e-περιοδικό της Ενορίας Μπανάτου εν Ζακύνθω. Ιδιοκτήτης: Πρωτοπρεσβύτερος του Οικουμενικού Θρόνου Παναγιώτης Καποδίστριας (pakapodistrias@gmail.com), υπεύθυνος Γραφείου Τύπου Ι. Μητροπόλεως Ζακύνθου. Οι δημοσιογράφοι δύνανται να αντλούν στοιχεία, αφορώντα σε εκκλησιαστικά δρώμενα της Ζακύνθου, με αναφορά του συνδέσμου των αναδημοσιευόμενων. Η πνευματική ιδιοκτησία προστατεύεται από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Τα νεότερα στα θεματικά ένθετα

Δευτέρα 26 Απριλίου 2010

Τα φλυτζανάκια μας τα καλά

Γράφει η Διονυσία Μούσουρα-Τσουκαλά


Ήταν λίγες μέρες μετά το στερνό αντίο στη μεγάλη αγαπημένη, τη μία και μοναδική, τη Μάνα. Πλησίαζαν οι μέρες που έπρεπε να πάρω το δρόμο του γυρισμού για τη Μελβούρνη. Αποφάσισα ένα τελευταίο ταξίδι στο αγαπημένο νησί από την Αθήνα που έμενα με τα αδέλφια μου. Ήταν μια εσώτερη ανάγκη να ανάψω για μια φορά ακόμα το καντήλι των γονιών, ποιος ξέρει πότε θα αξιωνόμουν πάλι, να σκύψω ευλαβικά και να προσκυνήσω τον τάφο τους... να ζητήσω την ευχή τους και μετά να φύγω για εκεί που με καλούσε το καθήκον.

Τα χρονικά περιθώρια αλλά και οι συνθήκες επέβαλαν το ταξίδι αυτό να γίνει αυθημερόν, έτσι, πήρα το αεροπλάνο. Πήρα μιαν αγκαλιά λουλούδια από τη Χώρα, ένα ταξί και από το αεροδρόμιο πήγα κατευθείαν εκεί... Κάθισα κάτω στο μικρό πεζούλι, νιόσκαφτο το μνήμα και το χώμα νωπό σκεπασμένο από τα μαραμένα, πια, στεφάνια και σταυρούς, προστάτευαν τη Μάνα από τ΄ αγιάζι και τις ανοιξιάτικες δροσοστάλες. Πιάσαμε κουβέντα... Πολλά τούς είπα... Κι εκείνοι υπομονετικοί με άκουσαν με στοργή... Η αύρα και η αγάπη τους που ένιωθα με όλες τις αισθήσεις, γαλήνευαν την ψυχή μου... Έχασα την αίσθηση του χρόνου... Δεν ξέρω πόσες ώρες τα λέγαμε... Μα, όταν βρίσκεσαι με αγαπημένους, ξεχνιέσαι..., δεν κοιτάς την ώρα, ιδιαίτερα όταν γνωρίζεις πως σε λίγο φεύγεις για πολύ μακριά...

Κάποτε, αφού έριξα γύρω τα φρέσκα φιόρα και άναψα το καντήλι, έσκυψα και προσκύνησα ευλαβικά το χώμα που σκέπαζε τον Πατέρα και τη Μάνα... Πήρα την ευχή τους και με βαριά καρδιά πήρα το δρόμο του γυρισμού, μα όχι για το αεροδρόμιο όπως, από ανησυχία για μένα που θα ήμουν μόνη αυτές τις δύσκολες στιγμές, μου ζήτησαν τ΄ αδέλφια μου... Φεύγοντας από την Αθήνα, φρόντισα και πήρα μαζί μου το κλειδί του σπιτιού της Μάνας στο χωριό το αγαπημένο, το Μπανάτο... Ήθελα πριν φύγω να περάσω για μια ακόμα φορά από εκεί, να ζήσω για λίγες έστω στιγμές στο χώρο της Μάνας, ν΄ αγγίξω αυτά που για χρόνια άγγιζε, να πατήσω στο χώμα που για χρόνια πατούσε εκείνη και ο Πατέρας, ν΄ ακούσω το χώρο ν΄ αντιλαλεί από τη φωνή της, το γάργαρο γέλιο της, να γεμίσει ξανά ο χώρος με την αγαπημένη της παρουσία...

Έρημο το Καντούνι τση Γουρούνας, ψυχή δεν απάντησα στο δρόμο ούτε εκεί γύρω... Απρίλης μήνας, οι εκτός Ζακύνθου ντόπιοι, δεν είχαν αρχίσει ακόμα να έρχονται για τις διακοπές για να ανοίξουν τα σπίτια και να γεμίσει ο τόπος με παρουσίες και ζωντάνια και οι ελάχιστοι μόνιμοι της γειτονιάς ήταν στις δουλειές τους, δεν κάθονταν στις αυλές όπως το καλοκαίρι που οι ρυθμοί είναι πιο χαλαροί...

Ένιωσα κάπως άβολα, Έβαλα το κλειδί να ανοίξω κι εκείνο έτριξε παράξενα, τόσο που μου προκάλεσε ρίγος... Μπήκα μέσα διστακτικά, σκοτεινιά και παγωνιά... Ερημιά παντού... Γύρισα για λίγο στους μικρούς του χώρους, άκουγα τον αντίλαλο από τα βήματα μου... Σαν να αγριεύτηκα... Ένιωθα άσχημα... Δεν ήταν εκεί η Μάνα... Όσο κι αν προσπάθησα να την «φέρω» νοερά εκεί κοντά μου, αδύνατο... Η Μάνα είχε φύγει... Δεν ήταν πια αυτό το σπιτικό της, ήταν εκεί που την αποχαιρέτισα πριν από λίγο... Ξένος ο χώρος πια εδώ, με απόδιωχνε... Δεν τολμούσα ούτε να κοιτάξω γύρω...

Μα, όπως έκανα να σηκωθώ, εκεί μπροστά μου είδα να με κοιτάζουν νοσταλγικά και με αγάπη... "τα φλυτζανάκια μας τα καλά"! Πώς και δεν τα πρόσεξα πριν... Ξανακάθισα κάτω μαγεμένη από την ομορφιά τους, έμεινα να τα κοιτάζω σαν υπνωτισμένη και το ταξίδι στο μακρινό χθες ξεκίνησε.

Μικρά, κομψά και πολύ φινετσάτα... Ήταν το καμάρι των γονιών μου, από γνήσια πορσελάνη και χρυσοκέντητα... Ποιος ξέρει με πόσες οικονομίες και στερήσεις τα απόκτησαν... Όσο θυμάμαι τον εαυτό μου, θυμάμαι τα φλυτζανάκια μας τα καλά να στολίζουν τον μπουφέ στο σαλόνι, πρώτη θέση και 12 τον αριθμό παρακαλώ!!!

Τώρα που γράφω, πήγα στον δικό μου μπουφέ, τα έχω κι εγώ πρώτη θέση, πήρα προσεκτικά ένα στο χέρι μαζί με το πιατάκι και... προσπαθώ να βρω τα κατάλληλα λόγια να το περιγράψω. Τα κοιτάζω με πολλή αγάπη... λίγο δύσκολο όμως, φοβάμαι πως θα τα αδικήσω πολύ αν επιχειρήσω σας μιλήσω για αυτά... Έτσι, αφήνω τη φαντασία σας να τα «δει».

Τα φλυτζανάκια μας τα καλά, γνώρισαν δόξες και μεγαλεία... Η παπαδιά σε αυτά σερβίριζε τον καφέ στους επίσημους μα και στους... μη-επίσημους, που τιμούσαν το σπίτι του παπά κι έρχονταν πάντα για καφέ είτε μετά τις ακολουθίες, είτε περαστικοί από εκεί... Ορθάνοιχτο πάντα το σπίτι του παπά για όλους και τα φλυτζανάκια μας τα καλά, όπως με... δέος τα αποκαλούσαμε, ιδιαίτερα εγώ και τ΄ αδέλφια μου, πάντα στην υπηρεσία της παπαδιάς. Ήταν πολύ περήφανη γι' αυτά και χαιρόταν πάντα, όταν οι καλεσμένοι της σχολίαζαν πόσο όμορφα και σπάνια ήταν... Εμάς τα παιδιά, όμως, δεν μας άφησε ποτέ να τα αγγίξουμε, ούτε καν για να τα πλύνουμε...Ίσως για αυτό να υπάρχουν ακόμα. Χωρίς υπερβολές, πρέπει τώρα να είναι το λιγότερο 70 χρονών τα φλυτζανάκια μας τα καλά... Αγέραστα και πανέμορφα, σαν την πρώτη μέρα...

Εκεί όπως τα κοίταζα, παρέλασαν από μπροστά μου όλοι οι παλιοί σεβάσμιοι Αρχιερείς, Ιερείς, Δήμαρχοι, Νομάρχες, Καθηγητές, απλοί άνθρωποι, φίλοι καλοί, συγγενείς... Όλοι αγαπημένοι... Όλοι είχαν πιει καφέ από τα χέρια της παπαδιάς στα φλυτζανάκια μας τα καλά...

Κάποια στιγμή πετάχτηκα τρομαγμένη... Κάποιος καλούσε τ΄ όνομα μου... Η Μάνα, σκέφτηκα, μα με συνέφερε η ματιά που έριξα γύρω και η συνειδητοποίηση του χώρου, χρόνου, τόπου... Ήταν η καλή και αγαπητή φίλη, γειτόνισσα και κουμπάρα από απέναντι... Όπως μου είπε, με είδε που μπήκα μέσα σκυφτή, μα σεβάστηκε τη στιγμή και ήθελε να με αφήσει μόνη για λίγο, μα το παράκανα, λέει, και ανησύχησε...

Κάθισε δίπλα μου για λίγο, της μίλησα για τα φλυτζανάκια μας τα καλά... "Γιατί δεν τα παίρνεις μαζί σου;", μού λέει. Γύρισα και την κοίταξα απορημένη, ούτε που μου πέρασε από το μυαλό τέτοια σκέψη... "Μεγάλο το ταξίδι", της λέω, "πώς να τα πάρω; Κι αν μου σπάσουν; Η μάνα τα πρόσεχε σαν τα μάτια της... Τι θα της πω, αν σπάσει έστω και ένα και...ξεταιριάσουν και δεν είναι πια ντουζίνα;;;" Πήρα τηλέφωνο τον αδελφό στην Αθήνα να ζητήσω τη γνώμη του, "μη φοβάσαι", μου λέει, "θα τα συσκευάσουμε έτσι ώστε να μην πάθουν τίποτα... θα φτάσουν σώα και αβλαβή, θα δεις".

Πάνε 17 χρόνια από τότε... Όντως έφτασαν σώα και αβλαβή! Στολίζουν τον μπουφέ μου. Οι επισκέπτες μου τα κοιτάζουν με θαυμασμό και με ρωτούν πού τα βρήκα. Φυσικά και δεν τους σερβίρω τον καφέ εκεί. Τους λέω, "είναι από το πατρικό μου, είναι τα φλυτζανάκια μας τα καλά"!
[Φωτό, δάνειο από το ιστολόγιο second sight]