e-περιοδικό της Ενορίας Μπανάτου εν Ζακύνθω. Ιδιοκτήτης: Πρωτοπρεσβύτερος του Οικουμενικού Θρόνου Παναγιώτης Καποδίστριας (pakapodistrias@gmail.com), υπεύθυνος Γραφείου Τύπου Ι. Μητροπόλεως Ζακύνθου. Οι δημοσιογράφοι δύνανται να αντλούν στοιχεία, αφορώντα σε εκκλησιαστικά δρώμενα της Ζακύνθου, με αναφορά του συνδέσμου των αναδημοσιευόμενων. Η πνευματική ιδιοκτησία προστατεύεται από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Τα νεότερα στα θεματικά ένθετα

Πέμπτη 4 Νοεμβρίου 2021

Το προξενιό και οι 10 Εντολές

Γράφει η ΔΙΟΝΥΣΙΑ ΜΟΥΣΟΥΡΑ

Η Ανδρούλα, από την Κύπρο τη θαλασσοφίλητη! Πρόσφυγας με προσωρινή άδεια παραμονής στην Αυστραλία, εξ αιτίας της εισβολής του '74. Ο Γιάννης, νόμιμος μετανάστης από το Φιόρο του Λεβάντε. Και οι δύο, έμεναν με συγγενείς, η Ανδρούλα με την αδελφή της Νίκη και την οικογένειά της, σύζυγο και παιδιά και ο Γιάννης, με το θείο του και την οικογένεια του! Κάτοικοι Μελβούρνης, όλοι!

Δεν έτυχε να γνωριστούν από κοντά, μολονότι είχαν κοινούς φίλους μια οικογένεια από τη Ζάκυνθο τον Νικόλα τη γυναίκα του τη Μαντίνα και τα δύο, σχετικά, μικρά τους παιδιά, όπου ήταν γείτονες με την αδελφή της Ανδρούλας, σε εσωτερικό προάστειο της Μελβούρνης όπου εκείνα τα χρόνια, της δεκαετίας του 70, έμεναν πολλοί μετανάστες, κυρίως Έλληνες και Ιταλοί.

Η Νίκη, μιλώντας με τη γειτόνισσα τη Μαντίνα, εξέφρασε αρκετές φορές τη στενοχώρια και ανησυχία της, όπου έληγε σε λίγους μήνες η προσωρινή βίζα της Ανδρούλας και δεν ήξερε τι να κάνει γιατί πίσω δεν μπορούσε να πάει, ερείπια όλα! Μόνο αν παντρευόταν σύντομα, θα λυνόταν το πρόβλημα, αλλά δεν ήταν εύκολο. Συνεσταλμένη κοπέλα η Ανδρούλα, δεν είχε προφτάσει να κάνει πολλές γνωριμίες, άλλο από τη γειτονιά και λίγο πιο πέρα.

Το σκέφτηκε η Mαντίνα, το συζήτησε και με τον Νικόλα και αποφάσισαν ότι δε θα ήταν άσχημη ιδέα να το πουν του Γιάννη! Του ανιψιού του κουμπάρου τους, του Φώτη. Ο Φώτης και η Αγγέλικα στενοί και καλοί φίλοι, επί πλέον, κουμπάροι, γιατί ο Νικόλας, είχε βαφτίσει το γιο τους το Θοδωρή! Οι οικογένειές τους, πίσω στη Ζάκυνθο, χωριανοί, φίλοι και κουμπάροι πάππου προς πάππου! Έτσι ανανεώσανε τη κουμπαριά και εδώ. Εν τω μεταξύ, ούτε η μία ούτε η άλλη οικογένεια είχαν συγγενείς στη Μελβούρνη, άλλο από τον ανιψιό του Φώτη, τον Γιάννη, που είχε έρθει καμιά δεκαριά χρόνια πριν. Αυτό έγινε αφορμή να δεθούν ακόμα περισσότερο οι δυο οικογένειες και να νιώθουν συγγενείς, όχι απλά κουμπάροι!

Ο Νικόλας συμφώνησε ότι δε θα ήταν άσχημη ιδέα για τον Γιάννη, που κόντευε τα 30, να παντρευτεί να κάνει οικογένεια. Η Ανδρούλα, γύρω στα 27, αρκετά εμφανίσιμη, καλή και νοικοκυρεμένη κοπέλα, αλλά και μορφωμένη- είχε τελειώσει το Γυμνάσιο. Ο Γιάννης πάλι, αρκετά ευκατάστατος, γιατί είχε ανοίξει μαγαζί με αντίκες και πήγαινε πολύ καλά! Πρώτα σκέφτηκαν να το συζητήσουν με τον θείο και τη θεία του, που ήταν σαν γονείς του.

Ο Φώτης τα άκουσε όλα θετικά, άλλωστε την έβλεπαν την Ανδρούλα και την οικογένεια της αδελφής της κάθε φορά που πήγαιναν στους κουμπάρους και φίλους, τη Μαντίνα και τον Νικόλα. Το μόνο που σκέφτονταν και οι τέσσερις, ήταν το γεγονός ότι ο Γιάννης ήταν υπερβολικά θρησκευόμενος και πιθανόν να βρισκόταν μικροεμπόδιο εκεί. Πάντως, αποφάσισαν να του μιλήσει ο Φώτης και ό,τι βγει! Αφού τα κουβέντιασαν και ο Γιάννης, που είχε δει από μακριά κάποιες φορές την κοπέλα, συμφώνησε, ανάθεσαν στον Νικόλα να μιλήσει στην Ανδρούλα σαν προξενητής! Όλα καλά, και η Ανδρούλα δεκτή κι έτσι συμφώνησαν να συναντηθούν όλοι ένα βράδυ στο σπίτι της Νίκης και του Παναγιώτη του άνδρα της, να συζητήσουν!

Μεσολάβησε και η συνάντηση, η ατμόσφαιρα πολύ ζεστή και φιλική, μίλησαν μεταξύ τους για κάμποσο η Ανδρούλα και ο Γιάννης, μίλησαν και οι συμπέθεροι, διαβεβαιώνοντας η μια οικογένεια την άλλη, ότι όλοι θα σταθούν δίπλα στα παιδιά, να τα βοηθήσουν σε ότι χρειαστεί! Συγκινητική η βραδιά, γιατί ούτε η Ανδρούλα είχε πια τους γονείς της, σκοτώθηκαν με την εισβολή κι ο μοναδικός αδελφός της αγνοούμενος, αλλά ούτε και του Γιάννη οι γονείς βρίσκονταν πια στη ζωή να δώσουν την ευχή τους και να χαρούν τη χαρά των παιδιών!

Μίλησαν για όλα, μέχρι και για το Γάμο, που έπρεπε να γίνει σχετικά σύντομα, πριν αρχίσουν οι διαδικασίες απέλασης της Ανδρούλας από την Αυστραλία! Αποφάσισαν, αντί για επίσημους Αρραβώνες, να της πάει δαχτυλίδι ο γαμπρός το επόμενο Σάββατο, όπως συνηθιζόταν, για να μη χάνουν χρόνο, αλλά τρεις βδομάδες μετά, ίσα να βγουν οι άδειες, να κλείσουν εκκλησία να προλάβει κι η Ανδρούλα να προετοιμαστεί κάπως, να γίνει το Στεφάνωμα! Εν τω μεταξύ, ένα σπίτι που είχε ο Γιάννης και το νοίκιαζε, ήταν ελεύθερο γιατί οι ενοικιαστές είχαν φύγει ένα μήνα πριν. Ο Γιάννης το είχε ήδη βάψει και επιπλώσει, γιατί σχεδίαζε να μετακομίσει ο ίδιος εκεί, αρκετά έμεινε με τους θείους! Οπότε και η στέγη εξασφαλισμένη! Τα κανόνισαν όλα, αποφάσισαν σε ποια εκκλησία θα πήγαιναν, ποιους και πόσους περίπου θα προσκαλούσε κάθε οικογένεια, όχι πολλούς, όχι μόνο γιατί δεν υπήρχαν συγγενείς, λίγοι φίλοι μόνο, αλλά και γιατί ούτε χρόνος δεν είχε κλείσει από το θάνατο των γονιών της Ανδρούλας! Επίσης, συζήτησαν και πού θα γινόταν μια μικρή δεξίωση μετά έτσι για το καλό, ακόμα και τα παρανυφάκια ρύθμισαν! Τα δυο κορίτσια της Νίκης και του Παναγιώτη, 8 και 10 χρονών και τα δυο αγοράκια, το ένα του Φώτη και της Αγγέλικας και το άλλο της Μαντίνας και του Νικόλα! Η κόρη τους, σχεδόν 12 χρονών, θα ήταν η επικεφαλής της τελετής και κουμπάροι ασφαλώς, η Μαντίνα και ο Νικόλας. Όλα τακτοποιημένα μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια!

Ο θείος κι η θεία του Γιάννη, πολύ παραδοσιακοί Ζακυνθινοί, αποφασισμένοι να τιμήσουν τον ανιψιό, σαν γονείς και να γίνουν όλα όπως παλιά! Άρχισαν τις ετοιμασίες από νωρίς, μέχρι καινούριο κουστούμι αγόρασε ο Φώτης, πουκάμισο, γραβάτα ακόμα και παπούτσια καλά! Η Αγγέλικα έραψε ένα ωραίο ταγιέρ, καινούρια αξεσουάρ και κουστουμάκι του μικρού Θοδωρή! Η Μαρίκα η κόρη θα φορούσε το καλό της φουστάνι για το δαχτυλίδι γιατί είπαν να περιμένουν ώστε το φουστάνι που θα της έφτιαχνε η Μητέρα της, να ταιριάζει με το νυφικό που θα διαλέξει η Ανδρούλα, ώστε να το φορέσει στο γάμο! Πίεσαν και το Γιάννη, που δεν έδινε μεγάλη σημασία στη εμφάνιση, αγόρασε και αυτός ωραίο κουστούμι, πουκάμισο γραβάτα μέχρι χρυσά μανικετόκουμπα, στη μόδα τότε! Γελούσε καλοσυνάτα,

-Μωρέ ούτε γαμπρός να πήγαινα!

-Γαμπρός, γαμπρός επιτέλους Γιάννη μου, καμάρωναν ο θείος κι η θεία!

Το Σάββατο πρωί-πρωί τα ρούχα όλα κρεμασμένα φρεσκοσιδερωμένα, τα παπούτσια γυαλισμένα, όλα πανέτοιμα! Μέχρι Κομμωτήριο πήγε η Αγγέλικα, κάτι που δεν το συνήθιζε, γιατί είχε ωραία μαλλιά και δεν χρειαζόταν, αλλά ο Φώτης επέμενε να κάνει κότσο, μην παρεξηγήσουν οι συμπέθεροι. Ο κότσος, σοβαρό χτένισμα για παντρεμένες γυναίκες!

Ο Φώτης με τον Γιάννη πήγαν σε μεγάλο ζαχαροπλαστείο και παράγγειλαν ένα θεόρατο ασημένιο δίσκο για τη νύφη, όπως συνηθιζόταν παλιά στη Ζάκυνθο, που είχε μέσα ό,τι γλυκό θέλεις, συν τουλάχιστον δύο κιλά κουφέτα μεγάλα αμυγδάλου από την καλύτερη ποιότητα! Ασήκωτος, αλλά πανέμορφος ο δίσκος! Φυσικά, δεν παρέλειψαν και ανθοδέσμες, μία μεγάλη και όμορφη από το γαμπρό για τη νύφη κι άλλη μία, εξ ίσου μεγάλη με διαλεχτά λουλούδια, από τους θείους! Ο Γιάννης χαμογελούσε με όλα αυτά, που δεν τα θεωρούσε απαραίτητα, αλλά ο θείος ανένδοτος! Μετά ο Γιάννης έφυγε να πάει σε Χρυσοχοείο να διαλέξει δαχτυλίδι για τη νύφη κι ο Φώτης πήγε σπίτι. Η συνάντηση είχε καθοριστεί για τις 7 το απόγευμα, καλοκαίρι ήταν, μην πάνε και μεσημεριάτικα. Έφτασαν κατά τις 5.30 περίπου στου Φώτη και της Αγγέλικας ο Νικόλας η Μαντίνα και τα παιδιά, με δώρα κι εκείνοι και χρυσό βραχιόλι για τη νύφη, ε, κουμπάροι ήταν, έπρεπε!

Η ώρα περνούσε κι ο Γιάννης πουθενά! Κάπου άρχισαν να δυσανασχετούν όλοι, σκεπτόμενοι πως δεν ήταν ευγενικό να αργοπορήσουν. Γύρω στις 6.45 νάσου ο Γιάννης! Πριν προλάβει να βάλει τις φωνές ο θείος, μισοαστεία μισοσοβαρά, λέει ο Γιάννης:

-Ξεντυθείτε, δεν πάμε πουθενά!

Κεραυνός εν αιθρία! Άρχισαν όλοι μαζί να μιλάνε και να ρωτάνε, χαλασμός Κυρίου γινόταν! Κάποια στιγμή ηρεμούν όλοι και τους λέει ο Γιάννης, ότι περνώντας από της νύφης το σπίτι, βρήκε ένα χειρόγραφο σημείωμα στην πόρτα που έγραφε!

-Θα απουσιάσουμε για λίγες μέρες!

Κόκκαλο όλοι τους! Ο Φώτης κόντεψε να πάθει εγκεφαλικό από την «προσβολή»! Λύνει και πετάει τη γραβάτα, φουσκώνει ξεφουσκώνει αρχίζει α φωνάζει απειλώντας θεούς και δαίμονες, βάζει τα κλάματα η Αγγέλικα, από κοντά και τα παιδιά χωρίς να ξέρουν γιατί κλαίνε, ποιο ήρεμοι ο Νικόλας και η Μαντίνα προσπαθούν να τους ηρεμήσουν όλους μήπως και βγάλουν άκρη!

Ο μόνος ήρεμος και αδιάφορος, ο Γιάννης!

-Τι κάνετε έτσι παιδάκι μου; Πρώτο προξενιό που πάει αμόντε; Μπα σε καλό σας!

Αγριεύει ο Φώτης και πάει να ορμήσει στο Γιάννη, τον συγκρατεί ο Νικόλας και ρωτάει ήρεμα το Γιάννη, τι ακριβώς μεσολάβησε!

-Ε, να, το πρωί μόλις χωρίσαμε με τον μπάρμπα μου και πριν πάω να αγοράσω το δαχτυλίδι, σκέφτηκα να περάσω από το σπίτι τους και να κουβεντιάσουμε οι δύο μας με την Ανδρούλα, πρωτού προχωρήσουμε.

-Και; Ρωτάει ο Φώτης.

-Ε, τι και; Της εξήγησα κάποια πράγματα, τι απαιτήσεις είχα.

-Τι έκαμες μωρέ θεόμουρλε; Τις 10 Εντολές επήγες και είπες στην κοπέλα;

-Εεεεε πάνου-κάτου ναι, και καλά έκαμα να ξέρουμε κι οι δυο πού βαδίζουμε!

-Σαν τι της είπες ωρέ Γιάννη, νά 'χουμε καλό ερώτημα;

-Της εξήγησα, δε θα γυρεύει βόλτες και χορούς, ούτε κινηματογράφους και θέατρα! Ούτε λούσα, ούτε μου αρέσει να βάφεται σαν το Καραγκιόζη, προ παντός όχι νύχια βαμμένα και ιδιαίτερα των ποδιών! Οι σοβαρές γυναίκες, δεν κάνουν τέτοια πράγματα! Ούτε σανδάλια ανοιχτά θα φοράει και τα φορέματά της σεμνά! Η εκκλησία θα είναι απαραίτητη Κυριακές και Γιορτές, καθώς κι οι Νηστείες που ορίζει η θρησκεία μας! Και τα παιδιά που θα κάμουμε, έτσι θα τα αναθρέψουμε κι εκείνα!

-Ωρέ βουρλισμένε και ηλίθιε, για να μη σε πω τίποτα άλλο, τι έκαμες μωρέ; Δεν εντράπηκες λίγο; Σαν τι άλλο της είπες, γιατί έτσι ανάποδος που είσαι, για όλα σ΄ έχω ικανό!

- Εε…να, άρχισε δειλά ο Γιάννης…

-Τι Εε κι έξη και ξερός κακός σου φλάρος μωρέ; Λέγε, γιατί μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι! Κόλπο θα πάθω.

Σκύβει λίγο ο Γιάννης και σχεδόν ψιθυριστά ώστε να μην ακούσουν τα παιδιά και οι Γυναίκες και λέει:

-Εε…της είπα ότι και το… «άλλο», όχι όταν ξημερώνει Κυριακή ή Γιορτή.

Σε κείνο το σημείο, ξεκαρδίζονται στα γέλια οι γυναίκες, που όσο και να ψιθύριζε ο Γιάννης ακούσανε, πετιέται ορθός ο Φώτης, του κόβει δύο ξεγυρισμένα φάσκελα,

- Όρσε ορέ βόιδι, καλά σου κάμανε και σου κλείσανε την πόρτα, γιατί εσύ δεν είσαι άνθρωπος! Ποιος θα σου δώσει γυναίκα μωρέ τη σήμερον ημέρα με τέτοιους όρους θεόμουρλε; Ούτε γαϊδούρα δε σου βγαίνει, όχι γυναίκα.

Απτόητος ο Γιάννης, ανοίγει το μεγάλο δίσκο από το τραπέζι, αρχίζει να καταβροχθίζει γλυκά, κερνάει και τους άλλους γύρω γελώντας, εύχεται σκασμένος στα γέλια «και στα δικά σας παιδιά», στα πιτσιρίκια, χαλαρώνει κάπως η ατμόσφαιρα, χαρές τα πιτσιρίκια που πέσανε στα γλυκά, ηρεμεί κάπως και ο Φώτης, γυρίζει ο Γιάννης και… σοβαρός-σοβαρός λέει:

-Κι όχι τίποτα, είναι σκληρά τα κουφέτα και θα σπάσω τα δόντια μου. Γιατί θα γεμίζω την τσέπη μου να τα τρώω στη δουλειά! Τα ακριβοπληρώσαμε, μην πάνε χαμένα!

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Τελικά, ο μεν Γιάννης βρήκε στην Ελλάδα που πήγε την Αναστασία, μια κοπέλα στα μέτρα του, που δεν χρειάστηκε να της πει όχι 10 αλλά ούτε μία Εντολή, απέκτησαν εννιά παιδιά και οι τρεις πρώτες κοπέλες, αφού τελείωσαν Θεολογία οι δύο και Φιλολογία η άλλη στο Πανεπιστήμιο στην Αθήνα, μονάζουν σήμερα σε μεγάλο Μοναστήρι κάπου στην Ελλάδα!

Η δε Ανδρούλα, παντρεύτηκε έναν πολύ καλό άνθρωπο που είχε ένα αγοράκι, γιατί πέθανε η γυναίκα του, απέκτησαν και δύο δικά τους παιδιά και ζουν ευτυχισμένοι!

Συμπέρασμα; Ουδέν κακόν αμιγές Καλού!

δ.μ.


Δεν υπάρχουν σχόλια: