e-περιοδικό της Ενορίας Μπανάτου εν Ζακύνθω. Ιδιοκτήτης: Πρωτοπρεσβύτερος του Οικουμενικού Θρόνου Παναγιώτης Καποδίστριας (pakapodistrias@gmail.com), υπεύθυνος Γραφείου Τύπου Ι. Μητροπόλεως Ζακύνθου. Οι δημοσιογράφοι δύνανται να αντλούν στοιχεία, αφορώντα σε εκκλησιαστικά δρώμενα της Ζακύνθου, με αναφορά του συνδέσμου των αναδημοσιευόμενων. Η πνευματική ιδιοκτησία προστατεύεται από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Τα νεότερα στα θεματικά ένθετα

Παρασκευή 1 Οκτωβρίου 2010

Δώρο Γάμου, το Μουρτάρι

Γράφει από τη Μελβούρνη η Διονυσία Μούσουρα-Τσουκαλά

Γεγονός ότι όλοι μας μαζεύουμε και μαζεύουμε περισσότερα από ό,τι χρειαζόμαστε. Πολλές φορές, περισσότερα κι από όσα μπορεί να χρειαστούμε σε μια ζωή. Σκέφτομαι καμιά φορά πως για τη γενιά μου, ίσως να είναι κατάλοιπο από το σύνδρομο της φτώχιας και του πολέμου. Η γενιά μου και οι προηγούμενες περάσαμε δύσκολα χρόνια, οι απανωτοί πόλεμοι δεν άφησαν τη χώρα να σηκώσει κεφάλι. Όλα λίγα και μετρημένα, όχι μόνο δεν περίσσευε ποτέ τίποτα αλλά ούτε δεν έφτανε, ούτε φαγητό, ούτε ρούχα, ούτε βιβλία, ούτε φάρμακα κι αν πεις για λεφτά δυσεύρετα.

Βέβαια, όταν η πλειοψηφία του λαού λιμοκτονούσε στην κυριολεξία, κάποιες οικογένειες «αρχοντικές» στο νησί, γιατί βέβαια εδώ για το αγαπημένο νησί τη Ζάκυνθο μιλάω, (χωρίς αυτό να σημαίνει πως ίδιες και χειρότερες συνθήκες δεν επικρατούσαν στα περισσότερα μέρη της Ελλάδας), ζούσαν όχι απλά πλουσιοπάροχα, αλλά βασιλικά, σε σημείο που απ΄ ό,τι θυμάμαι από διηγήσεις του αείμνηστου παπάκη μου αλλά και άλλων γεροντότερων, κάποιες αρχόντισσες έπαιρναν το μπάνιο τους σε γάλα, το οποίο μετά, στην μεγαλοψυχία τους, το έδιναν στους σέμπρους να φτιάξουν τυρί για τις φαμελιές τους! Αυτό όμως είναι θέμα, που χρήζει χρόνου και μελέτης, δεν είναι της στιγμής.

Μαζεύουμε λοιπόν, λες και θα ζήσουμε δέκα ζωές... Άλλα αγοράζουμε εμείς, γιατί μπορεί να τα χρειαζόμαστε, άλλα γιατί...τα βρήκαμε σε ευκαιρία, άλλα μας πρόσφεραν δώρα, άλλα μας τα έφεραν τα παιδιά μας από τα σπίτια τους γιατί... περίσσευαν και τους έπιαναν τον τόπο, με αποτέλεσμα να συσσωρεύονται και τα περισσότερα από αυτά να ξεχνάμε πως τα έχουμε. Αν καμιά φορά μας πιάσει η... προκοπή, να τα ξεδιαλύνουμε και να ελαφρώσουμε το χώρο, μας πιάνουν οι συναισθηματισμοί, αχ αυτό το πήραμε σε κείνο το ταξίδι, τούτο μου το πρόσφερε αγαπημένη φίλη, εκείνο είναι από την αδελφή και πάει λέγοντας. Ελάχιστα αποφασίζουμε να ξεφορτωθούμε, που, ενώ εμάς μας είναι άχρηστα, μπορεί να είναι όχι απλά χρήσιμα, αλλά βασικά και απαραίτητα σε άλλους, που δεν έχουν τη δυνατότητα να τα αγοράσουν.

Σε μια τέτοια... κρίση απαλλαγής από πλείστα όσα μη απαραίτητα, ανακάλυψα και το μουρτάρι με το μουρταρόχερο!!! Α, για να σας πω, να λείπουν τα ειρωνικά μειδιάματα. Έτσι το λέγαμε εμείς κι όχι γουδί και γουδοχέρι, όπως οι κατοπινές γενιές ή οι «εξευγενισμένοι» της γενιάς μου.

Κάθισα κάτω, το κοίταζα με άπειρη νοσταλγία και αγάπη για πολλή ώρα, το χάιδευα λες κι ήταν έμψυχο αντικείμενο και με κατέκλυζαν οι θύμησες... Ήταν το δώρο του γάμου μου από την αγαπημένη μου Νόνα Αντριάνα την Μπανατιώτισσα, με την εντολή να μάθω και να φτιάχνω καλή αλιάδα! Οι ορμήνιες αυστηρές, να μην έχουν κομπαράκια οι πατάτες, να λιώνω πρώτα καλά το σκόρδο με το αλάτι, να φροντίζω οι πατάτες να είναι «παλιές» για να κορδίζουν και, προπαντός, να έχουν κρυώσει καλά, ποτέ ζεστές πατάτες στην αλιάδα. Και αφού κορδίσουν καλά, μετά από τουλάχιστον δέκα λεπτά, αν όχι παραπάνω, γερό κοπάνισμα κι αφού φτάσουν στο σημείο που, όπως την χτυπάω και σηκώνεται το μουρταρόχερο, στέκεται η αλιάδα φτάνοντας όσο ψηλά φτάνει το μουρταρόχερο χωρίς να χωρίζει κι αρχίσω να ρίχνω ζουμί από το μπακαλάο ή άλλο ψάρι, να προσέχω να το ρίχνω λίγο-λίγο και να τη δουλεύω για να παρακολουθώ, μην μείνει πολύ πηχτή αλλά και να μη γίνει... νερομπούλι. Μετά, προσοχή πάλι, όταν ρίχνω το λεμόνι και το λάδι, να μην την κάνω ξίδι και να βάζω μπόλικο λάδι να κολυμπάει στο λάδι, να κολλάει μουλάρι, όπως χαρακτηριστικά έλεγε. Τόσο καλοδουλεμένη έπρεπε να είναι. Περιττό να σας πω πως... ουδέποτε την προσκάλεσα να της φτιάξω αλιάδα, στο διάστημα που έμεινα στη Ζάκυνθο μετά το γάμο μου, λίγους μήνες μετά φύγαμε για Αθήνα όπου ζήσαμε μέχρι το ’67, που αναχωρήσαμε για Μελβούρνη. Εν τω μεταξύ, έφυγε για το αιώνιο ταξίδι η αγαπημένη μου Νόνα και δεν χρειάστηκε να αποδείξω τις ανύπαρκτες ικανότητές μου. Σας λέω, ολόκληρη ιεροτελεστία για να φτιάξεις αλιάδα!

Όταν μαζεύαμε τα υπάρχοντα για Μελβούρνη, μολονότι πολύ βαρύ το μουρτάρι και ζήτημα αν το είχα χρησιμοποιήσει μια-δυο φορές, δεν μου έκανε καρδιά να το εγκαταλείψω. Ήταν δώρο γάμου από χέρι λατρεμένο. Πώς να το αφήσεις πίσω; Παρά τις έντονες διαμαρτυρίες από το περιβάλλον, επέμενα πως ΔΕΝ θα μείνει πίσω. Το συσκεύασα προσεχτικά, για να μη σπάσει, γιατί, μολονότι ήταν από αγκωνάρι, όπως και να το κάνεις, ήταν εύθραυστο, το ταξίδι πολύ μακρινό και το μπαούλο στο οποίο μπήκε θα έτρωγε πολλές πεταξιές δώθε-κείθε, διασχίζοντας τους ωκεανούς και μετά που θα το σήκωναν γερανοί.

Καιρό μετά την άφιξη κι αφού είχαμε κάπως προσαρμοστεί και μπει σε σειρά στην καινούρια πατρίδα, αποφάσισα πως είχα χρέος ιερό να τιμήσω την αγαπημένη μου Νόνα και να προσπαθήσω ακολουθώντας τις οδηγίες της να μάθω να φτιάχνω αλιάδα, έτσι όπως εκείνη, αλλά και η αείμνηστη Μαμά μου την έφτιαχναν. Με τις φιλότιμες προσπάθειες μου, κατάφερνα να φτιάχνω υποφερτή αλιάδα. Βέβαια, όχι σαν της Νόνας μου ή της Μαμάς μου, αλλά τρωγόταν. Οι προσπάθειες συνεχίστηκαν, αφού κρατούσαμε το αντέτι το ζακυνθινό, 25η Μαρτίου, του Βαγιώνε, του Σωτήρος τον Αύγουστο και κάποιες άλλες φορές, που πετυχαίναμε φρέσκο ψάρι και που βόλευε να το φάμε Κυριακή, έφτιαχνα αλιάδα, περήφανη για το επίτευγμα μου!

Άλλος τρόπος ζωής εδώ. Το ωράριο συνεχόμενο, όταν φεύγεις χαράματα για τη δουλειά και γυρίζεις αργά το απόγευμα, την ώρα που μαζεύονται όλοι κουρασμένοι και πεινασμένοι τις καθημερινές, πού χρόνος και κουράγιο για δύσκολα φαγητά. Το φαγητό μαγειρευόταν με δόσεις: λίγο αποβραδίς, λίγο πολύ νωρίς το πρωί, λίγο αργά το απόγευμα μετά τη δουλειά... Ανάγκα και θεοί πείθονται...

Κι εκεί που είχα σχεδόν τελειοποιήσει την τέχνη της αλιάδας, κυκλοφόρησαν ευρέως τα μπλέντερ και τα μίξερ κι όλες οι συσκευές και το μουρτάρι μπήκαν στην άκρη. Ούτε κόπος πια, ούτε πολλά τερτίπια. Οι ηλεκτρικές συσκευές φτιάχνουν τέλεια αλιάδα, ή τουλάχιστον, έτσι θέλουμε να πιστεύουμε… Γεγονός όμως πως την αλιάδα, που κάνει το πέτρινο μουρτάρι, για όποιον έχει χέρια να τη χτυπάει και να κορδίζει, δεν την κάνει τίποτα άλλο!

Αφού, λοιπόν, πέρασε κάμποση ώρα με αναδρομές στο χθες και το προχθές, ξεκαθάρισα πολλά που θα τα έδινα, το μουρτάρι, όμως, δεν μπόρεσα να το αποχωριστώ κι ας μην το χρησιμοποιώ πια... Είναι κομμάτι του εαυτού μου, είναι όλα μου τα χθες και τα προχθές: Το χωριό μου, η Νόνα μου, ο Νόνος μου και όλοι οι αγαπημένοι. Έχει περίοπτη θέση στον πίσω κήπο του σπιτιού μου, ανάμεσα στα δέντρα και στις ατέλειωτες γλάστρες μου, εκεί που μαζευόμαστε για μεσημεριανό με παιδιά κι εγγόνια κάθε Κυριακή. Κομμάτι της ζωής μου το μουρτάρι και το μουρταρόχερο, μέλος της φαμελιάς...

Καλό Μήνα σε όλους,
με την αγάπη μου πάντα,
δ.μ.τ.