e-περιοδικό της Ενορίας Μπανάτου εν Ζακύνθω. Ιδιοκτήτης: Πρωτοπρεσβύτερος του Οικουμενικού Θρόνου Παναγιώτης Καποδίστριας (pakapodistrias@gmail.com), υπεύθυνος Γραφείου Τύπου Ι. Μητροπόλεως Ζακύνθου. Οι δημοσιογράφοι δύνανται να αντλούν στοιχεία, αφορώντα σε εκκλησιαστικά δρώμενα της Ζακύνθου, με αναφορά του συνδέσμου των αναδημοσιευόμενων. Η πνευματική ιδιοκτησία προστατεύεται από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Τα νεότερα στα θεματικά ένθετα

Σάββατο 3 Μαρτίου 2012

Προσδοκίες, τότε και τώρα

Γράφει η Διονυσία Μούσουρα-Τσουκαλά

Φωτογραφία: The Life Lines, Adelina Perez del Castillo
Πρόσφατα είχα μοιραστεί μαζί σας κάποιες σκέψεις μου σχετικά με τα κριτήρια της εδώ Κυβέρνησης, τότε και  τώρα για επιλογή μεταναστών στην Αυστραλία. Σήμερα, το ίδιο, ας πούμε, θέμα, αλλά από την  άλλη σκοπιά.  Δηλαδή, τις προσδοκίες που είχαμε εμείς οι πρώτοι μετανάστες κι αυτές που, ίσως, έχουν οι σημερινοί που επιλέγουν να έλθουν εδώ.

Κυριότερο κίνητρο και λόγος μετανάστευσης  τότε και τώρα, οι δύσκολες συνθήκες, κυρίως ανεργία και φτώχεια στην αγαπημένη μας πατρίδα. Κανένας δεν εγκαταλείπει τη γη που γεννήθηκε έτσι απλά και χωρίς σοβαρό λόγο. Σε κανέναν δεν αρέσει να ξεριζωθεί, να αφήσει το γνώριμο, το οικείο, το σίγουρο περιβάλλον, για το ξένο κι άγνωστο.

Εμείς, φεύγαμε φοβισμένοι χωρίς να ξέρουμε πού πηγαίνουμε, οι περισσότεροι από εμάς ούτε που γνωρίζαμε κατά πού πέφτει η Αυστραλία. Λίγοι τυχεροί είχαν, ίσως, δει  ότι τέρμα κάτω-κάτω στον παγκόσμιο χάρτη -πιο κάτω δεν είχε- υπήρχε ένα πολύ μεγάλο νησί!!! Δεν είχαμε την πολυτέλεια ούτε να σκεφτούμε τι περιμέναμε από τη χώρα που πηγαίναμε. Η πλειοψηφία έλεγε, πάμε για 3-5 χρόνια το πολύ, να μαζέψουμε χρήματα και να γυρίσουμε στον τόπο μας! Ο ένας για να φτιάξει το σπίτι του, ο άλλος να αγοράσει ταξί, άλλος για να αγοράσει το χτήμα που θα πουλήσει ο διπλανός του, άλλος για να παντρέψει την αδελφή του και ούτω καθ΄ εξής. Εδώ, ας μου επιτραπεί μια μικρή παρένθεση, θα σταθώ στο: να μαζέψουμε χρήματα!!! Οι περισσότεροι το λέγαμε με τόση πεποίθηση και  αφέλεια, λες και λέγαμε, πάμε  στον Κάμπο, να μαζέψουμε ραδίκια ή ελιές...

Είχαμε πλήρη άγνοια της πραγματικότητας. Ούτε σταθήκαμε να σκεφτούμε, πού και πώς θα τα μαζέψουμε αυτά τα χρήματα, πού θα τα βρούμε κι αν ήταν τόσα πολλά, σπαρμένα στους δρόμους, πώς και δεν τα μάζεψαν άλλοι και καλούσαν εμάς να πάμε να τα μαζέψουμε, τόσο δύσκολη είναι η συγκομιδή τους; Θυμάμαι ένα ζευγάρι, με το οποίο συνταξιδεύαμε. Άκουσαν πως στην Αυστραλία τα κουνέλια που κυκλοφορούν ελεύθερα στις φάρμες και δε χρειάζεται να τ’ αγοράσεις, οι ντόπιοι δεν καταδέχονται να τα φάνε, επίσης, πως τα εντόσθια τόσο από αρνιά όσο και μοσχάρια, είναι πάμφθηνα γιατί κι αυτά δεν τους αρέσουν. Στους υπολογισμούς λοιπόν που κάνανε για το... μάζεμα των λεφτών, υπολόγιζαν πως θα ζούνε σχεδόν τζάμπα, τρώγοντας συνεχώς κουνέλια και εντόσθια!!! Δεν έτυχε να τους συναντήσω ποτέ να ρωτήσω για πόσα χρόνια τρέφονταν με κουνέλια και εντόσθια και πόσα χρήματα μάζεψαν!

Μόνη μας μέριμνα, δουλειά και στέγη, αμφότερα πολύ προσιτά και εύκολα τότε, αφού για δουλειά, για πολλή δουλειά μάς κάλεσαν εδώ! Όσο για στέγη, πανεύκολο. Αυτοί που είχαν προηγηθεί, κατάφεραν με σκληρή δουλειά και φοβερές οικονομίες να αγοράσουν ένα σπίτι, δηλαδή, να μαζέψουν λίγα χρήματα για προκαταβολή και να πάρουν μεγάλο δάνειο από Τράπεζα το οποίο πλήρωναν σε μηνιαίες δόσεις με υψηλό για την εκάστοτε εποχή τόκο, με τρία - τέσσερα υπνοδωμάτια ή και περισσότερα, από τα οποία  κρατούσε ένα ο νοικοκύρης, πάντα παντρεμένος, και νοίκιαζαν τα υπόλοιπα, σε  ζευγάρι με ή χωρίς παιδιά, από ένα σε κάθε οικογένεια και το σαλόνι ή αν είχε αποθήκη το σπίτι, σε... μπεκιάρηδες, δηλαδή ανύπαντρους νέους ή κοπέλες ελεύθερες δύο και τρεις μαζί συνήθως σε πολύ μικρό χώρο, έτσι, με τα ενοίκια που εισέπρατταν πλήρωναν τις δόσεις του σπιτιού. Μαζεύονταν σεβαστό ποσό κάθε εβδομάδα, ιδιαίτερα αν υπήρχαν ανύπαντροι γιατί αυτοί ήταν οικότροφοι, τους έπλενε και τα ρούχα η νοικοκυρά και το μισό τους σχεδόν ημερομίσθιο πήγαινε στο ενοίκιο.

Δεν ήταν όλα αρνητικά σε αυτή τη συγκατοικία, υπήρχαν και τα θετικά, η νοικοκυρά του σπιτιού, σπάνια χρειαζόταν να δουλέψει εκτός σπιτιού αφού από τη μια φρόντιζε τους ελεύθερους κι από την άλλη φύλαγε τα μικρά που είχαν οι «νοικιαραίοι» ή παιδάκια γειτόνων και γνωστών  που δούλευαν και οι δύο γονείς. Σε πολλές περιπτώσεις αυτές οι γυναίκες έβγαζαν πολύ περισσότερα χρήματα από αυτά που έβγαζαν οι άντρες τους δουλεύοντας και υπερωρίες, όχι μόνο οχτάωρο! Όσο για τους ένοικους, πλεονέκτημα το μικρό, σε σύγκριση με τι θα πλήρωναν αν νοίκιαζαν σπίτι, ενοίκιο, μα πάνω απ΄ όλα, (αυτό ίσχυε για όλους), η «στήριξη» των πολλών γύρω σου που μιλούσαν την ίδια γλώσσα με σένα, είχαν την ίδια θρησκεία, η συντροφικότητα, η συμπαράσταση σε καλές και κακές στιγμές και η αλληλοβοήθεια σε όλα. Οι πιο στενές αλλά και άσπονδες(!) φιλίες δημιουργήθηκαν μέσω αυτής της συγκατοίκησης, αλλά και πολλοί γάμοι είτε από συνοικέσιο / γνωριμία, είτε από αισθηματάκι!

Τα αρνητικά, βέβαια, πάρα πολλά, δεδομένου ότι οι κοινόχρηστοι χώροι, κουζίνα, μπάνιο, τουαλέτα, απλώστρα ρούχων, μοιράζονταν από όλους με τη... σειρά, ακόμα και για να μαγειρέψεις ή να φας στο μοναδικό τραπέζι ή να πας στην τουαλέτα, τίποτα δεν μπορούσες να κάνεις όταν ήθελες ή... είχες ανάγκη!

Όλα αυτά τα ανάφερα για ενημέρωση σας, γιατί αμφιβάλλω αν τα γνωρίζετε. Έτσι ξεκινήσαμε τη ζωή μας εδώ σχεδόν όλοι οι νεοφερμένοι κι έτσι ζήσαμε μέχρι να μαζέψουμε «προζύμι» και ν’ αγοράσουμε κι εμείς με τη σειρά μας το δικό μας σπίτι.  Φυσικά και δεν αναφέρθηκα σε όλα τα άλλα, όπως τις πολύ δύσκολες συνθήκες εργασίας, τις φυλετικές διακρίσεις εις βάρος μας, τον εκ διαμέτρου αντίθετο τρόπο ζωής την παντελή έλλειψη ψυχαγωγίας, τότε, την έλλειψη επικοινωνίας με τους δικούς μας στην πατρίδα, αφού το γράμμα έκανε ένα μήνα και πάρα πάνω για να φτάσει και τόσα άλλα που θα χρειαστεί να γράψω όχι ένα αλλά πολλά βιβλία για να τα καλύψω!

Τα έγραψα, επίσης, γιατί έτσι απλά, θέλω να σας ρωτήσω,  πόσοι από τους σημερινούς νέους και όχι μόνο που σκέφτονται να έλθουν εδώ, θα δέχονταν να ζήσουν υπό αυτές τις συνθήκες και θα έκαναν τη γαϊδουρινή, δεν υπερβάλλω, υπομονή που κάναμε εμείς οι πρώτοι μετανάστες;

Φυσικά σήμερα ουδείς ενοικιάζει / μοιράζεται το σπίτι του με άλλους. Υπάρχει όμως πάντα το ενδεχόμενο τέτοιας συγκατοικίας, αν οι νεοφερμένοι μαζευτούν κάμποσες οικογένειες / ελεύθεροι, όπως τότε εμείς, και νοικιάσουν ένα μεγάλο σπίτι, ώστε να μοιράζονται όλα τα έξοδα και να κάνουν οικονομία. Πόσοι, όμως, θα είναι διατεθειμένοι να κάνουν κάτι τέτοιο; Πόσοι από αυτούς, που είναι μορφωμένοι με πτυχία, θα δεχτούν -όπως κάναμε πολλοί από εμάς όπου και μόρφωση είχαμε και εντελώς άμαθοι από δουλειά είμαστε- να δουλέψουν σε βαριές χειρωνακτικές δουλειές ή καθαριστές; Αναγνωρίζω πως άλλαξε η ζωή, άλλαξε ο κόσμος, άλλαξαν οι συνθήκες. Στην ουσία, όμως, όταν πηγαίνεις  μετανάστης σε μια χώρα πρέπει να είσαι διατεθειμένος να ξεχάσεις τον τρόπο που ζούσες μέχρι σήμερα και να προσαρμοστείς στις συνθήκες που θα βρεις, αλλιώς, καλύτερα να μην πάρεις την απόφαση αυτή, γιατί -πιστέψτε με- κανείς δεν δίνει τζάμπα λεφτά, πρέπει να ιδρώσεις και μάλιστα πολύ για να βγάλεις μεροκάματο κι ούτε να πάρεις σαν δεδομένο ότι θα βρεις δουλειά στον κλάδο σου επιστήμης / τέχνης  και με τις συνθήκες που εσύ θέλεις!

Δεν έχω πρόθεση  να απογοητεύσω ή αποθαρρύνω κανέναν που σκέφτεται να έλθει εδώ. Η Αυστραλία είναι χώρα με ευκαιρίες, ακόμα, και πολλές ομορφιές, όμως, δεν είναι Ελλάδα και δεν είναι... παράδεισος!

Έχω τους λόγους μου που ασχολήθηκα με αυτό το θέμα σήμερα, όχι μόνο γιατί είναι επίκαιρο και, ίσως, ενδιαφέρει κάποιους, αλλά επί πλέον αφορμή μου έδωσαν δυο νέα άτομα που πρόσφατα ήρθαν εδώ. Ο ένας, νέος, δικό μας παιδί -τουλάχιστον στην καταγωγή- Ζακυνθινόπουλο. Για ευνόητους λόγους, δεν θα επεκταθώ. Ήρθε εδώ με μια φίλη του, η οποία είχε γνωριστεί στη Ζάκυνθο με ένα κορίτσι από εδώ που είχε έλθει εκεί για διακοπές. Έβγαλαν βίζα και εισιτήριο για είκοσι μέρες μόνο, να δουν πώς έχουν τα πράγματα και μετά να αποφασίσουν.  Η δική μου λογική λέει πως θα είχαν τον τρόπο τους, δε χαλάς πολύ μεγάλο ποσόν και μάλιστα αυτή την εποχή να πας στην άκρη του κόσμου για 20 μέρες για να «δεις». Πόσα μπορείς να δεις σε είκοσι μέρες; Αλλά ας το αφήσουμε αυτό. Εκείνο που έκανε όχι μόνο σε μένα αλλά σε όσους το άκουσαν τη χειρίστη των εντυπώσεων, είναι  ότι ο νεαρός με το που πάτησε το πόδι του εδώ, χωρίς να προλάβει να δει τίποτα απολύτως, αποφάσισε να φύγει την τρίτη κιόλας μέρα γιατί... δεν του άρεσε! Άκαρπες οι προσπάθειες της κοπελιάς που ήλθαν μαζί, αλλά και άλλων να του εξηγήσουν πως, αφού έκανε τόσο κόπο για τόσο μακρινό ταξίδι και τόσα έξοδα, ας έμενε τουλάχιστον έστω κι από περιέργεια να γνωρίσει κάπως τη Μελβούρνη που είναι όντως πολύ όμορφη πόλη και μετά ας έφευγε κανονικά όπως είχαν προγραμματίσει στις 20 μέρες. Άδικος κόπος, τα μάζεψε και με την πρώτη πτήση γύρισε πίσω μόνος του! Τα συμπεράσματα, δικά σας!

Μια άλλη κοπέλα, γεννημένη εδώ, αλλά είχαν επαναπατριστεί οικογενειακώς πριν ακόμα πάει σχολείο, σαν Αυστραλή πολίτης, ήλθε πίσω να μείνει με θεία της. Εντάξει, αυτή δεν έφυγε την τρίτη μέρα, αλλά σε λίγες εβδομάδες! Ο λόγος; Μα, η δουλειά. Τι εννοώ; Έψαξε για δουλειά, αλλά προφανώς είχε ανεβάσει τον πήχη πολύ ψηλά από μόνη της. Γράφτηκε στο Ομοσπονδιακό Γραφείο Ευρέσεως Εργασίας, όπου της πρότειναν διάφορες δουλειές, που τις έβρισκε όλες κατώτερές της κι όταν απείλησαν να της κόψουν το επίδομα ανεργίας, αν δεν δεχτεί μία ακόμα δουλειά που της πρότειναν, πωλήτρια σε κατάστημα, αφού  ούτε επαγγελματική κατάρτιση είχε, ούτε μόρφωση πέραν του Γυμνασίου, μήτε τίποτα. Έγινε πυρ και μανία που της ζητούσαν να ξεπέσει τόσο πολύ, όταν αυτή έχει τελειώσει Γυμνάσιο(!), άρα πολύ μορφωμένη(!) και για κάμποσα χρόνια δούλεψε σε Τράπεζα. Έτσι, μέσα σε λίγες εβδομάδες, τα μάζεψε κι έφυγε. Τα σχόλια δικά σας!

Φυσικά υπάρχουν πολλά νέα παιδιά και μάλιστα με πτυχία Πανεπιστημίου, που με ευγνωμοσύνη δέχτηκαν όποια δουλειά κι αν τους προσφέρθηκε μέχρι να ορθοποδήσουν. Και αυτά, όμως, κάνουν την ανάγκη φιλοτιμία και πολλοί παραπονιούνται λίγο-πολύ για όλα!

Δεν γνωρίζω αν υπάρχουν παιδιά από το Μπανάτο, που σκέφτονται να έλθουν εδώ ή να πάνε σε άλλη χώρα. Ας μου επιτραπεί, χωρίς να θέλω να υποτιμήσω ουδένα ή να κάνω τη δασκάλα, να δώσω μια μικρή συμβουλή: Παιδιά, σκεφτείτε το, σκεφτείτε το καλά πριν πάρετε μια τέτοια απόφαση, η επιστροφή δεν είναι πάντα εφικτή! Το δρομολόγιο δεν είναι Ζάκυνθος - Αθήνα!

Με την αγάπη μου πάντα,
δ.μ.τ.

6 σχόλια:

Μαρία Σ είπε...

Διονυσία
καλή Σαρακοστή σου εύχομαι.
Διαβάζω πάντα με ενδιαφέρον αυτά που γράφεις.
ευτυχώς η δυστυχώς δεν έχω προσωπική άποψη.
Εχω ομως τον αδελφό μου στο Σιδνευ ο οποίος πάντα λέει αλοίμονο σε αυτόν που γνωρίζει δύο πατρίδες!!
Και θυμάμαι οτι οταν είμουν μικρή ,δεν πήγαινα σχολείο, η μητέρα μου, μου έδειξε στον χάρτη την Αυστραλία και μου είπε εδώ είναι τα αδέλφια σου.(οι δύο έχουν γυρίσει στην πατρίδα)
Και μόλις έφυγε έκανα τον χάρτη κοματάκια για να τους βγάλω!!!!
Θυμάμαι την λαχτάρα μου οταν τον έσκιζα, δεν θυμάμαι ομως να έφαγα ξύλο!!
Σου στέλνω την αγάπη μου

Ανώνυμος είπε...

Καλή Σαρακοστή και σε σένα Μαρία μου.
Ειλικρινά με συγκινεί το πόσο "πιστή"¨αναγνώστρια είσαι καισ΄ ευχαριστώ γι αυτό! Να λες "ευτυχώς" που δεν έ χεις προσωπική άποψη για τον ξεριζωμό! Όσο γι αυτό που λέει ο αδελφός σου, ένα μόνο σου λέω, η δεύτερη πατρίδα, είναι μητριά. Όσο καλή και να είναι, ουδέποτε μπορεί να συγκριθεί με τη Μάνα ή να σε κάνει να την ξεχάσεις! Με την αγάπη μου, Διονυσία

Ανώνυμος είπε...

Αγαπημένη μου Διονυσία, Χθες μου τηλεφώνησε μια φίλη μου να βρεθούμε για καφέ. Πήγα, είχε μαζί και παρέα. Ανεψιό ο οποίος έχει έρθει από Ελλάδα πριν τρις βδομάδες. Ψάχνει λέει, να βρει εδώ την τύχη του (καταλαβαίνεις) για μπορέσει να μείνει για πάντα. Θα του δώσω να διαβάσει το άρθρο σου. Είμαι περίεργη να μάθω τις εντυπώσεις του και την κατάληξή του. Αχ! και τι δεν τραβήξαμε...............να είσαι πάντα καλά και να μας τα θυμίζεις
με πολυ αγαπη, Μαγδα

Ανώνυμος είπε...

Μάγδα μου, δε φταίνε απόλυτα οι σημερινοί νέοι αν δυσκολεύονται να αποδεχτούν την καινούρια κατάσταση πραγμάτων που τους είναι παντελώς άγνωστη,αφού μέχρι σήμερα καλώς ή κακώς, έζησαν στην εποχή των παχειών αγελάδων! Η δική μας η γενιά, με τις ισχνές αγελάδες μεγάλωσε, έτσι τίποτα δεν μας ξένισε...όπου κι αν βρεθήκαμε κι όπως κι αν τα βρήκαμε γιατί δεν είχαμε γνωρίσει άλλο τρόπο ζωής. Ας ελπίσουμε να προσγειωθούν ομαλά και να έχουν δύναμη και κουράγιο! Πολλά φιλάκια, δ.μ.τ.

Ειρήνη Φανίδου είπε...

Πολύ καλά τα λες Διονυσία έχουμε και τώρα ένα κύμα μετανάστευσης των παιδιών μας .Έδωσα το άρθρο σου να το διαβάσει ένας επίδοξος μετανάστης για ....κίνα!Τίποτα δεν είναι ρόδινο ,και ο ξεριζωμός είναι άσχημος και δυσβάστακτός!Θέλει γερά κότσια να τα καταφέρει κάποιος,αν τα έχουν ας ξεκινήσουν!

Ανώνυμος είπε...

Ειρήνη μου, έχεις πολύ δίκιο σ΄ αυτά που λες. Ξέρω πως η απελπισία πολλές φορές οδηγεί σε...απελπιστικές λύσεις, όπως αυτή του ξεριζωμού. Όμως, τίποτα δεν είναι εύκολο, εύκολη η απόφαση, εύκολο και το ξεκίνημα σε σύγκριση με τα μετέπειτα! Μπορεί οι σημερινοί νέοι να είναι ταξιδεμένοι, όχι σαν τους μετανάστες της δεκαετίας του -50 και του -60 που πολλοί, ίσως, δεν είχαν βγει από τον τόπο τους πριν το μεγάλο ταξίδι, όμως, κακά τα ψέματα, άλλο πάω κάπου για διακοπές κι άλλο πάω κάπου μετανάστης! δ.μ.τ.