρώτη περίπτωση, ἡ τοπική Σύνοδος τῆς Μόσχας ἐξέλεξε ἀντικανονικά τόν Ἰωνᾶ καί τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο συγχώρησε τήν ἀντικανονική ἐκλογή, δείχνοντας μακροθυμία καί ἀγάπη, προκειμένου νά διασφαλιστεῖ ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Στή δεύτερη περίπτωση, ὁ Μητροπολίτης Φιλάρετος ἀπεσχίσθη ἀπό τό Πατριαρχεῖο τῆς Μόσχας καί αὐτόματα τό Ρωσσικό Πατριαρχεῖο τόν καθαίρεσε καί τόν ἀναθεμάτισε. Οἱ συνέπειες, βέβαια, ἀπό τίς πράξεις αὐτές μᾶς εἶναι γνωστές. Ἄν ἡ Κωνσταντινούπολη καθαιροῦσε τότε τόν Ἰωνᾶ καί ἀναθεμάτιζε τήν τοπική Σύνοδο, σήμερα θά εἴχαμε ἕνα τεράστιο σχίσμα στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Κι ἄν ἡ Μόσχα τότε, ἐπιχειροῦσε νά ἀντιμετωπίσει τό ζήτημα περισσότερο ἑνωτικά, ἴσως νά μήν εἴχαμε ἕνα ἐπιπλέον σχίσμα σήμερα στήν Οὐκρανία.
Σημαντικό σταθμό γιά τή Μητρόπολη Κιέβου ἀποτελεῖ ἡ μετέπειτα ἀνύψωση τῆς Μητροπόλεως Μόσχας σέ Πατριαρχεῖο. Ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ἱερεμίας Β´ ὁ Τρανός (1572-1594) δέχθηκε ἀσφυκτικές πιέσεις ἀπό τόν Τσάρο τῆς Ρωσσίας Θεόδωρο (1584-1598), μέχρι τοῦ σημείου καί νά φυλακιστεῖ, προκειμένου νά χορηγήσει τήν Πατριαρχική περιωπή στή Μόσχα , τήν ὁποία καί τελικῶς παραχώρησε, καθιστώντας τόν Μητροπολίτη Ἰώβ πρῶτο Πατριάρχη Μόσχας. Γιά τό γεγονός αὐτό στή συνέχεια πραγματοποιήθηκαν δύο Σύνοδοι. Ἡ πρώτη ἔγινε ἀμέσως μετά τήν ἐπιστροφή τοῦ Πατριάρχου Ἱερεμίου στήν Κωνσταντινούπολη, τό 1590, στήν ὁποία μετεῖχαν οἱ Πατριάρχες Ἀντιοχείας καί Ἱεροσολύμων καί πολλοί ἄλλοι Ἀρχιερεῖς. Αὐτή ἡ Ἐνδημοῦσα Σύνοδος ἐπικύρωσε τίς ἀποφάσεις τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Ἱερεμίου καί συνέταξε τό ἐπίσημο Πατριαρχικό καί Συνοδικό Χρυσόβουλο (Τόμος) ἀνυψώσεως τῆς Μόσχας σέ Πατριαρχεῖο. Τά κύρια σημεῖα πού ὑπογραμμίζονται στό Πατριαρχικό Χρυσόβουλο εἶναι: πρώτον, ὅτι ὁ Μόσχας: «…εἰς τὸ μέλλον τιμᾶται καὶ ὀνομάζηται μεθ᾿ ἡμῶν τῶν Πατριαρχῶν καὶ ἔχῃ τὴν τάξιν εἰς τὰς εὐχὰς μετὰ τὸν τῶν Ἱεροσολύμων» , καί, δεύτερον, ὁρίζεται ποιά εἶναι ἡ ἐκκλησιαστική ἀρχή καί κεφαλή τοῦ νέου Πατριάρχου: «ἵνα ὡς κεφαλὴν καὶ ἀρχὴν ἔχῃ αὐτὸς (ἐν. ὁ Μόσχας) τὸν Ἀποστολικὸν Θρόνον τῆς τοῦ Κωνσταντίνου πόλεως ὡς καὶ οἱ ἄλλοι Πατριάρχαι».
Ἡ δεύτερη Ἐνδημοῦσα Σύνοδος πραγματοποιήθηκε στό Ναό τῆς Παμμακαρίστου στήν Κωνσταντινούπολη, τό 1593. Παρότι κάποιοι ἱστορικοί προβάλλουν ὡς βασικό λόγο συγκλήσεως αὐτῆς τῆς Συνόδου τήν ἀπουσία τοῦ Ἀλεξανδρείας ἀπό τήν προηγούμενη πράξη τοῦ 1590, ἡ πραγματικότητα εἶναι ὅτι ὑπάρχει καί ἄλλη αἰτία. Ὁ Τσάρος καί ὁ Πατριάρχης Ρωσσίας δέν ἦταν εὐχαριστημένοι μέ τή θέση πού ὁ Μόσχας ἔλαβε στή σειρά τῶν Διπτύχων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Γι’ αὐτό, ζητοῦσαν νά παρεμβληθεῖ μετά τόν Ἀλεξανδρίας καί πρίν ἀπό τούς Πατριάρχες Ἀντιοχείας καί Ἱεροσολύμων. Ἀσφαλῶς ἡ Σύνοδος δέν ἀκολούθησε τίς ἀντικανονικές καί ἀντιεκκλησιαστικές ἐπιθυμίες τῆς Μόσχας. Ἐπανέλαβε τίς ἀποφάσεις τῆς Δ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἡ ὁποία εἶχε καθορίσει τά ὅρια τῶν Πατριαρχῶν, δίδοντας ἔτσι ἕνα μήνυμα στόν ἤδη ὑποφώσκοντα μεγαλοϊδεατισμό τῆς νεοσυστάτου Ἐκκλησίας τῆς Ρωσσίας. Παράλληλα, κατά τά πρότυπα τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, καθορίστηκαν τά ὅρια τοῦ νεοπαγοῦς Πατριαρχείου. Σύμφωνα μέ τά πρακτικά, τά ὁποῖα ἐστάλησαν στόν Μόσχας, ἡ νέα ἐκκλησιαστική δικαιοδοσία περιελάμβανε «πᾶσάν τε Ρωσσίαν καὶ τὰ Ὑπερβόρεια μέρη» , δηλαδή στό νεοσύστατο Πατριαρχεῖο δέν ἐδόθη δικαιοδοσιακῶς ἡ Μητρόπολη Κιέβου.
Ὁ ἑπόμενος ἱστορικός σταθμός πού πρέπει νά λάβουμε ὑπόψη μας εἶναι ἡ ἀπελευθέρωση τοῦ Κιέβου καί τῆς εὐρύτερης περιοχῆς, τό 1654, καί ἡ πολιτική ἕνωση τῆς Μικρᾶς Ρωσσίας μέ τή Μόσχα. Ἀπό τότε ἄρχισε νά ὑποκινεῖται ἔντονα καί τό ζήτημα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνώσεως Μόσχας – Κιέβου ἀπό παράγοντες τόσο τῆς πολιτικῆς, ὅσο καί τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἡγεσίας. Αὐτό πού πρέπει νά ὑπογραμμίσουμε στό σημεῖο αὐτό εἶναι ὅτι ὅλες οἱ ἐνέργειες καί οἱ πιέσεις γι᾽ αὐτήν τήν ἐκκλησιαστική ἕνωση προήρχοντο μονομερῶς ἀπό τή Μόσχα καί ὄχι ἀπό τήν πλευρά τοῦ Κιέβου. Γι᾽ αὐτό καί στή συνείδητη τοῦ Κιεβινοῦ λαοῦ ποτέ δέν υἱοθετήθηκε ἡ ἰδέα τῆς ὑποταγῆς τῆς Μητροπόλεως Κιέβου στό Πατριαρχεῖο Μόσχας.
Τριάντα καί πλέον χρόνια μετά τήν ἀπελευθέρωση τῆς Μικρᾶς Ρωσσίας – Κιέβου (1685) ὁ Πατριάρχης Μόσχας Ἰωακείμ (1674-1690), εἰσπήδησε στά ὅρια τῆς Μητροπόλεως Κιέβου, ἡ ὁποία ἀνῆκε κανονικῶς στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, καί ἐξέλεξε Μητροπολίτη Κιέβου τόν ἐπίσκοπο Γεδεών. Μέ τήν πράξη του αὐτή ὁ Πατριάρχης Μόσχας παραβίασε τούς Θείους καί Ἱερούς Κανόνες καί κυρίως τόν 8ο τῆς Γ´ ἐν Ἐφέσῳ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, πού δέν ἐπιτρέπει ἕνας ἐπίσκοπος νά καταλαμβάνει τήν ἐπισκοπή τοῦ ἄλλου . Ἔτσι πραξικοπηματικά ἄλλαξε τό ἀπό τό 988 ἰσχῦον ἐκκλησιαστικό καθεστώς τῆς Μητροπόλεως Κιέβου, κατά παράβαση τῶν Θείων καί Ἱερῶν Κανόνων, ἐπ᾽ ὠφελείᾳ τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας καί ζημίᾳ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως . Ἀσφαλῶς, ὁ Κιεβινός λαός, ὁ κλῆρος καί ἡ Ἱεραρχία δέν ἀποδέχθηκαν τήν ἀντικανονική ἐκλογή τοῦ Γεδεών ἀπό τή Ρωσσική Ἐκκλησία. Γι᾽ αὐτό, γιά τήν ἀποκατάσταση τῆς ἀντικανονικῆς αὐτῆς πράξεως ἐπιστρατεύτηκε, τόσο ἀπό τό Ρωσσικό Πατριαρχεῖο, ὅσο καί ἀπό τήν τσαρική κυβέρνηση, ὁ πρεσβευτής Νικήτας Ἀλεξίεφ.
Ὁ Ρῶσσος διπλωμάτης μετέβη στήν Ἀδριανούπολη, ὅπου συνήντησε τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη Διονύσιο Δ´ καί τόν παρεπιδημοῦντα Πατριάρχη Ἱεροσολύμων Δοσίθεο, μέ σκοπό νά ἐξασφαλίσει τήν ἔγκριση τῆς ἐκλογῆς τοῦ Γεδεών καί τήν τελική ὑπαγωγή τῆς Μητροποπόλεως Κιέβου στό Πατριαρχεῖο Μόσχας. Μέσα σέ αὐτό τό δύσκολο ἱστορικό πλαίσιο προέκυψαν τά κείμενα τοῦ 1686 ἐπί Πατριάρχου Διονυσίου, τά ὁποῖα ὅμως δέν παραχωροῦν τήν Μητρόπολη Κιέβου στό Πατριαρχεῖο Μόσχας, ὅπως ἰσχυρίζονται σήμερα οἱ Ρῶσσοι ἀδελφοί μας, ἀλλά δίδουν μόνο τήν ἄδεια στον ἑκάστοτε Πατριάρχη Μόσχας νά χειροτονεῖ τόν ἑκάστοτε Μητροπολίτη Κιέβου. Συγκεκριμένα, σημειώνεται στήν ἐπιστολή τοῦ Πατριάρχου Διονυσίου πρός τόν Τσάρο ὅτι «ὁ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ἀγαπητὸς καὶ περιπόθητος ἀδελφὸς καὶ συλλειτουργὸς τῆς ἡμῶν μετριότητος (ὁ Μόσχας) ἔχῃ ἐπ᾿ ἀδείας χειροτονεῖν Κιόβου Μητροπολίτην, κατὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴν διατύπωσιν».
Αὐτό τό ὁποῖο, ἐπίσης, δέν πρέπει νά διαφεύγει τῆς προσοχῆς μας εἶναι ὅτι στά ἐν λόγῳ κείμενα τίθεται ἕνας βασικός ἐκκλησιολογικός ὅρος, ὁ ὁποῖος ἰσχυροποιεῖ τή δικαιοδοσία τοῦ ἑκάστοτε Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου στή Μητρόπολη Κιέβου. Τά κείμενα ὁρίζουν ὅτι ὁ κατά καιρούς Μητροπολίτης Κιέβου θά πρέπει να μνημονεύει στή Θεία Λειτουργία πρῶτο τό ὄνομα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου. Σήμερα ὑφίσταται ἐκκλησιαστικό πρόβλημα, διότι δέν τηρήθηκε ὁ συγκεκριμένος ὅρος καί, κατά συνέπεια, διαπράττεται ἐκκλησιαστικό παράπτωμα. Ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Διονυσίου μέχρι καί σήμερα δέν ὑπάρχει κανένα ἄλλο ἐπίσημο ἔγγραφο ἤ κάποια Πατριαρχική καί Συνοδική Πράξη πού νά παραχωρεῖ τή Μητρόπολη Κιέβου στό Πατριαρχεῖο Μόσχας. Κι αὐτό θά πρέπει νά γίνει ἀπολύτως σαφές.
Ὡς ὁ ἑπόμενος σημαντικός ἱστορικός σταθμός καταγράφεται τό 1917, τότε δηλαδή πού ἄλλαξε τό κυβερνητικό σύστημα τῆς Ρωσσίας, ὁπότε αὐτομάτως ἐπανῆλθε στήν Οὐκρανία ἡ τάση γιά ἐκκλησιαστική ἀνεξαρτητοποίηση ἀπό τή Μόσχα. Ἡ πλειονότητα τῶν χριστιανῶν στήν Οὐκρανία ἐπιθυμοῦσε διακαῶς τήν αὐτοκεφαλία, ἀλλά διά τῆς κανονικῆς ὁδοῦ, δηλαδή διά τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Ἤδη τό κράτος, διά τοῦ ἐπιφανοῦς στρατιωτικοῦ Παῦλο Σκοροπάντσκυ (1873-1945), στήριζε τήν ἰδέα τῆς αὐτοκεφαλίας, ἐνῶ ἀπό τό 1919 διά νόμου ἐγκαθιδρύθηκε Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία στήν Οὐκρανία, παρότι πάντες γνώριζαν ὅτι ἡ Αὐτοκεφαλία ἦταν δύσκολο νά πραγματοποιηθεῖ καί νά ἀναγνωριστεῖ ἀπό τήν Κληρικολαϊκή Συνέλευση, ὅσο ὁ Πατριάρχης Μόσχας Τύχων ἔλεγχε τήν Οὐκρανία διά τῶν Ρώσσων Ἐπισκόπων.
Καμμία ἀπό τίς προσπάθειες τοῦ περασμένου αἰῶνα γιά αὐτοκεφαλία δέν εὐοδώθηκε μέ ἀπόλυτη ὑπαιτιότητα τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας. Μάλιστα, ὄχι μόνο δέν εὐοδώθηκαν οἱ προσπάθειες αὐτές ἀλλά τά σχίσματα πού δημιουργήθηκαν τόν περασμένο αἰῶνα ὀφείλονται, κατά κύριο λόγο, στήν ἀδιαλλαξία τῆς Ρωσσικῆς Ἐκκλησίας νά μήν ἐπιτρέψει στήν Οὐκρανία ἐκκλησιαστική ἀνεξαρτηρία. Δέν ἐπιθυμῶ νά ἀναφερθῶ περισσότερο στά ἱστορικά γεγονότα τοῦ περασμένου αἰῶνα, τά ὁποῖα μᾶς εἶναι γνωστά, διότι εἶναι ἐγγύτερα σέ μᾶς ἀπό ἀπόψεως χρονολογικῆς. Σημειώνω μόνο ὅτι μέχρι πρότινος στήν Οὐκρανία ὑπῆρχαν τρεῖς ἐκκλησιαστικές δικαιοδοσίες. Ἡ μία εἶναι ὑπό τό Πατριαρχεῖο Μόσχας, ὡς Αὐτόνομη Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας μέ Προκαθήμενο τόν Μητροπολίτη Ὀνούφριο, ἡ ἄλλη ἦταν ὑπό τήν ἡγεσία τοῦ αὐτοκαλουμένου Πατριάρχου Φιλαρέτου, ὡς Πατριαρχεῖο τῆς Οὐκρανίας, καί ἡ τρίτη ὑπό τήν ἡγεσία τοῦ αὐτοαποκαλουμένου Ἀρχιεπισκόπου Μακαρίου, ὡς Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας. Ἡ Σύνοδος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου στίς 11 Ὀκτωβρίου 2018, μετά ἀπό συνεχῆ αἰτήματα ἐκκλήτου προσφυγῆς τοῦ Φιλαρέτου καί τοῦ Μακαρίου, ἐπανέφερε στήν κανονικότητα τούς δύο ἡγέτες τῶν σχισματικῶν ὁμάδων, ἀναγνωρίζοντας τήν ἀρχιερωσύνη τους ἀλλά ὄχι τό ἀξίωμά τους. Αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ Φιλάρετος δέν εἶναι πλέον Πατριάρχης Κιέβου ἀλλά πρώην Μητροπολίτης Κιέβου, ἐνῶ ὁ Μακάριος δέν εἶναι Ἀρχιεπίσκοπος Λβίβ ἀλλά πρώην Ἀρχιεπίσκοπος Λβίβ. Τό εὐχάριστο στήν ἀπόφαση αὐτή τῆς Μητρός Ἐκκλησίας εἶναι ὅτι οἱ δύο ἐκκλησιαστικές δικαιοδοσίες τοῦ Φιλαρέτου καί τοῦ Μακαρίου ἑνώθηκαν ὑπό τήν πνευματική καθοδήγηση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί ἤδη προετοιμάζονται οἱ διεργασίες γιά τήν Κληρικολαϊκή συνέλευση, ἡ ὁποία θά ἐκλέξει τό πρόσωπο ἐκεῖνο πού θά ἡγηθεῖ τῆς νέας Αὐτοκέφαλης Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας.
Στό σημεῖο αὐτό καί μέ δεδομένο ὅτι τό Πατριαρχεῖο Μόσχας παρουσιάζει τή χορήγηση Αὐτοκεφάλου ὡς ἀποτέλεσμα πολιτικῶν παρεμβάσεων καί ὄχι ὡς ἐκκλησιαστική ἀνάγκη, θά πρέπει νά ἔρθουμε στό δεύτερο μέρος τῆς παρούσας εἰσηγήσεως καί νά μελετήσουμε τόν τρόπο καί τίς προϋποθέσεις μέ τίς ὁποῖες οἱ ὑπόλοιπες ἀνά τόν κόσμο Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίας ἔλαβαν τόν Τόμο τῆς ἀνεξαρτησίας τους.
Ἤδη κατά τήν πρώτη χιλιετία, μέ τίς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, καθορίστηκαν τά ὅρια τῶν πέντε παλαιφάτων Πατριαρχείων (Παλαιᾶς Ρώμης, Νέας Ρώμης – Κωνσταντινουπόλεως, Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας, Ἱεροσολύμων) καί τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου. Τά μετέπειτα χρόνια, τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, μέ βάση τούς Ἱερούς Κανόνες, (μεταξύ τῶν ὁποίων 9ο, 17ο καί 28ο τῆς Δ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, 36ο τῆς Στ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί 1ο τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει), ἔλαβε μέριμνα, παραχωρώντας Τόμο αὐτοκεφαλίας σέ ὅλες τίς νεοπαγεῖς Ἐκκλησίες, εἴτε μέ τόν τίτλο τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς εἴτε μέ τόν τίτλο τοῦ Πατριαρχείου. Πιό συγκεκριμένα, μέ αἴτηση τοῦ Τσάρου ἀνυψώθηκε ἡ αὐτοανακηρυχθεῖσα αὐτοκέφαλη Μητρόπολη Μόσχας σέ Πατριαρχεῖο (1589), μέ αἴτηση τῆς Ἑλληνικῆς Κυβερνήσεως καί τῆς Ἱεραρχίας δόθηκε τό 1850 τό Αὐτοκέφαλο στήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδας· στή συνέχεια, μέ αἴτηση τοῦ ἡγεμόνα τῆς Σερβίας χορηγήθηκε τό Αὐτοκέφαλο στήν Ἐκκλησία τῆς Σερβίας τό 1879, ἀκολούθησε ἡ παραχώρηση Αὐτοκεφάλου στή Ρουμανία μετά ἀπό αἴτημα τοῦ Οὐγγροβλαχίας καί τοῦ βασιλέως τό 1885, στή συνέχεια δόθηκε στήν Πολωνία τό 1924, στήν Ἀλβανία τό 1937, στή Βουλγαρία τό 1945, στή Γεωργία τό 1990 καί, τέλος, στήν Τσεχία τό 1998.
Αὐτό πού θέλω νά τονίσω στό σημεῖο αὐτό εἶναι ὅτι τά περισσότερα αὐτοκέφαλα δόθηκαν μέ τήν παρέμβαση τῆς Πολιτείας ἤ, γιά νά θέσω το ζήτημα διαφορετικά, καμμία Ἐκκλησία δέν ἔλαβε αὐτοκέφαλο καθεστώς δίχως τήν ἐνεργό ἀνάμιξη ἤ ὑποστήριξη τῆς Πολιτείας. Ἡ ἱστορία μάλιστα μᾶς ἔχει διδάξει ὅτι, ἄν σέ μία Ὀρθόδοξη χώρα ὁ Βασιλιάς ἤ ὁ Ἡγεμόνας ἤ ἀκόμη καί ὁ Πρόεδρος τῆς χώρας ἐπιθυμεῖ τήν ἐκκλησιαστική ἀνεξαρτησία τῆς ἐπικράτειάς του, τότε αὐτό, ἀργά ἤ γρήγορα, θά ἐπιτευχθεῖ καί εἶναι πολύ δύσκολο νά ὑπάρξει κάποιος πού θά ἀνατρέψει αὐτή τήν προοπτική. Τό πιό χαρακτηριστικό παράδειγμα ὡμῆς πολιτικῆς παρεμβάσεως γιά τήν ἀπόκτηση αὐτοκεφάλου ἐκκλησιαστικοῦ καθεστώτος στήν ἱστορία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας εἶναι αὐτό τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας. Γι᾽ αὐτό, ἡ Ρωσσική Ἐκκλησία εἶναι ἡ τελευταία πού μπορεῖ νά ἐπικαλεῖται τήν παρέμβαση τῆς Πολιτείας ὡς ἐπιχείρημα γιά τήν ἀνατροπή ὁποιασδήποτε ἐκκλησιαστικῆς ἀποφάσεως. Δέν πρέπει νά ξεχνοῦμε ὅτι, ἄν δέν ὑπῆρχε ἡ ἔντονη τσαρική παρέμβαση, ἡ Μόσχα σήμερα δέν θά ἦταν Πατριαρχεῖο.
Πέρα, ὅμως, ἀπό τά δεδομένα τοῦ παρελθόντος, εἶναι σήμερα τοῖς πάσιν γνωστό ὅτι καμμία Ἐκκλησία δέν ἔχει αὐτόν τόν ἰδιαίτερο καί σφικτό ἐναγκαλισμό πού ἔχει τό Πατριαρχεῖο Μόσχας μέ τήν Ρωσσική Κυβέρνηση. Κι αὐτό, βεβαίως, δέν σημειώνεται ἐδῶ μέ διάθεση κατακριτική ἤ ἀπορριπτική. Ἀλλά, ὅταν ὑπάρχει μία τέτοια ἐγνωσμένη καί δημόσια σχέση, εἶναι ἀπορίας ἄξιον τό πῶς οἱ Ρώσσοι ἀδελφοί μας τολμοῦν σήμερα νά μιλοῦν γιά πολιτικές παρεμβάσεις καί νά κρίνουν τή στάση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου πού, ἐδώ καί χρόνια, δέχεται τά αἰτήματα τῆς Οὐκρανικῆς Πολιτείας γιά ἐκκλησιαστική ἀνεξαρτηρία.
Στήν περίπτωση τῆς Οὐκρανίας, λοιπόν, ὄντως ὑπάρχει ἡ πολιτική βούληση καί παρέμβαση τῆς ἡγεσίας τοῦ Οὐκρανικοῦ κράτους. Ἀλλά θά πρέπει νά γνωρίζουμε, ἀφενός μέν, ὅτι ἡ πολιτική παρέμβαση δέν εἶναι κάτι ἄγνωστο στήν ἱστορία τῆς χορηγήσεως τῶν αὐτοκεφάλων τῶν νεοπαγῶν Ἐκκλησιῶν, ἀφετέρου δε, ὅτι ἡ βούληση τῆς πολιτείας δέν εἶναι τό κύριο καί μοναδικό κίνητρο ἐπί τοῦ ὁποίου βασίζεται τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, γιά νά χορηγήσει τήν ἐκκλησιαστική ἀνεξαρτηρία στήν Οὐκρανία.
Παρά τά ὅσα λέγονται καί γράφονται κατά καιρούς, τό Οὐκρανικό αὐτοκέφαλο δέν εἶναι πολιτικό ζήτημα γιά τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ἀλλα περισσότερο ἡθικό, ἐκκλησιαστικό καί πνευματικό. Ἀπό τίς ἀρχές τοῦ 14ου αἰώνος, ὁπότε μεταφέρθηκε ἡ ἕδρα τῆς Μητροπόλεως Κιέβου στή Μόσχα, καταβάλλονται ἀπό τήν πλευρά τῶν Κιεβινῶν ἀδιάκοπες καί ἐντατικές προσπάθειες ἀνεξαρτητοποιήσεώς της ἀπό τήν ἐκκλησιαστική χειραγώγηση τοῦ Μοσχοβιτικοῦ κέντρου. Ἡ ἀδιαλλαξία τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας, ὡστόσο, καί οἱ παρεμβάσεις Ἡγεμόνων καί Τσάρων συνετέλεσαν, ὥστε νά ὑπάρξουν κατά καιρούς ἱδρύσεις, συγχωνεύσεις καί ἐπανιδρύσεις ἐκκλησιαστικῶν ἐπαρχιῶν, ἀντικανονικές ἐκλογές Ἐπισκόπων καθώς καί σχίσματα, τά ὁποῖα ταλανίζουν τόν εὐσεβῆ Οὐκρανικό λαό μέχρι καί σήμερα.
Ὅλα αὐτά μᾶς διαβεβαιώνουν ὅτι τό ἐκκλησιαστικό ζήτημα τῆς Οὐκρανίας δέν εἶναι καθόλου πρόσφατο ἀλλά χρονίζον, γεγονός πού καθιστᾶ ἐπιτακτική τήν ἀνάγκη παρεμβάσεως ἀπό τήν Μητέρα Ἐκκλησία. Μή δυναμένης μάλιστα τῆς Ρωσσίας, ὡς ὑπευθύνου ἐν πολλοῖς γιά τή σημερινή ὀδυνηρή κατάσταση, νά ἐπιλύσει τό ὑφιστάμενο κατά τά τελευταῖα τριάντα χρόνια πρόβλημα, ἡ Μήτηρ Ἐκκλησία, κατά τήν ἐξουσία πού παρέχουν σ᾽ αὐτήν οἱ ἱεροί Κανόνες (9ος, 17ος καί 28ος τῆς Δ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου), ἔχει τήν ὑποχρέωση καί τήν εὐθύνη νά φροντίζει τίς ἐκασταχοῦ Ἐκκλησίες καί νά συμβάλλει στήν ἑνότητα, στήν ἀποκατάσταση τῆς κανονικότητας καί στή θεραπεία τῶν σχισμάτων καί τῶν μερισμῶν.
Ὁ βασικότερος παράγοντας, ἑπομένως, πού ὤθησε τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο στό νά χορηγήσει αὐτοκεφαλία στήν Οὐκρανία εἶναι ἡ θεραπεία τῶν σχισμάτων καί ἡ ἐκκλησιαστική ἀποκατάσταση τῆς ἑνότητας. Ὅπως ἤδη προαναφέρθηκε, μέχρι στιγμῆς ὑπῆρχαν δύο σχισματικές παρατάξεις στήν Οὐκρανία, προϊόντα καί οἱ δύο τῆς ἀδιαλλαξίας τῆς Ρωσσικῆς Ἐκκλησίας. Τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο προσπάθησε καί κατάφερε νά ἑνώσει τίς δύο αὐτές παρατάξεις καί νά ἐντάξει στήν κανονική Ἐκκλησία ἕνα ὁλόκληρο λαό περίπου 20.000.000 πιστῶν, οἱ ὁποῖοι ξαφνικά τέθηκαν ἐκτός Ἐκκλησίας, διότι δέν ἀποδέχθηκαν νά εἶναι κάτω ἀπό τήν ἐπιστασία τοῦ Ρωσσικοῦ Πατριαρχείου.
Εἶναι πολύ σημαντικό αὐτό τό ὁποῖο ὁ Οἰκουμενικός μας Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαῖος ἀνέφερε στήν ὁμιλία του, κατά τήν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τοῦ Ἁγίου Βαρθολομαίου, στίς 11 Ἰουνίου 2018, στό Φανάρι: «Ἡ ὕπαρξις σχίσματος δέν ἀποτελεῖ ἐπιχείρημα διά νά ἐγκαταλείψωμεν ἕνα λαόν, ἐλαφρᾷ τῇ συνειδήσει, ἐκτός τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀληθείας καί κανονικότητος, ἀποποιούμενοι τάς εὐθύνας μας ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί τῆς ἱστορίας, ἀλλά περισσότερον δημιουργεῖται κίνητρον διά τήν ἀνεύρεσιν σωτηριωδῶν καί ἑνωτικῶν λύσεων. Ἀποστολικόν χρέος, λοιπόν, ἐπιτελεῖ ἡ Μήτηρ Ἐκκλησία, ὅταν μελετᾷ τρόπους σωτηρίας διά τούς ἀδελφούς μας Οὐκρανούς καί Σκοπιανούς. Ἀποτελεῖ χρέος καί εὐθύνην μας νά ἐπαναφέρωμεν πάντα τά ἔθνη εἰς τήν ἀλήθειαν καί τήν κανονικότητα τῆς Ἐκκλησίας. Διότι ὅ,τι ἔχει τό Οἰκουμενικόν μας Πατριαρχεῖον τό διαθέτει πρός χάριν ὁλοκλήρου τοῦ κόσμου καί τό προσφέρει εἰς ὅλους ἀνεξαιρέτως τούς λαούς» .
Μέσα σέ αὐτό τό κλίμα πρέπει νά λάβουμε ὑπόψη μας καί τίς τελευταίες κοινωνικοπολιτικές ἀλλαγές, οἱ ὁποῖες δημιούργησαν νέα δεδομένα. Πέραν τῆς ἀνεξαρτηρίας τῆς χώρας καί τῆς δημιουργίας τοῦ νέου κράτους τῆς Οὐκρανικῆς Δημοκρατίας τό 1991, μετά τήν ἐμπόλεμη κατάσταση πού δημιουργήθηκε στήν Κριμαία τό 2014, οἱ προϋποθέσεις γιά τήν παραμονή τῶν Ρώσσων στήν Οὐκρανία γίνονται ὅλο καί πιό δυσχερεῖς. Τά συνταρακτικά πολιτικά γεγονότα, διά τῶν ὁποίων διαμορφώθηκαν τελείως διαφορετικές γεωπολιτικές συνθῆκες, κατέστησαν τήν παρουσία καί ἀνάμιξη τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας ἀνεπιθύμητη καί, ἀν μή τι ἄλλο, ἐπιβλαβῆ γιά τά συμφέροντα τοῦ Οὐκρανικοῦ κράτους καί τήν ἑνότητα τοῦ Οὐκρανικοῦ λαοῦ. Ἑπομένως, εἶναι ἀπολύτως κατανοητό τό ὅτι τό μεγαλύτερο μέρος τοῦ Οὐκρανικοῦ λαοῦ ἐπιθυμεῖ τήν ἐκκλησιαστική χειροαφέτηση ἀπό μιά Ἐκκλησία πού συνεργάζεται ἤ καί ὑπηρετεῖ τά συμφέροντα ἑνός κράτους ἐχθρικοῦ πρός τήν Οὐκρανία.
Μετά ἀπό τά ὅσα ἀναπτύχθηκαν προηγουμένως, θά μπορούσαμε νά κωδικοποιήσουμε τίς ἑξῆς συμπερασματικές θέσεις:
1. Ἡ Μητρόπολη Κιέβου ἱδρύθηκε ὡς Μητρόπολη ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο καί οὐδέποτε παραχωρήθηκε στό Πατριαρχεῖο Μόσχας. Δέν ὑπάρχει κανένα ἐπίσημο ἔγγραφο πού νά ἀποδεικνύει μία τέτοια ὑπαγωγή ἤ παραχώρηση ἀπό τήν πλευρά τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Τά γνωστά γράμματα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Διονυσίου τοῦ Δ´ χορηγοῦν μόνο τήν κανονική ἄδεια στόν Πατριάρχη Μόσχας νά τελεῖ τήν χειροτονία τοῦ ἑκάστοτε Μητροπολίτη Κιέβου, θέτοντας μάλιστα ὡς βασική προϋπόθεση τήν μνημόνευση τοῦ Κωνσταντινουπόλεως.
2. Ἡ Δ´ Οἰκουμενική Σύνοδος καθόρισε τή σειρά καί τά ὅρια τῶν πρεσβυγενῶν Πατριαρχείων καί τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου. Οἱ μετέπειτα δέκα νεοπαγεῖς Αὐτοκέφαλες ἀναγνωρισμένες Ἐκκλησίας πού ὑφίστανται σήμερα στό σύστημα τῶν Ὀρθοδόξων (Μόσχας, Σερβίας, Ρουμανίας, Βουλγαρίας, Γεωργίας, Ἀθηνῶν, Πολωνίας, Ἀλβανίας καί Τσεχίας) ἔλαβαν τό Τόμο Αὐτοκεφαλίας τους ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο.
3. Ὅλες οἱ νεοπαγεῖς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ἔλαβαν τό καθεστώς ἐκκλησιαστικῆς ἀνεξαρτησίας τίς περισσότερες φορές μέ παρέμβαση τῆς πολιτείας. Ἡ πιό χαρακτηριστική περίπτωση εἶναι ἡ ἀνάδειξη τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας, πού ἔγινε καθαρά μέ τήν ἄμεση πίεση τῆς τσαρικῆς ἐξουσίας.
4. Γιά τήν ἐκκλησιαστική ἀνεξαρτησία τῆς Οὐκρανίας εἶναι σαφές ὅτι ὑπάρχει ἡ πολιτική βούληση καί παρέμβαση, ὡστόσο, ὑπάρχουν καί οἱ πολιτικές προϋποθέσεις κυρίως μετά τή δημιουργία ξεχωριστοῦ Οὐκρανικοῦ κράτους τό 1991, ὅπως αὐτές ὁρίζονται ἀπό τόν Ἅγιο Φώτιο Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως: «τὰ ἐκκλησιαστικά καὶ μάλιστά γε τὰ τῶν ἐνοριῶν δίκαια ταῖς πολιτικαῖς ἐπικρατείαις τε καὶ διοικήσεσι συμμεταβάλλεσθαι εἴωθεν».
5. Ἡ ἐκκλησιαστική ἀνεξαρτηρία δέν χορηγεῖται στήν Οὐκρανία, ἐπειδή τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο βασίζεται μόνο στίς πολιτικές προϋποθέσεις καί τίς γεωφυσικές μεταβολές. Ἡ θεραπεία τῶν ἀπό ἐτῶν σοβούντων σχισμάτων μεταξύ τῶν ἐν Οὐκρανίᾳ Ὀρθοδόξων πιστῶν καί ἡ ἑνότητα τοῦ Οὐκρανικοῦ λαοῦ εἶναι οἱ βασικοί ἐκκλησιαστικοί, κανονικοί καί πνευματικοί λόγοι πού ἡ Μητέρα Ἐκκλησία, τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, πού ἔχει τήν εὐθύνη ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων, ἀποφάσισε νά χορηγήσει αὐτοκέφαλο ἐκκλησιαστικό καθεστώς στήν Οὐκρανία, θεωρώντας ὅτι αὐτή ἡ λύση εἶναι ἡ πιό ἀποτελεσματική καί ἡ πιό ἐνδεδειγμένη ἀπό ἀπόψεως κανονικῆς καί ἐκκλησιολογικῆς.