e-περιοδικό της Ενορίας Μπανάτου εν Ζακύνθω. Ιδιοκτήτης: Πρωτοπρεσβύτερος του Οικουμενικού Θρόνου Παναγιώτης Καποδίστριας (pakapodistrias@gmail.com), υπεύθυνος Γραφείου Τύπου Ι. Μητροπόλεως Ζακύνθου. Οι δημοσιογράφοι δύνανται να αντλούν στοιχεία, αφορώντα σε εκκλησιαστικά δρώμενα της Ζακύνθου, με αναφορά του συνδέσμου των αναδημοσιευόμενων. Η πνευματική ιδιοκτησία προστατεύεται από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Τα νεότερα στα θεματικά ένθετα

Παρασκευή 2 Φεβρουαρίου 2024

Ατσαλάκωτος

Γράφει η ΔΙΟΝΥΣΙΑ ΜΟΥΣΟΥΡΑ

Έτσι τον αποκαλούσαν όλοι γύρω. Το "ατσαλάκωτος", το κέρδισε από τότε που έβαλε μακριά παντελόνια. Παρά το γεγονός ότι υπήρχε μεγάλη φτώχια εκείνα τα χρόνια κι ότι όλα του τα ρούχα, ήταν δυο παντελόνια, δυο-τρεις μπλούζες και δύο πουκάμισα, και πολλά για κείνες τις εποχές,  εκείνος πάντα «στην τρίχα»!

Η τσάκιση στο παντελόνι, ίσια χωρίς παρεκκλίσεις και τόσο καλά σιδερωμένη, που στην ανάγκη μπορούσε να γίνει και χάρακας για να τραβήξεις ίσια γραμμή.

Η δόλια η μάνα του, με την «παπίτσα», που διέθεταν τότε, (δεν είχε φτάσει ο ηλεκτρισμός στα χωριά ακόμα), οπότε, έπρεπε να ανάψουν φωτιά, να πέσουν κάρβουνα και να τα βάλουν στο σίδερο, την παπίτσα όπως την έλεγαν, είχε εφιάλτες κάθε φορά που έπρεπε να σιδερώσει παντελόνι του. Κι εκείνος το σήκωνε όρθιο, να βεβαιωθεί ότι όντως σε απόλυτη ευθεία η τσάκιση κι αν δεν ήταν, φτου κι απ' την αρχή.

Μα, σαν παντρεύτηκε την Κατινούλα, του κοπήκανε «τα λούσα».

Δυναμική και ανυποχώρητη, του ξεκαθάρισε από την πρώτη μέρα, πως  όσο μείνει μαζί του, αν θέλει παντελόνι σιδερωμένο, καλά θα κάνει να μάθει να το σιδερώνει μόνος του, γιατί εκείνη δεν υπήρχε περίπτωση να γίνει δούλα του. Είχε συνεργό και τη μάνα του σε αυτό αλλά και σε άλλα που προέκυψαν στην πορεία.

H Παναγιώτα, η μάνα του, είχε μείνει χήρα πολύ νέα, ούτε 24 χρονών. Ο  άνδρας της ο Νιόνιος, πήγε  από χτικιό (φυματίωση), όπως χιλιάδες κόσμος τότε. Έτσι, αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά, στο δίχρονο παιδί της, τον Αντώνη.

Παρά το πολύ νεαρό της ηλικίας της και μολονότι την παρότρυναν οι  αδελφές της, αλλά και όλοι στο περιβάλλον της  να παντρευτεί, δεν το αποφάσισε ποτέ. Ευτυχώς και δεν είχε αδελφό ή πατέρα να την πιέσουν και να την ξαναπαντρέψουν με το ζόρι, όπως γινόταν τότε, ώστε «νέα και χήρα», να μην την κουτσομπολεύει ο κόσμος! Το επιχείρημά της:

-Ένα παιδί εγώ, όσα  μπορεί να έχει όποιος πάρω, γιατί φυσικά μόνο χήρος θα με πάρει, άντε και όσα κάνουμε μαζί, δηλαδή να σμίξουμε και να μπερδέψουμε τρίω λογιώνε παιδιά! Ωραία ζωή θα περάσω! Αφήστε με στην ησυχία μου κι ας παντρευτούν οι νέες, εγώ την τύχη μου την είδα, δε μου χρειάζονται άλλες παντρείες.  

Έτσι η Παναγιώτα, επικέντρωσε όλη της την προσοχή στη φροντίδα, του Αντωνάκη της.

Δεν του έλεγε ποτέ όχι και του έκανε όλα τα χατίρια. Κακομαθημένος ο μικρός, όσο μεγάλωνε, τόσο και πιο δύσκολος γινόταν. Οι απαιτήσεις του δεν είχαν όρια. Δυνάστης κατάντησε για τη δόλια τη μάνα, ερχόταν φορές που μετάνιωνε που δεν παντρεύτηκε. Τουλάχιστον, θα είχε «πατέρα», γιατί δύο χρονών παιδάκι θα μεγάλωνε και ούτε που θα γνώριζε πως είναι πατριός  του, θα είχε και αδελφάκια που λίγο πολύ θα ήταν πειθαρχημένα γιατί «θα είχαν το φόβο του πατέρα». Ενώ τώρα, δεν υπολόγιζε κανέναν και τίποτα.

Κάποιες φορές, όταν αγανακτούσε με το γιόκα της, μεταξύ αστείου-σοβαρού, έλεγε:

-Μωρέ, δεν έκανε να βγάλω από τη φουσκωμένη μου κοιλιά, κάμποσα κουβάρια γνέμα, (νήμα), παρά γέννησα εσένα; Τουλάχιστον, θα έπλεκα τσουράπια, (κάλτσες), και θα έβγαζα και κάτι τις για να ζήσω.

Δε θα ήταν ούτε 18 χρονών ο κανακάρης της, όταν έβαλε στο μάτι τη 16χρονη  Κατινούλα, που έμενε με τους γονείς της λίγο πιο πέρα.

Η Κατινούλα, όμως, γνωρίζοντας λίγο πολύ το χαρακτήρα του, όχι μόνο δεν ανταποκρινόταν στις επίμονες προσπάθειές του να την κερδίσει, αλλά του φερνόταν με περιφρόνηση. Ήταν  όμορφη κοπέλα και πολύφερνη νύφη και  επί πλέον, κόρη δασκάλου. Φοιτούσε και στο Γυμνάσιο, ενώ ο Αντώνης ένα δημοτικό έβγαλε και κείνο με το ζόρι. Λες και δεν έφταναν όλα αυτά, ήταν και τεμπέλης.  

Κοτζάμ άνδρας, γυρισμένος από στρατιώτης και δεν γνοιαζόταν για τίποτα, τα περίμενε όλα έτοιμα από τη μάνα του.

Ο Αντώνης, όμως, αψηφώντας την περιφρόνηση της Κατινούλας, συνέχιζε, επίμονος και ενοχλητικός. Μια μέρα, την ξεμονάχιασε και της είπε ότι θα στείλει προξενιό, γιατί την αγαπάει πολύ και άλλα τέτοια γλυκανάλατα. Η Κατινούλα, απλά γέλασε ειρωνικά και του είπε:

-Όχι ένα, αλλά δέκα προξενιά να στείλεις, ούτε ο πατέρας μου θα πει το ναι, αλλά ούτε κι εγώ,  για αυτό μην κάνεις τον κόπο και πάψε να με ενοχλείς.

Πεισμάτωσε ο Αντώνης, τον πείραζαν και στο χωριό που το είχαν πάρει χαμπάρι, αλλά εκείνος το χαβά του.

-Εγώ τη θέλω την Κατινούλα και θα την παντρευτώ.

Άδικα προσπαθούσε η μάνα του να τον συνεφέρει.

-Τι λες γιε μου; Δουλειά δεν έχεις, τέχνη δεν έχεις, γράμματα δεν έμαθες, λίγη μόνο, περιουσία  έχουμε ίσα για να ζούμε, τεμπέλης είσαι, γιατί να σου τη δώσει ο δάσκαλος; Κοίταξε να βρεις μια κοπέλα της σειράς σου, αλλά και να αρχίσεις να δουλεύεις στα δικά μας, να βοηθάς λίγο τη μάνα σου. Βασανισμένη γυναίκα είμαι, τρόμαξα να σε μεγαλώσω με τις απαιτήσεις σου. Σε όλες τις εξωδουλειές μοναχή μου παλεύω, να σκάψω να ραντίσω το αμπέλι, να τρυγήσω, να θερίσω,  να μαζέψω τις ελιές κι εσύ το παίζεις λόρδος. Ποια θα σε πάρει;

Τότε ο Αντώνης άλλαξε το τροπάριο. Άρχισε να της κλαίγεται μέρα-νύχτα και να της λέει, πως αν δεν πάρει την Κατινούλα, θα αυτοκτονήσει.

Από τα πολλά του κλαψουρίσματα, τρόμαξε η δόλια μάνα και τι να κάνει, υποχώρησε.

Την άλλη κιόλας μέρα, έπεισε ένα μπάρμπα του και άλλον ένα χωριανό, να πάνε να ζητήσουν την Κατινούλα.

Έγινε κάμποσες φορές αυτό και όπως είχε προβλέψει η Κατινούλα, έτσι και έγινε. Κάθε φορά, ο πατέρας της κοπέλας, τους ευχαριστούσε ευγενικά, αλλά αρνιόταν κατηγορηματικά.

-Η Κατινούλα μου είναι μικρή. Θα σπουδάσει, δε θέλει ούτε θέλουμε παντρείες.

Τότε, αδίστακτος ο Αντώνης, έκανε κάτι που ποτέ δε θα έκανε έντιμος άνδρας.

Παραφύλαξε μια μέρα που έλειπε η μάνα του, αλλά και οι γονείς της Κατινούλας. Της χτύπησε την πόρτα, αθώα η κοπέλα άνοιξε κι εκείνος, αφού έβαλε από μέσα τον καδινάτσο (σύρτη), στην εξώπορτα, την έσπρωξε σε ένα δωμάτιό  και «εν ονόματι της μεγάλης του αγάπης για κείνη», τη βίασε, κλείνοντάς της το στόμα για να μην ακουστεί αν φωνάζει.

Η Κατινούλα, από τον τρόμο, την ντροπή  και το φόβο, δεν είπε λέξη ούτε στη μάνα της. Ετοιμαζόταν να δώσει εξετάσεις στην Ακαδημία. Δυο-τρεις μήνες μετά τον βάρβαρο βιασμό της, υποψιαζόμενη ότι μπορεί να είναι έγκυος, αναγκαστικά εκμυστηρεύτηκε την αλήθεια στη μάνα της, αψηφώντας πια τις συνέπειες. Αγανακτισμένη και μη πιστεύοντας στα αυτιά της η μάνα, τα είπε στον άνδρα της, ο οποίος βούτηξε την καραμπίνα την ίδια ώρα και τράβηξε για το σπίτι του Αντώνη.

Τρόμαξε η Παναγιώτα όταν  τον είδε κι έβαλε τις φωνές. Μα σαν της είπε ο δάσκαλος την παλιανθρωπιά του γιου της, όσο που δεν έπαθε συγκοπή η δόλια! Για πρώτη φορά στη ζωή της, αγρίεψε άσχημα στον χαϊδεμένο της και πριν προλάβει να αντιδράσει κανείς, ορμάει στο δάσκαλο, αρπάζει την καραμπίνα και σημαδεύει το γιο.

-Φτου σου κάθαρμα, παλιάνθρωπε, αισχρέ, για αυτό εγώ ξενοδουλεύω μία ζωή κα στερούμαι και το ψωμί για να μη σου λείψει τίποτα εσένα; Αυτές τις παλιανθρωπιές περίμενα εγώ από το μοναχογιό μου; Με ποιο δικαίωμα μωρέ παλιοκάθαρμα, έκαμες τέτοια ατιμία; Εγώ θα σε καθαρίσω με τα ίδια μου τα χέρια. Εγώ που έφτυσα αίμα να σε μεγαλώσω.

Πιο ψύχραιμος ο δάσκαλος αφού της πήρε την καραμπίνα, βούτηξε από το πέτο τον Αντώνη, τον έσπρωξε στον καναπέ απειλώντας τον πως αν βγάλει τσιμουδιά όσο μιλάει εκείνος με την Παναγιώτα, θα τον καθαρίσει,

-Κάθισε κάτω κυρά Παναγιώτα, να σκεφτούμε σαν τι μπορούμε να κάνουμε.  Είσαι τίμια και σοβαρή γυναίκα και σε σέβομαι. Δε φταις εσύ αν ο γιος σου φέρθηκε αισχρά και πρόστυχα. Άλλα όνειρα είχα για τη μοναχοκόρη μου, αλλά αναγκασμένος να τα εγκαταλείψω. Ούτε συζήτηση να «ξεφορτωθούν» το μωρό, δε θα έπαιρναν τέτοιο κρίμα στο λαιμό τους.

Συμφώνησαν να τους παντρέψουν γρήγορα, πριν αρχίσει να φουσκώνει η κοιλιά της Κατινούλας, χωρίς ποτέ κανείς να μάθει τι προηγήθηκε.

Φώναξε από δίπλα την Αλεξάνδρα τη γυναίκα του και την Κατινούλα και τους ανακοίνωσε την απόφασή. Έκλαψε πικρά το κορίτσι, είχε και εκείνη όνειρα. Στο γάμο, σχολίασαν πολλοί πως πρώτη φορά βλέπουν νύφη με τόση θλίψη στα μάτια.

Από το πρώτο βράδυ του ξέκοψε ότι δε θα κοιμούνται μαζί και ποτέ να μην τολμήσει να την αγγίξει.

Απειλούσε θεούς και δαίμονες ο Αντώνης.

-Είσαι γυναίκα μου πλέον, ξέχασε τι έγινε, είσαι υποχρεωμένη να με φροντίζεις και οπωσδήποτε να κοιμάσαι μαζί μου.

Δεν ίδρωσε το αυτί της Κατινούλας.

-Αυτοί είναι οι όροι μου και αν δε σου αρέσουν, να με χωρίσεις, που έχεις μούτρα και μιλείς, έτσι τιποτένια που μου φέρθηκες.

Η Παναγιώτα, το πονούσε το κορίτσι και η ίδια φοβερά θυμωμένη με τον τρόπο που την ανάγκασε να τον παντρευτεί ο γιος της.

Επί πλέον, με τη συμπεθέρα της την Αλεξάνδρα, τα λέγανε συνέχεια προσπαθώντας οι δυο μανάδες  να βρουν λύση.

Η Κατινούλα, μαράζωνε μέρα με την ημέρα. Προσπαθούσε, να αγαπήσει το παιδί που θα έφερνε στον κόσμο, αθώο πλασματάκι ήταν, τι ευθύνη είχε για την άνανδρη συμπεριφορά του πατέρα του;

Πολλά πρωινά, συμμετείχε και η Κατινούλα στις κουβέντες της μάνας και της πεθεράς της. Όταν οι δυο γυναίκες, συνειδητοποίησαν η Κατινούλα, ποτέ δε θα έβλεπε τον Αντώνη σαν άνδρα της, ούτε θα υποχωρήσει στους όρους που του έβαλε, πήραν από κοινού, μια πολύ δύσκολη απόφαση.

Έτσι, λίγο πριν γεννήσει, αναχώρησαν οι γονείς της για μόνιμη εγκατάσταση στην Αθήνα. Σαν πλησίαζε η ώρα, ανακοίνωσε στην πεθερά της και στον Αντώνη, πως θα πάει να γεννήσει στην Αθήνα, να έχει κοντά της τη μάνα της. Αγρίεψε ο Αντώνης:

-Δε θα πας πουθενά, το παιδί μου θα γεννηθεί εδώ και θα σε βοηθήσει η μάνα μου, άλλωστε, οι δυο σας γίνατε…κ..λος και βρακί, μου πάτε κόντρα  και οι δύο σας. 

Η Παναγιώτα που τα είχε μιλημένα με την Αλεξάνδρα και την Κατινούλα, τάχα μου…θύμωσε και πήρε το μέρος του γιου της. Ανυποχώρητη η Κατινούλα. Τότε, η Παναγιώτα, δήθεν αγανακτισμένη, λέει:

-Άσε Αντώνη, θα πάω κι εγώ μαζί της.

Αναχώρησαν νυφοπεθερά, λίγες μέρες μετά αλλά η Κατινούλα αρνήθηκε κατηγορηματικά να του δώσει τη διεύθυνση στην Αθήνα.

-Μην ανησυχείς γιε μου, θα σε ενημερώνω εγώ, αφού πηγαίνοντας εκεί, θα δω τη διεύθυνση!

Λίγες εβδομάδες μετά, η Κατινούλα γέννησε ένα πανέμορφο κοριτσάκι.

Σποραδικά η μάνα ταχυδρομούσε δυο-τρία λόγια στον γιο και φωτογραφίες της μικρής, το γράμμα το ταχυδρομούσε από άλλη, μακρινή συνοικία, ώστε να μην τους εντοπίσει ο Αντώνης που ήταν θηρίο στο κλουβί.

Προς τιμήν της Παναγιώτας, που συμπαραστάθηκε στη νύφη της και τους γονείς της, τόσο άψογα και με τόση κατανόηση, έδωσαν στη μικρή  το όνομα της!

Ο Αντώνης, γνώρισε την κόρη του, όταν εκείνη ήταν τριών χρονών σχεδόν. Και όχι στο σπίτι όπου έμενε μόνιμα πια και η Μάνα του, παρά σε ένα πολύ μακρινό πάρκο!

Αμετανόητος για όλα, η Κατινούλα, όμως, του επέτρεπε να πηγαίνει να βλέπει τη μικρή Παναγιώτα, αλλά πάντα σε ουδέτερο έδαφος. Μπορεί να τον συγχώρησε με τα χρόνια, αλλά δεν μπόρεσε ποτέ να ξεχάσει τον πρόστυχο τρόπο με τον οποίον την ανάγκασε να τον παντρευτεί αναγκάζοντας την, να παραιτηθεί σχεδόν, από τη ζωή που ονειρευόταν εκείνη και οι γονείς της.

Περνούσαν τα χρόνια. Η καρδιά της Παναγιώτας, μάτωνε κάθε στιγμή για την κατάντια του παιδιού της. Αλλά, «η αγάπη πάει μπροστά», όπως έλεγε η ίδια και τώρα προτεραιότητά της ήταν η πανέμορφη εγγονούλα της!

Με τη στήριξη των γονιών και της πεθεράς της, η Κατινούλα, κατάφερε να πραγματοποιήσει το όνειρό της να γίνει δασκάλα!

Λίγα χρόνια μετά, συνδέθηκε φιλικά, με συνάδελφό της που δίδασκαν στο ίδιο Σχολείο. Αργότερα, αφού είχε πάρει διαζύγιο από τον Αντώνη αφού περίμενε επτά χρόνια αφ' ότου χώρισαν,  όπως όριζε ο Νόμος τότε,  κατέληξαν παντρεύτηκαν.

Μεγάλη κοπέλα πια η Παναγιωτούλα, φοιτούσε στο Πανεπιστήμιο. Για τους γονείς της γνώριζε πως χώρισαν λόγω «ασυμφωνίας χαρακτήρων». Πήγαινε συχνά στο χωριό με τη γιαγιά Παναγιώτα, όπου περνούσαν  λίγες μέρες με τον πατέρα της. Σε ένα από τα ταξίδια, η γιαγιά αποφάσισε να μείνει πλέον στον τόπο της κοντά στον Αντώνη.

Η όλη κατάσταση, τον ανάγκασε κάποια στιγμή να συνειδητοποιήσει, πως για να μην πεθάνει της πείνας, έπρεπε να φροντίσει  τη λίγη περιουσία που είχαν και η Γης αποδίδει όταν την φροντίζεις.

Έζησε μια μοναχική ζωή ο Αντώνης, μέχρι που αποφάσισε η μάνα του να μείνει εκεί, γιατί ήθελε και κείνη βοήθεια.

Η Κατινούλα με τον άνδρα της  και την Παναγιωτούλα, όπου πήγαινε και μόνη της πολλές φορές, επισκέπτονταν συχνά την πεθερά της, αλλά και με τον Αντώνη κατάφερε να έχουν μια πολιτισμένη  σχέση.

Εκείνος, όμως, ποτέ δε συγχώρησε την Κατινούλα. Ούτε αναγνώρισε ποτέ την ανανδρία του! Απεναντίας, παινευόταν ότι εκείνος την παντρεύτηκε, δεν την εγκατέλειψε όπως έκαναν άλλοι.

Γιατί ο λύκος, την τρίχα αλλάζει. Τη γνώμη ποτέ!

δ.μ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: