e-περιοδικό της Ενορίας Μπανάτου εν Ζακύνθω. Ιδιοκτήτης: Πρωτοπρεσβύτερος του Οικουμενικού Θρόνου Παναγιώτης Καποδίστριας (pakapodistrias@gmail.com), υπεύθυνος Γραφείου Τύπου Ι. Μητροπόλεως Ζακύνθου. Οι δημοσιογράφοι δύνανται να αντλούν στοιχεία, αφορώντα σε εκκλησιαστικά δρώμενα της Ζακύνθου, με αναφορά του συνδέσμου των αναδημοσιευόμενων. Η πνευματική ιδιοκτησία προστατεύεται από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Τα νεότερα στα θεματικά ένθετα

Τρίτη 9 Φεβρουαρίου 2021

Ο Επίσκοπος Αβύδου Κύριλλος απαντά στο Μητροπολίτη Βολοκολάμσκ Ιλαρίωνα περί Ουκρανικού

 
† Ὁ Ἀβύδου Κύριλλος

Πρός τό Ἐκκλησιαστικό Πρακτορεῖο Εἰδήσεων Romfea.gr

Σχολιασµός συνέντευξης τοῦ Μητροπολίτου Βολοκολάµσκ κ. Ἱλαρίωνα

 

Ἀγαπητέ κ. Πολυγένη!

Στίς 26 Ἰανουαρίου 2021 δηµοσιεύσατε συνέντευξή σας µέ τόν Μητροπολίτη Βολοκολάµσκ κ. Ἱλαρίωνα, στήν ὁποία γίνεται ἀναφορά σέ πολλά θέµατα: Ἡ πανδηµία τοῦ κορονοϊοῦ, ἡ µή συµµετοχή τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας στή σύνοδο τῆς Κρήτης, ἡ ἀποστολική διαδοχή στή χειροτονία τοῦ Μακαρίου Μαλέτιτς, ἡ ἔνταξη τῆς Ρωσσικῆς Ἐκκλησίας τῆς Διασπορᾶς στό Πατριαρχεῖο Μόσχας, ἡ εἰσβολή τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας στό ἔδαφος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Γεωργίας, ἡ ἀπελευθέρωση τῆς Ἑλλάδος ἀπό τόν Τουρκικό ζυγό µέ τή βοήθεια τῆς Ρωσσίας, ἀκόµα δέ καί ἡ γνωριµία µου µέ τόν κ. Ἱλαρίωνα καί οἱ προσωπικές µεταβάσεις µου στή Μόσχα.

Θά ἐπιθυµοῦσα νά κάνω µερικές παρατηρήσεις στίς ἀπόψεις τοῦ κ. Ἱλαρίωνα, δεδοµένου ὅτι µοῦ δηµιουργήθηκε βάσιµα ἡ ἐντύπωση, ὅτι ἡ συνέντευξη δόθηκε πρωτίστως γιά νά χαρακτηρισθεῖ ὁ Οἰκουµενικός Πατριάρχης ἀπατεώνας καί στήν προσπάθεια νά ἀντικρουσθοῦν ἐπιχειρήµατα ἑνός πρόσφατου ἄρθρου µου γιά τήν Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας.

Οἱ παρατηρήσεις µου εἶναι οἱ ἑξῆς:

1. Ὅποιος πραγµατικά πιστεύει, ὅτι ἡ λοίµωξη δέν µεταδίδεται µέ τό Σῶµα καί τό Αἷµα τοῦ Χριστοῦ δέν ἀπολυµαίνει οὔτε ἀλλάζει λαβίδες καί δέν χρειάζεται νά καταφεύγει στή γιά ἄλλη περίσταση γνώµη τοῦ Ἁγίου Νικοδήµου, γιά νά δικαιολογήσει τή λανθάνουσα ἀπιστία καί ἀβεβαιότητα. Ἀγνόησε τό Οἰκουµενικό Πατριαρχεῖο τούς ὑποτιθέµενους κινδύνους, ὅταν ἀπεφάνθη, ὅτι ὀφείλει νά συνεχισθεῖ ὁ ἴδιος τρόπος τῆς Θείας Κοινωνίας;   Διακεκριµένοι   ἐπιστήµονες   διαβεβαιώνουν,   ὅτι   ὁ   ἰός  δέν µεταδίδεται διά τῆς σιέλου. Δέν ὑπάρχει ἄλλωστε κάποια ἐπιστηµονική ἔρευνα πού νά καταδεικνύει τό ἀντίθετο. Δέν εἶµαι εἰδικός οὔτε γιατρός -εἶναι ἐξ ἄλλου νωρίς- γιά νά κρίνω τήν ἀποτελεσµατικότητα τοῦ ρωσσικοῦ ἐµβολίου καί τῶν ἄλλων ἐµβολίων καί νά ἐξάρω µάλιστα τήν ἀνωτερότητα τοῦ πρώτου. Στήν παροῦσα ὅµως φάση εἶναι πρώϊµο νά ἐκφράζει κανείς παρόµοιες βεβαιότητες ὑποκινούµενος πρωτίστως ἀπό ἐθνικιστές ἀγκυλώσεις. Αὐτό δέν ἀφορᾶ µόνο τή Ρωσσία, ἀλλά καί ἄλλες χῶρες, ὅπως ἡ Ἀγγλία. Ἀδιάλειπτη ἡ προσευχή µας ὁ Θεός νά ἀπαλλάξει τόν πλανήτη ἀπό τήν ἐνσκήψασα µάστιγα καί τά παρασκευσθέντα ἤ παρασκευαζόµενα ἐµβόλια νά ἀποδειχθοῦν ἀποτελεσµατικά.

2. Ἡ κύρια καί µοναδική αἰτία τῆς µή συµµετοχῆς τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας στή σύνοδο τῆς Κρήτης εἶναι ἡ ὑπ᾽ αὐτοῦ ἀµφισβήτηση τοῦ Πρωτείου τοῦ θρόνου τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ὅποιος ἔχει µελετήσει τήν κριτική τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας στό κείµενο τῆς Ραβέννας το καταλαβαίνει πολύ καλά αὐτό. Τό κείµενο αὐτό δέν γράφτηκε γιά νά ἀντιπαρατεθεῖ στή Ρωµαιοκαθολική ἀντίληψη γιά τό Πρωτεῖο. Αὐτή εἶναι δεδοµένη. Γράφτηκε γιά νά µᾶς πεῖ, ὅτι ὁ Πατριάρχης  Κωνσταντινουπόλεως ὡς Πρῶτος δέν ἔχει καµιά ἁρµοδιότητα καί τό Πρωτεῖο τοῦ θρόνου τῆς Κωνσταντινουπόλεως εἶναι κενό περιεχοµένου. Ἡ ἀποδοχή µιᾶς τέτοιας ἄποψης συνιστᾶ ἀνατροπή τῆς διδασκαλίας τῶν Οἰκουµενικῶν Συνόδων καί ἀνατροπή τῆς ἱστορικῆς καί κανονικῆς παράδοσης αἰώνων. Πῶς θά µποροῦσε τό Πατριαρχεῖο Μόσχας νά ἀναγνωρίσει ἔµµεσα τό Πρωτεῖο τοῦ Κωνσταντινουπόλεως, σέ µιά σύνοδο πού θά συγκαλοῦσε καί θά προήδρευε ὁ Κωνσταντινουπόλεως;

3. Τό Πατριαρχεῖο Μόσχας δεσµεύτηκε τόν Ἰανουάριο τοῦ 2015 γιά τή συµµετοχή του στή σύνοδο τῆς Κρήτης ἐγγράφως. Δεσµεύτηκε µάλιστα γιά τή συµµετοχή του διά τοῦ Πατριάρχου Κυρίλλου προφορικῶς καί στήν περίπτωση πού κάποια Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν προσήρχετο στή Σύνοδο[1]. Ἐγνώριζε ἐπίσης, ὅτι τό Πατριαρχεῖο Ἀντιοχείας δέν εἶχε δεσµευτεῖ γιά τή σύγκληση τῆς Συνόδου ἐξ αἰτίας τοῦ θέµατος τοῦ Κατάρ. Αὐτό ἦταν τοῖς πᾶσι γνωστό. Ἐν τούτοις διαβεβαίωνε τή συµµετοχή του στή σύνοδο.

Μέ αὐτά τά δεδοµένα καί παρά τήν ἀθέτηση τῆς ἀνωτέρω ὑποσχέσεως εἶναι λυπηρό, ὁ Μητροπολίτης Ἱλαρίων νά ἐµφανίζει τή συµµετοχή τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας στή Σύνοδο ὡς προϊόν συναλλαγῆςὉ µέν Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως δέν θά ἀπέδιδε αὐτοκεφαλία στήν Οὐκρανία, τό δέ Πατριαρχεῖο Μόσχας θά συµµετεῖχε στή Σύνοδο, σάν νά µᾶς ἔκανε χάρη! Τό µεγάλο πρόβληµα τῆς Οὐκρανίας ἦταν γνωστό. Οἱ Οὐκρανοί εἶχαν ζητήσει κατ᾽ ἐπανάληψη στό παρελθόν ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη τήν αὐτοκεφαλία τους, τό αἴτηµα δέ αὐτό ὑπεβάλλετο ἐντονότερα µετά τήν διάλυση τῆς Σοβιετικῆς Ἕνωσης καί τή δηµιουργία ἀνεξάρτητου Οὐκρανικοῦ κράτους. Τήν ὕπαρξη τριῶν διαφορετικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν στήν Οὐκρανία ἐγνώριζε πολύ καλά καί τό Πατριαρχεῖο Μόσχας, χωρίς νά θελήσει νά ἐνσκύψει στήν ἐπίλυση τοῦ προβλήµατος. Ἦταν αὐτονόητο, ὅτι µέχρι τήν ἀπόδοση τῆς αὐτοκεφαλίας ὁ Μητροπολίτης Ὀνούφριος ἦταν ὁ µόνος κανονικός ἱεράρχης στήν Οὐκρανία, εἴτε τό εἶπε αὐτό ὁ πατριάρχης Βαρθολοµαῖος, εἴτε ὄχι.

Ἡ ἐνδεχόµενη ἔγκριση τοῦ κειµένου περί Αὐτοκεφαλίας ἀπό τή Σύνοδο τῆς Κρήτης ἐξ ἀντικειµένου δέν θά µποροῦσε νά ἀποτρέψει τήν ἀνακήρυξη αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας στήν Οὐκρανία, γιατί ἡ Οὐκρανία ἀποτελοῦσε δικαιοδοσία τοῦ θρόνου τῆς Κωνσταντινουπόλεως πού ποτέ δέν παραχωρήθηκε στή Μόσχα. Τό κείµενο προέβλεπε µέν τή συναίνεση τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τήν ὁποία θά γινόταν ἡ ἀπόσπαση τῆς νέας αὐτοκέφαλης Ἐκκλησίας[2], αὐτό ὅµως δέν µποροῦσε νά ἔχει ἐφαρµογή στήν περίπτωση τῆς Οὐκρανίας, δηλ. δέν χρειαζόταν ἡ συναίνεση τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας, ἀφοῦ ἀποτελοῦσε δικαιοδοσία τοῦ θρόνου τῆς Κωνσταντινουπόλεως.

Ἐπειδή ὅλα τά παραπάνω εἶναι δεδοµένα καί ἀδιαµφισβήτητα τίθεται τό ἐρώτηµα: Ποιός ἐξαπάτησε ποιόν; Ποιός δέν τήρησε τίς δεσµεύσεις του; Θά ἦταν βεβαίως χρήσιµο νά ἀποφεύγωνται ὀξεῖς ἐκφράσεις πού ἀφοροῦν µάλιστα τό πρόσωπο τοῦ Οἰκουµενικοῦ Πατριάρχη, ἀφοῦ ὅλοι µας ἀνήκουµε στήν ἴδια οἰκογένεια καί θά ξαναβρεθοῦµε πάλι µαζί, ὅταν συνειδητοποιηθοῦν πράγµατα πού τώρα φαίνεται νά εἶναι δύσκολο νά κατανοηθοῦν.

4. Τό ἐπιχείρηµα, ὅτι τό Πατριαρχεῖο Μόσχας δέν συµµετεῖχε στή σύνοδο τῆς Κρήτης, γιατί τρεῖς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ἐδήλωσαν προηγουµένως, ὅτι δέν θά συµµετάσχουν εἶναι ἕωλο. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Γεωργίας καί τῆς Βουλγαρίας ἐπικαλέστηκαν τήν τελευταία στιγµή καί ἐκ τῶν ὑστέρων θεολογικά προβλήµατα τῶν κειµένων, τά ὁποῖα προετοιµάζονταν γιά 40 χρόνια. Ἔτσι τό Πατριαρχεῖο Μόσχας βρῆκε τήν εὐκαιρία νά δικαιολογήσει τή δική του ἀποχή ἀπό τή σύνοδο. Ὅποιος εἶχε διαφωνία σέ ὁτιδήποτε ἔπρεπε νά πάει στή σύνοδο καί νά τήν ἐκφράσει. Μποροῦσε µάλιστα νά µαταιώσει καί τήν ἔγκριση κειµένων. Ἀντ᾽ αὐτοῦ προτιµήθηκε ἡ ἀποχή. Τό Πατριαρχεῖο Μόσχας ζήτησε 15 ἡµέρες πρίν τήν ὁρισθεῖσα ἡµεροµηνία σύγκλησης τῆς Συνόδου στήν Κρήτη τήν σύγκληση προσυνοδικῆς Διάσκεψης γιά τήν ἐπίλυση τῶν ἐγερθέντων ἐνστάσεων ἀπό τίς τρεῖς Ἐκκλησίες. Τό Οἰκουµενικό Πατριαρχεῖο ὀρθά ἀπέρριψε τό αἴτηµα αὐτό. Ὅ,τι δέν εἶχε προβληθεῖ στή διάρκεια 40 ἐτῶν προετοιµασίας τῆς συνόδου, θά µποροῦσε νά ἐπιληθεῖ λίγες ἡµέρες πρίν ἀπό τή Σύνοδο; Γιατί ὅµως δέν θά µποροῦσε νά ἐπιλυθεῖ καί στή Σύνοδο; Εἶναι προφανές, ὅτι τό Πατριαρχεῖο Μόσχας ἐπεδίωκε τήν πλήρη µαταίωση τῆς Συνόδου. Ἀπέτυχε. (Ὅσο γιά τήν ἐν πολλοῖς παιδαριώδη θεολογική κριτική ἐπί τῶν κειµένων πρίν  µετά τή διεξαγωγή τῆς Συνόδου ἔχω ἀναφερθῆ σέ ἄλλο µου ἄρθρο[3]. Ἀναµένουµε ἀκόµα 5 χρόνια µετά τά πορίσµατα τῶν ἐπιτροπῶν, στά ὁποῖα ἔχουν παραπεµφθεῖ τά κείµενα τῆς Κρήτης πρός ἀξιολόγηση).

5. Ἀναφερόµενος στό ἄρθρο µου γιά τήν Οὐκρανία ὁ Σεβασµιώτατος Μητροπολίτης Βολοκολάµσκ, περιορίζεται στά ὅσα ἔγραψα γιά τό Μακάριο Μαλέτιτς, γιά τήν κανονικότητα τῆς χειροτονίας του καί τήν ἀποστολική διαδοχή. Σέ ἕνα κείµενο πού ἀσχολεῖται µέ βασικές πτυχές τοῦ ὅλου οὐκρανικοῦ ζητήµατος δηλ. τό δικαίωµα τοῦ Οἰκουµενικοῦ Πατριαρχείου νά ἀποδίδει τήν αὐτοκεφαλία, τή δικαιοδοσία τοῦ Οἰκουµενικοῦ Πατριαρχείου ἐπί τῆς Οὐκρανίας, τήν Ἔκκλητο πρός τό θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τήν ἀναγνώριση χειροτονιῶν ἐκτός τῆς κανονικῆς Ἐκκλησίας καί τήν ἀποστολική διαδοχή, ὁ Σεβασµιώτατος κ. Ἱλαρίων περιορίζεται σέ ὅσα ἔγραψα γιά τόν Μακάριο Μαλέτιτς, ὁ ὁποῖος ἡγεῖτο τῆς µικρότερης ὁµάδας τῶν πρώτων σχισµατικῶν ἐπισκόπων πού συµµετεῖχαν στήν ἑνωτική σύνοδο στίς 15 Δεκεµβρίου 2018 καί ἐξέλεξαν ὡς προκαθήµενο τῆς Αὐτοκέφαλης Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας τόν κ. Ἐπιφάνιο. Ὁ Σεβασµιώτατος θεωρεῖ, ὅτι ὁ Μακάριος Μαλέτιτς δέν ἔχει ἀποστολική διαδοχή, γιατί ἡ χειροτονία του ἀνάγεται στό διάκονο Βίκτωρα Τσεκάλιν, ὁ ὁποῖος δέν εἶχε γίνει ποτέ ἐπίσκοπος. Πιθανολογεῖ λοιπόν κανείς ἀπό αὐτή τήν ἐµµονή, ὅτι ἐάν ἔλειπε ἡ ὁµάδα τοῦ Μακαρίου Μαλέτιτς ἀπό τήν ἑνωτική σύνοδο, τότε θά ἀνεγνώριζε τήν κανονικότητα τῆς ἀνακήρυξης αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας στήν Οὐκρανία. (Θά πρέπει νά εἶναι κανείς πολύ ἀφελής γιά νά πιθανολογεῖ κάτι τέτοιο). Αὐτό εἶναι τό µόνο του πρόβληµα στό ἄρθρο µου. Ὅταν ἔγραψα τό ἄρθρο ἐπεσήµανα ἤδη, ὅτι τό Πατριαρχεῖο Μόσχας προβάλλει ἐσχάτως τά τοῦ Μακαρίου Μαλέτιτς ἀπό ἔνδεια ἐπιχειρηµάτων, ἀφοῦ ὅλα ὅσα ἀπό τήν ἀρχή ὑπεστήριζε (ἀµφισβητοῦσε καί τήν ἔκκλητο κ.λ.π.) δέν µποροῦν νά γίνουν ἀποδεκτά. Μέ ἄλλα λόγια µᾶς λέγει, ὅτι θά ἔπρεπε νά ἀρνηθοῦµε τήν ἐπαναφορά στήν κανονικότητα ἑκατοµµυρίων οὐκρανῶν, ἐπειδή στήν ἁλυσίδα τῶν χειροτονιῶν τοῦ Μακαρίου συµµετεῖχε κάποιος πού, κατά τή γνώµη του, δέ ἦταν ἐπίσκοπος. Προβληµατίζοµαι γιά τά ἑξῆς:

α. Τί διαφορετικό ἔπραξε ὁ Μ. Βασίλειος, ὅταν ἀναγνώριζε καί Ἐπισκόπους τῶν Ἐγκρατιτῶν;[4] Αὐτοί δέν ἦσαν ἀχειροτόνητοι, ἀβάπτιστοι καί χωρίς χρίσµα; Εἶχαν οἱ ἀβάπτιστοι ἀποστολική διαδοχή, ὥστε νά ἀναγνωρισθεῖ ἡ ἱερωσύνη τῶν ἐπισκόπων τους;

β. Ὁ Ἅγιος Μελέτιος Ἀντιοχείας χειροτονήθηκε ἀπό Ἀρειανούς µετά τήν καταδίκη τοῦ ἀρειανισµοῦ ἀπό τήν α´ οἰκουµενική σύνοδο. Εἰσερχόµενος στήν κανονική Ἐκκλησία ὁ Ἅγιος Μελέτιος[5] διέθετε ἀποστολική διαδοχή; Ἀπό ποῦ; Ἐτέθη τέτοιο θέµα; Δέν εἶχε διακοπεῖ ἡ “ἀκολουθία“ τῆς χάριτος σέ ὅσους εὑρίσκονταν µέσα στήν αἵρεση καί τό σχίσµα, ὅπως ἐπισηµαίνει ὁ Μ. Βασίλειος;

γ. Τό ἴδιο δέ συνέβη µέ τόν Ἅγ. Κύριλλο Ἱεροσολύµων;[6] Τό ἴδιο δέ συνέβη µέ τόν Εὐστάθιο Σεβαστείας;[7] Τό ἴδιο δέν ἔκανε καί ὁ Μ. Ἀθανάσιος µέ ἀρειανούς µετά τή σύνοδο τῆς Ἀλεξάνδρειας (362 µ.Χ.)[8], ὅπως καί οἱ διάδοχοι τοῦ Μ. Βασιλείου;[9] Τέθηκε ποτέ θέµα ἀποστολικῆς διαδοχῆς τῶν καθῃρηµένων σχισµατικῶν καί αἱρετικῶν;

Ὅταν αὐτά συµβαίνουν µέ αἱρετικούς, δέν πρέπει πολλῷ µᾶλλον νά συµβαίνουν µέ σχισµατικούς;

Περαιτέρω, ἡ ὑπέρβαση τῆς ἀκρίβειας γίνεται σέ πολλές περιπτώσεις ἀναγνώρισης χειροτονιῶν πού ἔγιναν ἀπό ἕνα Ἐπίσκοπο (καί ὄχι δύο ἤ τρεῖς) ἤ ἀπό καθηρηµένους Ἐπισκόπους. Γιά τήν τελευταία περίπτωση ἀρκεῖ ὁ µακρύς κατάλογος τοῦ Ἱ. Φωτίου[10] πού περέθεσα στό ἄρθρο. Γιά τήν πρώτη περίπτωση ἄς ἀναφερθεῖ καί πάλι ἡ περίπτωση τοῦ Ἐπισκόπου Παλαιβίσκης Σιδηρίου πού ἐχειροτονήθη Ἐπίσκοπος ἀπό µόνο τόν Ἐπίσκοπο Φίλωνα. Ἡ χειροτονία αὐτή ἀναγνωρίστηκε ἀπό τό Μ. Ἀθανάσιο, ὁ ὁποῖος µάλιστα τόν προήγαγε σέ Ἐπίσκοπο Πτολεµαΐδος[11]. Αὐτά καί πολλά ἄλλα παραδείγµατα ὁ Μητροπολίτης Βολοκολάµσκ θέλει νά τά ἀγνοεῖ. Προφανῶς δέν τόν βολεύουν.

Τί δείχνουν ὅλα αὐτά τά ἐνδεικτικά παραδείγµατα; Δείχνουν, ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἔκανε πάντοτε τά πάντα προκειµένου νά ἐντάξει στούς κόλπους της αἱρετικούς καί σχισµατικούς. Μήπως ἴδια δέν εἶναι καί ἡ περίπτωση τοῦ σχισµατικοῦ Μελετίου Λυκοπόλεως[12], ὁ ὁποῖος µόνος χειροτόνησε ἐπισκόπους πού ἔγιναν δεκτοί κατόπιν ἀπό τήν Ἐκκλησία “µυστικωτέρᾳ χειροτονίᾳ”; Εἶναι αὐτό ἀναχειροτονία; Γιατί στήν Ζ´ Οἰκουµενική Σύνοδο, κατά τήν εἰσδοχή στή κανονική Ἐκκλησία εἰκονοµάχων Ἐπισκόπων, ὁ Ἅγ. Ταράσιος ἑρµηνεύοντας τόν 8ο κανόνα τῆς Α´ Οἰκουµενικῆς Συνόδου[13] δέν ἐπιβάλλει ὑποχρεωτικά τήν ἀναχειροτονία, θεωρώντας, ὅτι αὐτή δέν εἶναι ἀναγκαία; Ὁ Μητροπολίτης Βολοκολάµσκ θά διευκόλυνε τήν ἔρευνα, ἐάν µᾶς ἔλεγε, τί ἀκριβῶς εἶναι ἡ µυστικωτέρα χειροτονία καί τί διαφέρει ἀπό τήν χειροτονία, ἐάν αὐτή ἔγινε καί ποῦ αὐτό καταδεικνύεται στίς πηγές καί γιατί αὐτή ἡ ρήτρα δέν ἀναφέρεται σέ ὅλους τούς παραδεδοµένους κώδικες[14]. Στό ἄρθρο µου δέν ἀπέκρυψα τήν ἀδήλου νοήµατος ρήτρα τῆς µυστικωτέρας χειροτονίας γιά τούς σχισµατικούς Μελιτιανούς. Ἔχοντας βάσιµα ὑπ᾽ ὄψιν τόν Ἅγιο Ταράσιο, ὁ ὁποῖος δέν θεώρησε ἀναγκαία τήν ἀναχειροτονία αἱρετικῶν εἰκονοµάχων Ἐπισκόπων προσερχοµένων στήν Ἐκκλησία καί δέν θεώρησε ἐπίσης ἐπιβεβληµένη τήν ἀναχειροτονία κατά τήν ἐφαρµογή τοῦ 8ου κανόνα τῆς Α´ Οἰκουµενικῆς Συνόδου, τόν ἀνέφερα ὡς παράδειγµα ἀπό τίς πηγές, ὅπου αἱρετικοί καί σχισµατικοί εἰσέρχονται στήν Ἐκκλησία ἄνευ χειροτονίας[15]. Γιατί ἡ ἀσαφής θέση τοῦ Σεβασµιωτάτου εἶναι ἐγκυρότερη αὐτῆς τῆς Ζ´ οἰκουµενικῆς Συνόδου καί ἑλλήνων θεολόγων ἱστορικῶν;[16] Ὅταν κατά τή Ζ´ οἰκουµενική Σύνοδο οἱ αἱρετικοί εἰσέρχονται στήν κανονική Ἐκκλησία ἄνευ ἀναχειροτονίας, γιατί οἱ πρώην σχισµατικοί τῆς Οὐκρανίας θά ἔπρεπε νά ἀναχειροτονηθοῦν;

Κατά συνέπεια δέν ἔχει µόνο σηµασία ἡ ἱστορία τοῦ Βικεντίου Τσεκάλιν, ἐάν αὐτός ἦταν ἤ δέν ἦταν ἐπίσκοπος, στήν ὁποία ἀναφέρεται ἤδη στό κείµενο τῆς βιβλικῆς θεολογικῆς ἐπιτροπῆς τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας[17]. Σηµασία ἔχει καί τό γεγονός, ὅτι στή χειροτονία τοῦ Βασιλείου Μπονταρτσούκ ἐκτός τοῦ Τσεκάλιν ἦταν παρών ὁ Ἰωάννης Μπονταρτσούκ, ὁ ὁποῖος κατά τό Μητροπολίτη Ἱλαρίωνα διέθετε τή “συµβατική“ ἀποστολική διαδοχή, ἀφοῦ ἦταν πρώην Ἐπίσκοπος τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας. Ἐάν σέ ἐξαιρετικές περιπτώσεις καί κατ᾽ οἰκονοµία ἡ Ἐκκλησία ἔκανε δεκτή τήν ὑπό ἑνός χειροτονία, αὐτό ἔδιδε τή δυνατότητα τῆς ἀναγνώρισης καί τῆς χειροτονίας τοῦ Βασιλείου, πολλῷ µᾶλλον ὅταν ἡ ἀπουσία τοῦ Βαρλαάµ Ἰλιουσένκο, δέν τεκµηριώνεται πειστικά ἀπό τόν Σεργκέϊ Σουµίλο[18]. Ἡ ἀπουσία στηρίζεται στή µεταγενέστερη µαρτυρία τοῦ ὁδηγοῦ τοῦ Βαρλαάµ, ὡς ἐάν ὁ Βαρλαάµ δέ θά µποροῦσε νά προσέλθει στή χειροτονία του δι᾽ ἄλλου τρόπου καί στή µαρτυρία τοῦ διακόνου τοῦ Βαρλαάµ, ὁ ὁποῖος “ἐξ ὅσων ἐνθυµεῖται” κατά τήν ἡµεροµηνία τῆς χειροτονίας µαρτυρεῖ, ὅτι ὁ Βαρλαάµ παρέµεινε στήν ἐπαρχία του. Ὅταν ὁ ἴδιος δέν εἶναι σίγουρος, ὅτι ἐνθυµεῖται καλά, πῶς µπορεῖ νά εἶναι σίγουρος ὁ ἱστορικός; Πῶς µπορεῖ νά ἀρθεῖ ἡ ὑποψία µιᾶς κατευθυνόµενης µαρτυρίας; Ποιά ἀξία µπορεῖ νά ἔχει ἡ µαρτυρία τοῦ ἰδίου τοῦ Ἰωάννη Μπορντατσούκ, ὅταν ἀνεπιτυχῶς προσπαθεῖ νά εἰσέλθει ἐκ νέου στή Ρωσσική Ἐκκλησία, ἐνῶ πρίν καί µετά ἀπό αὐτή µαρτυρεῖ τήν παρουσία τοῦ Βαρλαάµ στή χειροτονία τοῦ Τσεκάλιν;

Ἀνεξαρτήτως αὐτῶν ἡ χειροτονία τοῦ Μακαρίου Μαλέτιτς ὀφείλει νά ἀναγνωριστεῖ κατ᾽ οἰκονοµία ἐκ µόνου τοῦ γεγονότος, ὅτι χειροτονήσας ἦταν ὁ Μεθόδιος Κουντριακόφ πού προήρχετο ἀπό τήν παράταξη τοῦ Φιλαρέτου πού διέθετε τήν ἀναγκαία κατά τό Μητροπολίτη Βολοκολάµσκ ἀποστολική διαδοχή. Εἶναι βεβαίως πρόοδος ἡ ἀναγνώριση ἀπό τό Μητροπολίτη Ἱλαρίωνα τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς τοῦ Φιλαρέτου, τῆς κύριας παράταξης πού ἀποτελεῖ σήµερα τήν Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας.

Παράλληλα ὅµως ἀπό τή συνέντευξή του τίθενται τά ἐρωτήµατα: Διεµόρφωσε ὁ Τσεκάλιν δική του Ἱεραρχία στήν Οὐκρανία; Μόνο ὁ Μητροπολίτης Βολοκολάµσκ µιλᾶ γιά ἱεραρχία Τσεκάλιν. Διετέλεσε ποτέ πρόεδρος ἤ προκαθήµενος τῆς Αὐτοκέφαλης Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας; Δέν ἦταν µέσα σ᾽ αὐτή ἀπό τό 1992 καί ὁ Φιλάρετος πρίν ἀποσπαστεῖ καί ἱδρύσει τό Πατριαρχεῖο Κιέβου; Στό πλαίσιο αὐτό ὁ Φιλάρετος δέν τέλεσε χειροτονίες πού πληροῦν τό κριτήριο τοῦ Σεβασµιωτάτου; Τῆς αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας ἀπό τό 1990 δέν προΐστατο ὁ Μστίσλαβ Σκρίπνικ, ὁ ὁποῖος µάλιστα ἔδωσε ἐντολή στόν ὑπ᾽ αὐτοῦ χειροτονηθέντα Ἀντώνιο Σέρµπα νά ἐπαναλάβει χειροτονίες ἀµφιβόλου γι᾽ αὐτόν κανονικότητος; Μετά τό θάνατο τοῦ Σκρίπνικ (1993) δέν ἐξελέγη ἀπό τήν ἀπό τόν Σκρίπνικ καθιερωθεῖσα ἱεραρχία Προκαθήµενος ὁ Δηµήτριος Γιαρέµα; Ἀπό τήν ἴδια παράταξη δέν προήρχετο καί ὁ Ἰγκόρ Ἰσιτσένκο; Ἐάν ἀµφισβητηθεῖ ἡ «συµβατική» ἀποστολική διαδοχή πού ἀπαιτεῖ ὁ Σεβασµιώτατος στόν Δηµήτριο  Γιαρέµα καί τόν Ἰγκόρ Ἰσιτσένκο, τότε θά πρέπει νά ἀµφισβητηθεῖ  καί αὐτή τοῦ Σκρίπνικ[19], ἀλλά εὐτυχῶς ὁ Σεβασµιώτατος δέν φτάνει µέχρι ἐκεῖ. Ὁ Γιαρέµα καί ὁ Ἰσιτσένκο δέν ἀνῆκαν κατά συνέπεια στήν ἱεραρχία τοῦ Τσεκάλιν, διότι ὁ Τσεκάλιν δέν διαµόρφωσε ποτέ δική του ἱεραρχία, ὅπως ἀναπόδεικτα ἰσχυρίζεται ὁ Σεβασµιώτατος. Τά ἐρωτήµατα αὐτά ἔχουν ἱστορικό ἐνδιαφέρον, δέν ἔχουν ὅµως καί θεολογική σηµασία γιά τήν κατ᾽ οἰκονοµία ἀναγνώριση τῆς χειροτονίας τοῦ Μακαρίου Μαλέτιτς.

Ἡ κύρια διαφωνία µου µέ τό Σεβασµιώτατο Βολοκολάµσκ δέν εἶναι ἱστορική, ἀλλά θεολογική καί ἀφορᾶ τήν ἀναγκαιότητα ἤ µή τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς ὡς ἐκ τῶν προτέρων προϋπόθεσης γιά τήν ἔνταξη στήν κανονική Ἐκκλησία. Εἶναι λυπηρό µιά Ἐκκλησία πού δέχτηκε στούς κόλπους της Οὐνίτες χωρίς καµιά ἄλλη διαδικασία[20] νά ἐγκαλεῖ τό Οἰκουµενικό Πατριαρχεῖο, ὅτι ἔχει κοινωνία µέ σχισµατικούς καί ἀχειροτόνητους. Εἶναι λυπηρό µιά Ἐκκλησία πού δέχτηκε χωρίς ἄλλο στούς κόλπους της τή Ρωσσική Ἐκκλησία τῆς Διασπορᾶς πού πρίν τήν ἔνταξή της εἶχε κοινωνία µέ σχισµατικούς καί Ἕλληνες Παλαιοηµερολογίτες, νά κατηγορεῖ τό Οἰκουµενικό Πατριαρχεῖο, ὅτι κοινωνεῖ µέ σχισµατικούς. Γιά τό τελευταῖο θά µποροῦσα νά καταθέσω καί τήν προσωπική µου µαρτυρία ἀπό τή διακονία µου στή Γερµανία. Ὁ Σεβασµιώτατος θεωρεῖ, ὅτι οἱ Ρῶσοι Ἐπίσκοποι τῆς Διασπορᾶς ἀποτελοῦν διαφορετική περίπτωση, ἐπειδή δέν καθαιρέθηκαν ἀπό τό Πατριαρχεῖο Μόσχας, ὅπως συνέβη µέ τόν Ἰωάννη Μπονταρτσούκ καί Φιλάρετο Ντενισένκο (προηγουµένως εἶχε δηλώσει, ὅτι ὁ Φιλάρετος Ντενισένκο εἶχε, συµβατική ἔστω, ἀποστολική διαδοχή). Ἀποµένει νά µᾶς πεῖ τήν ἑπόµενη φορά, ὅτι οἱ Ρῶσσοι τῆς Διασπορᾶς δέν ὑπῆρξαν σχισµατικοί!

Ἐάν εἶναι ἔτσι, ἡ Ἐκκλησία καί ἰδιαίτερα ὁ Ἱ. Φώτιος ἔκαναν λάθος παραθέτοντας λίστα καθηρηµένων σχισµατικῶν καί αἱρετικῶν ἐπισκόπων (γιά τήν ὁποία ἔγινε ἤδη λόγος), τῶν ὁποίων οἱ διάδοχοι ἔγιναν δεκτοί στήν κανονική Ἐκκλησία χωρίς ἀναχειροτονία, παρότι ἔχασαν τήν ἀποστολική διαδοχή µέ τήν καθαίρεση καί ἀποκοπτόµενοι ἀπό τήν κανονική Ἐκκλησία. Σέ τέτοια ἀναληθῆ συµπεράσµατα καταλήγει κάποιος, ὅταν δέν ἀποδέχεται  τό  µεγαλεῖο  τῆς  Ἐκκλησίας  πού  διά  τῆς  Οἰκονοµίας  καί τῆς ἐξουσίας πού αὐτή διαθέτει ὑπερβαίνει τούς κανόνες γιά τή σωτηρία τοῦ ποιµνίου της. Πῶς νά ἐξηγήσει ἄλλωστε κανείς διαφορετικά τή χειροτονία τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Νεοκαισαρείας πού δέν ἦταν κἄν παρών ὁ ἴδιος στή δική του χειροτονία, ὅπως µαρτυρεῖ ὁ Ἅγ. Γρηγόριος Νύσσης;[21] Αὐτό  βεβαίως δέν σηµαίνει, ὅτι ἀναγνωρίζεται ὡς κανόνας ἡ ἐξ ἀποστάσεως χειροτονία. Τό ὅτι κάποιος λαϊκός τέλεσε τή Θ. Λειτουργία, ὅπως µαρτυρεῖται στίς πηγές,[22] δέ σηµαίνει, ὅτι ὁ λαϊκός µπορεῖ νά τελέσει τή Θ. Λειτουργία. Ἐδῶ πρέπει νά σηµειωθεῖ, ὅτι τό κείµενο τοῦ Μοναχοῦ Λεοντίου πού συνοδεύει τά Πρακτικά τῆς Δ´ Οἰκουµενικῆς Συνόδου ἀναφέρεται σέ αἱρέσεις καί δέν εἶναι ἁγιολογικό κείµενο πού κατά τόν Μητροπολίτη Ἱλαρίωνα λέει παραµύθια. Τό ὅτι κάποιος χειροτονήθηκε ἀντικανονικά καί παριστάνει τόν Ἐπίσκοπο, δέ σηµαίνει ἀσφαλῶς, ὅτι εἶναι καί Ἐπίσκοπος. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι κάθε φορά ἐκείνη πού κρίνει κατά περίπτωση καί ἀσκεῖ τήν Οἰκονοµία, ἐνῶ ἡ ἱστορική πράξη καταδεικνύει, ὅτι ὅταν πρόκειται γιά τήν “οἰκονοµία τῶν πολλῶν“, αὐτή ἀσκεῖται εὐκολώτερα γιά τή θεραπεία τῶν πολλῶν.

Ὁ Σεβασµιώτατος κατανόησε, ὅτι δέν θεωρῶ ἀπαραίτητη τήν ὕπαρξη ἀποστολικῆς διαδοχῆς προκειµένου γιά τήν ἔνταξη σχισµατικῶν καί αἱρετικῶν στήν Ἐκκλησία. Αὐτό δέν ἀνταποκρίνεται ἀπολύτως στή σκέψη µου. Ἀντίθετα, εἶναι ἀναµφίβολο, ὅτι ἡ ἔνταξή τους στήν κανονικότητα διευκολύνεται, ὅταν αὐτή ὑφίσταται τυπικά σέ σχισµατικούς καί αἱρετικούς. Δικαιοῦται ὅµως κάποιος νά διαλογίζεται, πῶς µπορεῖ νά ὑπάρχει ἀποστολική διαδοχή µέσα στό σχίσµα, ὅταν διακόπτεται ἡ “ἀκολουθία“ τῆς χάριτος, ὅταν τά µυστήρια πού τελοῦνται µέσα σ᾽ αὐτό δέν ἀναγνωρίζονται ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὅταν δέν ὑπάρχει ἡ Χάρις τοῦ Ἁγ. Πνεύµατος. Δικαιοῦµαι νά διαλογίζοµαι, πῶς µέσα στό σχίσµα ἤ τήν αἵρεση µπορεῖ νά µεταβιβάζει κανείς κάτι πού ὁ ἴδιος δέν ἔχει. Ἡ ἀποστολική Διαδοχή εἶναι χάρισµα καί δέν εἶναι µηχανική ἁλυσίδα χειροτονιῶν. Ἡ ἁλυσίδα τῶν χειροτονιῶν διασφαλίζει ἀντίθετα τό χάρισµα καί τήν ὀρθή πίστη. Ἀναζήτηση ἀποστολικῆς διαδοχῆς ἐκτός Ἐκκλησίας σηµαίνει ἀναζήτηση καί ἀναγνώριση Ἐκκλησίας ἐκτός τῆς Μίας Ἁγίας καί Καθολικῆς Ἐκκλησίας. Σέ τέτοιους διαλογισµούς εἰσέρχεται κανείς, ὅταν στίς συγκεκριµένες περιπτώσεις εἰσδοχῆς  αἱρετικῶν  σχισµατικῶν στήν κανονική Ἐκκλησία ἐκεῖνο πού ἐνδιαφέρει εἶναι ἡ πρόθεση, γιά ἔνταξη στήν κανονική Ἐκκλησία. Στίς συγκεκριµένες αὐτές περιπτώσεις δέν τίθεται ποτέ θέµα ὕπαρξης ἀποστολικῆς διαδοχῆς. Στίς πάµπολλες περιπτώσεις χειροτονιῶν πού ἐξήτασε ὁ Ἅγιος Ταράσιος στήν Ζ´ Οἰκουµενική Σύνοδο παροµοίως δέν ἐτέθη θέµα ἀποστολικῆς διαδοχῆς. Θεωρώντας ὅλα αὐτά ὡς δεδοµένα καί θεωρώντας στίς ἀρχαῖες πηγές, ὅτι ἐκεῖνο πού πρωτίστως ἐνδιαφέρει εἶναι ἡ διαδοχή πίστεως καί ὄχι τάξεως, ὅπου ἡ δεύτερη τεκµαίρει καί διασφαλίζει τήν πρώτη, ἔχω τήν πεποίθηση, ὅτι ἡ βαρύτητα πρέπει νά δίδεται στή διαδοχή πίστεως καί ὄχι τάξεως. Βαρύτητα στίς διαδοχή τάξεως δόθηκε ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία στούς νεώτερους χρόνους στίς περιπτώσεις προσέλευσης στήν Ὀρθοδοξία Προτεσταντῶν καί ἰδιαίτερα τῶν Ἀγγλικανῶν, ὑπό τό βάρος τῆς ἐξέτασης ἤ µή σ᾽ αὐτούς τῆς Ἱερωσύνης ὡς µυστηρίου. Στήν περίπτωση ὅµως τῶν ἀναγνωρισθέντων ὡς κανονικῶν ἐπισκόπων στήν Οὐκρανία, ὑπάρχει καί ἡ διαδοχή πίστεως καί ἡ διαδοχή τάξεως, δεδοµένης καί τῆς δυνατότητας ἀναγνωρίσεως τῆς χειροτονίας ἐπισκόπου ὑπό ἑνός ἐπισκόπου, ἀκόµα καί ὅταν στήν περίπτωση τοῦ Μακαρίου Μαλέτιτς γίνει δεκτό, ὅτι οἱ δύο ἀπό τούς τρεῖς χειροτονήσαντες ἐπισκόπους δέν διέθεταν ἀποστολική διαδοχή, κάτι πού δέν εὐσταθεῖ. Ὡς ἐκ τούτου θεωρῶ, ὅτι ἡ ἀποστολική διαδοχή τάξεως δέν ἔχει νόηµα νά ἀναζητεῖται σέ σχισµατικούς ἤ αἱρετικούς, ὅσο αὐτοί εὑρίσκονται µέσα στό σχίσµα ἤ τήν αἵρεση, διότι ἡ ἀποστολική διαδοχή πού διέθεταν διά τῆς ἀποκοπῆς τους ἀπό τήν κανονική Ἐκκλησία, εἶναι νεκρά. Εἶναι δυνατόν ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία νά θεωρεῖ τά µυστήρια τῶν αἱρετικῶν καί τῶν σχισµατικῶν ὡς ἄκυρα καί ἀπό τήν ἄλλη νά δεχώµαστε, ὅτι ὁ σχισµατικός ἤ ὁ αἱρετικός πού τά τελεῖ εἶναι διάδοχος τῶν Ἀποστόλων, διαθέτοντας ἀποστολική διαδοχή; Εἶναι ἤ δέν εἶναι αὐτό παράνοια; Ὡς ἐκ τούτου δέν µπορεῖ αὐτή νά ἀποτελεῖ προϋπόθεση ἔνταξης στήν κανονική Ἐκκλησία.

Βεβαίως ὁ Σεβασµιώτατος στό βιβλίο του “Τό Μυστήριο τῆς πίστης“ µᾶς ἐπισηµαίνει, ὅτι θά πρέπει νά διακρίνουµε τούς αἱρετικούς ἀπό τούς σύγχρονους ἑτερόδοξους καί οἰκειοποιούµενος ἀπόψεις καί ἄλλων θεολόγων καταλήγει µαζί µέ τόν Ἅγιο Φιλάρετο Μόσχας στό ἑξῆς: “Καµιά Ἐκκλησία πού πιστεύει, ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι Χριστός, δέν θά εἶχα τό θράσος νά τή χαρακτηρίσω ὡς ψευδῆ“. Μιλώντας γιά τά σχίσµατα ἐπισηµαίνει, ὅτι πολλές φορές τά σχίσµατα δηµιουργήθηκαν ἀπό πολιτικά αἴτια καί ὄχι θεολογικά.

Μέ βάση τά ἀνωτέρω διερωτᾶτι κανείς γιά τά ἑξῆς:

α. Γιατί τά ἀνωτέρω ἰσχύουν γιά πολλούς ἄλλους, ὄχι ὅµως γιά τούς πρώην σχισµατικούς τῆς Οὐκρανίας;

β. Γιατί οἱ ἀπόψεις αὐτές ὑπάρχουν µόνο σέ ξενόγλωσσες µεταφράσεις τοῦ βιβλίου[23] (στό ὑποκεφάλαιο Ἡ Ἐκκλησία καί οἱ Ἐκκλησίες) “Τό Μυστήριο τῆς Πίστης“ καί δέν ὑπάρχει στήν ἑλληνική µετάφραση[24] τοῦ βιβλίου καί στό πρωτότυπο ρωσσικό κείµενο;[25]

Δέν θά ἤθελα νά ὀξύνω τό λόγο καί ὁ ἀναγνώστης µπορεῖ νά καταλήξει µόνος σέ προφανῆ θλιβερά συµπεράσµατα, γιά τόν ἄνθρωπο πού νοµίζει, ὅτι µπορεῖ νά καθοδηγήσει κατά τό δοκοῦν τήν σύγχρονη Ὀρθοδοξία.

6. Τό ἐρώτηµα γιά τήν Έκκλησία τῆς Γεωργίας θά ἦταν καλύτερα  νά µήν εἶχε τεθεῖ στόν Μητροπολίτη Βολοκολάµσκ. Τοῦτο δέ, ὄχι γιατί δέν εἶναι ἐνδιαφέρον ὡς ἐρώτηµα, ἀλλά γιατί ἡ ἀπάντηση ἐκθέτει τόν ἴδιο τό Μητροπολίτη καί τό Πατριαρχεῖο Μόσχας. Εἶναι, δυστυχῶς, γεγονός, ὅτι τό Πατριαρχεῖο Μόσχας ἔχει εἰσβάλει στήν κανονική δικαιοδοσία τοῦ Πατριαρχείου Γεωργίας στίς περιοχές τῆς Ἀµπχαζίας καί τῆς Ὀσετίας. Ἀποτελώντας τοῦτο ἐξάρτηµα τοῦ ρωσσικοῦ πολιτικοῦ καθεστῶτος καί ἐξυπηρετώντας τίς ἰµπεριαλιστικές του ἐπιδιώξεις πού τό ὁδήγησαν στήν στρατιωτική κατάληψη τῶν περιοχῶν αὐτῶν, ἀποστερεῖ µέ τή δύναµη τῶν ὅπλων τήν ἄσκηση τῆς κανονικῆς δικαιοδοσίας ἀπό τό Πατριαρχεῖο Γεωργίας σ᾽ αὐτές. Τί νόηµα ἔχει ἡ θεωρητική ἀναγνώριση τῆς δικαιοδοσίας τοῦ Πατριαρχείου Γεωργίας, ὅταν αὐτή δέν µπορεῖ νά ἀσκηθεῖ στήν πράξη; Μέ τό πρόσχηµα τῆς στρατιωτικῆς ρωσσικῆς εἰσβολῆς στήν Ἀµπχαζία καί τήν Ὀσετία, τήν ὁποία τό Πατριαρχεῖο Μόσχας καί προφανῶς στηρίζει, ὁ ὑποτιθέµενος φρουρός τῆς κανονικῆς τάξης εἰσπηδᾶ χρόνια τώρα σέ ἀλλότριο ἐκκλησιαστικό ἔδαφος καί διά τῆς συνόδου του καί χωρίς συστολή ἀρκεῖται στή δήλωση, ὅτι ἀναγνωρίζει τή δικαιοδοσία τοῦ Πατριαρχείου Γεωργίας στίς περιοχές αὐτές. Ὁµολογεῖ δηλ. ἀπερίφραστα καί χωρίς αἰδῶ τή διάπραξη τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἐγκλήµατος ἀπό τή µεριά του. Αὐτό ὁδήγησε τόν Ἀρχιεπίσκοπο Κύπρου Χρυσόστοµο νά ἐκφράσει τήν ἀγανάκτησή του γιά τίς ἐνέργειες µιᾶς Ἐκκλησίας πού θέλει νά ἔχει πρωταγωνιστικό ρόλο στά ὀρθόδοξα πράγµατα. Εἶναι ἀσφαλῶς βέβαιο, ὅτι ἐάν τό Πατριαρχεῖο Μόσχας τό µποροῦσε, καί οἱ συνθήκες ἦταν εὐνοϊκές θά εἶχε παραβιάσει καί τήν κανονική δικαιοδοσία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου µετά ἰδίως τήν ἀναγνώριση ἀπό τή µεριά της τῆς Αὐτοκέφαλης Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας. Αὐτό ἄλλωστε ἐπιχειρεῖ νά κάνει καί στή δικαιοδοσία τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως στήν Τουρκία. Τό ἐγχείρηµα ὅµως ἀπέβη ἀνεπιτυχές. Ὁ ἐργαζόµενος ρωσσικός πληθυσµός στήν Τουρκία ἔχει στή ζωή του νά ἀσχοληθεῖ µέ σοβαρότερα πράγµατα.

Τελείως ἀδόκιµα ὁ Μητροπολίτης Ἱλαρίων ἀναφέρεται καί στό Αὐτοκέφαλο τό παλαιό τῆς Ἐκκλησίας τῆς Γεωργίας. Δέν χρειάζεται νά ἀναφερθῶ τό τί ἔπραξε τό 1811 (τότε πού τό κατέλυσε) καί γιά ἕνα αἰῶνα τό Πατριαρχεῖο Μόσχας στή Γεωργία καί πόσο σεβάστηκε τό αὐτοκέφαλο (?), τό ὁποῖο τώρα ἀναγνωρίζει. Δέν χρειάζεται νά ἀναφερθῶ καί στίς πολλαπλές παρεµβάσεις µεταγενέστερα κατά τή διάρκεια τοῦ κοµµουνιστικοῦ καθεστῶτος. (Παραλείπω καί τήν τελευταία παρέµβαση στό ἔδαφος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Γεωργίας µετά τά περασµένα Χριστούγεννα πού προκάλεσε τήν ἀντίδραση τοῦ λαοῦ καί τή διαµαρτυρία τοῦ Πατριάρχη Ἠλία). Τήν ἀπάντηση δίδει τό ἴδιο τό Πατριαρχεῖο Γεωργίας, τό ὁποῖο µετά τήν πτώση τοῦ κοµµουνιστικοῦ καθεστῶτος στράφηκε καί ἔλαβε ἀπό τό Οἰκουµενικό Πατριαρχεῖο τό συνοδικό Τόµο τῆς Αὐτοκεφαλίας του.[26] Ἡ ἀναγνώριση τῆς Αὐτοκεφαλίας ἐζητήθη καί ἐδόθη ἀπό τό Οἰκουµενικό Πατριαρχεῖο καί αὐτά δέν “ἄρχισαν νά λένε τόν τελευταῖο καιρό οἱ ὀπαδοί τοῦ Φαναρίου”, ὅπως ὑποστηρίζει ὁ Σεβασµιώτατος. Θά ἦταν καλό ὁ Σεβασµιώτατος νά διαβάσει τόν Τόµο τῆς Αὐτοκεφαλίας, ὅπου ὑπάρχει καί ἡ ἀναφορά στό Βαλσαµῶνα[27] -ἡ µόνη διασωζόµενη µαρτυρία- γιά τό ἀρχαῖο Αὐτοκέφαλο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Γεωργίας.

Διακρίνω σ᾽ αὐτή τήν ἀποστροφή τοῦ Σεβασµιωτάτου χολή καί µῖσος κατά τοῦ Οἰκουµενικοῦ Πατριαρχείου. Ἴσως τά συναισθήµατα αὐτά νά γεννῶνται ἀπό συµπλέγµατα κατωτερότητος ἀπό µιά Ἐκκλησία πού πιστεύει, ὅτι µπορεῖ νά ἀνατρέψει τήν κανονική τάξη τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. Εὔχοµαι ὁλόψυχα νά εἶµαι ὑπερβολικός καί ἡ διαίσθησή µου αὐτή νά µήν ἀνταποκρίνεται στήν πραγµατικότητα. Ἐάν βέβαια κάτι πρέπει νά ἀνατραπεῖ στήν τάξη τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, εἶναι ἡ µνηµόνευση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου ὡς πέµπτης στή σειρά προκαθεδρίας, ἀµέσως µετά ἀπό τά 4 πατριαρχεῖα πού ἔλαβαν Πρεσβεῖα Τιµῆς ἀπό Οἰκουµενικές Συνόδους. Ἀµέσως µετά ἀπό αὐτά θά πρέπει νά ἀκολουθεῖ ἡ Ἐκκλησία τῆς Κύπρου, δεδοµένου, ὅτι ἔλαβε τήν Αὐτοκεφαλία (ὄχι ὅµως καί Πρεσβεῖα) ἀπό τήν Γ´ Οἰκουµενική Σύνοδο καί ἀµέσως µετά ἡ Ἐκκλησία τῆς Γεωργίας.

Καί κάτι τό τελευταῖο σ᾽ αὐτή τήν ἑνότητα πού ἀναδεικνύει τίς κακόβουλες ρωσσικές προθέσεις: Ὅταν ὁ Πατριάρχης Γεωργίας Ἠλίας Β´ -ὁ φέρων τόν τίτλο: Ἀρχιεπίσκοπος Μετσχέτης καί Τιφλίδος καί Καθολικός Πατριάρχης πάσης Γεωργίας καί Μητροπολίτης Μπιτσβίντα καί Σοχούµ-Ἀµπχαζίας- ἔστειλε ἐπιστολή στόν Πατριάρχη Μόσχας Κύριλλο γιά τήν ἐκδηµία τοῦ Ἐπίτιµου Ἐξάρχου τῆς Λευκορωσίας, τοῦ Μητροπολίτου Φιλαρέτουἡ ἐπιστολή αὐτή δηµοσιεύτηκε στόν ἐπίσηµο ἱστότοπο τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας, ὅπου ὁ Πατριάρχης Γεωργίας σηµειώνεται ἁπλᾶ ὡς «Καθολικός Πατριάρχης Γεωργίας». Αὐτό σηµαίνει, ὅτι τό Πατριαρχεῖο Μόσχας δέν ἀναγνωρίζει πλήρως τόν τίτλο: «Μητροπολίτης Μπιτσβίντα καί Σοχούµ-Ἀµπχαζίας». Κατά τά ἄλλα τό Πατριαρχεῖο Μόσχας ἀναγνωρίζει τή δικαιοδοσία τοῦ Πατριαρχείου Γεωργίας στήν Ἀµπχαζία!

7. Ὁ Μητροπολίτης Ἱλαρίων ἐπισηµαίνει: «Ἡ ἀπελευθέρωση τῆς Ἑλλάδας θά ἦταν ἀδύνατη χωρίς τή συµµετοχή καί τήν ὑποστήριξη τῆς Ρωσσίας». Ἐνέχει αὐτή ἡ δήλωση ἱστορική ἀλήθεια; Ὅση ἱστορική ἀλήθεια διαθέτει ὁ ἰσχυρισµός, ὅτι ἡ Ρωσσία βοήθησε ἤ βοηθᾶ στήν ἐπίλυση τοῦ Κυπριακοῦ µέ τήν ἀπελευθέρωση τοῦ βορείου τµήµατος τῆς νήσου, ἄλλο τόσο ἔχει ἱστορική ἀλήθεια, ὅτι ἡ ἀπελευθέρωση τῆς Ἑλλάδος ὀφείλεται στή ρωσσική βοήθεια καί χωρίς αὐτή δέ θά ἦταν δυνατή.

Τή Ρωσσία τή βρίσκει κανείς στή Συρία, τή Λιβύη, τό Ἀζερµπαϊτζάν, ἀκόµα καί στή Βενεζουέλα, τήν βρίσκει ὅµως, λανθανόντως ἤ µή, ἀπέναντι σέ ὅ,τι εἶναι ἑλληνικό. Αὐτό δυστυχῶς διαχρονικά µαρτυρεῖ ἡ ἱστορία.

Ποιά ἦταν ἡ συµµετοχή καί ἡ ὑποστήριξη τῆς Ρωσσίας στήν ἀπελευθέρωση τῆς Ἑλλάδας;

Ὁ δεσµός τῶν δύο χωρῶν Ἑλλάδας καί Ρωσσίας ἐπηρεαζόταν καί συνεχίζει νά ἐπηρεάζεται µέχρι σήµερα ὄχι µόνον ἀπό τήν ἱστορική ὑποδοµή τῶν σχέσεών τους, ἀλλά καί ἀπό τή γεωπολιτική σηµασία τῶν Στενῶν τοῦ Βοσπόρου. Πιό συγκεκριµένα ἡ Μεσόγειος, καί εἰδικότερα ἡ Ἀνατολική Μεσόγειος, ἀποτελεῖ θάλασσα µέ τεράστια γεωπολιτική σηµασία, καί ὡς ἐκ τούτου ἰσχυρό προσδιοριστικό παράγοντα τῶν Ἑλληνορωσσικῶν σχέσεων.[28] Ἑποµένως, εἶναι ἀναγκαῖο νά ἐπισηµανθεῖ, ὅτι ὁ καλύτερος σύµµαχος τῶν Ἑλλήνων (κατά τό 18ο αἰώνα καί µέχρι τῆς δηµιουργίας τοῦ νεοσύστατου κράτους), ὑπῆρξε ἡ ἔντονη ἐπιθυµία καί ἡ προσπάθεια τῆς Ρωσσίας µέ ἐλεύθερη τή διέλευση νά ἀπεγκλωβιστεῖ ἀπό τά Στενά τοῦ Βοσπόρου. Αὐτός ἦταν ἴσως καί ὁ σοβαρότερος παράγοντας τῆς φιλικῆς στάσης τῆς Ρωσσίας ἔναντι τῆς Ἑλλάδος, πέρα ἀπό τό ὁµόδοξο, πού ἑνίοτε ἡ ἴδια προέβαλε.[29]

Μετά καί τήν ἵδρυση τῆς Φιλικῆς Ἑταιρίας, στή Ρωσσία ὅπως καί στήν Εὐρώπη, καλλιεργεῖται ἕνα φιλελληνικό ρεῦµα. Ὁ κόµης Στρογανόφ, πρέσβης στήν Κωνσταντινούπολη, ὁ Ἰωάννης Καποδίστριας καί τό πολεµικό κόµµα τῆς Ἁγίας Πετρούπολης τάχθηκαν, ἄµεσα ἤ ἔµµεσα, µέ τήν πλευρά τῶν ὁµοδόξων Ἑλλήνων.[30] Ρώσσοι φιλελεύθεροι, διανοούµενοι καί τό νεογέννητο κίνηµα τῶν Δεκεµβριστῶν ὑποστήριξαν τήν Ἑλληνική κίνηση γιά τήν Ἀπελευθέρωση ἀπό τούς Ὀθωµανούς.[31] Τά φιλελληνικά αἰσθήµατα ἐκφράσθηκαν µέ χαρακτηριστικό τρόπο ἀπό πολλούς Ρώσσους ποιητές καί συγγραφεῖς. Γιά παράδειγµα τά γραπτά τοῦ Ἀλέξανδρου Πούσκιν, τοῦ µεγαλύτερου ποιητή τῆς Ρωσσίας,[32] ἐµπνέονται ἀπό τόν Ἀγώνα τῶν Ἑλλήνων καί γίνονται ὕµνοι γενικῆς ἐξέγερσης στά Βαλκάνια,[33] µέ συνέπεια ὁ Τσάρος Ἀλέξανδρος Α´ νά τόν ἐξορίσει στή Νότια Ρωσσία (Βεσσαραβία) τόν Ἀπρίλιο τοῦ 1820.[34]

Ὁ Ἀλέξανδρος Α´ πληροφορεῖται στό Συνέδριο τῶν ἐκπροσώπων τῆς Ἱερᾶς Συµµαχίας τοῦ Laybach (σηµ. Λιουµπλιάνα τῆς Σλοβενίας) τήν ἵδρυση τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας καί ἀντιµετωπίζει τό γεγονός ἀρνητικά. Κατακρίνει τήν ἐγκληµατική πράξη, ὅπως χαρακτηριστικά ἀναφέρει, τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας καί ἀποσύρει παράσηµα καί ἀξιώµατα ἀπό τούς Ὑψηλάντη καί Βλαδιµηρέσκου. Ὁ ἰσχυρισµός ἦταν, ὅτι ἡ ἐπίσηµη Ρωσσία, δεσµευµένη ἀπό τήν Ἱερά Συµµαχία, δέν µποροῦσε νά ὑποστηρίξει τούς ἐπαναστατηµένους Ἕλληνες.[35] Ἡ συµπεριφορά του αὐτή προκύπτει ἀπό τό φόβο του γιά τό ἐνδεχόµενο νά καταστραφεῖ ὅλο τό σύστηµα διεθνῶν σχέσεων πού µέ τή δική του δραστήρια συµµετοχή οἰκοδοµήθηκε στό Συνέδριο τῆς Βιέννης. Ὁ Ρῶσσος αὐτοκράτορας δέν θέλησε νά χάσει τόν τίτλο τοῦ εἰρηνοποιοῦ καί οἰκοδόµου τῆς Εὐρώπης γιά χάρη τῆς ἀπελευθέρωσης τῶν Βαλκανίων. Ἡ Ρωσσία δέν ἦταν προετοιµασµένη νά ἀντισταθεῖ στήν ἑνωµένη Εὐρώπη καί νά ἀναλάβει τό ρίσκο ἑνός νέου πολέµου, διότι αὐτό θά ἔβαζε σέ κίνδυνο τήν ἴδια της τήν ὕπαρξη.

Ὁ Ἀλέξανδρος Α´ ὅταν τό 1821 ξεσπᾶ ἡ Ἑλληνική Ἐπανάσταση, βρισκόταν σέ δίληµµα, καθώς ἀπό τή µιά πλευρά τόν ἔδενε ἡ Ἱερά Συµµαχία καί τό συνέδριο τοῦ Laybach κι ἀπό τήν ἄλλη δέν µποροῦσε νά µήν ἀκολουθήσει τήν πάγια ἀντιτουρκική πολιτική τῆς χώρας του. Ἐν τούτοις ἀποκηρύττει τό κίνηµα τοῦ Ἀλέξανδρου Ὑψηλάντη καί τόν διαγράφει ἀπό τούς ρωσσικούς στρατιωτικούς καταλόγους. Ἡ ἀνθελληνική πολιτική τοῦ Τσάρου δέν ἦταν οὔτε συγκυριακή, οὔτε ἑτεροκίνητη, γράφει ὁ Κ. Σιµόπουλος γιά τό Ρῶσσο ἡγέτη, πού «εὐνοεῖ» µόνο ὅσα κινήµατα κατά τῆς Τουρκίας ἐξυπηρετοῦν τά ρωσσικά συµφέροντα![36]

Οἱ τουρκικές φρικαλεότητες εἰς βάρος τῶν Ἑλλήνων, µέ ἀποκορύφωµα τόν ἀπαγχονισµό τοῦ Πατριάρχη τό Πάσχα τοῦ 1821, ἡ παραµονή τῶν τουρκικῶν στρατευµάτων στή Μολδοβλαχία µετά τήν ἀποτυχία τοῦ Ἀλ. Ὑψηλάντη θά προβληµατίσουν περισσότερο τόν Τσάρο, πού ἀµφιταλαντεύεται µεταξύ τῶν φιλειρηνικῶν προτάσεων καί τοῦ πνεύµατος τῆς Ἱερᾶς Συµµαχίας ἀπό στενούς του συµβούλους καί τῶν προτεινοµένων εἰσηγήσεων γιά ἐµπόλεµη ἐπίλυση τῶν διαφορῶν µέ τούς Τούρκους. Μέ δύο ἐγκυκλίους του, ὁ Ρῶσσος πρεσβευτής Στρογανόφ, ἀποκαλύπτει στούς πρώτους µῆνες τοῦ 1821, τήν ἐπίσηµη ρωσσική πολιτική. Συγκεκριµένα, ἔδωσε, µέ τήν µέν πρώτη (9/21 Μάρτη 1821), ἐντολές στά ρωσσικά προξενεῖα στήν Ἀνατολή νά τονίζουν, ὅτι ἡ Ρωσσία εἶναι παντελῶς ἀµέτοχη ὅσων ἔχουν γίνει στή Μολδοβλαχία ἀπό τόν Ἀλέξανδρο Ὑψηλάντη (στρατηγός τοῦ ρωσσικοῦ στρατοῦ) καί τούς συνεργάτες του, µέ τή δεύτερη (4/16 Ἀπρίλη 1821) δέ ἀνακοίνωσε πώς ὁ Τσάρος καταδίκαζε τόν Ὑψηλάντη.[37]

Μέ τήν ἔναρξη τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπανάστασης, τά µέλη τῆς Ἱερᾶς Συµµαχίας καί τά Εὐρωπαϊκά κράτη λησµόνησαν τίς «ἀρχές νοµιµότητας» καί τό κάθε κράτος πῆρε θέση, κατά τό συµφέρον του.[38] Κατά τήν Ρωσσίδα ἱστορικό Ὄλγα Μπορίσοβνα Σπάρο, ἡ Ρωσσία ἦταν ἡ πρώτη πού ἐγκατέλειψε τίς ἀρχές τῆς Ἱερῆς Συµµαχίας. Αὐτή ἡ ρωσσική ἄποψη ἔχει µεγάλη σηµασία, ἄν ληφθεῖ ὑπόψη τό γεγονός, ὅτι ἕνα ἄλλο µέλος τῆς Ἱερῆς Συµµαχίας, ἡ Αὐστρία τοῦ Μέττερνιχ, ἀντιδροῦσε συνεχῶς σέ κάθε πολιτική πού θά βοηθοῦσε τήν ἀπελευθέρωση τῶν βαλκανικῶν λαῶν καί τῶν Ἑλλήνων![39] Εἶναι ἀρκετά ρεαλιστική ἡ ἐξήγηση τῆς Σπάρο γιά τούς πραγµατικούς  λόγους  πού  ὤθησαν  τήν  ἐπίσηµη  ρωσσική  πολιτική  νά µεταλλαχθεῖ. Ἡ ἴδια γράφει σχετικά: «…Ἡ τσαρική κυβέρνηση καί ἡ αὐλή της ἐπεδίωκαν νά κυριεύσουν µιά σειρά ἀπό σηµεῖα στηρίγµατα στό Δούναβη, στά βόρεια καί στά ἀνατολικά παράλια τῆς Μαύρης Θάλασσας, καί ἀκόµα νά ἐξαπλώσουν τήν ἐπιρροή τους στά ἀνασυγκροτηµένα Βαλκάνια κράτη καί στήν Ἑλλάδα…».[40]

Ἀφοῦ µεσολάβησε στίς 6/7/1821 τό ρωσσικό τελεσίγραφο, µέ τό ὁποῖο παρουσιάζεται ἡ Ἑλληνική Ἐπανάσταση ὡς ξεσηκωµός καταδυναστευοµένου ἀπό βάρβαρο δυνάστη ἔθνους κι ὄχι ὡς στασιαστική ἐξέγερση ὑποκινούµενη ἀπό «διεθνεῖς ἀνατροπές», τήν ἄνοιξη τοῦ 1822, ὁ Τσάρος Ἀλέξανδρος, ἐµφανίζεται ἀπρόθυµος νά πολεµήσει ἐναντίον τοῦ Σουλτάνου! «Ἐγένετο»,   µάλιστα,   ὅπως   γράφει   ὁ   Π.   Καρολίδης, «εἰρηνικός, συντελεσάντων εἰς τοῦτο τῶν ἀγγελθέντων ὑπό τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ ἀντιβασιλέως τῆς Πολωνίας µεγάλου δουκός Κωνσταντίνου (τοῦ πρότερον ὑποψηφίου Ἕλληνος αὐτοκράτορος Κωνσταντινουπόλεως) περί ἐπικειµένης ἐπαναστάσεως τῶν Πολωνῶν ἐν περιπτώσει πολέµου καί τῆς ἐκραγείσης ἐπαναστάσεως ἐν Ἰσπανίᾳ».[41] Στίς ἑαρινές συζητήσεις Ρωσσίας καί Αὐστρίας, ἀπεσταλµένος τοῦ Τσάρου ἦταν ὁ Τάτιστσεφ, στόν ὁποῖο ὁ Μέττερνιχ εἶπε ὅτι ἡ Αὐστρία θά ἐγκατέλειπε τούς Ρώσσους, ἐάν κήρυτταν τόν πόλεµο κατά τοῦ Σουλτάνου καί ὅτι µόνο γιά βελτίωση τῆς τουρκικῆς διοίκησης µποροῦσαν νά γίνουν διαπραγµατεύσεις καί ὄχι γιά τή δηµιουργία ἡµιανεξαρτήτου Ἑλλάδας. Καί ἐνῶ ἀποφασίστηκε νά γίνει µιά νέα Σύνοδος τῶν ἡγεµόνων τῆς Εὐρώπης, ὁ Τσάρος, γιά νά ἔχει τή σύµπραξη   τῶν   συµµάχων   του,   θά   ἔπρεπε,   κατά   τό   Μέττερνιχ,   νά «θυσιάσει» τόν Ἰ. Καποδίστρια.[42] Πράγµατι, ἡ τσαρική αὐτή πολιτική ἐπέφερε καί τήν ἀποµάκρυνση τοῦ Ἰ. Καποδίστρια ἀπό τή ρωσσική Αὐλή πρό τά τέλη τοῦ θέρους τοῦ 1822.[43]

Σύµφωνα µέ τήν Σπάρο οἱ Ἕλληνες ἐπαναστάτες στήριζαν µεγάλες ἐλπίδες στή ρωσσική βοήθεια, ὅταν ξεκινοῦσαν τίς κινήσεις ἐξέγερσης στίς Παραδουνάβιες περιοχές. Οἱ ἡγέτες τῆς ἐξέγερσης ἦσαν βέβαιοι γιά τή βοήθεια τῆς Ρωσσίας καί τήν ὑπόσχονταν στό λαό. Ἡ Σπάρο ἐπισηµαίνει ὅτι «… Ὁ Ἀλέξανδρος Ὑψηλάντης, στίς ἐκκλήσεις του πρός τούς κατοίκους τῆς Μολδαβίας, καί τῆς Βλαχίας, ὁ Παπαφλέσσας καί ὁ Τσακάλωφ στίς τολµηρές τους ὁµιλίες πρός τούς κατοίκους τῆς Πελοποννήσου, δήλωναν πώς µόλις αὐτοί ὑψώσουν τή σηµαία τῆς Ἐπανάστασης, τά ρωσσικά συντάγµατα θ᾽ ἀρχίσουν νά τσακίζουν τά στρατεύµατα τῶν κατακτητῶν τους…».[44] Διαψεύστηκαν οἰκτρά! Σχετικά µέ τόν Καποδίστρια µεγάλη µερίδα τῆς ρωσσικῆς ἱστορικῆς σκέψης παραδέχεται ὅτι «ἦταν φλογερός φίλος τῆς Ρωσσίας καί πίστευε πώς ἡ Ἑλλάδα θά µπορέσει νά ἀποκτήσει τήν ἀνεξαρτησία της µόνον µέ τή βοήθεια τοῦ µεγάλου κράτους τοῦ βορρᾶ...».[45]

Ὅλα αὐτά ἀπεδείχθησαν φροῦδες ἐλπίδες.

Ἄλλωστε, τίς ἐλπίδες τῶν Ἑλλήνων γιά βοήθεια ἀπό τή Ρωσσία συντηροῦσαν καί ἐξέτρεφαν καί οἱ Ρῶσσοι πρόξενοι καί διερµηνεῖς πού ὑπῆρχαν στίς ἐµπορικές πόλεις καί τά λιµάνια, µέσα καί ἔξω ἀπό τήν Ἑλληνική περιοχή. Οἱ περισσότεροι ἀπό αὐτούς ἦσαν Ἕλληνες ἤ ἑλληνικῆς καταγωγῆς, πολλοί ἀπό ἐκείνους πού εἶχαν σταδιοδροµήσει στό ρωσσικό στράτευµα µετά τό Β´ Ρωσσοτουρκικό πόλεµο ἤ εἶχαν µετοικίσει στή Ρωσσία ἀποφεύγοντας τούς διωγµούς τῶν Τούρκων. Ἀρκετοί ἀπό τούς ἐπίσηµους αὐτούς ἀπεσταλµένους ἐκπροσώπους τῆς Ρωσσίας ἔγιναν Φιλικοί. Ἐπίσης βοήθησαν τόν ἀγώνα στήν ἑλληνική περιοχή, µέ τήν ἀσυλία πού εἶχαν καί τό δικαίωµα προστασίας τῶν ὁµοδόξων, κρύβοντας ἐπαναστάσεις, µεταφέροντας ὅπλα καί παρέχοντας ὑποστήριξη µέ παραστάσεις στή σουλτανική κυβέρνηση γιά τίς ἀδικίες καί αὐθαιρεσίες τῶν ὑπαλλήλων της εἰς βάρος τῶν Ἑλλήνων.

Ὑπάρχουν ἐνδείξεις ὅτι ὁ Τσάρος Ἀλέξανδρος Α´, ἄλλαξε στάση ἔναντι τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἀγώνα γιά ἀνεξαρτησία, ἀλλά ἡ ἀλλαγή αὐτή φαίνεται νά παρουσιάζεται ὡς θρησκευτική ὑποστήριξη τῶν ὁµόδοξων Ἑλλήνων καί πάντα ἐκδηλώνεται ἀντιµετωπίζοντας τό ἑλληνικό πρόβληµα ὡς θρησκευτικό. Ἔτσι µετά τόν ἀπαγχονισµό τοῦ Πατριάρχη Γρηγορίου τοῦ Ε´, ὁ Ρῶσσος πρέσβης πρότεινε στούς πρέσβεις τῆς Ἀγγλίας, Γαλλίας καί Αὐστρίας στήν Πόλη νά ἐπιδώσουν κοινό διάβηµα στό σουλτάνο γιά τίς µαζικές σφαγές τῶν Ἑλλήνων. Ὁ Ἄγγλος πρέσβης, λόρδος Στρένγκφορντ, ἀρνήθηκε τήν πρωτοβουλία τοῦ Ρώσσου συναδέλφου του.[46] Σταδιακά ἀρχίζει νά διαφαίνεται ἡ νέα ἐπίσηµη ρωσσική πολιτική, µέ κάποια διπλωµατική παρέµβαση στή ἑλληνοτουρκική διένεξη. Ἡ Ρωσσία παρέχει διαβατήρια στούς Ἕλληνες τῆς Κωνσταντινούπολης, ὥστε νά σωθοῦν ἀπό τούς διωγµούς.[47] Ἡ ρωσσική διπλωµατική παρέµβαση ἐκδηλώνεται ἐπίσης ἔντονα κατά τήν ἔναρξη τῆς ἐπανάστασης µέ διάφορα διαβήµατα τοῦ Ρώσσου πρέσβη στήν Κωνσταντινούπολη. Ὅταν ἡ Πύλη ἀξιώνει ἀπό τό Ρώσσο πρέσβη νά ἀπελαθοῦν ὅλοι οἱ Ἕλληνες πού ἔχουν καταφύγει στή Ρωσσία, γιατί εἶναι ἐγκληµατίες, ὁ Στρογανόφ ἀπέρριψε τό αἴτηµα, µέ τό ἐπιχείρηµα ὅτι παρέχεται ἄσυλο στούς Ἕλληνες στό ὄνοµα τῆς χριστιανοσύνης καί τοῦ ἀνθρωπισµοῦ.[48]

Ἡ ἰδέα τῆς ὑποστήριξης τοῦ ἀγώνα τῶν Ἑλλήνων γιά τήν ἀπελευθέρωσή τους ἦταν πολύ δηµοφιλής σέ ὅλα τά στρώµατα τῆς ρωσσικῆς κοινωνίας. Ἀρκεῖ νά ἀναφέρουµε ὅτι τό φθινόπωρο τοῦ 1822 ἡ Ἱερά Σύνοδος ἐκδίδει ἐγκύκλιο γιά συγκέντρωση ὑλικῆς βοήθειας γιά τούς Ἕλληνες πρόσφυγες καί αἰχµαλώτους. Στόν κύκλο αὐτό δίνεται ἐπίσης ἐντολή γιά διεξαγωγή ἐνυπόγραφου ἐράνου µεταξύ τῶν κληρικῶν, ὡς και προσφορά ἱερῶν σκευῶν ἀπό χρυσό καί πολύτιµους λίθους.

Εἶναι ἡ ἐποχή πού ἕνα κύµα φιλελεύθερων κύκλων στή Ρωσσία συγκεντρώνει 300.000 ρούβλια γιά τήν ἐξαγορά ἀπό τήν Τουρκία Ἑλλήνων αἰχµαλώτων. Τά χρήµατα τελικά κατασχέθηκαν ἀπό τόν Τσάρο. Δόθηκε ἔτσι στόν Ἀλέξανδρο Α´ ἡ εὐκαιρία νά δικαιολογηθεῖ, ὅτι ὑπερασπίζει τούς Ἕλληνες ὡς χριστιανούς, ἀλλά τούς ἐπικρίνει ὡς ἐπαναστάτες.

Ἀπαιτεῖται ἰδιαίτερη προσοχή στή συναγωγή συµπερασµάτων ἀναφορικά µέ τή συµµετοχή καί τήν ὑποστήριξη τῆς Ρωσσίας στήν ἀπελευθέρωση τῆς Ἑλλάδας τό 1821. Ἡ ἐπίσηµη ρωσσική διακυβέρνηση ὑπό τήν ἐξουσία τοῦ Τσάρου Ἀλέξανδρου Α´ αὐτονόητα δέν ἐπιθυµοῦσε καµία ἀνάµειξη στήν Ἐπανάσταση τῶν Ἑλλήνων καθώς ἡ Ρωσσία δέν ἦταν προετοιµασµένη νά ἀντισταθεῖ στίς ἐπιταγές τῆς ἑνωµένης Εὐρώπης ριψοκινδυνεύοντας τή συµµετοχή της σέ ἕνα νέο πόλεµο. Ὁ Τσάρος ἀποκήρυξε τό κίνηµα τοῦ Ἀλέξανδρου Ὑψηλάντη ὑπηρετώντας οὐσιαστικά µιά ἀνθελληνική πολιτική, ἡ ὁποία δέν ἦταν οὔτε συγκυριακή ἀλλά οὔτε καί ἑτεροκίνητη.[49] Οἱ λιγοστές φιλικές διπλωµατικές κινήσεις τοῦ Τσάρου πρός τήν Ἑλλάδα ἔχουν τόν χαρακτήρα θρησκευτικῆς ὑποστήριξης πρός τούς Ἕλληνες στό πλαίσιο τῆς µονοδιάστατης ἐµφάνισης τοῦ ἑλληνικοῦ ζητήµατος ὡς θρησκευτικοῦ.

Ἡ ἱστορική ἀλήθεια βρίσκεται στό γεγονός, ὅτι φιλέλληνες Ρῶσσοι ἀλλά καί Ἕλληνες ἤ ἑλληνικῆς καταγωγῆς, οἱ ὁποῖοι εἶχαν σταδιοδροµήσει στό ρωσσικό στράτευµα, ἐνίσχυσαν παντοιοτρόπως, τούς ὁµόδοξους ὑπόδουλους Ἕλληνες στόν µακροχρόνιο ἀπελευθερωτικό Ἀγώνα τους, ὁ ὁποῖος πραγµατοποιήθηκε ἐπιτυχῶς καί χωρίς τή συµµετοχή καί τήν ὑποστήριξη τῆς ἐπίσηµης Ρωσσίας! Τό µόνο πού δέν εἶναι ἀληθές εἶναι, ὅτι ἡ Ἑλλάδα χωρίς τή βοήθεια τῆς Ρωσσίας δέν θά εἶχε ἀπελευθερωθεῖ, ὅπως ἀνιστόρητα καί ἀλαζονικά ὑποστηρίζει ὁ Μητροπολίτης Ἱλαρίων.

8. Ἐκεῖνο βέβαια πού δέν ἐνδιέφερε τούς ἀναγνῶστες τῆς Συνέντευξης τοῦ Σεβασµιωτάτου εἶναι ἡ ἀναφορά στό πρόσωπό µου, σέ µεταβάσεις µου στή Μόσχα καί ἡ προσπάθειά µου νά ἐκµάθω τή ρωσσική γλῶσσα. Εἶναι ἀληθές, ὅτι ὁ Σεβασµιώτατος µέ διευκόλυνε ποικιλοτρόπως κάθε φορά πού µέ τήν ἄδεια τοῦ Οἰκουµενικοῦ Πατριάρχου, ἐλεύθερος ἀπό λοιπές ὑποχρεώσεις, εἶχα τή δυνατότητα νά φιλοξενηθῶ στήν Ἀκαδηµία τοῦ Ἁγίου Σεργίου. Μέ διευκόλυνε ἐπίσης στή ἔκδοση τῆς ἀπαραίτητης βίζας στήν ρωσσική Πρεσβεία ἐδῶ στήν Ἀθήνα µέ τήν πρόσκληση πού µοῦ ἔστελνε. Δέν ἔχω παρά νά ἐκφράσω µία ἀκόµα φορά τίς θερµές µου εὐχαριστίες. Ἡ παραµονή µου στή Ρωσσία ἦταν γιά µένα µιά ξεχωριστή εὐλογηµένη ἐµπειρία. Ἡ γλῶσσα ἦταν τό µέσο. Ἀπαραίτητη γιά νά µπορεῖ κανείς νά ἐπικοινωνεῖ µέ τούς ἀνθρώπους, νά γνωρίζει τήν κοινωνία, τήν Ἐκκλησία, τίς θεολογικές σπουδές, τήν πολιτική καί τό κοινωνικό περιβάλλον. Ἔτσι ἔµαθα πολλά, καινούργια καί διαφορετικά, γνώρισα πολλά καί πολλούς, θαύµασα πολλά, ἀλλά ἀπόρησα καί διερωτήθηκα γιά πολλά. Κυρίως θαύµασα τήν ἁγνή πίστη τοῦ ρωσσικοῦ λαοῦ. Δέν ἔχω καµιά δυσκολία νά πῶ, ὅτι αὐτή µέ στήριζε καί µέ δίδαξε. Παρότι λοιπόν ἔχω πολλές ἀγαθές ἀναµνήσεις καί παρότι, ἐάν µοῦ δοθεῖ ἡ εὐκαιρία, θά ξαναπάω στή Ρωσσία, ὅταν περάσει ἡ µάστιγα τοῦ κορονοϊοῦ, αὐτό δέ σηµαίνει, ὅτι θά ἤθελα νά µείνω γιά πάντα ἐκεῖ. Ἡ ἐλευθερία, ὁ σεβασµός στόν ἀντίπαλο καί τήν διαφορετική γνώµη καί ἡ δηµοκρατία εἶναι ἀγαθά πού µόνο ὅταν αἰσθανθεῖς νά ἀπειλοῦνται, καταλαβαίνεις βαθύτερα τήν ἀξία τους. Ὁ καθένας βέβαια πρέπει νά ζήσει στό περιβάλλον πού γεννήθηκε καί νά παλέψει µέσα σ᾽ αὐτό. Παντοῦ ὑπάρχουν δυσκολίες καί προβλήµατα. Τό σηµαντικότερο βέβαια εἶναι τό πῶς αἰσθάνεται κανείς µέσα του.

῞Ολα αὐτά ὅµως καί πολλά ἄλλα ἀφοροῦν ἐµένα καί δέν ἐνδιαφέρουν τούς ἀναγνῶστες. Ἐκεῖνο ὅµως πού διέκρινα στά εὐγενικά λόγια τοῦ Σεβασµιωτάτου εἶναι ἕνα ἐνδόχυµο παράπονο, ἐάν βεβαίως κατάλαβα καλά. Τό παράπονο, ὅτι ἐγώ ὁ εὐεργετηθείς, στρέφοµαι κατά τῶν εὐεργετῶν µου. Ἐκεῖνο ὅµως πού αἰσθάνοµαι, εἶναι θλίψη καί πόνος, κάθε φορά πού πρέπει νά ἐκφράσω τή διαφωνία µου µέ θέσεις καί πράξεις τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας. Αἰσθάνοµαι πόνο, γιατί τό Πατριαρχεῖο Μόσχας ἀπειλεῖ τήν ἑνότητα τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. Αἰσθάνοµαι πόνο γιά τήν ἐπιδιωκόµενη ἀνατροπή τῆς κανονικῆς τάξεως. Αἰσθάνοµαι πόνο γιά τίς πολλαπλές παραβιάσεις τῆς κανονικῆς τάξεως. Αἰσθάνοµαι πόνο γιά τή διακοπή τῆς µεταξύ µας κοινωνίας.

Μπροστά σ᾽ αὐτή τήν κατάσταση, ὅπως τήν ἀντιλαµβάνοµαι, ἐκφράζω τή θέση µου χωρίς κάποια ἐµπάθεια. Τό νά μή µιλήσω καί νά µή γράψω κάτι, αὐτό εἶναι ἀδύνατο. Ἴσως αὐτό θά περίµενε ὁ Μητροπολίτης Ἱλαρίων. Ἡ ἐλευθερία τῆς ἔκφρασης εἶναι θεῖο δῶρο καί κατάκτηση τοῦ ἀνθρωπίνου πολιτισµοῦ. Καί ἐν προκειµένῳ, πέρα ἀπό τά ἱστορικά καί κανονικά ἐπιχειρήµατα πού θεωρῶ ἀκλόνητα, θεωρῶ, ὅτι ἕνας λαός τόσων ἑκατοµµυρίων δικαιοῦται νά εἶναι µιά Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία, ὅπως εἶναι καί οἱ ἄλλες 14. Ὅσες φορές συναντήθηκα µέ τό Σεβασµιώτατο δέν κάναµε κάποια συναλλαγή οὔτε ἀνέλαβα κάποια δέσµευση. Ἄλλωστε δέν εἶχε προκύψει τότε ἀκόµα τό θέµα. Μέ ὅλα αὐτά δεδοµένα θεωρῶ, ὅτι καλῶς ἔπραξε τό Οἰκουµενικό Πατριαρχεῖο καί ἀπέδωσε τήν αὐτοκεφαλία καί ὅσο µπορῶ θά στηρίζω τήν ἀπόφαση αὐτή ὡς εὑρισκόµενη στά πλαίσια τῆς κανονικότητας.

Γιά τόν Πατριάρχη Βαρθολοµαῖο µπορεῖ, κανείς ἐφ᾽ ὅσον τοῦ τό ἐπιτρέπει ἡ συνείδησή του, νά λέει ὅ,τι θέλει. Ἡ δική µου συνείδηση ὑποκλίνεται στόν ἄνθρωπο πού, παρά τίς ἀντιξοότητες τόσο στή σύνοδο τῆς Κρήτης, ὅσο καί µέ τήν ἀπόδοξη Αὐτοκεφαλίας στήν Οὐκρανία, παρέµεινε πιστός στή δογµατική καί κανονική παράδοση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Σ᾽ αὐτά δέν ὑπάρχουν καί δέν µποροῦν νά γίνουν συναλλαγές.

Εὔχοµαι εἰλικρινά νά εἶναι βραχύ τό διάστηµα τῆς µεταξύ µας διάστασης. Κάποια πράγµατα γιά νά συνειδητοποιηθοῦν χρειάζονται χρόνο, ἐνῶ ἡ ἀλήθεια εἶναι πολλές φορές δυσβάστακτη καί πικραίνει. Ἀλλά καί σέ αὐτό τό διάστηµα τῆς ἀκοινωνησίας ἡ ἀγάπη µου καί ἡ ἐκτίµησή µου γιά τόν πιστό λαό τοῦ Θεοῦ στήν Ρωσσία θά παραµένει ἀµετάπτωτη.


***

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Οἰκουµενικός Πατριάρχης Βαρθολοµαῖος, Πατριαρχικός Λόγος περί τήν Ἁγίαν καί Μεγάλην Σύνοδον, Ἀθῆναι 2017, 22. «Ἐάν παρά τάς καταβληθείσας προσπαθείας τῆς ὑµετέρας Παναγιότητος καί τῶν ἄλλων Προκαθηµένων τῶν κατά τόπους Ἐκκλησιῶν δέν ἐπιτυγχάνεται, δέν διασφαλίζεται ἡ συµµετοχή µιᾶς Ἐκκλησίας εἰς τήν Σύνοδον, κατά τήν συνάντησιν τῶν Προκαθηµένων τήν 16ην Ἰουνίου εἰς τήν Κρήτην πρός ἐξέτασιν τοῦ Σχεδίου Μηνύµατος, δυνάµεθα νά λάβωµεν ἀπόφασιν, ἡ ὁποία θά παράσχη τήν δυνατότητα διεξαγωγῆς τῆς Συνόδου παρά τήν ἀπουσίαν µιᾶς ἤ πλειόνων Ἐκκλησιῶν, διότι ἄλλως θά εὑρεθῶµεν πράγµατι πρό ἀδιεξόδου». (Βλ. καί Πρακτικά Συνάξεως Προκαθηµένων τόν Ἰανουάριο 2016, σελ. 256). 

[2] Τό κείµενο ἔγινε ἀντικείµενο συζήτησης ἀπό διορθόδοξη προπαρασκευαστική ἐπιτροπή πού συνῆλθε 9-17 Δεκεµβρίου 2009 στό Σαµπεζύ, ἐπεξεργασθεῖσα ἕνα προηγούµενο σχέδιο κειµένου τοῦ ἔτους 1993. Βλ. Ἐπίσκεψις 498 (1993) 24-25 καί Ἐπίσκεψις 707 (2009) 9.

[3] Βλ. Κυρίλλου (Κατερέλου), Ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῆς Κρήτης, Ἀθῆναι 2020 231-270 (Κεφ. 3, Ἡ ἀξιολόγηση τῶν κειµένων τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου ἀπό 4 Ἐκκλησίες πού ἀπουσίαζαν ἀπό αὐτή).

[4] Ράλλης-Ποτλῆς, Σύνταγµα θείων καί ἱερῶν Κανόνων…, Δ´, 91-92 (Κανών Α´).

[5] Ὁ Ἅγιος Μελέτιος χειροτονηθείς ὑπό καθῃρηµένων Ἀρειανῶν «ἀνῆλθεν ἐπί τοῦ ἄµβωνος καί ἐκήρυξε τό ὁµοούσιον, ἡ δέ χειροτονία οὐκ ἀπεδοκιµάσθη», ὅπως µαρτυροῦν καί τά Πρακτικά τῆς Ζ´ Οἰκουµενικῆς Συνόδου. ACO 4, 1, 92.

[6] Σωκράτους, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία ΙΙ, V, 8. Σωζοµενοῦ, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία IV, 25 καί VIII, 7.

[7] ACO 4, 1, 228-230: («Ἔξαρχος ἦν τῆς αἱρέσεως τῶν Μακεδονιανῶν», ἀλλά «µετά λιβέλλου ὁ ἅγιος Βασίλειος καί Πατήρ ἐδέξατο αὐτόν». Εἶχε καταδικασθεῖ ὡς ἀρειανόφρων ἀπό τή Σύνοδο τῆς Μελιτινῆς).

[8] ACO 4, 1, 94: «ἀλλ᾽ ὡς οἰκονοµίαν τινά ἐπινοῶν ὁ πατήρ ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος οὕτως ἐξέθετο· ὅθεν ἔκρινεν αὐτούς δέχεσθαι εἰς τόν κλῆρον, ὅσοι οὔκ εἰσι διδάσκαλοι τῆς αἱρέσεως».

[9] ACO 4, 1, 110: «οἱ µετ᾽ ἐκείνων τῆς ἐκκλησίας διάδοχοι τούς ὑπό αἱρετικῶν χειροτονηθέντας, εἶτα βελτιωθέντας ἐδέξαντο».

[10] Πατριάρχου Φωτίου, Ἐρωτήµατα Δέκα, PG 104, 1224AD καί PG 104, 1229A-1231A.

[11] Βλ. καί Πηδάλιο, σελ. 3. Π. Τρεµπέλας, Δογµατική 3, 301. 15. PG 82, 928B-932B.

[12] PG 82, 928B-932B.

[13] Ρ.Π. Β΄, 133.

[14] JPMigne PG 82, 929-930, ὑποσ40.

[15] ACO 4, 1, 70.

[16] Ὁ Β. Γιαννόπουλος, «Ἡ ἀποδοχή τῶν αἱρετικῶν κατά τήν Ζ´ Οἰκουµενικήν Σύνοδον», Θεολογία 59 (1988) 538, ὑποσ. 101: «Πρέπει νά ἀποκλεισθεῖ ἡ ἰδέα τῆς ἀναχειροτονίας τῶν Καθαρῶν καί τῶν Μελιτιανῶν».

[17] Βλ. B. Hallensleben, Orthodoxe Kirche in der Ukraine-Wohin, Münster 2019, 108.

[19] Μητρ. Μάξιµος Σάρδεων, Συλλογή Μελετῶν καί κειµένων, Κατερίνη 1998, 168-169.

[20] Ἱ. Κοτσώνης, Ἡ κανονική ἄποψις περί τῆς ἐπικοινωνίας µετά τῶν ἑτεροδόξων, Ἐν Ἀθήναις 1957, 176.

[21] Γρηγόριος Νύσσης, Εἰς τόν βίον τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θαυµατουργοῦ, PG 46, 909B.

[22] 26. Mansi 7, 821C-824B.

[23] Hilarion Alfejev, Geheimnis des Glaubens. Einfühung in die orthodoxe dogmatische Theologie, Freiburg / Schweiz 2003, 142-146.

[24] Hilarion Alfejev, Τό Μυστήριο τῆς Πίστης, Ἀθήνα 2011.

[25] Митрополит ИЛАРИОН, ТАИНСТВО ВЕРЫ, 11-e ИЗДАНИЕ, МОСКВА 2017.

[26] Βλ. Episkepsis 435 (15 Mars 1990) 7-9 καί 9-10: Tomos patriacal et synodal concernant la reconnaissance et approbation officielle de l’ autocéphalie de la très sainte Église de Georgie – Acte patriarcal et synodal conférant la dignité patriarchale au Primat de la très sainte Église de Géorgie.

[27] Episkepsis 435 (1990) 8: “Par conséquent nous déclarons en synode dans le Saint- Esprit et proclamons la très saine Église de Géorgie comme derant appartenir- et être considerée telle-au groupe des Églises orthodoxes autocéphales soeurs, et cela sous son ancienne constitution et organisation attestée aussi par Balsamon qui écrit: “(…) car on dit qu’ à l’ époque du très saint patriarche Pierre d’ Antioche, la grane ville de dieu, un reglement synodal a eu lieu selon lequel l’ Église d’ Ibérie serait libre et autocéphale (…)” (Cf. Rallis-Potlis, Constitution des saints Canons, Athènes 1852, Vol. II, p. 172.).

[28] Π. Στάµου, «Οἱ Ρῶσοι καί ἡ Ἑλληνική Ἐπανάσταση τοῦ 1821», Ὁµιλία στή Σχολή Ναυτικῶν Δοκίµων, Πειραιᾶς 2009, σ. 4.

[29] Δ.  Μπεκιάρης,  «Ὁ  Ρωσικός  παράγοντας  καί  ἡ  Ἑλλάδα»,  ἐφηµερίδα  ΑΞΙΑ, 23.03.2007, σ. 16.

[30] Σπ. Τρικούπης, Ἱστορία τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως, τ. Α´, σ. 23.

[31] Γ. Άρς, Τό κίνηµα τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας στή Ρωσία, δ.δ., Μόσχα 1970, σ. 179.

[32] Ἀπ. Βακαλόπουλος, Ἱστορία τοῦ Νέου Ἑλληνισµοῦ. Ἡ Μεγάλη Ἑλληνική Ἐπανάσταση (1821-1829), τ. Ε´, Θεσσαλονίκη 1980, σ. 243.

[33] Δ. Φαρσόλα, Ὁ Ἀλέξανδρος Πούσκιν καί ἡ Ἑλληνική Ἐπανάσταση 1821-1829, Ἀθήνα 2001, σ. 36-37.

[34] Π. Στάµου, «Οἱ Ρῶσοι καί ἡ Ἑλληνική Ἐπανάσταση τοῦ 1821», Ὁµιλία στή Σχολή Ναυτικῶν Δοκίµων, Πειραιᾶς 2009, σ. 22.

[35] Ἀπ. Βακαλόπουλος, Ἱστορία τοῦ Νέου Ἑλληνισµοῦ. Ἡ Μεγάλη Ἑλληνική Ἐπανάσταση (1821-1829), τ. Ε´, Θεσσαλονίκη 1980, σ. 224.

[36] Κ. Σιµόπουλος, Πῶς εἶδαν οἱ ξένοι τήν Ἑλλάδα τοῦ ᾽21, Ἀθήνα 1999, σ. 112.

[37] Γ. Άρς, Τό κίνηµα τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας στή Ρωσία, δ.δ., Μόσχα 1970, σ. 99.

[38] Ο. Μπορίσοβνα Σπάρο, Ἡ ἀπελευθέρωση τῆς Ἑλλάδος καί ἡ Ρωσσία, 1821-1828, Μόσχα 1965, σ. 8.

[39] Ο. Μπορίσοβνα Σπάρο, Ἡ ἀπελευθέρωση τῆς Ἑλλάδος καί ἡ Ρωσία, σ. 8-9.

[40] Μπορίσοβνα Σπάρο, Ἡ ἀπελευθέρωση τῆς Ἑλλάδος καί ἡ Ρωσία, σ. 9.

[41] Π. Καρολίδης, Ἱστορία τῆς Ἑλλάδος µετ᾽ εἰκόνων, Κατερίνη 2006, σ. 58.

[42] Απ. Βακαλόπουλος, Ἱστορία τοῦ Νέου Ἑλληνισµοῦ, σ. 229.

[43] Ο. Μπορίσοβνα Σπάρο, Ἡ ἀπελευθέρωση τῆς Ἑλλάδος καί ἡ Ρωσία, σ. 111.

[44] Μπορίσοβνα Σπάρο, Ἡ ἀπελευθέρωση τῆς Ἑλλάδος καί ἡ Ρωσία, 1821-1828, σ. 36.

[45] Μπορίσοβνα Σπάρο, Ἡ ἀπελευθέρωση τῆς Ἑλλάδος καί ἡ Ρωσσία, σ. 37.

[46] Ε. Φεοκτίστωφ, Ὁ ἀγώνας τῆς Ἑλλάδας γιά ἀνεξαρτησία, Ἁγία Πετρούπολη 1951, σ. 64.

[47] Π. Στάµου, «Οἱ Ρῶσοι καί ἡ Ἑλληνική Ἐπανάσταση τοῦ 1821», σ. 30.

[48] Π. Στάµου, «Οἱ Ρῶσοι καί ἡ Ἑλληνική Ἐπανάσταση τοῦ 1821», σ. 31.

[49] Ἀπ. Βακαλόπουλος, Ἱστορία τοῦ Νέου Ἑλληνισµοῦ, σ. 228.

Δεν υπάρχουν σχόλια: