e-περιοδικό της Ενορίας Μπανάτου εν Ζακύνθω. Ιδιοκτήτης: Πρωτοπρεσβύτερος του Οικουμενικού Θρόνου Παναγιώτης Καποδίστριας (pakapodistrias@gmail.com), υπεύθυνος Γραφείου Τύπου Ι. Μητροπόλεως Ζακύνθου. Οι δημοσιογράφοι δύνανται να αντλούν στοιχεία, αφορώντα σε εκκλησιαστικά δρώμενα της Ζακύνθου, με αναφορά του συνδέσμου των αναδημοσιευόμενων. Η πνευματική ιδιοκτησία προστατεύεται από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Τα νεότερα στα θεματικά ένθετα

Πέμπτη 7 Δεκεμβρίου 2023

Χριστούγεννα

Γράφει η ΔΙΟΝΥΣΙΑ ΜΟΥΣΟΥΡΑ

Μεγάλη γυναίκα η Ασημίνα, πλησίαζε τα 74. Όμως, η χαρά της ήταν να φροντίζει παιδιά κι εγγόνια κι ας μη χρειάζονταν πια φροντίδα ούτε τα μεν ούτε τα δε.

Και οι δυο της κόρες, με μόρφωση και καλοπαντρεμένες, είχαν περάσει τα 50 και το μικρότερο από τα 5 εγγόνια της, ο  Ανδρέας, ήταν ήδη 22 χρονών. Είχε πάρει το όνομα του παππού του. Είχε χάσει τον Ανδρέα της κάπου δέκα χρόνια πριν. Ήταν πολύ δεμένο ανδρόγυνο, παντρεύτηκαν από αγάπη, 17 χρονών η Ασημίνα και μόλις είχε απολυθεί από φαντάρος ο Ανδρέας.

Οι κόρες της,  πολύ αγαπημένες μεταξύ τους, το ίδιο και τα παιδιά τους, έτσι, όλες τις επίσημες και χρονιάρες μέρες, γιόρταζαν μαζί.

Έμενε μόνη η Ασημίνα. Η μοναξιά, την έκανε να νιώθει απόγνωση, πολλές φορές. Χρόνια πριν, της είχαν προτείνει και οι δυο της κόρες, να πάει να μείνει με τη μια ή την άλλη.

 Το μελέτησε και το ζύγισε καλά η Ασημίνα, είχε ακούσει και εμπειρίες άλλων γνωστών, ηλικιωμένων  και αποφάσισε, καλύτερα κυρά κι αφέντρα στο κονάκι της κι ας ήταν μόνη.

 Έτσι μετά από πολλή σκέψη και περισυλλογή, απέρριψε την πρόταση κι αποφάσισε να μείνει στο σπιτάκι της κι ό,τι θέλει ο Θεός, ας γίνει.

Τις γιορτές, την έπαιρναν πάντα κοντά τους.

Ξημέρωναν Χριστούγεννα. Είχε αγοράσει μικρό-δωράκια για όλους, είχε φτιάξει γλυκά και φαγητά που γνώριζε πως τους αρέσουν και όταν πήγε να την πάρει ο εγγονός της ο Ανδρέας, ήταν έτοιμη.

-Γιαγιά μου, μην ακουμπάς εκεί το ταψί, είναι πολύ ζεστό και θα κάνει ζημιά.

-Σου είπα να το βάλουμε πίσω, στο πορτ-μπαγκάζ, μα δεν ήθελες.

Μα, πώς να βάλει φαγητό εκεί πίσω; Εκεί πίσω, ήταν το  κρεβάτι του σκύλου τους, του «μπόμπι» και οι κουβέρτες του, τρίχες παντού.

Έβαλε το ταψί στα πόδια της κι έφτασαν.  

Φιλήθηκαν, αντάλλαξαν ευχές όλοι, επαίνεσαν  όλα αυτά που έφτιαξε η Ασημίνα και βγήκε έξω στον πίσω κήπο όπου οι γαμπροί της με φίλους έψηναν στο μπάρμπεκιου «γύρο» και δίπλα σε άλλο μπάρμπεκιου, παϊδάκια, μπιφτέκια και λουκάνικα.

 Ήταν μεγάλη παρέα, γύρω στα 35 άτομα, ανάλογα, και τα φαγητά.

Κάθισε σε μίαν άκρη η Ασημίνα. Λίγο μετά, της λέει η μια κόρη:

-Μάνα, κάθισε στην άλλη γωνία, για να μπορούμε να περνάμε από εδώ.

 Μετακινήθηκε η Ασημίνα. Μία από τις εγγονές:

-Γιαγιά, κάνε πιο πέρα σε παρακαλώ, εδώ θέλουμε να καθίσουμε εμείς τα κορίτσια.

Σηκώνεται ξανά, και πηγαίνει στην απέναντι γωνία, μα έφερνε ρεύμα εκεί και κρύωνε.  Σηκώθηκε για μία ακόμα φορά και πήγε μέσα. Πήγε να καθίσει σε έναν καναπέ:

-Μητέρα, ο γαμπρός, έλα κάθισε από εδώ, να τα λέτε με τη μάνα μου και τον πατέρα μου και τον άλλο συμπέθερο με τη  συμπεθέρα.

Μα τι να πει με αυτούς η Ασημίνα; Οι συμπέθεροι είχαν άνοια, έμεναν σε Ίδρυμα και τους είχαν φέρει σπίτι για λίγο, λόγω ημέρας.

 Η μία συμπεθέρα, δεν έβλεπε και δεν άκουγε καλά, η άλλη, έβλεπε μεν, αλλά δεν άκουγε ούτε βόμβα να έπεφτε δίπλα της.

Όλοι τους, κόντευαν τα 90! Πλησίασε, τους χαμογέλασε, τους ευχήθηκε τα Χρόνια Πολλά, από ένστικτο περισσότερο, αντέδρασαν οι συμπεθέρες.

Όταν ήρθε η ώρα του φαγητού, οι κόρες γέμισαν τα πιάτα των συμπεθέρων και τους  σερβίρισαν. Βοήθησαν τους δυο γέρους να φάνε, εκείνο το λίγο που έτρωγαν.

Προσπαθούσε να φάει και η Ασημίνα, αλλά της κόπηκε η όρεξη με την πρώτη μπουκιά…Η μία συμπεθέρα, φορούσε μασέλες που προφανώς, επειδή είχαν αδυνατήσει τα ούλα, δεν εφάρμοζαν καλά, και όπως προσπαθούσε να μασήσει, έπεφταν. Σταυροκοπήθηκε κρυφά η Ασημίνα, να μην την πάρουν χαμπάρι, απολογούμενή στο Θεό, που «τόλμησε» να δείξει ασέβεια, και να σιχαθεί με το θέαμα. Μα, ήταν και η άλλη συμπεθέρα, που μάσαγε και μιλούσε ταυτόχρονα και πετιόνταν από το στόμα της σάλια και τροφή που έφταναν στο πιάτο της.

Όλοι γύρω, έτρωγαν ξέγνοιαστα και μιλούσαν χαρούμενα.

-Τι κάνουν τα κορίτσια και τ' αγόρια μας, πώς τα πάτε εδώ; Ωραία παρεούλα, έτσι;

 Ήταν η μικρή της κόρη που ήρθε να δει πώς πάνε τα γερόντια, αν έφαγαν και να τσουγκρίσει το ποτήρι της μαζί τους, έτσι, για το καλό.

-Μάνα, δεν έφαγες τίποτα, γιατί; Είσαι αδιάθετη ή δε σου άρεσαν τα φαγητά, ρώτησε ανήσυχη.

-Όχι, ψυχή μου, τίποτα από αυτά. Αλλά, να, σαν να πείνασα το πρωί και πριν έλθω εδώ, έφαγα ένα αυγό με μια φέτα ψωμί και δεν πεινάω πολύ. Άλλωστε, είπε προσπαθώντας να χαμογελάσει, κρατάω την όρεξή μου να φάω λίγο από το κάθε γλυκό!

Ησύχασε η κόρη και πήγε πάρα πέρα να μιλήσει και με άλλους. Το γλέντι είχε ανάψει για καλά. Χαρούμενοι και χορτάτοι όλοι, και με τη μπύρα να ρέει άφθονη, όλοι στο κέφι. Μια χαρμόσυνη και όμορφη γιορτινή μέρα!

Μια γιορτή, όμως, όπου οι γριές και οι γέροι δεν είχαν θέση.   Η Ασημίνα, ξεχασμένη εκεί με τους δυο γέρους και τις συμπεθέρες που αφού καλόφαγαν και ήπιαν κι ένα ποτηράκι, έγειραν το κεφάλι κι άρχισαν να ροχαλίζουν.

 Χίλιες σκέψεις περνούσαν από το μυαλό της Ασημίνας. Πώς αλλάζει η ζωή για τον άνθρωπο όταν γεράσει, να μη χωράει, παρά μόνο σε μια γωνιά, κι εκείνη χώρια από τους νέους

Κάποια στιγμή, εσκεμμένα έγειρε το κεφάλι η Ασημίνα, σαν τις συμπεθέρες, προσποιούμενη πως κοιμάται κι αυτή. Σε λίγα λεπτά, πέρασε από μπροστά ο γαμπρός, βλέποντας τους γέρους και τις γριές να κοιμούνται του καλού θεού, φώναξε και τους άλλους, κάνοντάς τους νόημα να μην κάνουν θόρυβο και τους ξυπνήσουν,  για να…απολαύσουν το θέαμα. Όταν απομακρύνθηκαν και βγήκαν έξω όλοι, σηκώθηκε αθόρυβα η Ασημίνα, πήγε στο σαλόνι όπου τα μεγάλα εγγόνια έβλεπαν τηλεόραση και σκύβοντας, λέει στον Ανδρέα ψιθυριστά:

-Κουράστηκα πολύ Ανδρέα μου, μπορείς να με πετάξεις σπίτι μια στιγμή; Αλλά μην λες τίποτα κι ανησυχήσεις τους άλλους. Πρόθυμος ο Ανδρέας, βγήκε αθόρυβα με τη γιαγιά και την πήγε σπίτι της.

- Αν πάρουν είδηση, καθησύχασέ τους όλους, δεν έχει τίποτα η γιαγιά, απλά κουράστηκε και την πήγα σπίτι.

Οι σκέψεις, ωρίμαζαν στο μυαλό της όλες τις ώρες που πέρασε με τους συμπεθέρους.  

Την επόμενη των Χριστουγέννων, οι κόρες οικογενειακώς, είχαν κανονίσει να πάνε όλοι μαζί σε μια ωραία παραθαλάσσια περιοχή, κάπου 200 χιλιόμετρα από τη Μελβούρνη.

Παλιά, την καλούσαν και πήγαινε μαζί τους, μα όχι πια, γιατί θα ήταν κουραστικό για αυτήν.

Πρωί την άλλη μέρα, πήρε τηλέφωνο για τα Χρόνια Πολλά, την Αργυρώ  την Αθανασία και την Ελένη. Φίλες από τα παλιά χρόνια που δούλευαν μαζί, στο ίδιο εργοστάσιο.

Έμεναν όλες στην ίδια περιοχή, ολομόναχες και οι 3, έτσι από καιρού σε καιρό, συναντιόνταν, πότε στο σπίτι της μιας πότε της άλλης. Πολλές φορές, πήγαιναν με το Τραμ, στην πόλη, στα λίγα Ελληνικά μαγαζιά που είχαν απομείνει. Γυρνούσαν στις βιτρίνες, κι όταν κουράζονταν, πήγαιναν για φαγητό, σε ένα από τα πολλά εστιατόρια, όχι απαραίτητα Ελληνικό.

-Ελληνικά φαγητά και νόστιμα, φτιάχνουμε σπίτι μας, εδώ, θα δοκιμάσουμε άλλες Κουζίνες.  

Τις προσκάλεσε για μεσημεριανό. Άξια και ικανή, ετοίμασε ένα ωραίο γιορτινό τραπέζι για όλες τους.

Λίγο πολύ, όπως πέρασε η Ασημίνα τα Χριστούγεννα έτσι περίπου, πέρασαν και οι φίλες της, με τα παιδιά κι εγγόνια.

Στη συζήτηση που ακολούθησε, όλες συμφώνησαν, πως τα παιδιά κι εγγόνια τους, πολύ καλά παιδιά και τις αγαπούσαν και τις φρόντιζαν.

Όμως, αναπόφευκτα, δύσκολη η επικοινωνία και ιδιαίτερα σε μέρες που μαζεύονταν πολλοί.

Μετά από πολύωρες συζητήσεις και αφού συμφώνησαν όλες, ότι δεν επιθυμούν να πληγώσουν παιδιά κι εγγόνια, συνέχισαν να αντάλλασσαν ιδέες για το τι θα μπορούσαν να κάνουν, ώστε να περνούν και οι ίδιες όμορφα. Η ιδέα της Ελένης Χριστούγεννα-Πάσχα, να πηγαίνουν κρουαζιέρα, απορρίφθηκε από τις άλλες, όχι μόνο γιατί δεν τους άρεσε, αλλά στοίχιζε και πολύ! Η Αργυρώ πρότεινε να πηγαίνουν διήμερη εκδρομή οι τέσσερές τους. Είχε πολύ ωραίες περιοχές η Βικτόρια. Γραφικά και τουριστικά χωριά και πολλές ιστορικές περιοχές. Ωραία θα περνούσαν.

Μα, ούτε και σε αυτό συμφώνησαν, πού να τρέχουν χρονιάρες μέρες.

Δε συμφώνησαν ούτε και για ένα Μοναστήρι, γύρω στα 100 χιλιόμετρα από τη Μελβούρνη, όπου γνώριζαν πως τέτοιες μέρες ανοίγουν τις πόρτες τους και φιλοξενούν πλουσιοπάροχα τους επισκέπτες.

Αυτή η ιδέα απορρίφθηκε από φόβο μήπως συναντήσουν γνωστούς εκεί και εκθέσουν τα παιδιά τους, ότι τάχα τις παραμελούν.

Για τους ίδιους λόγους απέρριψαν και την ιδέα να πηγαίνουν έξω σε καλά εστιατόρια.

Είχε βραδιάσει, όταν με βαριά καρδιά, συμφώνησαν ότι, δύσκολη απόφαση.

Τελικά, αποφάσισαν, να περνάνε αποβραδίς από τα παιδιά τους να ανταλλάσσουν ευχές και ανήμερα Χριστούγεννα και Πάσχα, να σμίγουν όλες σε ένα σπίτι και να γιορτάζουν μαζί, ξέγνοιαστες και χαρούμενες τις γιορτινές μέρες!

Θα τρώνε, θα ακούνε ελληνική μουσική, θα πίνουν και κάνα ποτηράκι, κι όταν μπαίνουν στο τσακίρ κέφι, θα πιάνουν και το χορό!

Ήρεμες και ευχαριστημένες με την απόφασή τους, χώρισαν αργά το βράδυ.

Δεν έχασαν καιρό. Λίγες μέρες αργότερα, ενημέρωσαν τα παιδιά, όχι ασφαλώς για τα Χριστούγεννα και το Πάσχα, είχαν χρόνο για αυτό, αλλά για να τα προετοιμάσουν κάπως, πως:

Έγιναν μέλη σε δύο Ομάδες Ηλικιωμένων, μία Ελληνική και μία πολυπολιτισμική,  από διαφορετικές φυλές, ώστε να έχουν επιλογές, και πως από τούδε και στο εξής…να μην ανησυχούν για τις απουσίες τους, γιατί θα συμμετάσχουν σε αυθημερόν  ή πολυήμερες εκδρομές, αλλά πάντα, θα τους ενημερώνουν.

Το σκεπτικό τους ήταν, όχι μόνο να περνούν καλά, αλλά και να διευκολύνουν τα παιδιά τους, να μην έχουν ολοένα την έγνοια τους.  

Απώτερος σκοπός τους, αφού γνωριστούν καλά με τις Ομάδες, όπου σίγουρα θα οργάνωναν και κατάλληλες εκδηλώσεις για Χριστούγεννα/Πάσχα, να συμμετέχουν σε κάποια από αυτές, ώστε να μη χρειάζεται να νιώθουν ενοχές τα παιδιά τους, αλλά να γιορτάζουν ξένοιαστα κι εκείνα!

Χαράς ευαγγέλια οι φιλενάδες! Σπάνιο Σαββατοκύριακο,  στο σπίτι, αλλά και τότε, σμίγανε μεταξύ τους και περνούσαν όμορφα!

Πλησίαζε το Πάσχα. Η Ελληνική Ομάδα, αποφάσισαν να εκδράμουν στη Μildura, γύρω στα 476 χιλιόμετρα από τη Μελβούρνη. Το μεγαλύτερο μέρος του ταξιδιού,  γίνεται με Τραίνο, το υπόλοιπο, με Λεωφορείο. Συνολικά, πάνω από 6 ώρες, αλλά αν υπολογίσεις καθυστερήσεις κ.λπ., χρειάζεται πάνω από οχτάωρο. Υπήρχε και ωραία Ελληνική εκκλησία. Θα έφευγαν όλοι τη Μ. Τετάρτη και θα επέστρεφαν την Τρίτη του Πάσχα. Έκλεισαν, εγκαίρως, εισιτήρια και ξενοδοχεία, γιατί ήταν περιορισμένες οι θέσεις και έκαναν τις απαραίτητες ετοιμασίες, βαλίτσα και άλλα.

Αποφάσισαν όλες, να επισκεφτούν τα παιδιά τους τη Μ. Τρίτη και να τα ενημερώσουν.

Ξαφνικά, το μικρόβιο της αμφιβολίας, αν είναι σωστό να παρατήσουν τα παιδιά τους, τέτοιες μέρες,  και να τρέχουν στην άλλη άκρη της Βικτόρια, εισχώρησε στην ψυχή και στο μυαλό.

Τα κορίτσια της Ασημίνας, έβαλαν τα κλάματα:

-Σκέφτηκες μάνα, τι θα πουν τα παιδιά, οι συμπέθεροι κι οι γείτονες;

-Αλλά…τι να σου πω, πήγαινε. Δεν μπορώ να σε εμποδίσω, αφού αυτό θέλεις.

Μα, σαν έφυγε μουδιασμένη η Ασημίνα, άρχισε να αναλογίζεται, αν ήταν λογικό, να εκθέσει έτσι τα παιδιά της στα μάτια του κόσμου.

Άκου εκεί, γριές γυναίκες, αντί να είναι με τα παιδιά τους, να τρέχουν εδώ κι εκεί…Ντροπής πράγματα αυτά, δεν είναι για σοβαρές γυναίκες, ρεζίλι θα γίνουν σε όλους.

Και αν αυτό ήταν το τελευταίο της Πάσχα;

 Δηλαδή, να έχει να λέει καθένας το κοντό του και το μακρύ του;

Αν δε ζούσε του χρόνου ή  δεν ήταν καλά; Να στερήσει από τον εαυτό της αλλά και από τα παιδιά της, τη χαρά να γιορτάσουν μαζί, πιθανόν, για τελευταία φορά; Αυτή τη μνήμη να αφήσει πίσω, ότι σοβαρή γυναίκα, άφησε τη φαμελιά της Λαμπρή μέρα κι έτρεχε σαν ξεμυαλισμένη κοπελούδα; Α, όχι, όχι, δεν επιτρέπονται αυτά τα πράγματα.

Την άλλη μέρα διαπίστωσε πως και οι φίλες της, βασανίζονταν από τις ίδιες σκέψεις.

Αν και δύσκολο, κατάφεραν να ακυρώσουν το όνειρο της ελευθερίας!

Τα ναύλα και το  ξενοδοχείο, ακυρώθηκαν εύκολα.

Και έμειναν, να γιορτάσουν με τα παιδιά τους, όπως πάντα!

- Ποιος ξέρει τι γίνεται μέχρι τον επόμενο χρόνο!

Για μια ακόμα φορά, το καθήκον και η αγάπη της μάνας, για την οικογένεια, νίκησαν…

Ή

Μια ζωή, δέσμιες τού τι θα πει ο κόσμος…

δ.μ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: