Συμεών Κούτσα, Μητροπολίτη Ν. Σμύρνης, Οι απόστολοι των Κυριακών, Τομ. Β΄, Αθήνα 2002, σελ. 352-368
(Προς Εβραίους 11,9-10, 32-40)
«Αδελφοί, πίστει παρώκησεν Αβραάμ ει την γην της επαγγελίας ως αλλοτρίαν, εν σκηναίς κατοικήσας μετά Ισαάκ και Ιακώβ των συγκληρονόμων της επαγγελίας της αυτής·
εξεδέχετο το γαρ την τους θεμελίους έχουσαν πόλιν, ης τεχνίτης και δημιουργός ο Θεός.
Και τι έτι λέγω; Επιλείψει γαρ με διηγούμενον ο χρόνος περί Γεδεών, Βαράκ τε και Σαμψών και Ιεφθάε, Δαυΐδ τε και Σαμουήλ και των προφητών,
οι δια πίστεως κατηγωνίσαντο βασιλείας, ειργάσαντο δικαιοσύνην, επέτυχον επαγγελιών, έφραξαν στόματα λεόντων,
έσβεσαν δύναμιν πυρός, έφυγον στόματα μαχαίρας, ενεδυναμώθησαν από ασθενείας, εγενήθησαν ισχυροί εν πολέμω, παρεμβολάς έκλιναν αλλοτρίων ·
έλαβον γυναίκες εξ αναστάσεως τους νεκρούς αυτών· άλλοι δε ετυμπανίσθησαν, ου προσδεξάμενοι την απολύτρωσιν, ίνα κρείττονος αναστάσεως τύχωσιν ·
έτεροι δε εμπαιγμών και μαστίγων πείραν έλαβον, έτι δε δεσμών και φυλακής·
ελιθάσθησαν, επρίσθησαν, επειράσθησαν, εν φόνω μαχαίρας απέθανον,περιήλθον εν μηλωταίς, εν αιγείοις δέρμασιν, υστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι,
ων ουκ ην άξιος ο κόσμος, εν ερημίαις πλανώμενοι και όρεσι και σπηλαίοις και ταις οπαίς της γης.
Και ούτοι πάντες μαρτυρηθέντες διά της πίστεως ουκ εκομίσαντο την επαγγελίαν,
του Θεού περί ημών κρειττόν τι προβλεψαμένου, ίνα μη χωρίς ημών τελειωθώσι.»
«Αδελφοί, με πίστη ο Αβραάμ εγκαταστάθηκε στη γη που του υποσχέθηκε ο Θεός, σαν ξένος σε άγνωστη χώρα, και κατοίκησε σε σκηνές μαζί με τον Ισαάκ και τον Ιακώβ, που κι αυτοί ήταν κληρονόμοι της ίδια υποσχέσεως.
Διότι περίμενε την πόλη που έχει στέρεα θεμέλια και της οποίας αρχιτέκτονας και δημιουργός είναι ο Θεός.
Και τι ακόμη να πω; Δεν θα με πάρει ο χρόνος να διηγηθώ για τον Γεδεών, τον Βαράκ, τον Σαμψών, τον Ιεφθάε, τον Δαβίδ, τον Σαμουήλ και τους προφήτες.
Όλοι τους αυτοί με την πίστη κατατρόπωσαν βασιλεία, κυβέρνησαν τον λαό με δικαιοσύνη, πέτυχαν την πραγματοποίηση των υποσχέσεων του Θεού, έφραξαν στόματα λεόντων,
έσβησαν τη δύναμη της φωτιάς, διέφυγαν τη σφαγή, ανέλαβαν δύναμη μετά από αρρώστιες, αναδείχτηκαν ισχυροί στον πόλεμο, έτρεψαν σε φυγή εχθρικά στρατεύματα·
γυναίκες πήραν αναστημένα τα νεκρά παιδιά τους, και άλλοι βασανίστηκαν ως τον θάνατον και δε δέχτηκαν να αφεθούν ελεύθεροι, για να επιτύχουν μια άλλη καλύτερη ανάσταση.
Άλλοι πάλι δοκίμασαν εξευτελισμούς και μαστιγώσεις, ακόμη και δεσμά και φυλακές.
Λιθοβολήθηκαν, πριονίστηκαν, υπέστησαν δοκιμασίες, θανατώθηκαν, περιπλανήθηκαν ντυμένοι με προβιές και κατσικίσια δέρματα, υπομένοντας στερήσεις, υποφέροντας θλίψεις και κακουχίες (άνθρωποι για τους οποίους δεν ήταν άξιος ο κόσμος), γυρίζοντας σε ερημιές και σε βουνά, σε σπηλιές και στις τρύπες της γης.
Όλοι αυτοί, αν και είχαν καλή μαρτυρία για την πίστη τους, δεν είδαν να εκπληρώνεται γι' αυτούς η θεία υπόσχεση, γιατί ο Θεός προέβλεψε κάτι καλύτερο για μας, έτσι ώστε να μη φτάσουν εκείνοι στην τελειότητα χωρίς εμάς.»
Η Κυριακή προ της Χριστού Γεννήσεως, που αποτελεί κορύφωση της προετοιμασίας και τον προάγγελο της εορτής των Χριστουγέννων, τοποθετείται από τις 18 μέχρι τις 24 Δεκεμβρίου. Σύμφωνα με το συναξάριο της ημέρας, κατά την Κυριακή αυτή «μνήμην άγειν ετάχθημεν παρά των αγίων θεοφόρων Πατέρων πάντων των απ'αιώνος Θεώ ευαρεστησάντων, από Αδάμ άχρι και Ιωσήφ του μνήστορος της Υπεραγίας Θεοτόκου κατά γενεαλογίαν, καθώς ο ευαγγελιστής Λουκάς ιστορικώς ηριθμήσατο· ομοίως και των Προφητών και Προφητίδων».
Η γέννηση του Ιησού Χριστού που εγγίζει, παρακινεί την Εκκλησία να ανατρέξει στην ιερή ιστορία του περιουσίου λαού του Ισραήλ, στον οποίο, όπως λέει ο Απόστολος, ανήκουν «η υιοθεσία και η δόξα και αι διαθήκαι και η νομοθεσία και η λατρεία και αι επαγγελίαι, ων οι πατέρες, και εξ ων ο Χριστός το κατά σάρκα» (Ρωμ. 9,4-5). Με την αναφορά της αυτή θέλει να τιμήσει όλους εκείνους τους δίκαιους που έζησαν και πέθαναν, πιστεύοντας και περιμένοντας την εκπλήρωση της επαγγελίας του Θεού για την έλευση του Λυτρωτή, το γεγονός δηλαδή που κι εμείς οι χριστιανοί ετοιμαζόμαστε να γιορτάσουμε.
Ας σημειώσουμε ακόμη πως κατά την Κυριακή αυτή μετατίθεται από τις 17 Δεκεμβρίου και η μνήμη του προφήτη Δανιήλ και των αγίων Παίδων. Η μετάθεση αυτή αποβλέπει στον εορταστικό εμπλουτισμό της ημέρας με τη μνήμη των ιερών αυτών προσώπων που προτύπωσαν και προκατήγγειλαν τη σάρκωση του Χριστού και υπήρξαν ταυτόχρονα απόγονοι της φυλής του Ιούδα, από την οποία προήλθε ως άνθρωπος και ο Κύριος.
Η ευαγγελική περικοπή της ημέρας είναι το πρώτο κεφάλαιο του πρώτου βιβλίου της Καινής Διαθήκης, δηλαδή του κατά Ματθαίον Ευαγγελίου, όπου ο ιερός συγγραφέας μας δίνει τη γενεαλογία του Χριστού και στη συνέχεια μας περιγράφει με ποιο τρόπο γεννήθηκε από την παρθένο Μαρία.
Το αποστολικό ανάγνωσμα προέρχεται από την προς Εβραίους επιστολή του αποστόλου Παύλου (11,9-10, 32-40). Πρόκειται για την περικοπή όπου εξαιρείται η πίστη του πατριάρχη Αβραάμ, καθώς και τα κατορθώματα άλλων ανδρών της Παλαιάς Διαθήκης, που και αυτά υπήρξαν καρπός της ζωντανής πίστεως τους στον αληθινό Θεό. Το μεγαλύτερο μέρος της περικοπής (στιχ. 32-40) διαβάζεται άλλες δὐο Κυριακές του εκκλησιατικού έτους: την Α΄ Κυριακή των Νηστειών και την Κυριακή των Αγίων Πάντων.
9. «Αδελφοί, πίστει παρώκησεν Αβραάμ ει την γην της επαγγελίας ως αλλοτρίαν, εν σκηναίς κατοικήσας μετά Ισαάκ και Ιακώβ των συγκληρονόμων της επαγγελίας της αυτής».
Ο πατριάρχης Αβραάμ στέκεται μέσα στην ιερή ιστορία του Ισραήλ όχι μόνο ως ο γενάρχης και ο θεμελιωτής του, αλλά και ως το μέγιστο και πλέον θαυμαστό παράδειγμα πίστεως και απεριόριστης εμπιστοσύνης στον Θεό. Για τον λόγο αυτό και ο απόστολος Παύλος, μνημονεύοντας στο παρόν κεφάλαιο διάφορα ηρωικά παραδείγματα πίστεως από την Π. Δ., αναφέρεται με έμφαση στους κορυφαίους σταθμούς της ζωής του Αβραάμ που φανερώνουν τη γνησιότητα και τη σταθερότητα της πίστεώς του. Η πρώτη πράξη του μεγάλου πατριάρχη, με την οποία διαδήλωσε πίστη του προς τον Θεό, ήταν η υπακοή του στην κλήση που του απηύθυνε ν' αφήσει τον τόπο του και να μεταβεί σε μακρινή και άγνωστη γι' αυτόν χώρα (Γεν. 12,1).
Ο Αβραάμ καλούνταν να εγκαταλείψει την πατρίδα του, τους συγγενείς του, τους φίλους και τα υπάρχοντά του και το χειρότερο, να πάει σε μέρος ξένο κα άγνωστο. Ούτε το όνομα του τόπου δεν του λέει ο Θεός. Και όμως ο Αβραάμ εμπιστεύτηκε τον εαυτό του στα χέρια του Θεού. Αφέθηκε με απόλυτη εμπιστοσύνη στην πρόνοια του Θεού να τον οδηγήσει, όπου αυτή ήθελε. Στο γεγονός αυτό ο Παύλος αναφέρεται στον στιχ. 8 που δεν περιλαμβάνεται στην παρούσα περικοπή.
Συνεχίζοντας ο Απόστολος την αναφορά του στην πίστη του Αβραάμ και στον παρόντα στιχ. 9, με τον οποίο αρχίζει το ανάγνωσμά μας, εξαίρει την υπομονή-καρπός αταλάντευτης πίστεως-με την οποία ο Αβραάμ ανέμενε την πραγματοποίηση της επαγγελίας του Θεού. Φτάνοντας στη γη που ο Θεός του υποσχέθηκε, κατοίκησε σ' αυτήν σαν ξένος και μέσα σε σκηνές· « παροικος και παρεπίδημος», όπως ο ίδιος θα χαρακτηρίσει τον εαυτό του μιλώντας στους Χετταίους (Γεν. 23,4). Σαν ξένοι και πάροικοι μαζί με τον Αβραάμ κατοίκησαν και ο Ισαάκ και ο Ιακώβ, τους οποίους εδώ ο Απόστολος ονομάζει «συγκληρονόμους» της ίδιας επαγγελίας. Παρά το γεγονός, λοιπόν, ότι άλλοι κατείχαν τη γη και ο Αβραάμ με τον Ισαάκ και τον Ιακώβ διέμεναν σε σκηνές ως ξένοι, χωρίς δική τους γη και μόνιμη κατοικία, εν τούτοις ποτέ δεν αμφέβαλαν για την υπόσχεση του Θεού ότι θα έδινε τη γη εκείνη κληρονομία σ' αυτούς και τους απογόνους τους. (Γεν. 17,8).
10. «Εξεδέχετο το γαρ την τους θεμελίους έχουσαν πόλιν, ης τεχνίτης και δημιουργός ο Θεός».
Τι ήταν αυτό που συνέτεινε στο να διατηρεί ο Αβραάμ αμείωτη την εμπιστοσύνη του στην επαγγελία του Θεού; Αυτό μας εξηγεί ο απόστολος Παύλος στον παρόντα στίχο. Ο Αβραάμ διατήρησε σταθερή την πίστη τους τον Θεό ακλόνητη την εμπιστοσύνη στις υποσχέσεις που του είχε δώσει επειδή, πολύ περισσότερο από τη γη της επαγγελίας, περίμενε να κατοικήσει στην επουράνια πόλη. Όπως παρατηρεί ένας αρχαίος ερμηνευτής, οι τρεις αυτοί νοιάζονταν για γη, αλλά, αν και έλαβαν υπόσχεση γης, εκείνοι αποζητούσαν υψηλότερα πράγματα . Διότι, αν ήταν προσηλωμένοι στη γη, θα είχαν σαλευθεί στην πίστη τους με το να μη την είχαν λάβει.
Η «πόλις» για την οποία ομιλεί ο Παύλος είναι η ουράνια Ιερουσαλήμ (βλ. 11,16·12,22· Αποκ. 21,2,10-17), θεμελιωμένη σε αδιάσειστα θεμέλια και τεχνουργημένη με σοφία από τον ίδιο τον Θεό. Η πόλη του Δαβίδ, η επίγεια Ιερουσαλήμ, δεν ήταν παρά προεικόνιση της επουράνιας (Ψαλμ. 47,9·86, 1,5· Ησ·28, 16·54,11).
Η ουράνια Ιερουσαλήμ είναι η «πόλις του ζώντος Θεού» (Εβρ. 12,22)· είναι η θεία κατοικία όπου βρίσκεται ο «ου χειροποίητος» ναός, το τέρμα της αποστολής του Χριστού (Εβρ. 9,24). Οι χριστιανοί με το βάπτισμα τους την έχουν πλησιάσει (Εβρ. 12,22)· έχουν πολιτογραφηθεί σ'αυτήν (Φιλ. 3,20). Η άνω Ιερουσαλήμ είναι ήδη η μητέρα τους (Γαλ. 4,26). Γι'αυτό δεν έχουν εδώ κάτω μόνιμη πόλη, αλλά αναζητούν τη μέλλουσα και ουράνια (Εβρ.13,14). Εμείς άραγε προσβλέπουμε με πόθο, όπως οι Πατριάρχες, στην ουράνια πόλη που είναι η αληθινή πατρίδα μας; Αναμένουμε με λαχτάρα την ώρα που θα μας συνανυψώσει, στην άνω Ιερουσαλήμ, όπως μας το υποσχέθηκε ο Κύριος;
32. «Και τι έτι λέγω; Επιλείψει γαρ με διηγούμενον ο χρόνος περί Γεδεών, Βαράκ τε και Σαμψών και Ιεφθάε, Δαυΐδ τε και Σαμουήλ και των προφητών»
Ο Παύλος δεν επιθυμεί να επεκταθεί περισσότερο στη ζωή και τα κατορθώματα των δικαίων της Π.Δ. Φοβάται την έλλειψη επαρκούς χρόνου. Προφανώς εννοεί πως με μια λεπτομερή περιγραφή και άλλων προσώπων και γεγονότων η επιστολή του θα επεκτεινόταν ασύμμετρα. «Δεν πλαταίνει και άλλο τις ιστορίες», παρατηρεί και ο Χρυσόστομος, «για να μη φανεί πως μακρηγορεί. Όμως ούτε και τις αφήνει, αλλά ενεργώντας με πολλή σύνεση τις διεξέρχεται επιτροχάδην. Έτσι τηρεί και τα δύο: αποφεύγει τα πολλά και δεν καταστρέφει την πληρότητα».
Μεταξύ των ανδρών που αναφέρει εδώ ο Απόστολος είναι οι τέσσερις Κριτές, Γεδεών, Βαράκ, Σαμψών και Ιεφθάε, ο βασιλιάς και προφήτης Δαβίδ και ο προφήτης και κριτής Σαμουήλ. Η αναφορά είναι ονομαστική-δεν μνημονεύονται δηλαδή τα κατορθώματά τους-και η παράθεση των ονομάτων-άγνωστο γιατί- δεν γίνεται με χρονολογική σειρά.
Όπως γνωρίζουμε, ο Γεδεών νίκησε τους Μαδιανίτες (Κριτ. 6-8), ο Βαράκ μαζί με τη Δεββώρα πολέμησε τον Σισάρα και τους Χαναναίους (Κριτ. 4-5), ο Σαμψών αγωνίστηκε εναντίον των Φιλισταίων (Κριτ. 13-16) και ο Ιεφθάε αντιμετώπισε νικηφόρα τους υιούς Αμμών (Κριτ. 11-12). Ο Παύλος προβάλλοντας τους άνδρες αυτούς δεν σημαίνει πως επιδοκιμάζει ολόκληρη τη ζωή τους και μάλιστα αξιοκατάκριτες αδυναμίες που ορισμένοι είχαν. Αναφέρεται αποκλειστικά και μόνο στην πίστη που επέδειξαν. «Ου βίου, αλλά πίστεως εξέτασις αυτώ προέκειτο», παρατηρεί ο Ζιγαβηνός. Δηλαδή ο Απόστολος δεν εξετάζει και δεν αξιολογεί τη ζωή τους αλλά την πίστη τους.
Αν και χρονολογικά προγενέστερος ο Σαμουήλ, ο Απόστολος προτάσσει τον Δαβίδ. Ίσως διότι υπήρξε βασιλιάς. Μορφή από τις ένδοξες της ιερής ιστορίας, ενσαρκώνει μια ολοζώντανη πίστη. Υπομένει καρτερικά τους άδικους διωγμούς και την αχαριστία του Σαούλ και αντιπαρατάσσεται γενναία προς τους διαφόρους εχθρούς του Ισραήλ, τους οποίους με την εμπιστοσύνη του στον Θεό πέτυχε να νικήσει.
Πριν από τη γενική αναφορά του στους Προφήτες, ο Παύλος μνημονεύει τον προφήτη Σαμουήλ, τελευταίο στην ονομαστική σειρά των παλαιών ηρώων του Ισραήλ. Ο Σαμουήλ είναι ένας από τους μεγάλους Προφήτες και ο τελευταίος από τους Κριτέςς των Εβραίων. Η ζωή του, από αυτά τα παιδικά του χρόνια, υπήρξε υπόδειγμα πίστεως, ευσέβειας και αρετής.
33-34. «Οί δια πίστεως κατηγωνίσαντο βασιλείας, ειργάσαντο δικαιοσύνην, επέτυχον επαγγελιών, έφραξαν στόματα λεόντων,
έσβεσαν δύναμιν πυρός, έφυγον στόματα μαχαίρας, ενεδυναμώθησαν από ασθενείας, εγενήθησαν ισχυροί εν πολέμω, παρεμβολάς έκλιναν αλλοτρίων».
Οι στίχοι 33-34, που εισάγονται με την αναφορική αντωνυμία «οι», αναφέρονται γενικά στα κατορθώματα που με τη δύναμη της πίστεως επέτυχαν οι δίκαιοι άνδρες, των οποίων τα ονόματα ο Απόστολος απαρίθμησε προηγουμένως.
Η έννοια της φράσεως «ειργάσαντο δικαιοσύνην» μπορεί να είναι και στενή και ευρεία. Η δηλαδή ότι κυβέρνησαν τον λαό με δικαιοσύνη, όπως π.χ. λέγεται για τον Δαβίδ («Και ην ποιών κρίμα και δικαιοσύνην επί πάντα τον λαό αυτού»· Β΄ Βασ. 8,15). Ή ότι, γενικά, τόσο στον ιδιωτικό όσο και στο δημόσιο βίο τους, πολιτεύθηκαν με γνώμονα το δίκαιο. Η πίστη εξάλλου που έδειχναν στις εντολές και τις επαγγελίες του Θεού συντελούσε, ώστε να πραγματοποιούνται όλα όσα ο Θεός τους υποσχόταν.
Μεταξύ εκείνων που έφραξαν στόματα λιονταριών είναι ο προφήτης Δανιήλ (Δαν. 6, 16-23), όπως επίσης ο Δαβίδ (Α΄ Βασ. 17, 34 κ. ε.) και ο Σαμψών (Κριτ. 14,6). Τη δύναμη του πυρός έσβησαν οι τρεις Παίδες στη Βαβυλώνα (βλ. Δαν. 3, 23, 27) και τη σφαγή διέφυγαν ο προφήτης Ηλίας από την Ιεζάβελ (Γ΄ Βασ. 18), ο Δαβίδ από τον Σαούλ (Α΄ Βασ. 18,11·19, 10, 12·21,10·23) και ο προφήτης Ελισσαίος από τον βασιλιά της Συρίας (Δ΄ Βασ. 6,9-18).
Από την ασθένεια θεραπεύθηκε και ανέλαβε δυνάμεις ο βασιλιάς Εζεκίας (Δ΄ Βασ. 20, 1). Μερικοί ερμηνευτές εδώ προσθέτουν και τον λαό γενικά που βρέθηκε αιχμάλωτος στη Βαβυλώνα. Επιστρέφοντας στην Ιερουσαλήμ μετά την αιχμαλωσία έμοιαζαν, λόγω της αδυναμίας, με γυμνά κόκκαλα, όπως προφητεύει ο προφήτης Ιεζεκιήλ (37,11). Σε πολέμους αναδείχτηκαν ισχυροί και έτρεψαν σε φυγή εχθρικά στρατεύματα πολλοί: ο Ιησούς του Ναυή, οι Κριτές, ο Δαβίδ, οι Μακκαβαίοι και ασφαλώς όλοι εκείνοι που επανήλθαν από τη Βαβυλώνια αιχμαλωσία, οι οποίοι όχι μόνο πέτυχαν την απαλλαγή τους απ' αυτήν, αλλά κατόρθωσαν με τη δύναμη της πίστεως να νικήσουν και τα πλησιόχωρα έθνη, τα οποία τους πολεμούσαν και παρεμπόδιζαν την ανοικοδόμηση της Ιερουσαλήμ και του ιερού.
35. «Έλαβον γυναίκες εξ αναστάσεως τους νεκρούς αυτών· άλλοι δε ετυμπανίσθησαν, ου προσδεξάμενοι την απολύτρωσιν, ίνα κρείττονος αναστάσεως τύχωσιν».
Η πίστη συνείργησε στην πραγματοποίηση και άλλων θαυμαστών κατορθωμάτων. Γυναίκες επανέκτησαν αναστημένα τα νεκρά παιδιά τους. Η μία είναι η Σαραφθία χήρα, της οποίας τον γιο ανέστησε ο προφήτης Ηλίας (Γ΄ Βασ. 17, 22, 23), και η άλλη η Σωμανίτιδα. Το νεκρό παιδί της ανέστησε ο προφήτης Ελισσαίος (Δ΄ Βασ. 4,8-37).
Ο «τυμπανισμός» ήταν μια φοβερή μορφή βασανισμού με τη χρήση ενός οργάνου τιμωρίας, κυκλικού στο σχήμα, το οποίο ονομαζόταν «τύμπανον». Οι βασανιστές προσέδεναν και τέντωναν το σώμα του κατάδικου επάνω στο τύμπανο, όπως τα δέρματα, και στη συνέχεια τον χτυπούσαν με ρόπαλα ή λουριά. Τα χτυπήματα, φαίνεται, έθραυαν κατ' αρχάς τα οστά των άκρων και τέλος δινόταν στο στήθος το χαριστικό χτύπημα, το οποίο προκαλούσε και τον θάνατο. Ο Απόστολος φαίνεται πως έχει εδώ υπόψη του τα όσα αναφέρονται για τον Ελεάζαρο (Β΄ Μακ. 6,19).
Όλοι αυτοί παρέμειναν σταθεροί στην πίστη τους. Δεν δέχτηκαν να ην προδώσουν για να γλυτώσουν το μαρτύριο και να επιτύχουν την απελευθέρωσή τους. Είναι φανερό ότι κι εδώ ο Παύλος εμπνέεται από όσα σχετικά αναφέρει το Β΄ βιβλίο των Μακκαβαίων (6, 21-22·7, 9,11,29,36). Ανάμεσα στην προσωρινή ζωή που θα μπορούσαν να έχουν, αθετώντας την πίστη τους στον αληθινό Θεό, και τον θάνατο για χάρη της, οι μάρτυρες προτίμησαν τον δεύτερο, γιατί ήλπιζαν πως έτσι θα επιτύχουν μια «κρείττονα ανάσταση»· ανάσταση «ένδοξον και μακρίαν και εις βασιλείαν αιώνιον εισάγουσαν», όπως παρατηρεί ο Ζιγαβηνός. Ή, όπως ερμηνεύει ο Χρυσόστομος, ανάσταση όχι σαν εκείνη των παιδιών των δύο γυναικών, που ο Απόστολος μνημόνευσε στην αρχή του παρόντος στίχου, αλλά καλύτερη. Και είναι καλύτερη διότι παρέχει τη δυνατότητα της αιώνιας ζωής, ενώ η πρώτη απλώς επαναφέρει κάποιον στην παρούσα θνητή ζωή.
36. «Έτεροι δε εμπαιγμών και μαστίγων πείραν έλαβον, έτι δε δεσμών και φυλακής».
Ανάμεσα σ' εκείνους που δοκίμασαν ταπεινώσεις και εμπαιγμούς είναι ο προφήτης Ελισσαίος από τα παιδάρια της Βαιθήλ (Δ΄ Βασ. 2,23), ο Σαμψών από τους αλλοφύλους (Κριτ. 15, 25), οι Ιουδαίοι επί της εποχής των Μακκαβαίων από τον Βακχίδη, αρχιστράτηγο του βασιλέως Δημητρίου (Α΄ Μακ. 9,26), κ. ά. Μαστίγωση υπέστησαν ο προφήτης Μιχαίας (Γ΄ Βασ. 22,24), ο Ελεάζαρος (Β΄ Μακ. 6,30), οι επτά Μακκαβαίοι αδελφοί (Β΄ Μακ. 7,1) και αργότερα οι απόστολοι Πέτρος και Ιωάννης (Πραξ. 5, 40). Στο δεσμωτήριο και τη φυλακή ρίχτηκαν οι προφήτες Ιερεμίας (40,1·44,15), Μιχαίας (Γ΄ Βασ. 22,27) και Ανανί (Β΄ Παραλ. 16,7-10), ο Ιωνάθαν ο Μακκαβαίος (Α΄ Μακ. 13, 12) και αργότερα ο Πρόδρομος Ιωάννης και πολλοί από τους Αποστόλους.
37. «Ελιθάσθησαν, επρίσθησαν, επειράσθησαν, εν φόνω μαχαίρας απέθανον, περιήλθον εν μηλωταίς, εν αιγείοις δέρμασιν, υστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι».
Λιθοβολισμό υπέμειναν ο Ναβουθαί, για να του πάρει η Ιεζάβελ το αμπέλι του (Γ΄ Βασ. 20,14), και ο ιερεύς Ζαχαρίας, γιος του Ιωδαέ (Παραλ. 24,21). Κατά την παράδοση με λιθοβολισμό θανατώθηκε και ο προφήτης Ιερεμίας. Στην Κ. Δ. έχουμε τον λιθοβολισμό του πρωτομάρτυρος Στεφάνου (Πραξ. 7,58). Με πριόνι-και μάλιστα ξύλινο για να διαρκέσει περισσότερο η τιμωρία-θανατώθηκε ο προφήτης Ησαΐας από τον βασιλιά Μανασσή. Το «επειράσθησαν», που δεν απαντά σε μερικούς κώδικες, σημαίνει ότι «πειρασμούς παντοίους υπέμειναν», όπως εξηγεί ο Ζιγαβηνός.
Στον στιχ. 34 ο Απόστολος ανέφερε πως «διά πίστεως» πολλοί «έφυγον στόματα μαχαίρας». Εδώ γράφει ότι άλλοι «εν φόνω μαχαίρας απέθανον». Ο Χρυσόστομος παρατηρεί πως και οι δύο πράξεις είναι άξιες επαίνου, και ο Ζιγαβηνός τονίζει ότι και τα δύο θαυμαστά επιτεύγματα ως βάση έχουν πίστη. «Η πίστη και επιτελεί μεγάλα και πάσχει μεγάλα. Διότι και αυτοί που ενεπλάκησαν στους κινδύνους σώθηκαν επειδή πίστευαν πως θα σωθούν, κι εκείνοι που απέθαναν μαρτυρικά, προτίμησαν πρόθυμα να πεθάνουν επειδή πίστευαν πως θα επιτύχουν κάτι πολύ μεγαλύτερο».
Με μαχαίρι θανατώθηκαν ο Ουρίας, «άνθρωπος προφητεύων τω ονόματι Κυρίου», όπως λέει ο προφήτης Ιερεμίας (33, 20-23), ο προφήτης Μιχαίας, ο Μαλαχίας «υιός Βαραχίου» (Ματθ. 23, 35), ο Ιωάννης ο Πρόδρομος (Ματθ. 14,10) και ο απόστολος Ιάκωβος (Πραξ. 12,2).
Άλλοι πάλι που διέφυγαν τη σφαγή έζησαν μια ζωή συνεχούς περιπλάνησης, πτωχείας, θλίψεων και πολλών στερήσεων. Στην κατηγορία αυτή θα μπορούσαμε να υπαγάγουμε τον Ματταθία και τους γιους του (Α΄ Μακ. 2,28), τον Ιούδα τον Μακκαβαίο και τους άνδρες του (Β΄ Μακ. 5,27), τον Ηλία, τον Ελισσαίο και άλλους προφήτες. Για την αγάπη του Θεού, στο οποίο είχαν πιστεύσει ακλόνητα οι ’γιοι, όχι μόνο αρνήθηκαν την άνεση και την τρυφή, αλλά αποδέχτηκαν εκούσια την κακοπάθεια, τη στέρηση και κάθε είδους περιπέτεια.
38. «Ων ουκ ην άξιος ο κόσμος, εν ερημίαις πλανώμενοι και όρεσι και σπηλαίοις και ταις οπαίς της γης».
Ο Παύλος με μια εμβόλιμη αναφορική πρόταση -« ων ουκ ην άξιος ο κόσμος»- επιχειρεί να συγκρίνει τον κόσμο και τους δικαίους άνδρες, των οποίων προηγουμένως εξύμνησε τη ζωντανή πίστη και τα θαυμαστά κατορθώματα. Τι άραγε να εννοεί ο Απόστολος χρησιμοποιώντας τον όρο «κόσμος»; «Κόσμον και το πλήθος των ανθρώπων», απαντά ο Θεοφύλακτος, «και την κτίσιν αυτήν φήσιν η Γραφή. Κανταύθα ουν αμφότερα». Δηλαδή: «Κόσμο η Αγία Γραφή λέει το πλήθος των ανθρώπων και την ίδια την κτίση. Εδώ εννοεί και τα δύο».
Η σύγκριση που κάνει ο Παύλος είναι δυνατόν να εννοηθεί κατά δύο τρόπους. Τον πρώτο προτείνει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος: «Καν τον κόσμον αντιστήσης όλον, εκείνους ευρίσκω καθέλκοντας τον ζυγόν και τιμιωτέρους όντας». Στη ζυγαριά δηλαδή σύγκρισης και μέτρησης αν από τη μια μεριά μπει ολόκληρος ο κὀσμος και από την άλλη οι δίκαιοι, το βάρος θα πέσει από την μεριά των δικαίων, κι αυτοί έχουν μεγαλύτερη αξία. Σύμφωνα με τη δεύτερη εξήγηση, λιγότερο πιθανή, ο κόσμος δεν ήταν άξιος να κατέχει τέτοιας αξίας ανθρώπους. Η αγιοσύνη και η αρετή ξεπερνά σε αξία οποιαδήποτε άλλη πραγματικότητα του κόσμου τούτου. Αυτό που τελικά μένει και έχει ανυπολόγιστη αξία στα μάτια του Θεού, είναι η πίστη και η υπομονή των Αγίων· το αίμα των Μαρτύρων, τα δάκρυα των Οσίων και ο ιδρώτας των Διακαίων.
Μετά από την παρεμβληθείσα σύγκριση, ο Απόστολος επανέρχεται και πάλι στα ηρωικά κατορθώματα των δικαίων ανδρών, για να μνημονεύσει την περιπετειώδη ζωή που πολλοί έζησαν, όταν, είτε διωκόμενοι είτε για άσκηση, κατέφευγαν στις ερήμους και στα βουνά. Είναι η περίπτωση των προφητών Ηλία, Ελισσαίου, των εκατό προφητών που έκρυψε σε σπήλαιο και διέτρεφε ο Αβδιού, ο οικονόμος του βασιλιά Αχαάβ (Γ΄ Βασ. 18,4), καθώς και των γιων του Ιωαναβάβ, όπως αναφέρει ο προφήτης Ιερεμίας (42, 5-10).
39-40. «Και ούτοι πάντες μαρτυρηθέντες διά της πίστεως ουκ εκομίσαντο την επαγγελίαν, του Θεού περί ημών κρειττόν τι προβλεψαμένου, ίνα μη χωρίς ημών τελειωθώσι».
Οι δίκαιοι της Π. Δ., χάρη στην πίστη που υπέδειξαν, ευαρέστησαν ενώπιον του Θεού. Ωστόσο, δε επέτυχαν να απολαύσουν τα ουράνια αγαθά που τους είχε υποσχεθεί ο Θεός. Ενώ έζησαν με την προσδοκία της εκπληρώσεως της θείας επαγγελίας, της Μεσσιακής δηλαδή σωτηρίας, τελικά δεν αξιώθηκαν να δουν να εκπληρώνεται η επαγγελία αυτή. Γιατί; Διότι ο Θεός προέβλεψε κάτι καλύτερο για μας. Για να μη φανεί ότι εκείνοι είναι σε πλεονεκτικότερη θέση από μας, ο Κύριος όρισε έναν, τον ίδιο καιρό απονομής στεφάνων για όλους. Και για τους δίκαιους της Παλαιάς και τους αγίους της Καινής Διαθήκης. Και η οικονομία αυτή του Θεού φανερώνει το βάθος της αγάπης κα το μέγεθος της πρόνοιάς του. Η σωτηρία είναι ασφαλώς κοινή για όλους. Όμως εμείς πλεονεκτούμε σε σχέση με αυτούς γιατί ζούμε στην εποχή που έχει έρθει ο Χριστός και η σωτηρία είναι πλέον πραγματικότητα, και γιατί ο χρόνος αναμονής της τελικής κρίσης, και κατά συνέπεια της εισόδου μας στη βασιλεία του Θεού είναι για μας πολύ πιο σύντομος.
Βέβαια, εδώ είναι δυνατόν να τεθεί το ερώτημα, μήπως ο Θεός αδικεί εκείνους, ο οποίοι, ενώ έχουν διεξαγάγει τον αγώνα της πίστεως και της αρετής πρωτύτερα από εμάς, τελικά θα περιμένουν κι εμάς να στεφανωθούμε όλοι μαζί. Σ' ένα τέτοιο ερώτημα απαντώντας ο Χρυσόστομος τονίζει: «Ουκ εκείνους ηδίκησε, αλλ ' ημάς ετίμησε · και γαρ και αυτοί τους αδελφούς αναμένουσιν. Ει γαρ σώμα εν οι πάντες εσμέν, μείζων γίνεται τω σώματι τούτω η ηδονή, όταν κοινή στεφανώται και μη κατά μέρος. Το γαρ ομού δοαξασθήναι μεγάλη ηδονή». Δηλαδή: «Δεν αδίκησε εκείνους, αλλά τίμησε εμάς, γιατί κι αυτοί περιμένουν τα αδέλφια τους. Αν είμαστε όλοι ένα σώμα, προξενείται πολύ πιο μεγάλη ευχαρίστηση στο σώμα τούτο, όταν στεφανώνονται από κοινού τα μέλη του και όχι το καθένα ξεχωριστά. Το να δοξαστούμε μαζί είναι μεγάλη ευχαρίστηση».
Η οικονομία του Θεού για τη σωτηρία του κόσμου είναι ένα μυστήριο που υπερβαίνει τις δυνατότητες λογικής ερμηνείας· είναι μυστήριο πίστεως και προσδοκία ελπίδας, που δεν ολοκληρώθηκε ακόμη. Και οι δίκαιοι της Παλαιάς και οι άγιοι της Καινής Διαθήκης ζούμε με την ελπίδα της νέας κα ένδοξης έλευσης του Κυρίου και τον πόθο εισόδου στην «κρείττονα πατρίδα».
Η οικονομία του Θεού για τη σωτηρία του κόσμου είναι ένα μυστήριο που υπερβαίνει τις δυνατότητες λογικής ερμηνείας· είναι μυστήριο πίστεως και προσδοκία ελπίδας, που δεν ολοκληρώθηκε ακόμη. Οι δίκαιοι της Παλαιάς Διαθήκης έζησαν με μια προσδοκία: να δουν την εκπλήρωση της θείας επαγγελίας, την έλευση του Λυτρωτή. Ωστόσο, πέθαναν και δεν είδαν η επαγγελία αυτή να εκπληρώνεται. Αυτό δεν σημαίνει πως πέθανε και η επαγγελία· πως ο Θεός αθέτησε τον λόγο του. Απλώς ο Θεός «προέβλεψε κρειττόν τι περί ημών», όπως εξηγεί ο Απόστολος. Η προσδοκία με την οποία έζησαν οι δίκαιοι της Π. Δ. δεν εκπληρώθηκε όσο ζούσαν, διότι έπρεπε να περιμένουν εμάς, «ίνα μη χωρίς ημών τελειωθώσι».
Όταν ήρθε «το πλήρωμα του χρόνου» (Γαλ. 4,4) η προσδοκία εκπληρώθηκε. Ο Λυτρωτής ήρθε· «ο Λόγος σαρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν» (Ιω. 1,14). Η σωτηρία του κόσμου αποτελεί πλέον μια πραγματικότητα. Αυτό το γεγονός ετοιμαζόμαστε να γιορτάσουμε τα Χριστούγεννα, τον ερχομό και τη γέννηση του Σωτήρα. Εν τούτοις το μυστήριο της σωτηρίας μας ακόμη δεν ολοκληρώθηκε. Και οι δίκαιοι της Παλαιάς και οι άγιοι της Καινής Διαθήκης ζούμε με την ελπίδα της νέας κα ένδοξης έλευσης του Κυρίου και τον πόθο της εισόδου στη βασιλεία του. Ο Κύριος Ιησούς, όπως πιστεύουμε και ομολογούμε, είναι συγχρόνως «ο δι' ημάς τους ανθρώπους και δια την ημετέραν σωτηρίαν ενανθρωπήσας» και ο «πάλιν ερχόμενος μετά δόξης». Η πρώτη προσδοκία εκπληρώθηκε, η άλλη παραμένει.
Οι δίκαιοι της Παλαιάς Διαθήκης έζησαν και πέθαναν προσηλωμένοι αταλάντευτα στην επαγγελία του Θεού, περιμένοντας με πίστη και λαχτάρα την εκπλήρωσης της προσδοκίας. Η αγάπη τους προς τον αληθινό Θεό και η εμπιστοσύνη τους στις υποσχέσεις του τους έδινε τη δύναμη να υπομένουν κάθε είδους δοκιμασία· όλα εκείνα που περιγράφει στο σημερινό ανάγνωσμα ο απόστολος Παύλος.
Στα ίχνη τους καλούμαστε σήμερα να πορευθούμε κι εμείς οι χριστιανοί, στους οποίους ο Θεός έδωσε «ελπίδα αγαθήν εν χάριτι » (Α΄ Θεσσ. 2,16). Είμαστε «οι προσδεχόμενοι την μακαρίαν ελπίδα και επιφάνειαν της δόξης του μεγάλου Θεού και σωτήρος ημών Ιησού Χριστού» (Τίτ. 2,13). Αξιωθήκαμε να δούμε εκπληρωμένη την πρώτη προσδοκία, να ζούμε στον καιρό της χάριτος.
Πλεονεκτώντας, λοιπόν, σε σύγκριση με τους δικαίους της Π. Δ., ας αποδείξουμε μεγαλύτερη πιστότητα στην ελπίδα μας και περισσότερο ζήλο στην εν Χριστώ ζωή που κληθήκαμε να ζήσουμε. Από το παράδειγμα του πατριάρχη Αβραάμ εμπνεόμενοι, που πάνω απ' όλα ανέμενε την είσοδο του στην επουράνια πόλη του Θεού, κι εμείς ας σκεφτόμαστε και ας ποθούμε «τα άνω, μη τα επί της γης» (Κολ. 3,2). Συνειδητοποιώντας βαθιά πως δεν έχουμε εδώ μόνιμη πόλη, ότι είμαστε προσωρινοί και περαστικοί, ας λαχταρούμε τη μελλοντική, που αποτελεί την αληθινή μας πατρίδα (Εβρ. 13,14).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου