e-περιοδικό της Ενορίας Μπανάτου εν Ζακύνθω. Ιδιοκτήτης: Πρωτοπρεσβύτερος του Οικουμενικού Θρόνου Παναγιώτης Καποδίστριας (pakapodistrias@gmail.com), υπεύθυνος Γραφείου Τύπου Ι. Μητροπόλεως Ζακύνθου. Οι δημοσιογράφοι δύνανται να αντλούν στοιχεία, αφορώντα σε εκκλησιαστικά δρώμενα της Ζακύνθου, με αναφορά του συνδέσμου των αναδημοσιευόμενων. Η πνευματική ιδιοκτησία προστατεύεται από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Τα νεότερα στα θεματικά ένθετα

Δευτέρα 1 Απριλίου 2019

Σε κρίσιμη καμπή η Αρχιεπισκοπή Αυστραλίας


ΓΝΩΜΗ ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΜΑΛΑΣΠΙΝΑ | The Panhellenic Post, 29.3.2019 

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η κοίμηση του Αρχιεπισκόπου Στυλιανού αφήνει ένα μεγάλο κενό στα Εκκλησιαστικά της Ιεράς Ορθόδοξης Αρχιεπισκοπής Αυστραλίας. Ιεράρχης που εσέβετο τους θεσμούς και την τυπική ορθή τάξη από όταν το 1975 χειροτονήθηκε Αρχιεπίσκοπος Αυστραλίας, προσπάθησε να δώσει λύση στο εσωτερικό σχίσμα των παλαιών Κοινοτήτων Αδελαΐδος, Μελβούρνης, Σίδνεϊ, Νιουκαστλ και Γούλονκονγκ.

Σήμερα, το σχίσμα συνεχίζει να υφίσταται κυρίως στην πόλη της Αδελαΐδας. Όμως, Κοινότητες όπως η Μελβούρνη, το Σίδνεϊ και το Γούλονκονγκ, έχουν ειρηνεύσει και επιστρέψει υπό τη σκέπη της Αρχιεπισκοπής.

Το να επιχειρήσει κανείς, στα πλαίσια ενός σύντομου άρθρου να εξηγήσει τα αίτια και τα γεγονότα που οδήγησαν στα τεράστια προβλήματα που ταλανίζουν ακόμη τον Ορθόδοξο ελληνισμό της Αυστραλίας, θα ήταν αδόκιμο, καθώς είναι βέβαιο ότι δεν θα μπορέσει να παρουσιάσει όλες τις πλευρές του δράματος, ούτε να εμβαθύνει στα αίτια,  με προεξοφλούμενο τον κίνδυνο παραποίησης γεγονότων.

Εκείνο, ωστόσο, που, επιγραμματικά, μπορεί να γραφτεί, είναι πως  από το πρώτο τέταρτο του 19ου αιώνα, η κατάσταση στην εκκλησιαστική ομογενειακή κοινωνία ήταν τεταμένης έως εκρηκτική.  Οι κρατούντες στις  παροικιακές Κοινότητες θεωρούσαν τον εαυτό τους τη μόνη εθνική και εκκλησιαστική αρχή της ομογένειας και δε δεχόντουσαν τον εκκλησιαστικό περιορισμό που συνιστούσε η παρουσία μητροπολιτών. Το ίδιο πρόβλημα δημιουργήθηκε αργότερα  και στις σχέσεις των κοινοτικών με τις ελληνικές προξενικές αρχές.

Ακολούθησαν γεγονότα όπως η ίδρυση «Αυτοκεφάλου Εκκλησίας Αμερικής και Αυστραλίας», και η ένταξη στους Γ.Ο.Χ. Ελλάδος, καθαιρέσεις από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, εισπηδήσεις του μακαριστού Πατριάρχου Ιεροσολύμων Διοδώρου, που προσπάθησε να δημιουργήσει επαρχία δική του στην Αυστραλία, και μύρια όσα άλλα γεγονότα, τα οποία τροφοδοτήθηκαν από τα πείσματα και τις μνησικακίες, ένθεν κακείθεν.

Με τη σκέψη, προφανώς, σε όλα αυτά, ο Οικουμενικός Πατριάρχης,Κ.κ. Βαρθολομαίος, αναγγέλλοντας την αποδημία του Στυλιανού, δημοσιοποίησε τον προβληματισμό του για το μετά την αποδημία του Στυλιανού μέλλον της Ελληνικής Ορθόδοξης Αρχιεπισκοπής Αυστραλίας.  Και για το αν αυτή, τελικά, θα παραμείνει μία ενιαία εκκλησιαστική οργάνωση ή θα διασπαστεί σε Μητροπόλεις κατά το πρότυπο της Αμερικής.

Αυτό θα το αποφασίσει, όπως είπε, «η Αγία και Ιερά Σύνοδος αφού θα ζυγίσει προηγουμένως τα υπέρ και τα κατά των εκατέρας δύο πιθανών εναλλακτικών λύσεων».

Ωστόσο, θα πρέπει να επισημανθεί ότι το παράδειγμα της κατάτμησης της Αρχιεπισκοπής Βορείου και Νοτίου Αμερικής σε τέσσερις  Μητροπόλεις, Αμερικής, Καναδά, Κεντρικής Αμερικής και Νότιας Αμερικής, όχι μόνον δεν έλυσε προβλήματα, αλλά, αντίθετα,  αποδυνάμωσε την κραταιά αρχιεπισκοπή.  Υποβαθμίζοντας το ρόλο του Αρχιεπισκόπου.

Κάτι που ο κυρός, Ιάκωβος είχε εξορκίσει: «Είμαι βέβαιος ότι αυτό το οποίο οικοδόμησα δεν θα είναι εύκολο να γκρεμισθεί», είχε πει.

Δυστυχώς, το γκρέμισε το Οικουμενικό Πατριαρχείο.

Αλλά  εάν η κατάτμηση της Βορείου και Νοτίου Αμερικής μπορούσε τυπικά να στηριχθεί στο ότι  η Αρχιεπισκοπή Βορείου και Νοτίου Αμερικής συμπεριελάμβανε και τρίτες χώρες (Αργεντινή, Βραζιλία, Χιλή, κλπ.) πώς είναι δυνατόν να κατατμηθεί η ενιαία Αυστραλία; Θα λέμε Αρχιεπισκοπή Βόρειας Αυστραλίας, Νότιας Αυστραλίας κλπ; Θα είναι τουλάχιστον αστείο. Ούτε Μητροπόλεις – βιλαέτι μπορεί να υπάρξουν.

Γνώμη μας είναι πως τίποτε καλό θα προκύψει από την τακτική του «διαίρει και βασίλευε». Οι “αιρετικοί” , αποκομμένοι από τον κορμό της Αρχιεπισκοπής θα συνεχίσουν ανενόχλητοι το διχαστικό τους έργο. Αντίθετα, η Ορθόδοξη Εκκλησία της Αυστραλίας χρειάζεται μία ενωμένη Αρχιεπισκοπή κάτω από έναν εμπνευσμένο, δυναμικό και επιτελικό Ιεράρχη, προκειμένου να συνεχίσει το ειρηνοποιό έργο του Στυλιανού και να εμπνεύσει τους ομογενείς τόσο σε θρησκευτικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο. Ώστε η Αρχιεπισκοπή Αυστραλίας που ήδη έχει υποστεί την απόσπαση από τον κορμό της τής Ν. Ζηλανδίας, ξεπερνώντας τα προβλήματα, ενωμένη, να πορευτεί προς το μέλλον.

Από τη βουλγαρική εξαρχία στο ουκρανικό αυτοκέφαλο

του Σεβ. Μητροπολίτη Αρκαλοχωρίου κ. Ανδρέα

Με την ίδρυση της βουλγαρικής εξαρχίας (1870) ξεκίνησε η δημιουργία του βουλγαρικού έθνους - κράτους ως εκκλησιαστικής, κατ’ αρχάς, οντότητας σε συγκεκριμένες επαρχίες. Οι διεργασίες όμως της βουλγαρικής εθνογένεσης ξεκινούν περί τις αρχές του 19ου αιώνα, με τη διαμόρφωση μιας ηγέτιδας γενιάς πεπαιδευμένων κληρικών και λαϊκών ενισχυομένων οικονομικά από τους ομογενείς τους εμποροπραματευτάδες. Πολλοί από την ελίτ αυτή είχαν φοιτήσει στα σχολεία του ελληνισμού της Κωνσταντινούπολης και των αστικών κέντρων που ίδρυε το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Γι’ αυτό και αρκετοί ήταν δίγλωσσοι ή πολύγλωσσοι. Το φιρμάνι του σουλτάνου Αμπντούλ Αζίζ (1870) έδινε τη δυνατότητα ένταξης στην Εξαρχία περιοχών όπου οι ορθόδοξοι πληθυσμοί θα το ζητούσαν κατά τα 2/3, με συνέπεια τις βιαιοπραγίες στο Μακεδονικό Αγώνα (1901-1904). Οι όροι πατριαρχικός και εξαρχικός νοηματοδοτούνται εθνικά: πατριαρχικός = Έλληνας, εξαρχικός = Βούλγαρος. Σύνολη η εξέλιξη του βουλγαρικού εγχειρήματος καθοδηγείται, θεωρητικά και οικονομικά, από τη Ρωσία και τον πανσλαβισμό, με κορυφαίο επίτευγμα τη Μεγάλη Βουλγαρία, που περιελάμβανε την ελληνική Μακεδονία, εκτός Θεσσαλονίκης και Χαλκιδικής, αλλά και τη σημερινή Βόρεια Μακεδονία, όπως όριζε η Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου (1878), την οποία ακύρωσε η Συνθήκη του Βερολίνου (1878).

Στην Κωνσταντινούπολη συνήλθε το 1872 σύνοδος η οποία καταδίκασε τον εθνοφυλετισμό και την εξαρχία. Η καταδίκη της εξαρχίας διά του εθνοφυλετισμού ενδυνάμωνε τις εθνικές ταυτότητες των βαλκανικών κρατών, οι ελίτ των οποίων προέτασσαν της Εκκλησίας το έθνος. 

Η ενότητα του ορθόδοξου κόσμου

Ο μητροπολίτης Αγχιάλου Βασίλειος, σχολάρχης της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, προκειμένου να συμβάλει στην επούλωση του βουλγαρικού σχίσματος, συνέγραψε το 1874 «πραγματεία περί του κύρους της χειροτονίας κληρικών υπό επισκόπου καθηρημένου και σχισματικού χειροτονηθέντων», που εξέδωσε το 1887 ως μητροπολίτης Σμύρνης. Η συγγραφή και η έκδοση της πραγματείας του Βασιλείου διακονούσε έναν βαθύτατα εκκλησιαστικό σκοπό, την ενότητα του ορθόδοξου κόσμου. Ο Βασίλειος τεκμηριώνει αγιοπατερικά την κανονικότητα των χειροτονιών που είχαν γίνει από την εξαρχία.

Η μακροημέρευση του σχίσματος ανησυχούσε το Οικουμενικό Πατριαρχείο και ευρύτερα την πρεσβυγενή Ορθοδοξία

Ο Βασίλειος, σύμφωνα με προξενική έκθεση του 1900 «Σλαύος στο γένος και το φρόνημα», γεννημένος στη Ζαγοριτσάνη Καστοριάς, σχολάρχης της Χάλκης, μητροπολίτης Αγχιάλου (1865-1884) και Σμύρνης (1884-1910), εντάσσεται με τη γέννησή του ως ορθόδοξος στην πυραμίδα της εθναρχούσας Εκκλησίας, στο ορθόδοξο μιλέτι των Ρωμιών, με κεφαλή τον Οικουμενικό Πατριάρχη. Όπως πολλοί άλλοι Ρωμιοί του ορθόδοξου μιλετιού, σλαβόφωνοι, αρβανιτόφωνοι, βλαχόφωνοι, τουρκόφωνοι, σπουδάζει στα σχολεία του ελληνισμού της Εθναρχούσας Εκκλησίας. Με την «πραγματεία» του, την εμπνευσμένη και από την αγιοπνευματική βιοτή του, αποφαίνεται για την κανονικότητα των χειροτονιών από καθηρημένους και σχισματικούς επισκόπους και ανοίγει τον δρόμο για την άρση του σχίσματος της βουλγαρικής εξαρχίας, ώστε να μην προστεθεί στον εθνοφυλετικό φανατισμό των Βούλγαρων η αντιπαλότητα του εκκλησιαστικού σχίσματος, όπως εκδηλώθηκε στις αιματηρές συγκρούσεις του Μακεδονικού Αγώνα (1901-1904) και στη βουλγαρική κατοχή της ελληνικής Μακεδονίας στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Η αντιπαλότητα Μόσχας - Κιέβου

Η Ρωσία, ενώ από τα μέσα του 19ου αιώνα, με το σχίσμα της βουλγαρικής εξαρχίας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, προώθησε τη συγκρότηση του βουλγαρικού έθνους - κράτους, στον 20ό και τον 21ο αιώνα για στην Ουκρανία κινείται σε αντίστροφη τροχιά. Κατέστειλε τους αγώνες των Ουκρανών για εθνική ανεξαρτησία κατά τους δύο Παγκόσμιους Πολέμους, η δε Σοβιετική Ένωση με τη δημιουργία της συμπεριέλαβε στην ομοσπονδία της την Ουκρανία. Όμως, τα θύματα από τους ουκρανικούς λιμούς, περί τα πέντε εκατομμύρια στα 1918-1922 και περί τα έξι εκατομμύρια στα 1932-1933, ενίσχυσαν και σφυρηλάτησαν την αντιπαλότητα Μόσχας-Κιέβου. Η εθνική ταυτότητα και συνείδηση της Ουκρανίας ενδυναμώθηκε και εδραιώθηκε από αυτούς τους λιμούς, ιδιαίτερα από τον δεύτερο. Τούτο είναι αδιαμφισβήτητο, ακόμη και από όσους υιοθετούν τις πλέον αθωωτικές αιτιολογίες της ρωσικής πλευράς για τον λιμό των εκατομμυρίων θυμάτων της σταλινικής εποχής.

Μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης

Η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης επέφερε και την εκκλησιαστική κρίση στην Ουκρανία. Από το 1991, έτος ανεξαρτησίας της Ουκρανίας, έως το 2018 το Οικουμενικό Πατριαρχείο προσδοκούσε από το Πατριαρχείο Μόσχας, της μετασοβιετικής εποχής, να βοηθήσει στην επίλυση του εκκλησιαστικού σχίσματος της χώρας. Τελικά, ο Κωνσταντινουπόλεως, με δυσεύρετη διάκριση (είναι χαρακτηριστικό ότι κάλεσε εγγράφως τον μητροπολίτη Ονούφριο να συμμετάσχει στη σύνοδο της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ουκρανίας το 2018, αλλά και να είναι υποψήφιος προκειμένου να εκλεγεί πρόεδρός της) και εν μέσω επανειλημμένων εκκλήσεων και αιτημάτων από τους θεσμικούς εκπροσώπους του ουκρανικού λαού, προχώρησε στο αυτονόητο. Παραχώρησε εκ των κανονικών εδαφικών του δικαιοδοσιών ένα ακόμη αυτοκέφαλο, όπως έπραξε με όλα τα έθνη-κράτη των Βαλκανίων.

Η άρση του βουλγαρικού σχίσματος έγινε το 1945, με την επίδοση του τόμου της αυτοκεφαλίας στην Εκκλησία της Βουλγαρίας από τον Πατριάρχη Βενιαμίν. Το 1961 ο Πατριάρχης Αθηναγόρας εξύψωσε τη βουλγαρική Εκκλησία σε Πατριαρχείο. Ωστόσο, η μακροημέρευση του βουλγαρικού σχίσματος πλεόνασε τα δεινά των Ελλήνων και της Ελλάδας στον Μακεδονικό Αγώνα και στη βουλγαρική κατοχή της ελληνικής Μακεδονίας στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Τότε, το Οικουμενικό Πατριαρχείο ενήργησε ώστε, το συντομότερο, να λάβει τέλος το σχίσμα. Σήμερα, ως η αρμόδια και πρωτεύθυνη για την ενότητα των ορθοδόξων Εκκλησία, μεριμνά και αναμένει την αναγνώριση του αυτοκέφαλου της Ουκρανίας. Η πρεσβυγενής Ορθοδοξία, τα Πατριαρχεία Αλεξανδρείας, Ιεροσολύμων και Αντιοχείας και η Αρχιεπισκοπή της Κύπρου έχουν τον πρώτο λόγο. Η «πραγματεία» του Αγχιάλου Βασιλείου και οι μελέτες καθηγητών και επαϊόντων επιλύουν εκκλησιολογικά και κανονικά το ζήτημα. Η μία, αγία, καθολική και αποστολική Εκκλησία, με προσευχητική αγωνία για την ενότητά της, προσδοκά την αναγνώριση της αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ουκρανίας.

[Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Αυγή στις 31-3-2019]