e-περιοδικό της Ενορίας Μπανάτου εν Ζακύνθω. Ιδιοκτήτης: Πρωτοπρεσβύτερος του Οικουμενικού Θρόνου Παναγιώτης Καποδίστριας (pakapodistrias@gmail.com), υπεύθυνος Γραφείου Τύπου Ι. Μητροπόλεως Ζακύνθου. Οι δημοσιογράφοι δύνανται να αντλούν στοιχεία, αφορώντα σε εκκλησιαστικά δρώμενα της Ζακύνθου, με αναφορά του συνδέσμου των αναδημοσιευόμενων. Η πνευματική ιδιοκτησία προστατεύεται από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Τα νεότερα στα θεματικά ένθετα

Δευτέρα 9 Μαρτίου 2020

Η Ορθοδοξία ως Ορθοπραξία: Το άνοιγμα της καρδιάς μας στον Θεό και τον συνάνθρωπό μας

Ομιλία του Πρωτοπρεσβυτέρου Δρ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΛΕΚΚΑ, κατά τον Κατανυκτικό Εσπερινό στον Ιερό Ναό Αρχιστρατήγων της οδού Stassart Βρυξελλών στις 8.3.2020

Άγιε Δέσποτα, Αγαπητοί μου, σκοπός της χριστιανικής ζωής είναι η αύξηση του Χριστού μέσα μας («ἀλλ’ ἐνδύσασθε τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν» Ρωμ. ιγ΄, 14), ώστε ο άνθρωπος να αποκτήσει εν Αγίω Πνεύματι τις παγκόσμιες διαστάσεις του Χριστού («ἵνα ἦ ὁ Θεὸς τὰ πάντα ἐν πᾶσιν», Α΄ Κορ. ιε, 28/ «ἵνα πληρωθῶμεν εἰς πᾶν τὸ πλήρωμα τοῦ Θεοῦ» Εφεσ. γ, 19). Το μεγαλύτερο εμπόδιο στην πορεία αυτή είναι η σκληροκαρδία μας (Δες Φαρισαίοι, Μαρκ. β, 18επ. και Ματθ. κγ και Λουκ. στ, 6-11). Η σκληρή καρδιά είναι η άγονη γη και για αυτή όλα τα «ουαί» του Ευαγγελίου. Αντιθέτως η μαλακή καρδιά είναι η αγαθή γη και σε αυτήν απευθύνονται όλοι οι μακαρισμοί του Χριστού (Λουκ. στ΄, 20 επ.).

Αλλά και για τον Απόστολο Παύλο, η ρίζα όλων των αρετών είναι το άνοιγμα της καρδιάς, το χάρισμα του εαυτού μας στον άλλον, «καθὼς καὶ ὁ Θεὸς ἐν Χριστῶ ἐχαρίσατο ἡμῖν» (Εφεσ. δ, 32). Και αντιθέτως, ἡ ρίζα όλων των κακών είναι το κλείσιμο της καρδιάς, η σκλήρυνσή της. Ο Απόστολος περιγράφει συνοπτικά τα στάδια της πνευματικής έκπτωσης του ανθρώπου σε λίγες μόλις γραμμές της Προς Εφεσίους Επιστολής του: Η σκλήρυνση της καρδιάς, λέει, έχει ως αποτέλεσμα την άγνοια του Θεού, η άγνοια αυτή έχει ως συνέπεια την αποξένωση από τον Θεό, η αποξένωση τον σκοτισμό του νου κι ο σκοτισμός την ειδωλολατρία που προκαλούν τα πάθη μας (Εφ. δ, 18).

Κατά ένα μυστηριώδες τρόπο, που προφανώς έχει να κάνει με τη δημιουργία του ανθρώπου «κατ’ εικόνα» του Τριαδικού Θεού, καθένας μας κερδίζει την ψυχή του μέσω των άλλων, ενώ χωρίς το άνοιγμά του στους άλλους την χάνει για πάντα. («μηδεὶς τὸ ἑαυτοῦ ζητείτω ἀλλὰ τὸ τοῦ ἑτἐρου ἕκαστος» Α΄ Κορ. ι, 24.)

Οπότε το δίλημμα με το οποίο ο καθένας βρίσκεται αντιμέτωπος είναι, θα σώσουμε τον εαυτό μας έτσι ώστε τελικά να τον χάσουμε για πάντα ή θα θυσιάσουμε τον εαυτό μας μιμούμενοι τον σταυρό του Χριστού ώστε να τον αναλάβουμε αιωνίως αναστημένο μαζί Του; (Ιωάνν. ιβ, 25 / Ρωμ. στ, 5). Με τη λογική του κόσμου ή με τη λογική του Χριστού; Η απάντηση που καθένας μας θα δώσει με τον βίο του στο δίλημμα αυτό είναι αυτή που τελικά θα κρίνει την τύχη μας αιωνίως.

Θεοφιλέστατε, Αγαπητοί μου, επειδή ὁ Θεός αποκαλύφθηκε εν προσώπω Ιησού Χριστού ως άνοιγμα αγάπης προς τον άνθρωπο, ο άνθρωπος αληθεύει μόνο ως άνοιγμα αγάπης προς τον συνάνθρωπό του (Α΄ Ιωάνν. γ & δ). Γι’αυτό ο Ευαγγελιστής Ιωάννης λέει ρητά ότι «ὁ ἀγαπῶν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ ἐν τῶ φωτὶ μένει (…) ὁ δὲ μισῶν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ ἐν τῆ σκοτία ἐστὶ καὶ ἐν τῆ σκοτία περιπατεῖ» (Α΄ Ιωάνν. β, 10-11).

Ο αγαπών πράγματι τον Θεό δεν μπορεί παρά να μην αγαπά τον πλησίον του, όπως επίσης ο αγαπών ειλικρινά τον πλησίον του αγαπά έργω τον Θεό. Γι’ αυτό κατά τον Αββά Ισαάκ η εντολή της αγάπης είναι στην πραγματικότητα μία εντολή καθώς το περιεχόμενο της μιας (=η αγάπη του πλησίον) είναι η άλλη η αγάπη προς τον Θεό) αλλά και αντίθετα [«ἡ ἐντολὴ ἡ λέγουσα περὶ τῆς ἀγάπης τοῦ πλησίον, ἔσωθεν ταύτης της εντολής για την αγάπη προς τον Θεόν) ἐστὶ κεκλεισμένη» Λόγος ΛΔ, 135-136, Έκδοση Ιεράς Μονής Ιβήρων]. Μάλιστα, όπως το παρατηρεί ο Άγιος, οι άγιοι τότε γίνονται τέλειοι όταν φτάσουν να γίνουν τόσο πολύ ένα με τον Θεό ώστε η αγάπη και η φιλανθρωπία τους να ξεχυλίζει προς όλους. Το σημάδι που αναζητούν, λέει, οι άγιοι για το ότι ενώθηκαν με τον Θεό είναι η τελείωση του πόθου τους για τον πλησίον (Αββά Ισ., Λόγος ΞΒ, 78-82).

Η Αγία μας Εκκλησία μας υπενθυμίζει με κάθε ευκαιρία, και ιδιαίτερα μέσω της περιόδου της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, πως στη Βασιλεία του Θεού εισερχόμαστε λόγω της Πτώσης αναγκαστικά μέσω της «στενής πύλης» (Ματθ. ζ, 13). Η χριστιανική ζωή έχει και χαρά και αγάπη και ειρήνη, αλλά αυτά, όπως και όλα τα άλλα δώρα του Αγίου Πνεύματος στη ζωή του χριστιανού, χορηγούνται είτε προκαταβολικά για να μας γλυκάνουν και να μπούμε στον αγώνα είτε προοδευτικά έναντι αίματος. Η εγχείρηση για την διάνοιξη του εαυτού που έκλεισε για όλους μας με την Πτώση ώστε να αναγνωρίζουμε πλέον στον άλλον όχι τον αδελφό αλλά τον εχθρό του εαυτού μας είναι αιματηρή διαδικασία και για λόγους που μόνο ο Άγιος Θεός γνωρίζει ότι χρειάζεται ο καθένας μας συμβαίνει πότε με και πότε άνευ αναισθητικού.

Ο Χριστός μας καλεί, λοιπόν, αδελφοί, σε μια επώδυνη πορεία διαστολής εαυτού ώστε να χωρέσουμε μέσα μας τον άλλο και κυρίως αυτόν που μας εχθρεύεται, που μας υποβλέπει, που επιχειρεί να μας διαγκωνίσει, που μας καταριέται, που μας μισεί. Η διάνοιξή μας ώστε να χωρέσουμε ως και τον αντίδικό μας είναι προϋπόθεση για να γίνουμε «υἱοὶ τοῦ Πατρὸς τοῦ ἐν οὐρανοῖς» (Ματθ. ε, 44-45). Έτσι εχθρός δεν μας είναι αυτός που μας εχθρεύεται, αλλά ο ίδιος ο εαυτός μας που αποτυγχάνει να χωρέσει μέσα του όποιον τον αδικεί και τον αφήνει να στέκει απέναντι του αντί να τον αγκαλιάζει ως πολύτιμο ευεργέτη του.

Ο Χριστός στην Επί του Όρους Ομιλία του ανατρέπει, συνεπώς, τον ορισμό του εχθρού, όπως ακριβώς το κάνει με την έννοια του πλησίον στην παραβολή του Καλού Σαμαρείτη (Λουκ. ι, 27-37). Γιατί τελικά ο πραγματικά αναγκεμένος δεν είναι ο έχων υλικές, βιοποριστικές, ψυχολογικές, συναισθηματικές ή άλλες ανάγκες, αναγκεμένος είναι ο καθένας μας που έχει την βαθιά πνευματική ανάγκη να ανοίξει για να χωρέσει τον αντίδικό του και θα συνεχίζει πάντα να είναι βαθιά αναγκεμένος όσο κι αν ικανοποιεί άλλες λιγότερο βασικές του ανάγκες μέχρι ότου διασταλεί έτσι ώστε να αγκαλιάσει ως και τον τελευταίο εχθρό του, τον θάνατό του.

Ο αγώνας για την διάνοιξη του εαυτού ώστε να γίνει χωρητικός ως και του τελευταίου μας εχθρού είναι συνήθως μια μακρά και επώδυνη διαδικασία στην οποία υποβάλλεται ο καθένας μας με τον τρόπο που ο Κύριος γνωρίζει με την εξατομικευμένη του παιδαγωγική για τον καθένα από μας και για όλους ανεξαιρέτως τους απογόνους του Αδάμ.

Το χειρουργικό εργαλείο είναι αυτός ο ίδιος «ο λόγος του Θεού», που μας παραδόθηκε μέσω της Αγίας Γραφής όχι τόσο ως κείμενο προς διανοητική κατανόηση και ερμηνεία όπως κάνουμε με οποιοδήποτε κείμενο φιλοσοφίας, αλλά ως δίκοπο χειρουργικό λεπίδι που φτάνει μέχρι «μερισμοῦ ψυχῆς τε καὶ πνεύματος, ἁρμῶν τε καὶ μυελῶν, κριτικὸ ἐνθυμήσεων καὶ ἐννοιῶν καρδίας».

Το δίστομο χειρουργικό μαχαίρι τελικά είναι ο ίδιος ο ενσαρκωθείς Θεός και Λόγος, ο Κύριος Ιησούς Χριστός (Εβραίους, δ, 12-13), ο οποίος ενεργεί δια του Αγίου του Πνεύματος το έργο της αποκαταστάσεως της καταστραμμένης με την Πτώση πνευματικής μας υγείας ώστε να μπορούμε πλέον να απολαύσουμε της «καταπαύσεως» της Βασιλείας όντας χωρητικοί των πάντων και αιώνια μονή του Παναγίου Θεού.

Κάθε άνθρωπος, αδελφοί, είναι εικόνα του όλου Χριστού, με αποτέλεσμα σε κάθε άνθρωπο, που αρνούμαστε να χωρέσουμε μέσα μας ως πολύτιμο τμήμα του εαυτού μας, να αρνούμαστε όλο τον Χριστό. Έτσι ακόμα κι όλους τους ανθρώπους της γης να αγαπάμε σαν τον εαυτό μας, αρκεί έναν μόνο να αποφεύγουμε ώστε να αρνούμαστε έργω όλον τον Χριστό.

Και αντιθέτως, η υπέρβαση εν Αγίω Πνεύματι της δυσκολίας να συνυπάρξουμε με έναν άνθρωπο διευρύνει κάθε φορά τα πνευματικά μας όρια με το υποδεχόμαστε τελικά στο πρόσωπο που μας δυσκολεύει τον ίδιο τον Χριστό. Τα πρόσωπα που δυσκολευόμαστε να αγαπήσουμε είναι τελικά οι μεγαλύτερες ευλογίες της ζωής μας καθώς μας επιτρέπουν την ανατροπή της πεπτωκυίας συνθήκης να αγαπάμε μόνο τους φίλους μας, ενώ συγχρόνως αποτελούν τις μεγάλες μας ευκαιρίες για τη διεύρυνση των πνευματικών μας οριζόντων ώστε να χωρέσουμε τον ίδιο τον Χριστό συν τω Πατρί και τω Αγίω Πνεύματι.

Το μέτρο της αμνησικακίας μας προς αυτούς που μας στενοχωρούν μας το δίνει ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος στον Περί μνησικακίας λόγο του: «Τότε θα καταλάβεις αν απαλλάχτηκες από τη σαπίλα της μνησικακίας», λέει, «όχι όταν προσεύχεσαι για εκείνον που σε λύπησε ούτε όταν του προσφέρεις δώρα ούτε όταν του στρώνεις το τραπέζι για να φάει, αλλά όταν μάθεις ότι του συνέβη κάποια συμφορά, ψυχική ή σωματική, και πονέσεις και κλάψεις σαν να επρόκειτο για τον εαυτό σου» (Λόγος Θ, παραγρ. 11, Έκδοση Ιεράς Μονής Παρακλήτου Ωρωπού Αττικής).

Στην πραγματικότητα, κάθε άνθρωπος δημιουργήθηκε για να προσκυνείται στα πόδια του αιωνίως από ολόκληρη την υπόλοιπη Δημιουργία το Όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Τέτοια υψηλή μοίρα διάλεξε για τον άνθρωπο ο Δημιουργός Θεός του, με την προϋπόθεση να επιτρέψει καθένας μας στον εαυτό του να γίνει όλος Χριστός. Μοναδική προϋπόθεση για αυτόν τον υψηλότατο προορισμό κάθε ανθρώπου, να μάθουμε, ορθόδοξοι και μη ορθόδοξοι, να ζούμε ορθοδόξως. Όχι στην υπηρεσία της πεσμένης φύσης μας που μας χωρίζει από τον Δημιουργό μας Θεό και όλα ανεξαιρέτως τα αγαπημένα Του δημιουργήματα, αλλά στα βήματα του Ταπεινού Ιησού που μας οδηγεί ασφαλώς στην δόξα της Βασιλείας Του.

Από ανοησία κινδυνεύουμε, τελικά, να χάσουμε τον Παράδεισο, αδελφοί. Γιατί, ενώ πλασθήκαμε για να προσκυνείται στα πόδια μας το Όνομα του Τριαδικού Θεού απ’ όλη την Δημιουργία Του με μόνη προϋπόθεση την αφαίρεση του εμπαθούς μας εαυτού, εμείς συνήθως επιμένουμε να προσκυνείται απ’ όλους ο διογκωμένος εμπαθής μας εαυτός, πράγμα που μας κάνει αποκρουστικούς ακόμα και στους πιο οικείους μας.

Ο σύγχρονος άνθρωπος αρνείται, έτσι, συνήθως έργω και λόγω τον Χριστό καθώς αξιώνει να προσκυνείται από την υπόλοιπη Δημιουργία ως αυτοθεούμενος εαυτός [«ὁ θυσαυρίζων ἑαυτῶ καὶ μὴ εἰς Θεὸν πλουτῶν» (Λουκ. ιβ, 21)]. Ειδικά για τους περισσότερους από εμάς τους Ορθοδόξους, η επίγνωση της καταστάσεως μας οφείλει να μας οδηγήσει, αδελφοί, ιδίως κατά την περίοδο που διανύουμε, σε παροξυσμό μετανοίας: «Ήμαρτον Κύριε. Βαφτίστηκα Ορθόδοξος και ζω ετεροδόξως!»

Η ταπείνωση είναι, ασφαλώς, η βασιλική οδός της διαστολής, της αυξήσεως μας εν Χριστώ (μείζων στην Βασιλεία του Θεού αυτός που θα δεχθεί εκούσια την μείωσή του στην τάξη των παιδιών, Ματθ. ιη, 4 /Λουκ. θ, 48).

Τον κενωτικό χαρακτήρα της ταπεινώσεως μάς τον παρουσιάζει με ανυπέρβλητο τρόπο ο Αββάς Ισαάκ όταν γράφει, ότι ο αληθινά ταπεινόφρων όχι μόνο δεν θέλει να γνωρίζεται από κανένα «διὰ τὸν ἀφορισμὸν αὐτοῦ καὶ τὴν ἀπορίαν αὐτοῦ ἐκ πάντων», αλλά και δεν έχει άλλο θέλημα παρά να μπει όσο βαθύτερα γίνεται στον εαυτό του ώστε να αφήσει έξω από τον ίδιο του τον εαυτό ό,τι γνώρισε ή αισθάνθηκε, να τα αφήσει όλα έξω και να γίνει τρόπον τινά σαν να μην γεννήθηκε ποτέ, ώστε «κεχωρισμένος ὅλος ἐκ τοῦ κόσμου» να φτάσει να γίνει όλος ένα με τον Δεσπότη του Χριστό (Αββά Ισ., Λόγος ΞΒ, 192-202).

Και όπως το παρατηρεί σοφά ο Αββάς Ισαάκ, υπάρχει «ταπείνωσις ἐκ τοῦ φόβου του Θεοῦ» και «ταπείνωσις ἐκ τοῦ πόθου τοῦ Θεοῦ». Άλλος ταπεινώνεται από φόβο στον Θεό και άλλος για την χαρά να ταπεινώνεται. Αυτή η δεύτερη ταπείνωση, κατά τον Αββά, είναι η πνευματικά ανώτερη. Γιατί σε αυτόν που ταπεινώνεται από φόβο στον Θεό «ἀκολουθεῖ ἐπιείκεια τῶν μελῶν μετὰ εὐτάκτων αἰσθήσεων και καρδία συντετριμμένη», ενώ σε εκείνον, λέει, που ταπεινώνεται για την χαρά «ἀκολουθεῖ ἁπλότης πολλὴ καὶ καρδία αὐξάνουσα καὶ ἀκράτητος» (Αββά Ισ. Λόγος ΜΑ, 80-86), η κατάσταση εκείνη, που περιέγραφε ο σύγχρονός μας Άγιος Παΐσιος, του να παλαβώνεις από αγάπη.

Τελικά, μόνο η ανατολή της κατά Χριστόν φύσεως μας μπορεί να αντιπαλέψει την βλαμμένη από την Πτώση φύση μας, που μας κάνει να κλεινόμαστε μέσα μας και να αντιμετωπίζουμε ανταγωνιστικά μέχρι και τους εν Χριστώ αδελφούς μας. Ή για να το θέσουμε διαφορετικά, δεν υπάρχει άλλο κίνητρο για τη διάνοιξη του εαυτού μας ώστε να χωρέσει τον πλησίον μας έξω από την αγάπη του Χριστού.

Γι’ αυτό ευχηθείτε Άγιε Δέσποτα να πάθουμε αυτό που ευχόταν ό Άγιος Γέροντας Παΐσιος για τις αδελφές της Σουρωτής: Να πάθουμε έρωτα για τον Χριστό ώστε να επιθυμούμε πλέον να μας αδικούν, να ευγνωμονούμε όσους μας μειώνουν, να θέλουμε να πάθουμε για τον Χριστό, αρρώστιες, μαρτύριο, θάνατο ώστε να αξιωθούμε να συνεορτάζουμε μαζί Του αιωνίως και την αγία Του Ανάσταση.

Επιτρέψτε μου να κλείσω, Άγιε Δέσποτα, με την διαπίστωση ότι η ψυχανάλυση ανέδειξε εδώ κι έναν αιώνα το γεγονός ότι ο μεταπτωτικός άνθρωπος φέρει μέσα του από τη γέννησή του το μίσος ως καταστατικό στοιχείο της υποκειμενικής του ταυτότητας, αυτό που η ασκητική μας παράδοση αναγνωρίζει εδώ και αιώνες ως σκοτισμό στον αυτοεγκλεισμό των παθών μας και που μας καλεί να τον πολεμήσουμε μέσω του αυτομίσους κι ακόμα καλύτερα να τον αξιοποιήσουμε για να ανοιχτούμε με όλη τη δύναμη που διαθέτουμε στον Σωτήρα Χριστό μας, που ήρθε σε αυτόν τον κόσμο για να νικήσει όλα τα σκότη, και τα δικά μας.

Ο Χριστιανός καλείται, λοιπόν, την αυτιστική αυτοαγάπησή του να την μετατρέψει με την Χάρη του Θεού σε αγάπη για τον Θεό και αγάπη για τον συνάνθρωπό του. Ο αγώνας στον οποίο κληθήκαμε είναι τεράστιος, αλλά, χάρη στη δύναμη του Αγίου Πνεύματος που λαμβάνουμε εκ του Πατρός δια του Υιού του και Κυρίου μας Ιησού Χριστού όλοι μας μέσα στην Εκκλησία, μπορούμε να βροντοφωνάξουμε κι εμείς μαζί με τον Αββά Ισαάκ: «κρεῖσσον γὰρ ἡμῖν θάνατος ἐν τῶ ἀγῶνι ἢ ζῆσαι ἐν τῶ πτώματι» (Αββ. Ισ., Λόγος, ΞΔ, 28-29). Σας ευχαριστώ.


Δεν υπάρχουν σχόλια: