e-περιοδικό της Ενορίας Μπανάτου εν Ζακύνθω. Ιδιοκτήτης: Πρωτοπρεσβύτερος του Οικουμενικού Θρόνου Παναγιώτης Καποδίστριας (pakapodistrias@gmail.com), υπεύθυνος Γραφείου Τύπου Ι. Μητροπόλεως Ζακύνθου. Οι δημοσιογράφοι δύνανται να αντλούν στοιχεία, αφορώντα σε εκκλησιαστικά δρώμενα της Ζακύνθου, με αναφορά του συνδέσμου των αναδημοσιευόμενων. Η πνευματική ιδιοκτησία προστατεύεται από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Τα νεότερα στα θεματικά ένθετα

Παρασκευή 4 Οκτωβρίου 2024

Το μπλε βαλιτσάκι

Γράφει η ΔΙΟΝΥΣΙΑ ΜΟΥΣΟΥΡΑ

Έχει λεχθεί πολλές φορές από τους «ειδικούς», ότι οι πιο σημαντικές αγάπες στη ζωή κάθε ανθρώπου, είναι η πρώτη και η τελευταία. Ό,τι άλλο  μεσολαβήσει ενδιάμεσα, ασήμαντο ή καθήκον λόγω δεσμεύσεων.

Λίγοι, πολύ λίγοι οι τυχεροί όπου η πρώτη και η τελευταία τους αγάπη, είναι το ίδιο πρόσωπο!

Για τον Δημήτρη, δεν υπήρξε ενδιάμεσα. Υπήρξε μόνο η Λενιώ στα 18 του, η πρώτη του μεγάλη αγάπη και η Χριστίνα, όταν είχε πατήσει τα 50, που ήταν και η τελευταία, εξ ίσου μεγάλη αγάπη με την πρώτη.

Χωριατόπαιδο, από ένα χωριό, έξω από την Καλαμάτα. Μολονότι δεν ήταν εύποροι οι γονείς του, κατάφερε να τελειώσει το 6τάξιο Γυμνάσιο. Άτομο με νοημοσύνη και δίψα για μάθηση και γνώση, ερευνώντας και μελετώντας πέρα από τα απαραίτητα, απέκτησε  μεγάλη καλλιέργεια. Τη Λενιώ την αγαπούσε από παιδί αλλά και η Λενιώ τον αγαπούσε πολύ και ονειρεύονταν μια μέρα  να παντρευτούν. Δυστυχώς, όσο και αν το επιθυμούσαν, ανέφικτο! Ο Δημήτρης, είχε «Γραμμάτιο»  με ημερομηνία λήξης που έπρεπε να πληρώσει στην ώρα του!  Τουτέστιν, αδελφή  ανύπαντρη, έτσι αποκαλούσαν τότε την αδελφή, όταν  δεν υπήρχε προίκα.  Ούτε να ακούσει ο πατέρας του για γάμο με τη Λενιώ, όπου καλό κορίτσι, είχε τελειώσει και το Γυμνάσιο, αλλά άπροικη!

Σε πολύ δύσκολη θέση ο Δημήτρης και η Λενιώ, αλλά ανήμποροι να κάνουν καμιά κίνηση.

Όταν γύρισε από Φαντάρος ο Δημήτρης, βρήκε τη Λενιώ όχι μόνο παντρεμένη, αλλά   και με  μωρό. Οι δικοί της, βασιζόμενοι στο ότι μακριά ο Δημήτρης και δε θα δημιουργηθούν προβλήματα, εκμεταλλεύτηκαν  την ευκαιρία  και την πίεσαν να παντρευτεί, αφού έτσι κι αλλιώς γνώριζαν ότι  ο πατέρας του δε θα έλεγε ποτέ το ναι.

Ήταν η εποχή που η Ελλάδα ξεπουλούσε τα νιάτα για ένα κομμάτι ψωμί, (συγκεκριμένα, 50 δολάρια το κεφάλι), παλιά ιστορία. Έτσι, ο Δημήτρης  που βρισκόταν σε αδιέξοδο και δεν είχε μέλλον στον τόπο του, ούτε τρόπο να παντρέψει την αδελφή του, πήρε το δρόμο για την Αυστραλία και κατέληξε στο Σύδνεϋ που είχε χωριανούς. Όταν τακτοποιήθηκε κάπως, συμφώνησε με τους γονείς του να φέρει  και την αδελφή του, γιατί θα μπορούσε να την αποκαταστήσει καλά, χωρίς προίκες και προικιά. Έτσι και έγινε. Ωραία και καλή κοπέλα, καλοπαντρεύτηκε πολύ γρήγορα με ένα καλό παιδί από τα μέρη τους,  αλλά δεν απέκτησαν παιδιά.

Ο Δημήτρης, όμως, έμεινε μόνος. Συνέχισε σπουδές στο Σύδνεϋ, ως Κοινωνικός Λειτουργός, ασχολήθηκε με το ραδιόφωνο ως παραγωγός προγραμμάτων και εκφωνητής και με τον Τύπο, όπου αρθρογραφούσε σε Ελληνική εφημερίδα μέχρι τα βαθιά γεράματα. Δίδαξε στα Ελληνικά Κοινοτικά Σχολεία για πολλά χρόνια. Εργάστηκε επίσης  για χρόνια στην Ελληνική Πρόνοια και ασχολήθηκε πολύ με τα κοινά της Ελληνικής Παροικίας! Έχαιρε μεγάλης εκτίμησης και σεβασμού, από όλους, όχι μόνο στο Σύδνεϋ, αλλά και πάρα πέρα, στους πνευματικούς κύκλους!

Το μεράκι του η Ποίηση. Είχε εκδώσει βιβλία, σε έμμετρο και πεζό λόγο,  έγραφε και πολύ ωραία  διηγήματα! Είχε γράψει και ένα ωραίο θεατρικό έργο, όπου δεν αξιώθηκε να το δει να παίζεται σε θέατρο,  ενδιαφέρθηκαν  ντόπιοι θεατράνθρωποι, αλλά σκόνταψε το θέμα στα οικονομικά. Του είχε μείνει παράπονο αυτό.

 Η προσωπική του ζωή πάντα ίδια. Φιλίες πολλές, γιατί ήταν πολύ κοινωνικός άνθρωπος και κάτι επιπόλαιες σχέσεις που τέλειωναν πριν καλά αρχίσουν.

 Η Λενιώ, τον είχε σημαδέψει.

Έτσι εργένης έμεινε. Εκτός των άλλων ασχολιών του,  ήταν συνδρομητής σε δύο Λογοτεχνικά Περιοδικά της Αθήνας, όπου και δημοσιεύονταν έργα του, κυρίως ποιήματα. Στο ίδιο Περιοδικό, έγραφε και η Χριστίνα  ποίηση. Έπιασαν αλληλογραφία μέσω του Περιοδικού, σύνηθες φαινόμενο τότε που η τεχνολογία άγνωστη,  γιατί άρεσε και στους δυο η γραφή του άλλου και κυρίως, μιλούσαν για Λογοτεχνία. Γνωρίστηκαν καλύτερα και έγιναν πολύ καλοί φίλοι. Ασφαλώς μίλησαν και για την προσωπική τους ζωή. Παντρεμένη η Χριστίνα, με καθηγητή Πανεπιστημίου, που την περνούσε κάμποσα χρόνια. Δεν είχαν αποκτήσει παιδιά. Κάποτε σ΄ ένα ταξίδι του Δημήτρη στην Ελλάδα, τον προσκάλεσε σε γεύμα, να γνωριστούν από κοντά αλλά να γνωρίσει και το σύζυγό της, όντως, εξαιρετικός κύριος, αλλά γερασμένος.

Από κει και μετά, στην αλληλογραφία, συμμετείχε και ο Αλέξανδρος, ο σύζυγος της Χριστίνας. Λίγα χρόνια αργότερα, έφυγε από τη ζωή ο Αλέξανδρος.

Η αλληλογραφία, τώρα, πήρε άλλη μορφή. Είχε περάσει αρκετός καιρός από το θάνατο του Αλέξανδρου, ο Δημήτρης που ήδη έτρεφε αισθήματα πέραν της φιλίας, τόλμησε δειλά-δειλά, να μιλήσει για αυτά στη Χριστίνα.

 Παραδέχτηκαν και οι δυο, ότι τα αισθήματα ήταν αμοιβαία και πήγαιναν αρκετά χρόνια πίσω, αλλά σοβαροί κι αξιοπρεπείς γνώριζαν ότι θα ήταν ανέντιμο κάτι τέτοιο. Όταν, όμως έφυγε ο Αλέξανδρος, δεν υπήρχε λόγος να κρύβονται πια, επιπλέον δεν ήταν και στην πρώτη νιότη, είχαν περάσει τα 60. Μετά από ατέλειωτες συζητήσεις, αποφασίστηκε από κοινού να πάει στην Αθήνα ο Δημήτρης και από κει και πέρα, ό,τι ήθελε προκύψει!

Δύσκολη απόφαση. Ένιωθε πατρίδα και τόπο του το Σύδνεϋ, δεν μπορείς να τραβήξεις μονοκοντυλιά και να διαγράψεις πάνω από 40τόσα χρόνια από τη ζωή σου, έτσι ξαφνικά! Όμως, τη Χριστίνα την αγαπούσε.  Δεκανίκια και αποκούμπι ο ένας για τον άλλον, για τα αναπόφευκτα γηρατειά και τη μοναξιά.  

Ευαίσθητος και λεπτός άνθρωπος η Χριστίνα, μια πολύ γλυκιά, ηλικιωμένη κυρία! Μα κι ο Δημήτρης, δεν πήγαινε πίσω.  Σοβαρός, εμφανίσιμος πολύ, ρομαντικός, τρυφερός και με πολλές ευαισθησίες. Ζούσαν πολύ ευτυχισμένοι.  

Αυτό κράτησε για αρκετούς μήνες, όχι πως άλλαξε κάτι στα αισθήματά τους μετά.

Αλλά ο Δημήτρης, άρχισε να διαπιστώνει αυτό που φοβόταν. Ότι μετά από τόσα  χρόνια απουσίας συν την προχωρημένη ηλικία του, δύσκολο πολύ να προσαρμοσθεί στη ζωή της Ελλάδας, όσο και να αγαπούσε τόσο την Πατρίδα, όσο και τη Χριστίνα. Του έλειπε ο χώρος του, οι πολυπληθείς φίλοι και συνεργάτες, η δική του ρουτίνα,  το οικείο περιβάλλον. Το σπίτι του που ήταν πάντα  ανοικτό και  φιλόξενο,  ιδιαίτερα το Σαββατοκύριακο που δεν εργάζονταν οι περισσότεροι,  γεμάτο κόσμο!

Κάθε Σάββατο πρωί, πιστοί στο ραντεβού του Σαββάτου, συγκεντρώνονταν  μέχρι και 15 και 20 πολλές φορές άνθρωποι των γραμμάτων και της λογοτεχνίας  της παροικίας του Σύδνεϋ, όπου με καφέδες, ουζάκι, μεζεδάκια και άλλες λιχουδιές που ετοίμαζε ο φιλόξενος οικοδεσπότης,   έστηναν το Λογοτεχνικό τους Καφενείο! Οι συζητήσεις τους, κυρίως, γύρω από τη Λογοτεχνία, τον τοπικό και ξένο Τύπο, το ραδιόφωνο και γενικά, τα δρώμενα εντός και εκτός Αυστραλίας, η Πατρίδα, πάντα, στην πρώτη θέση! Του έλειπαν πολύ του Δημήτρη όλα αυτά, και όχι μόνο.

Βρέθηκε σε οδυνηρό δίλημμα. Το συζήτησαν εκτενώς από κάθε άποψη με τη Χριστίνα, δεν κατέληγαν πουθενά,  τελικά της πρότεινε να την πάρει μαζί του.

 Το ίδιο δίλλημα και για τη Χριστίνα, πώς να ξενιτευτεί σε τέτοια ηλικία σε μια Χώρα που ούτε τη γλώσσα γνώριζε καλά, ούτε φίλους ή γνωστούς εκεί, εκτός από το Δημήτρη;

Οδυνηρός ο χωρισμός, αλλά δεν υπήρχε λύση. Συμφώνησαν, όμως, ότι «δε θα χωρίσουν».

Όσο μπορεί και ταξιδεύει ο Δημήτρης, θα πήγαινε κάθε χρόνο να περνούν μαζί το Καλοκαίρι, έτσι και έγινε.  Τους άλλους μήνες, θα γράφουν ο ένας στον άλλον και θα τηλεφωνιούνται, κάτι που τήρησαν κι οι δυο με θρησκευτική ευλάβεια, γιατί ήταν δεσμός ψυχής, «ψυχαδελφές  πια», πώς να χωρίσουν; Μεγάλη παρηγοριά ο ένας για τον άλλον.

Ξέρω πως κάποια μέρα η κλήση θα μείνει αναπάντητη», έγραψε σε ένα του ποίημα ο Δημήτρης,  αναφερόμενος στη Χριστίνα.

Μα, τα γεγονότα εξελίχθηκαν τόσο ραγδαία, που δε χρειάστηκε αυτό.

Μετά από ένα πέσιμο του Δημήτρη στα 93 του, αφού νοσηλεύτηκε σε Νοσοκομείο, οι Νόμιμοι κηδεμόνες,  σκέφτηκαν:

-Καιρός να μπει σε Γηροκομείο, ποιος έχει χρόνο και διάθεση κάθε τόσο να τον τρέχει σε γιατρούς και Νοσοκομεία.

Χρόνια πριν, τον συμβούλευσε ο δικηγόρος του, επειδή δεν είχε οικογένεια, ούτε εδώ ούτε στην Ελλάδα, να εξουσιοδοτήσει δύο άτομα επιλογής και εμπιστοσύνης του, ώστε αν έρθει η ώρα που ο ίδιος δε θα είναι σε θέση να φροντίζει τον εαυτό του ή να παίρνει αποφάσεις για ότι τον αφορούσε,  να αποφασίζουν εκείνοι, με γνώμονα πάντα τις επιθυμίες και την ευημερία του και οι οποίοι θα ήταν και οι κληρονόμοι του. Η αδελφή του και ο γαμπρός του, είχαν φύγει προ πολλού.  Και οι κηδεμόνες, αποφάσισαν!

Τον πήγαν  σε Γηροκομείο, απευθείας από το Νοσοκομείο, χωρίς καν την ευκαιρία να περάσει μια τελευταία φορά από το σπίτι του να το αποχαιρετήσει και να πάρει κάποια προσωπικά του αντικείμενα. Αλλά ούτε σε Ελληνικό Γηροκομείο, όπως επιθυμούσε τον έβαλαν, ούτε καν στην περιοχή του, ώστε να μπορούν οι ηλικιωμένοι πια φίλοι και παλιοί του συνεργάτες να τον επισκέπτονται. Θα στοίχιζε πολύ περισσότερο το Ελληνικό Γηροκομείο, μέσα στο Σίδνεϋ. Κι, όμως, ο Δημήτρης και χρήματα  αρκετά είχε σε Τράπεζα                                                                                                                                           και το σπίτι του άξιζε πάρα πολλά.

Στην άλλη άκρη του Σύδνεϋ τον πήγαν, όπου ήταν αδύνατον να πάει κανείς!

Τον…παρκάρισαν εκεί, και σχεδόν τον ξέχασαν. Ελάχιστες και υποτυπώδεις οι επισκέψεις τους, όταν το καλούσαν οι ανάγκες.  

Όμως, η Αγγελική, (όνομα και πράγμα), μια εξαιρετική  νέα γυναίκα από το Σύδνεϋ που τον γνώριζε από παλιά, και τους έδενε όμορφη φιλία, μία φορά την εβδομάδα, τα παράταγε όλα, εργασία, σπίτι, οικογένεια, μαγείρευε 2-3 λογιών φαγητά, από εκείνα  που ήξερε πως του άρεσαν και ασφαλώς δεν τα σερβίριζαν στο ξένο Γηροκομείο, έπαιρνε και άλλες λιχουδιές και τα πήγαινε στο Δημήτρη, απόσταση πάνω από 100 χιλιόμετρα να πάει κι άλλα τόσα να γυρίσει. Καθόταν εκεί μαζί του συντροφιά όμορφη, που του έλειψε πολύ και συζητούσαν για πολλά και διάφορα. Γιατί, ναι, υπάρχουν και Άνθρωποι σαν την Αγγελική!

-Δεν έχω παράπονο, καλό, καθαρό το Ίδρυμα και το προσωπικό άψογο!

-Αλλά, βρε παιδί μου, ΔΕΝ είναι ο κόσμος μου, έλεγε στις τρεις πιστές φίλες που είχε. Αυτό ήταν το μεγάλο του παράπονο. Άλλη νοοτροπία, μουσική,  κουζίνα, συμπεριφορά, όλα ξένα.

Εκτός από την Αγγελική, ήταν και η δικηγόρος και δημοσιογράφος  Ελευθερία  με το σύζυγό της  Νίκο, κουμπάροι γιατί τους είχε στεφανώσει ο Δημήτρης, αλλά και στενοί φίλοι για χρόνια. Και η  Ελευθερία τον γνοιαζόταν κι έκανε τα πάντα για να μεταφερθεί σε Ελληνικό Γηροκομείο κοντά στην πόλη. Είχε επαναπατριστεί μερικά χρόνια πριν  όμως, έτσι όλες οι προσπάθειες και ενέργειες, μέσω τεχνολογίας.  

Υπήρχε και μία ακόμα πιστή φίλη στη Μελβούρνη. Κάθε φορά που πήγαινε στο Σύδνεϋ, μια φορά το χρόνο, σχεδόν κάθε χρόνο όσο το επέτρεπε η υγεία της, γιατί ηλικιωμένη κι εκείνη, πρώτος της σταθμός ο Δημήτρης! Ο οποίος, φρόντιζε πάντα, να έχει ενημερώσει και προσκαλέσει όλους τους κοινούς, αγαπημένους φίλους που είχαν, γιατί ήταν δύσκολο για τη φίλη να συναντηθεί με τον καθένα χωριστά! Και τι δεν έφτιαχνε ο Δημήτρης! Ένα μπουφέ, με του πουλιού το γάλα,  που θα τον ζήλευε ο καλύτερος σεφ. Εκτός αυτών που έφερναν οι προσκεκλημένοι, ιδιαίτερα η Αντωνία με τον Παναγιώτη,  όπου δύσκολο να τα φτιάξει πια ό  ηλικιωμένος Δημήτρης, όπως, σκορδαλιά, γιουβαρλάκια, ντολμαδάκια κεφτεδάκια με σάλτσα και άλλα πολλά!

Πανηγύρι σωστό! Αγκαλιές, φιλιά, καλωσορίσματα κουβέντες, συζητήσεις ατελείωτες και ο Δημήτρης πανευτυχής και  τέλειος, άψογος οικοδεσπότης!

Αυτές οι τρεις φίλες, συν τη δημοσιογράφο Άννα, αγαπημένη φίλη με το Δημήτρη, έναν ιερέα  και κάποια άλλα άτομα, ανταποκρινόμενοι  στις εκκλήσεις του Δημήτρη, να μεταφερθεί σε Ελληνικό Ίδρυμα, κοντά στην πόλη, ώστε να έχουν πρόσβαση οι φίλοι του, ξεκίνησαν ένα δύσκολο αγώνα για τη μεταφορά του! Όλα θα ήταν εύκολα και εφικτά. Αλλά σκόνταψαν στο χαρακτήρα του Δημήτρη! Πιστός και αφοσιωμένος, σε αυτό που εκείνος έβλεπε σαν καθήκον, δυσκολευόταν  να ανακαλέσει, όπως του επέτρεπε ο Νόμος, την εξουσιοδότηση που είχε κάνει στους κηδεμόνες. Αν την ανακαλούσε, επειδή είχε πλήρη διαύγεια, θα του επέτρεπαν να χειρίζεται εκείνος τη ζωή του από κάθε άποψη.

 Έτσι, έμεινε εκεί, στο ξένο και απομακρυσμένο Γηροκομείο.   

 Όταν η φίλη από τη Μελβούρνη, τον επισκέφτηκε στο Σύδνεϋ 2 χρόνια περίπου πριν το μοιραίο πέσιμο, πίνοντας Ελληνικό καφεδάκι οι δυο τους, στον όμορφο κήπο του σπιτιού του, που τον φρόντιζε μόνος του και ήταν πάντα ανθισμένος, πήγε κι έφερε ένα πολύ κομψό αλλά μικρό μπλε βαλιτσάκι. Μίλησαν εκτενώς για τη Χριστίνα, μολονότι το συζητούσαν, στα σχεδόν καθημερινά τους τηλεφωνήματα και της εξήγησε  τι περιείχε το βαλιτσάκι.

Εκεί μέσα ήταν η πολύχρονη αλληλογραφία του  με τη Χριστίνα! Το κρατούσε στην αγκαλιά του σαν κάτι ιερό και όσιο! Της πρότεινε να της παραδώσει το βαλιτσάκι και βασιζόμενη στα όσα γνωρίζει τόσα χρόνια αλλά και στη  μακρόχρονη αλληλογραφία, να γράψει την ιστορία τους! Του ομολόγησε ότι ήταν  μεγάλη τιμή, όμως,  ένιωσε δέος και μόνο στη σκέψη και αφού συζήτησαν  ώρες για αυτό, αποδέχτηκε την απόφασή της, πως δεν μπορούσε να αναλάβει τέτοιο βαρύ χρέος στην ηλικία της. Μετά από πολλές συζητήσεις για το θέμα και διάφορες ιδέες που του έδωσε η φίλη, αναγκάστηκε να αποδεχτεί ο Δημήτρης την πραγματικότητα, πως δεν ήταν εφικτό να αναλάβει τέτοια ευθύνη στην ηλικία της και με τα προβλήματα υγείας που είχε.

Ανέλαβε, όμως, το ρόλο του φτερωτού Θεού του Ερμή η φίλη από τη Μελβούρνη. Ο Δημήτρης δεν μπορούσε να τηλεφωνήσει στη Χριστίνα από το Γηροκομείο, γιατί του πήραν το τηλέφωνό του και του έδωσαν άλλο. Υποψιάστηκε, ότι αυτό έγινε, όχι μόνο για να μην έχει πλέον πρόσβαση στους πολυπληθείς του φίλους, αλλά επίσης, για να παρακολουθούν οι ίδιοι τις συνομιλίες του.

Δικαιολογημένα φοβόταν πως θα ανησυχούσε πολύ η Χριστίνα.

 Μιλούσαν κάθε μέρα στο τηλέφωνο με τη φίλη από τη Μελβούρνη, αν περνούσαν δυο μέρες χωρίς να ακουστούν, ο Δημήτρης ανησυχούσε πολύ, γιατί τη γνοιαζόταν αλλά ήταν και το αποκούμπι του. Της έστελνε ένα ωραίο τετράστιχο, το ίδιο πάντα:

-Δε σ΄ είδα χτες ούτε προχτές

Και είναι οι πόρτες μου κλειστές.

Δε σ΄ είδα χτες και σήμερα

Και έχω φάει τα σίδερα.

Συμμεριζόμενη την ανησυχία του για τη Χριστίνα, προσφέρθηκε να της τηλεφωνεί εκ μέρους του και μετά να τον παίρνει να τον ενημερώνει.

Την πρώτη φορά που την πήρε, ακούγοντας εκείνη το χαρακτηριστικό ήχο εξωτερικού, με λαχτάρα στη φωνή:

-Δημήτρη,  εσύ είσαι;

-Όχι, είμαι μια στενή του φίλη που ζω στη Μελβούρνη.

Αφού της εξήγησε η φίλη την όλη κατάσταση και ότι με το τηλέφωνο που έχει τώρα ο Δημήτρης, δεν μπορούν να επικοινωνούν άμεσα, υποσχέθηκε να διευκολύνει εκείνη, την επικοινωνία.

Έτσι, άρχισε ένας μαραθώνιος. Έπαιρνε το Δημήτρη, της έλεγε τι να μεταφέρει στη Χριστίνα, μετά έπαιρνε τη Χριστίνα, ξανά πάλι το Δημήτρη με τα νέα και τα μηνύματα της Χριστίνας και ούτω καθεξής! Μεγάλη παρηγοριά και για τους δυο.    

Με αυτό τον τρόπο, ήρεμοι και οι δύο, μαθαίνοντας ο ένας για τον άλλον. Όμως, δεν ήταν το ίδιο, έχασαν τη χαρά να μιλούν  άμεσα οι δυο τους, να λένε τα δικά τους, να ακούει τη φωνή της να ακούει τη φωνή του.

Έτσι συνεχίστηκε η ζωή του Δημήτρη για κάμποσους μήνες.

Σε ένα τηλεφώνημα της φίλης από τη Μελβούρνη προς τη Χριστίνα, δεν απάντησε εκείνη, αλλά η πολύ ευγενική κυρία που έμενε μαζί της χρόνια και την φρόντιζε.

-Λυπάμαι πολύ, αλλά η κυρία Χριστίνα έφυγε χθες!

Κάτι που λίγο-πολύ, το περίμενε η φίλη, στα 94 είχε φτάσει η Χριστίνα.

Δε βιάστηκε να ενημερώσει το Δημήτρη.

Χρειαζόταν πολλή σκέψη για να αποφασίσει αν έπρεπε να τον ενημερώσει ή όχι.

Επέλεξε, την απόφαση να την πάρει μόνη της, ανεπηρέαστη από τη γνώμη των άλλων φίλων όπου, πιθανόν, δε θα είχαν όλες την ίδια γνώμη και θα δημιουργούνταν σύγχυση.  

Μετά από πολύ σκέψη αποφάσισε, πως, όχι.

Δε θα τον ενημέρωνε. Τι νόημα είχε  να τον πληγώσει και να τον πικράνει, δεδομένου ότι και ο Δημήτρης, δε θα άντεχε πολύ εκεί μέσα.

Συνέχισε για λίγες ημέρες  να του «μεταφέρει» τις δήθεν,  συζητήσεις με τη Χριστίνα κι αναγάλλιαζε η καρδιά του, δίνοντας  της χίλες ευχές και εκφράζοντας ευγνωμοσύνη, γιατί χάρη σε αυτήν και μόνο,  επικοινωνεί με την αγαπημένη του, αλλιώς θα είχαν χαθεί.

Μια εβδομάδα αργότερα, ενημερώθηκε η φίλη ότι έφυγε ο Δημήτρης...

Έφυγε ήρεμος μια νύχτα, χωρίς να νιώσει τον πόνο ότι είχε φύγει η Χριστίνα του δυο εβδομάδες νωρίτερα!  

Από πληροφορίες, οι κηδεμόνες-κληρονόμοι, πούλησαν άρον άρον το σπίτι του Δημήτρη σε Οικοδομική εταιρεία, χωρίς καν να μπουν στον κόπο να περάσουν από εκεί οι ίδιοι.

Κανείς δε θα μάθει ποτέ πού και πώς κατέληξε  το μπλε βαλιτσάκι με το πολύτιμο περιεχόμενό του.

δ.μ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: