e-περιοδικό της Ενορίας Μπανάτου εν Ζακύνθω. Ιδιοκτήτης: Πρωτοπρεσβύτερος του Οικουμενικού Θρόνου Παναγιώτης Καποδίστριας (pakapodistrias@gmail.com), υπεύθυνος Γραφείου Τύπου Ι. Μητροπόλεως Ζακύνθου. Οι δημοσιογράφοι δύνανται να αντλούν στοιχεία, αφορώντα σε εκκλησιαστικά δρώμενα της Ζακύνθου, με αναφορά του συνδέσμου των αναδημοσιευόμενων. Η πνευματική ιδιοκτησία προστατεύεται από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Τα νεότερα στα θεματικά ένθετα

Δευτέρα 11 Ιουνίου 2018

Οικουμενικός Πατριάρχης: “Η ύπαρξις σχίσματος δεν αποτελεί επιχείρημα διά να εγκαταλείψωμεν ένα λαόν, ελαφρά τη συνειδήσει, εκτός της εκκλησιαστικής αληθείας και κανονικότητος”

Πλήθος Ιεραρχών και πιστών ευχήθηκαν στον Παναγιώτατο για την ονομαστική εορτή του


Το Οικουμενικό Πατριαρχείο «ουδέποτε ηδράνησεν» ενώπιον καταστάσεων, οι οποίες διαταράσσουν την κανονική λειτουργία της Ορθοδόξου Εκκλησίας, επεσήμανε ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος, ο οποίος χοροστάτησε στην Θεία Λειτουργία που τελέστηκε στον Πάνσεπτο Πατριαρχικό Ναό, την Δευτέρα, 11 Ιουνίου 2018, για την εορτή των Αγίων Αποστόλων Βαρθολομαίου και Βαρνάβα, ημέρα κατά την οποία εόρτασε τα ονομαστήριά του.







«Όταν κάποιος αδελφός μας χαρακτηρίζεται ως σχισματικός ή αιρετικός, πολλώ δε μάλλον όταν ένας ολόκληρος λαός εκατομμυρίων ανθρώπων ευρίσκεται εκτός της κανονικής Εκκλησίας με την αιτιολογίαν του σχίσματος, τότε καλούμεθα επειγόντως και άνευ ουδεμιάς καθυστερήσεως εις αφύπνισιν πνευματικήν και εγρήγορσιν αποστολικήν, διότι «ει πάσχει εν μέλος, συμπάσχει πάντα τα μέλη» (Α´ Κορ. 12, 26)», σημείωσε χαρακτηριστικά, απευθυνόμενος στο πυκνό εκκλησίασμα, και συνέχισε: «Η ύπαρξις σχίσματος δεν αποτελεί επιχείρημα διά να εγκαταλείψωμεν ένα λαόν, ελαφρά τη συνειδήσει, εκτός της εκκλησιαστικής αληθείας και κανονικότητος, αποποιούμενοι τας ευθύνας μας ενώπιον του Θεού και της ιστορίας, αλλά περισσότερον δημιουργείται κίνητρον διά την ανεύρεσιν σωτηριωδών και ενωτικών λύσεων. Αποστολικόν χρέος, λοιπόν, επιτελεί η Μήτηρ Εκκλησία, όταν μελετά τρόπους σωτηρίας διά τους αδελφούς μας Ουκρανούς και Σκοπιανούς. Αποτελεί χρέος και ευθύνην μας να επαναφέρωμεν πάντα τα έθνη εις την αλήθειαν και την κανονικότητα της Εκκλησίας. Διότι ο,τι έχει το Οικουμενικόν μας Πατριαρχείον το διαθέτει προς χάριν ολοκλήρου του κόσμου και το προσφέρει εις όλους ανεξαιρέτως τους λαούς. Εντός αυτού του πλαισίου θεμελιώνεται και ο Διαχριστιανικός Διάλογος, ο όποίος πραγματοποιείται “εν αγάπη και αληθεία”». 

Ο Οικουμενικός Πατριάρχης σημείωσε ότι, «Καρπός εσωτερικής ιεραποστολής μεταξύ των Ορθοδόξων Εκκλησιών και απαύγασμα αποστολικής ευθύνης ήτο και η σύγκλησις της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας, η οποία αποτελεί γεγονός μεγίστης σημασίας διά την πορείαν των Ορθοδόξων και σημείον της ευδοκίας του Θεού εν τω κόσμω.».

Αφού αναφέρθηκε στη ζωή και το αποστολικό έργο του τιμωμένου Αγίου Βαρθολομαίου, ο Παναγιώτατος σημείωσε ότι, «την ιεραποστολήν εκαλλιέργησαν εντόνως και μεθοδικώς οι Άγιοι προκάτοχοι ημών Αρχιεπίσκοποι Κωνσταντινουπόλεως Ιωάννης ο Χρυσόστομος και Μέγας Φώτιος, και ακολούθως οι Άγιοι Κύριλλος και Μεθόδιος, οι φωτισταί των Σλάβων. Ο εκχριστιανισμός των Γότθων, των Ούννων, των Ιβήρων, των Ρώσσων, διαφόρων φυλών της Κολχίδος, του Καυκάσου, των Σλάβων και της Νουβίας αποτελεί τους ευχύμους καρπούς του αποστολικού τούτου χρέους. Η προσπάθεια αύτη συνεχίζεται συντόνως και επισταμένως και σήμερον εις τας ιεραποστολικάς Μητροπόλεις μας εν Κορέα, Νέα Ζηλανδία, Σιγκαπούρη, Χόνγκ-Κόνγκ,  Λατινική και Κεντρική Αμερική. Παρομοίως δε, υπό των αξίων Ιεραρχών του καθ᾽ ημάς Αποστολικού Θρόνου επιτελείται αξιολογώτατον εσωτερικόν ιεραποστολικόν έργον εις τας Επαρχίας μας εν Ευρώπη, εν Αμερική και Ωκεανία. Και όχι μόνον μακράν του σεπτού της Ορθοδοξίας Κέντρου καταβάλλονται έξοχοι και υπεράνθρωποι προσπάθειαι με ορατούς τους καρπούς του Παναγίου Πνεύματος. Η ημετέρα Μετριότης ηλεήθη παρά Θεού, κατά τα έτη του ταπεινού πατριαρχικού αυτής δολίχου, να ίδη την αναβίωσιν και ανάστασιν εκκλησιαστικών επαρχιών εν τη Μικρά Ασία και τη Ανατολική Θράκη, όπως αυτών της περιωνύμου Αδριανουπόλεως, της μαρτυρικής Σμύρνης, της περιπύστου Προύσης, της περιόπτου Πισιδίας, της γειτονικής Σηλυβρίας και των γραφικών Βρυούλων. Αλλά και τα εσχάτως, ελέω Θεού, επιτελεσθέντα εν τη ταπεινή γενετείρα ημών Ίμβρω, ήτοι η επαναλειτουργία των ρωμαίικων σχολείων της, ο επαναπατρισμός αρκετών γηγενών συμπατριωτών μας, η εκ θεμελίων ανοικοδόμησις παλαιών και ιστορικών ναών και μοναστηριακών μετοχίων, αποτελούν και αυτά καρπόν της χάριτος του Αγίου Πνεύματος εις τας εδώ επαρχίας μας. Ασφαλώς, συνυπολογίζομεν εις την όλην ταύτην προσπάθειαν και την μετά διακρίσεως μαρτυρίαν «περί της εν ημίν ελπίδος», την μετάφρασιν και τέλεσιν της Θείας Λειτουργίας εις την Τουρκικήν γλώσσαν και την ευρυτέραν ποιμαντικήν ημών διακονίαν εις την χώραν, εν τη οποία ζώμεν, χώραν, με την ιδίαν αυτής  ταυτότητα, η οποία δεν δύναται να αγνοήση την εμπειρίαν του παρελθόντος, την συνυφασμένην με δόξαν χριστιανικήν, αλλά και με δάκρυα και “πείραν εμπαιγμών και μαστίγων”. 
     Το αποστολικόν χρέος, λοιπόν, αποτελεί βασικόν στοιχείον της αυτοσυνειδησίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Οι πλέον ευλογημένοι καρποί δε της ιεραποστολής εις την ιστορίαν της Ορθοδόξου Εκκλησίας προέκυψαν από την υπερβολήν της αγάπης της Μητρός Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως προς πάντα τα έθνη. Αξίζει εν προκειμένω να τονισθή, ότι το Οικουμενικόν Πατριαρχείον, διά πασών των ιεραποστολικών του προσπαθειών, εδημιούργησεν ένα αγιοπνευματικόν ενθουσιασμόν, μίαν κατάστασιν, δηλαδή, εσωτερικής χαράς και πληρότητος, ξένην προς πάσαν πνευματικήν υπεροψίαν και αυτάρκειαν. Ουδέποτε ησχολήθη μόνον με το γενικόν, αδιαφορούν διά το ειδικόν και συγκεκριμένον. Το Πατριαρχείον μας εσεβάσθη την ιδιαιτερότητα της γλώσσης, της ψυχοσυνθέσεως και ιδιοσυγκρασίας εκάστου έθνους· διό και διέσωζε πάντοτε την ιδιοπροσωπίαν και την συγκεκριμένην ταυτότητα των εκχριστιανιζομένων λαών. Ουδέποτε εις την ιστορικήν του πορείαν εχρησιμοποίησε την ιεραποστολήν προς ίδιον όφελος και με διαθέσεις επεκτατικάς, αποικιοκρατικάς. Ουδέποτε εχρησιμοποίησε την ιεραποστολήν διά να σφυρηλατήση εθνοφυλετικάς και εθνικιστικάς "αλύσεις", αι οποίαι καταπνίγουν και εκκλησιαστικώς αλλοτριώνουν τους εκχριστιανιζομένους λαούς».

Της ομιλίας του Παναγιωτάτου προηγήθηκε η προσφώνηση του Μητροπολίτου Γέροντος Νικαίας Κωνσταντίνου, εκ μέρους της Ιεραρχίας του Θρόνου, καθώς και η ανάγνωση ευχετηρίου γράμματος του Πατριάρχου Μόσχας και πάσης Ρωσίας Κυρίλλου, από τον εκπρόσωπό του Αρχιεπίσκοπο Αντώνιο. 

Παρέστησαν Ιεράρχες του Οικουμενικού Θρόνου, ο Αρχιεπίσκοπος Ανθηδώνος Νεκτάριος, ως εκπρόσωπος του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων, ο Αρχιμ. Σεραφείμ Shemyatovsky, ως εκπρόσωπος της Εκκλησίας της Τσεχίας και Σλοβακίας, Αντιπροσωπεία της Παγκοσμίου Λουθηρανικής Ομοσπονδίας με επί κεφαλής τον Πρόεδρό της, ο Πρέσβης της Ελλάδος στην Άγκυρα Πέτρος Μαυροειδής, οι Γενικοί Πρόξενοι της Ελλάδος και της Ουκρανίας στην Πόλη,  Πρέσβης Ευάγγελος Σέκερης και κ.Oleksandr Gaman, η Γενική Πρόξενος της Ελλάδος στη Σμύρνη, κυρία Αργυρώ Παπούλια, Άρχοντες Οφφικιάλιοι της Αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας, κληρικοί, μοναχοί και μοναχές, καθώς και πλήθος πιστών από την Πόλη και προσκυνητές από το εξωτερικό.

Με λαμπρότητα και ο εσπερινός της εορτής






Στην υποχρέωση όλων να διαφυλάσσουν, «ως κόρην οφθαλμού», την παράδοση της πίστεως, της αγάπης και της εκκλησιαστικής ζωής αναφέρθηκε ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος, κατά τον Πανηγυρικό Εσπερινό που τελέστηκε την παραμονή της εορτής στην Ι.Μονή Ζωοδόχου Πηγής Βαλουκλή, παρουσία πλήθους Ιεραρχών, κληρικών, Αρχόντων Οφφικιαλίων και πιστών από την Πόλη και το εξωτερικό.

«Έχομεν μίαν ευλογημένην παράδοσιν πίστεως, αγάπης και εκκλησιαστικής ζωής, την οποίαν οφείλομεν να φυλάσσωμεν ως κόρην οφθαλμού», τόνισε και συνέχισε: «Μίαν παράδοσιν, την οποίαν συγκροτούν και κοσμούν η μαρτυρία των αγίων και η θυσία των μαρτύρων της πίστεως, ο σταυροαναστάσιμος βίος των πιστών, οι ναοί, τα μνημεία και τα αγιάσματά μας, η λειτουργική και η ποιμαντική διακονία, το φως της Αναστάσεως και η προσδοκία της εσχατολογικής Βασιλείας. Ζώμεν διά του Χριστού, εν Χριστώ και διά τον Χριστόν. "Ουκ έστιν εν άλλω ουδενί η σωτηρία – ουδέ γαρ όνομά εστιν έτερον υπό τον ουρανόν το δεδομένον εν ανθρώποις εν ω δεί σωθήναι ημάς" (Πραξ. δ’, 12). Ο Κύριος είναι "το άλφα και το ωμέγα, ο πρώτος και ο έσχατος, η αρχή και το τέλος" (Αποκ. κβ’, 13). Ο Χριστός είναι το παν, όπως έλεγεν ο Άγιος Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης».

Στην ομιλία του ο Οικουμενικός Πατριάρχης ευχαρίστησε τον Θεό για όλα όσα του προσέφερε κατά τη διάρκεια του τελευταίου χρόνου ώστε να αντεπεξέλθει στην πολύπλευρη διακονία του. «Δι' ημάς τους Χριστιανούς, τίποτε δεν είναι ιδικόν μας έργον, δεν αποτελεί ατομικόν μας κατόρθωμα. Τα πάντα είναι χάρις και δωρεά του Θεού της αγάπης».

Σημείωσε δε, ότι «η Αγία του Χριστού Μεγάλη Εκκλησία συνεχίζει να δίδη, εν ακλονήτω πιστότητι εις την παράδοσιν της πίστεως και της αγάπης, την καλήν μαρτυρίαν εν τω κόσμω, έναντι των σημείων των καιρών και εν αναφορά προς τας υπαρξιακάς αναζητήσεις του συγχρόνου ανθρώπου, προσφέρουσα πάντοτε βοήθειαν και αλήθειαν, μεριμνώσα διά τας ζωτικάς ανάγκας αυτού, αποκαλύπτουσα την "διάστασιν του βάθους" της ζωής και προσανατολίζουσα τον άνθρωπον προς την αιωνιότητα».

Αναφερόμενος στη σημερινή εποχή, η οποία, σύμφωνα με σύγχρονους στοχαστές, χαρακτηρίζεται από την απουσία νοήματος ζωής ή από τη συνειδητή πλήρη αδιαφορία για το νόημα, ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος επισήμανε: 

«Η επικρατούσα σήμερον εκκοσμικευμένη λογική εμπιστεύεται πρωτίστως τους αριθμούς, ενδιαφέρεται διά την «τιμήν» των πάντων αλλά όχι διά την "αξίαν" των πραγμάτων. Εις τον σύγχρονον ορθολογιστήν τίποτε δεν προκαλεί έκπληξιν, τίποτε δεν δίδει αληθή χαράν, αφού πηγή αυτών δεν είναι η τετράγωνος λογική, αλλά η καρδία, το ευαίσθητον αισθητήριον της "διαστάσεως του βάθους". "Ει έχης καρδίαν, δύνασαι σωθήναι", αποφαίνεται η σοφία της ερήμου. Η "καθαρά καρδία" γνωρίζει ότι ο άνθρωπος δεν είναι δυνατόν να εύρη ολοκλήρωσιν και πληρότητα, όπου και όπως εκείνος επιθυμεί, έξω από την αλήθειαν ή χωρίς την αλήθειαν.  […]
     Εν επιγνώσει ότι το υπαρξιακόν κενόν του ανθρώπου δεν γεμίζει με την ανάπτυξιν της επιστήμης και της τεχνολογίας, με εξωτερικά αγαθά ή με την αυτοπραγμάτωσιν, η Ορθόδοξος Εκκλησία, ως απεφάνθη και η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος αυτής, προβάλλει έναντι του συγχρόνου «ανθρωποθεού» τον «Θεάνθρωπον» ως «έσχατον μέτρον» των πάντων». 

Στο τέλος του Εσπερινού ο Οικουμενικός Πατριάρχης τέλεσε τρισάγιο στη μνήμη του Διδασκάλου του Γένους Βαρθολομαίου Κουτλουμουσιανού του Ιμβρίου (1772-1851), του οποίου φέρει το όνομα, και ακολούθως, στον αυλόγυρο της Μονής, πραγματοποιήθηκε δεξίωση και ο Πατριάρχης δέχθηκε τα σέβη και τα συγχαρητήρια του κλήρου και του λαού. 

[Εκ του Γραφείου Τύπου του Οικουμενικού Πατριαρχείου, με φωτογραφίες του Νίκου Μαγγίνα]


Ὁμιλία τῆς Α. Θ. Παναγιότητος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. κ. Βαρθολομαίου 
κατά τά Ὀνομαστήρια Αὐτοῦ
ἐπί τῇ Μνήμῃ τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Βαρθολομαίου 
(11 Ἰουνίου 2018)

Ἱερώτατοι καί Θεοφιλέστατοι ἅγιοι ἀδελφοί Ἱεράρχαι,
Ἱερώτατε Ἀρχιεπίσκοπε Ἀνθηδῶνος κύριε Νεκτάριε, ἐκπρόσωπε τῆς Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας Ἱεροσολύμων
Ἱερώτατε Ἀρχιεπίσκοπε κ. Ἀντώνιε, ἐκπρόσωπε τοῦ Μακαριωτάτου Πατριάρχου Μόσχας καί πάσης Ρωσσίας,
Ὁσιολ. Ἀρχιμανδρῖτα κ. Σεραφείμ, ἐκπρόσωπε τῆς Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας Τσεχίας καί Σλοβακίας,
Ἐντιμολογιώτατοι Ἄρχοντες,
Ἐξοχώτατε κ. Πρέσβυ τῆς Ἑλλάδος ἐν Τουρκίᾳ,
Ἐλλογιμώτατοι ἐκπαιδευτικοί,
Τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά καί περιπόθητα,

Ὁ ἔνδοξος Ἀπόστολος τοῦ Κυρίου Βαρθολομαῖος προβάλλει σήμερον εἰς τό νοητόν στερέωμα τῆς Ἐκκλησίας μας ὡς ἀστήρ φωτεινός, καταυγάζων μέ τό φῶς τῆς θείας δόξης του τούς εὐλαβεῖς προσκυνητάς τῆς Ἁγίας τοῦ Χριστοῦ Μεγάλης Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι συνηθροίσθησαν ἐπί τό αὐτό «ἐκ δυσμῶν καί βορρᾶ καί θαλάσσης καί ἑώας», διά νά ἑορτάσουν μετά τῆς ἡμετέρας Μετριότητος τήν μνήμην του καί συγχρόνως νά τιμήσουν τά ὀνομαστήρια τοῦ πρώτου Πατριάρχου τοῦ Γένους τῶν Ὀρθοδόξων. 

Ὁ, κατά τόν λόγον τοῦ Χριστοῦ, «Ἰσραηλίτης ἐν ᾧ δόλος οὐκ ἔστιν» (Ἰωάν. Α´, 48) Ἀπόστολος Ναθαναήλ - Βαρθολομαῖος κατήγετο ἀπό τήν Κανᾶ τῆς Γαλιλαίας, προσεκλήθη δέ εἰς τήν χορείαν τῶν μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ ὑπό τοῦ φίλου του Φιλίππου μέ τούς λόγους: «Ὅν ἔγραψε Μωϋσῆς ἐν τῷ νόμῳ καί οἱ προφῆται, εὑρήκαμεν, Ἰησοῦν τόν υἱόν τοῦ Ἰωσήφ τόν ἀπό Ναζαρέτ» (Ἰωάν. Α´, 46). Ἠκολούθησεν ἔκτοτε τόν Χριστόν μετά ἀπολύτου ζήλου καί ἀφοσιώσεως καί ἐπίστευσεν ὅτι τό χριστιανικόν εὐαγγέλιον δέν ἀποτελεῖ προνόμιον μόνον τοῦ Ἰουδαϊκοῦ λαοῦ, ἀλλ’ ὅτι πρέπει νά διαδοθῇ ἐξάπαντος πρός «πάντα τά ἔθνη». Ὁλόκληρος ἡ ζωή αὐτοῦ, ἀπό τῆς ἡμέρας τῆς Πεντηκοστῆς, ὅτε καί κατέστη κοινωνός τῆς χάριτος τοῦ Παναγίου Πνεύματος καί κρίκος τῆς ἁλύσεως τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς, ἕως καί τοῦ σταυρικοῦ του θανάτου, ὑπῆρξε μία μαρτυρία ἀγαπητική, θυσιαστική καί ἡρωϊκή. Τό «ζῆν ἐν Χριστῷ» καί «ἐπακολουθεῖν τοῖς ἴχνεσιν αὐτοῦ» (Α´ Πέτρ. Β´, 21) ἦτο ἡ ἔμπνευσις τοῦ ἀποστολικοῦ του ἀγῶνος εἰς τήν Ἰνδίαν καί τήν Ἀρμενίαν, ὁμοῦ δέ μετά τοῦ συνεορταζομένου σήμερον Ἁγίου Ἀποστόλου Βαρνάβα, «τήν δόξαν Κυρίου κατοπτριζόμενοι τήν αὐτήν εἰκόνα μετεμορφοῦντο ἀπό δόξης εἰς δόξαν» (Β´ Κορ. Γ´, 18), εὐαγγελιζόμενοι τοῖς λαοῖς τόν λόγον τοῦ Θεοῦ.

Τό γεγονός ὅτι τό μήνυμα τῆς σωτηρίας, κατά τόν ἑορτάζοντα Ἀπόστολον, ἀναφέρεται πρός ὅλην τήν οἰκουμένην ἀποκλείει, ἀσφαλῶς, οἱανδήποτε τάσιν ἀπομονώσεως καί περιορισμοῦ εἰς τόν ἑαυτόν μας, εἰς μίαν ἰδιωτικήν ὁδόν εὐσεβείας καί πνευματικοῦ ἐφησυχασμοῦ. Ἡ Ἐκκλησία ἐκτείνεται ἀπό περάτων ἕως περάτων τῆς οἰκουμένης. Εἶναι Ἀποστολική, ὄχι μόνον διότι διαφυλάττει τήν ἀποστολικήν διαδοχήν, ἀλλά καί διότι διατηρεῖ τόν ἀποστολικόν ζῆλον καί τήν φλόγα τῆς διαδόσεως τοῦ Εὐαγγελίου «πάσῃ τῇ κτίσει» (Μάρκ. 16, 15).

Μετά τήν φωτιστικήν διακονίαν τοῦ Ἀποστόλου Βαρθολομαίου, ὡς καί τῶν λοιπῶν Ἀποστόλων, εἰς τούς διαφόρους λαούς τῆς Οἰκουμένης, τήν ἱεραποστολήν ἐκαλλιέργησαν ἐντόνως καί μεθοδικῶς οἱ Ἅγιοι προκάτοχοι ἡμῶν Ἀρχιεπίσκοποι Κωνσταντινουπόλεως Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος καί Μέγας Φώτιος, καί ἀκολούθως οἱ Ἅγιοι Κύριλλος καί Μεθόδιος, οἱ φωτισταί τῶν Σλάβων. Ὁ ἐκχριστιανισμός τῶν Γότθων, τῶν Οὔννων, τῶν Ἰβήρων, τῶν Ρώσσων, διαφόρων φυλῶν τῆς Κολχίδος, τοῦ Καυκάσου, τῶν Σλάβων καί τῆς Νουβίας ἀποτελεῖ τούς εὐχύμους καρπούς τοῦ ἀποστολικοῦ τούτου χρέους. Ἡ προσπάθεια αὕτη συνεχίζεται συντόνως καί ἐπισταμένως καί σήμερον εἰς τάς ἱεραποστολικάς Μητροπόλεις μας ἐν Κορέᾳ, Νέᾳ Ζηλανδίᾳ, Σιγκαπούρῃ, Χόνγκ-Κόνγκ,  Λατινικῇ καί Κεντρικῇ Ἀμερικῇ. Παρομοίως δέ, ὑπὸ τῶν ἀξίων Ἱεραρχῶν τοῦ καθ᾽ ἡμᾶς Ἀποστολικοῦ Θρόνου ἐπιτελεῖται ἀξιολογώτατον ἐσωτερικόν ἱεραποστολικόν ἔργον εἰς τάς Ἐπαρχίας μας ἐν Εὐρώπῃ, ἐν Ἀμερικῇ καί Ὠκεανίᾳ. Καί ὄχι μόνον μακράν τοῦ σεπτοῦ τῆς Ὀρθοδοξίας Κέντρου καταβάλλονται ἔξοχοι καί ὑπεράνθρωποι προσπάθειαι μέ ὁρατούς τούς καρπούς τοῦ Παναγίου Πνεύματος. Ἡ ἡμετέρα Μετριότης ἠλεήθη παρά Θεοῦ, κατά τά ἔτη τοῦ ταπεινοῦ πατριαρχικοῦ αὐτῆς δολίχου, νά ἴδῃ τήν ἀναβίωσιν καί ἀνάστασιν ἐκκλησιαστικῶν ἐπαρχιῶν ἐν τῇ Μικρᾷ Ἀσίᾳ καί τῇ Ανατολικῇ Θράκῃ, ὅπως αὐτῶν τῆς περιωνύμου Ἀδριανουπόλεως, τῆς μαρτυρικῆς Σμύρνης, τῆς περιπύστου Προύσης, τῆς περιόπτου Πισιδίας, τῆς γειτονικῆς Σηλυβρίας καί τῶν γραφικῶν Βρυούλων. Ἀλλά καί τά ἐσχάτως, ἐλέῳ Θεοῦ, ἐπιτελεσθέντα ἐν τῇ ταπεινῇ γενετείρᾳ ἡμῶν Ἴμβρῳ, ἤτοι ἡ ἐπαναλειτουργία τῶν ρωμαίικων σχολείων της, ὁ ἐπαναπατρισμός ἀρκετῶν γηγενῶν συμπατριωτῶν μας, ἡ ἐκ θεμελίων ἀνοικοδόμησις παλαιῶν καί ἱστορικῶν ναῶν καί μοναστηριακῶν μετοχίων, ἀποτελοῦν καί αὐτά καρπόν τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τάς ἐδῶ ἐπαρχίας μας. 

Ἀσφαλῶς, συνυπολογίζομεν εἰς τήν ὅλην ταύτην προσπάθειαν καί τήν μετά διακρίσεως μαρτυρίαν «περί τῆς ἐν ἡμῖν ἐλπίδος», τήν μετάφρασιν καί τέλεσιν τῆς Θείας Λειτουργίας εἰς τήν Τουρκικήν γλῶσσαν καί τήν εὐρυτέραν ποιμαντικήν ἡμῶν διακονίαν εἰς τήν χώραν, ἐν τῇ ὁποίᾳ ζῶμεν, χώραν, μέ τήν ἰδίαν αὐτῆς  ταυτότητα, ἡ ὁποία δέν δύναται νά ἀγνοήσῃ τήν ἐμπειρίαν τοῦ παρελθόντος, τὴν συνυφασμένην μέ δόξαν χριστιανικήν, ἀλλά καί μέ δάκρυα καί «πεῖραν ἐμπαιγμῶν καί μαστίγων».

Τό ἀποστολικόν χρέος, λοιπόν, ἀποτελεῖ βασικόν στοιχεῖον τῆς αὐτοσυνειδησίας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Οἱ πλέον εὐλογημένοι καρποί δέ τῆς ἱεραποστολῆς εἰς τήν ἱστορίαν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας προέκυψαν ἀπό τήν ὑπερβολήν τῆς ἀγάπης τῆς Μητρός Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως πρός πάντα τά ἔθνη. 

Ἀξίζει ἐν προκειμένῳ νά τονισθῇ, ὅτι τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον, διὰ πασῶν τῶν ἱεραποστολικῶν του προσπαθειῶν, ἐδημιούργησεν ἕνα ἁγιοπνευματικόν ἐνθουσιασμόν, μίαν κατάστασιν, δηλαδή, ἐσωτερικῆς χαρᾶς καί πληρότητος, ξένην πρός πᾶσαν πνευματικήν ὑπεροψίαν καί αὐτάρκειαν. Οὐδέποτε ἠσχολήθη μόνον μέ τό γενικόν, ἀδιαφοροῦν διά τό εἰδικόν καί συγκεκριμένον. Τό Πατριαρχεῖον μας ἐσεβάσθη τήν ἰδιαιτερότητα τῆς γλώσσης, τῆς ψυχοσυνθέσεως καί ἰδιοσυγκρασίας ἑκάστου ἔθνους· διό καί διέσωζε πάντοτε τήν ἰδιοπροσωπίαν καί τὴν συγκεκριμένην ταυτότητα τῶν ἐκχριστιανιζομένων λαῶν. Οὐδέποτε εἰς τήν ἱστορικήν του πορείαν ἐχρησιμοποίησε τήν ἱεραποστολήν πρός ἴδιον ὄφελος καί μέ διαθέσεις ἐπεκτατικάς, ἀποικιοκρατικάς. Οὐδέποτε ἐχρησιμοποίησε τήν ἱεραποστολήν διά νά σφυρηλατήσῃ ἐθνοφυλετικάς καί ἐθνικιστικάς «ἁλύσεις», αἱ ὁποῖαι καταπνίγουν καί ἐκκλησιαστικῶς ἀλλοτριώνουν τούς ἐκχριστιανιζομένους λαούς. 

Καί, βεβαιότατα, οὐδέποτε ἠδράνησεν ἐνώπιον καταστάσεων, αἱ ὁποῖαι διαταράσσουν τήν κανονικήν λειτουργίαν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ὅταν κάποιος ἀδελφός μας χαρακτηρίζεται ὡς σχισματικός ἤ αἱρετικός, πολλῷ δέ μᾶλλον ὅταν ἕνας ὁλόκληρος λαός ἐκατομμυρίων ἀνθρώπων εὑρίσκεται ἐκτός τῆς κανονικῆς Ἐκκλησίας μέ τήν αἰτιολογίαν τοῦ σχίσματος, τότε καλούμεθα ἐπειγόντως καί ἄνευ οὐδεμιᾶς καθυστερήσεως εἰς ἀφύπνισιν πνευματικήν καί ἐγρήγορσιν ἀποστολικήν, διότι «εἰ πάσχει ἕν μέλος, συμπάσχει πάντα τά μέλη» (Α´ Κορ. 12, 26). 

Ἡ ὕπαρξις σχίσματος δέν ἀποτελεῖ ἐπιχείρημα διά νά ἐγκαταλείψωμεν ἕνα λαόν, ἐλαφρᾷ τῇ συνειδήσει, ἐκτός τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀληθείας καί κανονικότητος, ἀποποιούμενοι τάς εὐθύνας μας ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί τῆς ἱστορίας, ἀλλά περισσότερον δημιουργεῖται κίνητρον διά τήν ἀνεύρεσιν σωτηριωδῶν καί ἑνωτικῶν λύσεων. Ἀποστολικόν χρέος, λοιπόν, ἐπιτελεῖ ἡ Μήτηρ Ἐκκλησία, ὅταν μελετᾷ τρόπους σωτηρίας διά τούς ἀδελφούς μας Οὐκρανούς καί Σκοπιανούς. Ἀποτελεῖ χρέος και εὐθύνην μας νά ἐπαναφέρωμεν πάντα τά ἔθνη εἰς τήν ἀλήθειαν καί τήν κανονικότητα τῆς Ἐκκλησίας. Διότι ὅ,τι ἔχει τό Οἰκουμενικόν μας Πατριαρχεῖον τό διαθέτει πρός χάριν ὁλοκλήρου τοῦ κόσμου καί τό προσφέρει εἰς ὅλους ἀνεξαιρέτως τούς λαούς. Ἐντός αὐτοῦ τοῦ πλαισίου θεμελιώνεται καί ὁ Διαχριστιανικός Διάλογος, ὁ ὅποῖος πραγματοποιεῖται «ἐν ἀγάπῃ καί ἀληθείᾳ». 

Καρπός ἐσωτερικῆς ἱεραποστολῆς μεταξύ τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καί ἀπαύγασμα ἀποστολικῆς εὐθύνης ἦτο καί ἡ σύγκλησις τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ γεγονός μεγίστης σημασίας διά τήν πορείαν τῶν Ὀρθοδόξων καί σημεῖον τῆς εὐδοκίας τοῦ Θεοῦ ἐν τῷ κόσμῳ. Εἰς τό Μήνυμα τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας «Πρός τόν Ὀρθόδοξο λαό καί κάθε ἄνθρωπο καλῆς θελήσεως», διακηρύσσονται τά ἑξῆς διά τήν ἀποστολήν τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ: «Μετέχοντες στή Θεία Εὐχαριστία καί δεόμενοι ὑπέρ τῆς οἰκουμένης, ὀφείλουμε νά συνεχίσουμε τή λειτουργία μετά τή Θεία Λειτουργία, καί νά δίνουμε τή μαρτυρία τῆς πίστεως πρός τούς ἐγγύς καί τούς μακράν, συμφώνως πρός τή σαφή ἐντολή τοῦ Κυρίου πρό τῆς Ἀναλήψεώς Του: «καί ἔσεσθέ μοι μάρτυρες ἔν τε Ἰερουσαλήμ καί ἐν πάσῃ τῇ Ἰουδαίᾳ καί Σαμαρείᾳ καί ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς» (Πράξ. Α´ 8). Ὁ ἐπανευαγγελισμός τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ στίς σύγχρονες ἐκκοσμικευμένες κοινωνίες καί ὁ εὐαγγελισμός ἐκείνων πού ἀκόμη δέν ἔχουν γνωρίσει τόν Χριστόν ἀποτελοῦν ἀδιάλειπτο χρέος τῆς Ἐκκλησίας» (ἄρθρο 2). 

Ἡ σημασία τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί τῆς διαδικασίας προσλήψεως τῶν ἀποφάσεών της ἀνεδείχθη ἐπιτυχῶς καί ἐκ τοῦ προσφάτου διεθνοῦς, ἐπιστημονικοῦ, θεολογικοῦ Συνεδρίου, τό ὁποῖον ἐπραγματοποιήθη ἐν Θεσσαλονίκῃ, μέ τήν συμμετοχήν ἐντυπωσιακῶς πολυαρίθμου ἀκροατηρίου, τήν παρουσίασιν ἐξαιρετικῶν εἰσηγήσεων ἐκ τῶν Ἱεραρχῶν καί θεολόγων τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου ὡς καί ἄλλων ἀδελφῶν ἡμῶν, καί τάς ζωηράς καί περιεκτικάς συζητήσεις.  

Προσφιλέστατοι ἀδελφοί Ἱεράρχαι καί τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά,

Ἡ χάρις τοῦ ἀγαθοδότου Θεοῦ ἀνέδειξεν ἡμᾶς τούς Ὀρθοδόξους, κληρονόμους καί συνεχιστάς τῆς Ἀποστολικῆς καί Πατερικῆς παραδόσεως, τῆς πίστεως, τῆς ἀγάπης καί τῆς ἐλπίδος. Αὐτήν τήν ἱεράν παρακαταθήκην ὀφείλομεν νά φυλάσσωμεν ἀδιαλείπτως, ὁμολογοῦντες ἐν «ἑνί στόματι καί μιᾷ καρδίᾳ» τόν Χριστόν, ὡς τόν μόνον Σωτῆρα τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ κόσμου, καί τηροῦντες ἀκλονήτως τά προστάγματά Του.

Ταῦτα πάντα ὑπομιμνήσκομεν μέ ἀφορμήν τήν ἑόρτιον μνήμην τοῦ Ἀποστόλου Βαρθολομαίου, ἔχοντες δὲ ἐνώπιόν μας ἐσαεί τό ἀποστολικόν χρέος τῆς Πρωτοθρόνου Ἐκκλησίας, ἐκφράζομεν τήν ἔντονον συγκίνησιν καί τήν ἐσωτερικήν πνευματικήν μας ἀγαλλίασιν διά τήν παρουσίαν ἁπάντων ὑμῶν τῶν Ἱερωτάτων καί Θεοφιλεστάτων ἀδελφῶν Ἱεραρχῶν τοῦ καθ᾽ ἡμᾶς Πανσέπτου Οἰκουμενικοῦ Θρόνου, ὡς καί τῶν λοιπῶν ἀδελφῶν Ἀρχιερέων, τῶν προφρόνως ἐνδημούντων εἰς τήν Πόλιν μας ἐξ ἄλλων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν. Ἰδιαιτέρως δέ εὐχαριστοῦμεν τόν Ἱερώτατον Μητροπολίτην ἅγιον Νικαίας κ. Κωνσταντῖνον διά τήν ἐκ βάθους καρδίας προσφώνησίν του ἐκ μέρους τῆς σεπτῆς Ἱεραρχίας τοῦ Θρόνου. Χαιρετίζομεν, ὡσαύτως, τήν παρουσίαν τῶν προσφιλῶν ἐκπροσώπων τῆς Ἑλληνικῆς Πολιτείας, τοῦ κλήρου καί τοῦ λαοῦ, τῶν Ἀρχόντων Ὀφφικιαλίων τῆς Ἁγίας τοῦ Χριστοῦ Μεγάλης Ἐκκλησίας, τῶν εὐλαβῶν προσκυνητῶν τοῦ ταπεινοῦ καί ἀειφεγγοῦς Φαναρίου, οἱ ὁποῖοι διά τῆς παρουσίας των δέν καταθέτουν μόνον τάς καρδιακάς των προσρήσεις πρός τόν ἑορτάζοντα Πατριάρχην, ἀλλά μᾶλλον διερμηνεύουν τήν ἀφοσίωσίν των εἰς τόν Θεσμόν καί τήν ἀγάπην των πρός τήν Πρωτόθρονον Μητέρα Ἐκκλησίαν. 


Ἀπονέμοντες δέ εἰς ὅλους ὑμᾶς τόν ἀδελφικόν καί πατρικόν ἀσπασμόν καί τήν πατριαρχικήν καί πατρικήν ἡμῶν εὐαρέσκειαν καί εὐχαριστίαν, προτρεπόμεθα ὅπως εὐχεσθε νά εὐοδωθοῦν οἱ καλοὶ ἀποστολικοὶ ἀγῶνες τῆς Κωνσταντινουπολίτιδος Ἐκκλησίας διά τήν διάδοσιν τοῦ Εὐαγγελίου τῆς εἰρήνης καί τῆς ἀληθείας, πρός δόξαν τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀμήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: