e-περιοδικό της Ενορίας Μπανάτου εν Ζακύνθω. Ιδιοκτήτης: Πρωτοπρεσβύτερος του Οικουμενικού Θρόνου Παναγιώτης Καποδίστριας (pakapodistrias@gmail.com), υπεύθυνος Γραφείου Τύπου Ι. Μητροπόλεως Ζακύνθου. Οι δημοσιογράφοι δύνανται να αντλούν στοιχεία, αφορώντα σε εκκλησιαστικά δρώμενα της Ζακύνθου, με αναφορά του συνδέσμου των αναδημοσιευόμενων. Η πνευματική ιδιοκτησία προστατεύεται από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Τα νεότερα στα θεματικά ένθετα

Δευτέρα 30 Σεπτεμβρίου 2013

Ο συνθέτης Δημήτρης Λάγιος (1952-1991) και η συμβολή του στην Ποίηση και την Παράδοση της Ζακύνθου

Ομιλία της φιλολόγου ΜΑΡΙΑΣ ΡΟΥΚΑΝΑ ΑΜΠΕΛΑ, κατά την 2η σύναξη του γ΄ κύκλου δράσεων του Μορφωτικού Κέντρου Λόγου «Αληθώς»
(Πλάτωμα Φανερωμένης Μπανάτου, 29 Σεπτεμβρίου 2013)

Η αποψινή βραδιά είναι αφιερωμένη σε μιαν από τις πιο ελπιδοφόρες προσωπικότητες της μουσικής, που δεν υπάρχει πια, τον Δημήτρη Λάγιο, τον εξαιρετικό συνθέτη και τραγουδοποιό, τον μουσικό που συνέβαλε άμεσα στην Ποίηση και την Παράδοση της Ζακύνθου. Ο Δημήτρης Λάγιος μέχρι τα 39 του χρόνια άφησε ανεξίτηλο το σημάδι στον καμβά της Ελληνικής μουσικής. Επικεντρωμένος στην Ελεγεία της Ελληνικής Παράδοσης, παρέδωσε το δικό του μουσικό αποτύπωμα στο έντεχνο τραγούδι, με ελληνοπρέπεια και κλασικά χαρακτηριστικά.
Συμπληρώνονται ήδη 22 χρόνια από την απουσία του πιστού Ζακυνθινολάτρη, που ο αναπότρεπτος θάνατός του έκοψε την ερωτική ορμή του για δημιουργία, που ανάκαμψε την καλλιτεχνική πορεία του, τον δημιουργικό οργασμό του. Παρούσα όμως η νηκτική ερωτοπαθής μουσική του. Έφυγε ένας εξαιρετικός συνθέτης και τραγουδοποιός. Πάντα όμως θα επιστρέφει στο γενέθλιο νησί του, που αγάπησε τόσο πολύ και το ανέδειξε μουσικά. Γιατί ο Δημήτρης Λάγιος υπήρξε φως.!!! Η εφηβική ανυπόταχτη ψυχή του, το μελωδικό ένστικτο, η πίστη στο υψηλό, τον χαρακτήρισαν σ’ όλη τη διάρκεια της αστραπιαίας σταδιοδρομίας του.
1952.  Νοσταλγικές θύμισες μας γυρίζουν πίσω στο μικρό ισόγειο της οδού Κολυβά, όπου το 1952, Απρίλη μήνα, γεννήθηκε ο Δήμος. Γεννήθηκε σε μια εποχή που πάντα και πάντοτε στη Ζάκυνθο ακουγότανε ο γλυκός ήχος της κιθάρας, του μαντολίνου. Μια εποχή που η καντάδα, η σερενάδα, η αρέκια ήταν σύντροφοι, αχώριστοι των Ζακυνθινών, γι’ αυτό και η Ζάκυνθος κατά τον Λεωνίδα Ζώη «μεταξύ των άλλων κολακευτικών επιθέτων, τα οποία της χάρισαν οι επισκέπτες της είναι και η ονομασία “πηγή της καντάδας”». Αλησμόνητες θα μείνουν οι νυχτερινές σερενάδες κάτω από το παράθυρο της ωραίας κοιμωμένης. Αλησμόνητες  θα μείνουν οι συγχορδίες, οι συναυλίες στις λέσχες, στις εορτές. Οι μονωδίες και οι διωδίες, στους δρόμους και στα καντούνια, οι αρέκιες, τα λαϊκά τραγούδια, τα δίστιχα, συνήθως αυτοσχέδια. Πηγή σ’ όλα αυτά, το μεράκι και η  ευαισθησία των Ζακυνθινών, που παρά τη σεισμοπυρκαγιά του 1953 συνέχισαν να δημιουργούν μετασεισμικές νότες μελαγχολίας, αλλά και αισιοδοξίας, που  αποτέλεσαν το έναυσμα για τη μελλοντική εξέλιξη του αξέχαστου συνθέτη μας και μουσικού Δημήτρη Λάγιου. Ο Δημήτρης γεννήθηκε και γαλουχήθηκε μέσα σ’ όλα αυτά τα μουσικά ακούσματα. Μητέρα του η Μαρίκα, πατέρας του ο Σπύρος, που λεγόταν και Τσουλούφης, άντρας δουλευταράς, φούρναρης στο επάγγελμα, αλλά και θαυμάσιος τραγουδιστής, γνωστός κανταδόρος στις ταβέρνες και στα στέκια του νησιού, μειλίχιος τενόρος με υπέροχη πρίμα διαπεραστική φωνή υπήρξε και ο πρώτος μουσικός δάσκαλος του Δήμου και του μεταλαμπάδευσε την αγάπη για το τραγούδι και τον μύησε στα μονοπάτια της αρμονίας και της μουσικής πανδαισίας. Από μικρός ο Λάγιος ακολουθούσε την παρέα των τραγουδιστάδων, τους θαύμαζε και τραγουδούσε μαζί τους, ζυμώθηκε μέσα στη ζακυνθινή μουσική παράδοση. Ο Ντίνος Θεοδόσης  θυμάται: « Ο Δήμος τα πρώτα μαθήματα τα πήρε από το Γιάννη Βίτσο, που τον πήγαινε εκεί ο πατέρας του τραβώντας τον από το χέρι, ενώ στο άλλο χεράκι κρατούσε και μασούλαγε στο δρόμο μια φέτα ψωμί με λάδι και ζάχαρη. Στη συνέχεια διψώντας για μουσική και τραγούδι έπαιρνε κι άλλα μαθήματα από το γείτονά μας Γιάννη Λιβαθινό-Κουτσουκέλη, αλλά και από τον Κώστα Σαμψαρέλο». Πραγματικά άριστοι δάσκαλοι τον καθοδήγησαν σταθερά στην εκμάθηση των μουσικών οργάνων αλλά και της θεωρίας. Ο Δημήτρης πάντα θα θυμάται τους μέντορές του με ευγνωμοσύνη. Σε συναυλία που έδωσε το 1985 στην Εθνική Πινακοθήκη στην Αθήνα θα αναφέρει χαρακτηριστικά: «Τη συναυλία θέλω να την αφιερώσω μέσα από την ψυχή μου, στους πρώτους δάσκαλους, το Γιάννη Βίτσο που μ’ έμαθε να ακούω, να μετράω και να διαβάζω μουσική και το Γιάννη Κουτσουμπέλη που μ’ έμαθε κιθάρα». Από τα πρώτα χρόνια του άρχισε με ζήλο και φιλομάθεια την ανοδική του πορεία προς το μουσικό στερέωμα, εξελισσόμενος σε σημαντικό καλλιτέχνη, τραγουδιστή, συνθέτη που η φήμη του θα περάσει τα όρια της γενέτειρας του.  Η καταγωγή του από τα Επτάνησα – σύμφωνα με μαρτυρία του Στρατή Πασχάλη – «ήταν φυσικό να τον έχει προικίσει με μια ποιητική αίσθηση του κόσμου και των πραγμάτων. Δεν ήταν τυχαία η προέλευση του από τη Ζάκυνθο που έδωσε στο νεοελληνικό πολιτισμό ό,τι πιο υψηλό και ιδιοφυές, όπως ο Σολωμός, και ό,τι πιο ιδιόρρυθμο και καινοτόμο, όπως ο Κάλβος. Αυτούς τους  ποιητές είχε κλεισμένους στην καρδιά του, συνταυτισμένους με τα μουσικά ακούσματα της παιδικής του ηλικίας, το εκκλησιαστικό μέλος, τις ζακυνθινές σερενάδες, ακούσματα που στάθηκαν θεμελιακά για την καλλιτεχνική του εξέλιξη…». Ο Δημήτρης, μετά τις γυμνασιακές του σπουδές, συνεχίζει στο Εθνικό Ωδείο Αθηνών. Συγχρόνως όμως με τις ακαδημαϊκές του σπουδές, είχε την ευκαιρία να συναναστραφεί με σεπτές φυσιογνωμίες των εκφραστών του ύφους και του ήθους της ζακυνθινής μουσικής παράδοσης που ζούσαν στην Αθήνα, τον Πέτρο Πανταζή, το Νιόνιο Παγή, τον Ανδρέα Σόλο… Μαζί τους θα περνά τις ελεύθερες ώρες του και θα αναπολούν τη Ζάκυνθο, το νησί της μουσικής του τραγουδιού και των τραγουδιστάδων.
Ο Δημήτρης Λάγιος συνεχίζει τις σπουδές στην Αμερική για τέσσερα χρόνια και επιστρέφει το 1979 στην Ελλάδα. Γνώστης του μυστικού της Τέχνης, ασχολείται συστηματικά με την καταγραφή και μελέτη της πλούσιας λαϊκής μουσικής μας παράδοσης, με τη συνεργασία ντόπιων λαϊκών τραγουδιστάδων, γνωρίζοντας πολύ καλά ότι η μετάδοση της παράδοσης είναι η ψυχή και το όπλο κάθε λαού στην τέχνη. Επηρεασμένος από τα παραδοσιακά, χορωδιακά, πολυφωνικά σχήματα  και τις αρέκιες δημιουργεί το δικό του νέο μουσικό ύφος. Ασχολείται με διάφορες μορφές σύνθεσης. Μελετά, επιμελείται, οργανώνει, διασκευάζει και γράφει…, γράφει μουσική…, δουλεύει ακατάπαυστα με πάθος. Όπως λέει χαρακτηριστικά ο ίδιος «έχουμε ένα πλούσιο υλικό σ’ όλη την Ελλάδα και ιδιαίτερα στα Επτάνησα. Θεώρησα λοιπόν ότι είναι χρέος μου σ’ αυτή την εργασία να δώσω αρκετό από το χρόνο μου. Όσο περνάει ο καιρός όλα αυτά χάνονται και θάβονται. Βρήκα στοιχεία που τα συναντάμε σε λαϊκούς μουσικούς όλου του κόσμου. Εξ άλλου ο πόνος, ο αγώνας, ο έρωτας, ο θάνατος, είναι κοινά…».
Ο Δημήτρης Λάγιος, μορφή θρησκευτική, επιβλητική χωρίς όμως να σε κρατάει σε απόσταση, επικοινωνεί, σε αγγίζει. Γιατί όπως λέει ο Χάμαρντ «Η ποιότητα της επικοινωνίας είναι τέχνη».
Γεννημένος στη Ζάκυνθο ξέρει να αγαπά τους ποιητές. Λέει πως είναι «μια αλυσίδα ανθισμένη που  προφυλάσσει τη χώρα μας». Η αγάπη του για τα ιδιαίτερα γνωρίσματα της Ζακύνθου, οι ήχοι, τα χρώματα τον οδήγησαν στην έρευνα, τη μελέτη, την καταγραφή και διδασκαλία έργων της Επτανησιακής Μουσικής Σχολής, απ’ όπου προέκυψαν κάποιες δισκογραφικές εργασίες. Ένα πάθος ασίγαστο τον διακατέχει σ’ ολόκληρη δυστυχώς τη σύντομη ζωή του.
Ο Δημήτρης Λάγιος, φορέας της Μεγάλης Μουσικής Κληρονομιάς μας δημιούργησε «το Μουσικό Ασκηταριό της Ζάκυνθος». Το 1984 ίδρυσε και το «Κάλβειο Μουσικό Σχολείο».
Ο Δημήτρης Αβούρης αφηγείται: « Ήταν το ίνδαλμα των νέων εδώ. Στα 25-28 του συσπείρωσε την καλλιτεχνική Ζάκυνθο γύρω του. Ανέδειξε τραγούδια, μνημεία που δεν τους έδιναν σημασία και ήταν σκόρπια. Αλλά η αγάπη του για τη μουσική μας παράδοση έγκειται στη μοναδικότητα της δισκογραφικής του δουλειάς “Λαϊκά τραγούδια της Ζακύνθου, εθνομουσικολογική έρευνα”».
Ο συνθέτης μας προσπάθησε τους μουσικούς κρυμμένους θησαυρούς της γενέτειρας του να καταγράψει, να αναστήσει και πραγματικά άφησε μια ισχυρή παρακαταθήκη για το μέλλον. Σύμφωνα με τον μουσικολόγο Μάρκο Δραγούμη: « Η μοναδικότητα αυτού του δίσκου έγκειται στο ότι δεν έχει ξανά κυκλοφορήσει δίσκος με τραγούδια της Ζακύνθου». Ο ίδιος ο Δημήτρης εξηγεί: «Ο δίσκος αυτός είναι καρπός μιας αγάπης με πόνους και λαβωματιές γεναμένος που από λίγα χορτάρια, έλαβε τώρα πνοή. Για την εργασία αυτή είχα τη βοήθεια τριών  γενεών, τους γέροντες και τις γερόντισσες, τους φίλους του πατέρα μου και τις ταβέρνες, και τους νέους ανθρώπους». Τα «Λαϊκά τραγούδια της Ζάκυνθος» έχουν λαογραφική, μουσική αλλά και συνθετική αξία. Παλιά λαϊκά τραγούδια, πολυφωνικά που ερμηνεύονται α καπέλα χωρίς συνοδεία  οργάνων παρά μόνο με τις φωνές. Τα περισσότερα ερωτικά,  κρύβουν μέσα τους μια ποιητική αλλά και σατιρική διάθεση  των ντόπιων. Αγροτικά όπως η Άμοιρη,  η Απαρνημένη αλλά και αρέκιες (Γλυκοφέγγει, Δυο ήλιοι, δυο φεγγάρια...).
Με τα τραγούδια και τη μουσική του ξαναθύμισε παλιές Ζακυνθινές μνήμες και αναβίωσε όμορφες νοσταλγικές στιγμές. Στάθηκε ευλαβικά απέναντι στη μουσική παράδοση του γενέθλιου και διατήρησε τον έμφυτο Επτανησιακό λυρισμό του.
Αξιόλογος  και ο δίσκος του «Του Σολωμού και της Ζάκυνθος» με ξεχωριστό ποίημα τη Γαλήνη. Ο δίσκος περιέχει παραδοσιακά τραγούδια της Ζακύνθου τα περισσότερα σε στίχους Διονυσίου Σολωμού και ενορχηστρωμένα και παιγμένα με τον παραδοσιακό τρόπο της επτανησιακής μουσικής με μαντολίνα. Αλλά και οι «Ζακυνθινές Σερενάτες» του Τζώρτζη Κωστή και η «Ζακυνθινή εκκλησιαστική Μουσική» παρουσιάζουν ζωντανά τα βιώματα του μουσικού μας από την τοπική κουλτούρα, που είχε το χάρισμα να τα μετουσιώνει σε καλλιτεχνική σύνθεση corpus. Ο μουσικός όμως δεν σταματά, συνεχίζει να δημιουργεί με πάθος, να συνθέτει σαν να ήξερε, να οσμιζόταν ότι δεν προλαβαίνει «έχω πρόβλημα με τον χρόνο», έλεγε χαρακτηριστικά, «ο χρόνος είναι εχθρός μου. Ό,τι και να κάνεις στην τέχνη δεν φτάνει ο χρόνος..»
Ποιητικοί οδηγοί στην έμπνευσή του οι μεγάλοι ποιητές μας Σολωμός, Κάλβος, Ελύτης, Καρυωτάκης. Θαύμαζε ιδιαίτερα τον Ανδρέα Κάλβο. «Ο Κάλβος ήταν πραγματικά σαν αστραπή στην ποίησή μας, δεν είχε ούτε προγόνους, ούτε επιγόνους», αναφέρει χαρακτηριστικά. Γέννημα της αγάπης προς τον ποιητή των Ωδών, Ανδρέα Κάλβου, ήταν «Η Κάλβειος Ραψωδία» ένα συμφωνικό έργο πάνω στις Ωδές, το οποίο ήλθε στο φως το Φεβρουάριο του 2011. Ο Διονύσης Βισβάρδης αναφέρει: «Η Κάλβειος Ραψωδία είναι ένα έργο του οποίου η πρωτοτυπία και η θαυμάσια μελωδική και ρυθμική του υπόσταση είναι τόσο συνταιριασμένη  με τον Κάλβο, τα μέτρα και το ύφος». Η «Κάλβειος Ραψωδία» [πασίγνωστη σήμερα η σύνθεση του ποιήματος “Ο Φιλόπατρις”] αναδεικνύει τους ώριμους δρόμους αναζήτησης του αείμνηστου συνθέτη, που αντιστάθηκε στο ρεύμα του γρήγορου καταναλωτισμού, πάντα σεμνός, αυτοχαρακτηριζόμενος «δόκιμος» ως άνθρωπος και ως μουσικός, απλός εργάτης της τέχνης. Βέβαια δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ακολούθησαν και άλλες δισκογραφικές του εργασίες με γνωστούς καλλιτέχνες (Νταλάρας, Καλογιάννης, Μπέλου), που πραγματικά τον έφθασαν στην κορυφή του μουσικού στερεώματος.
7 Απριλίου 1985: Ο Δημήτρης Λάγιος, ημέρα των γενεθλίων του βρίσκεται στην Κύπρο για μια συναυλία και εκεί γεννήθηκε «Ο μυστικός του έρωτας» όπως τον αποκαλούσε. Την αγάπησε, την έκρυψε στην καρδιά του, της χάρισε την μουσική του. Τρεις δίσκοι οι «Σκιές», «Των Αθανάτων» και το «Ίνα τι». Πάλεψε, έτρεξε και συμπαραστάθηκε στον αγώνα των Κυπρίων μ’ όλη τη δύναμη της ευαίσθητης καρδιάς του. Τα τραγούδια του έγιναν φωνές, ύμνοι, μαντινάδες, βίωμα αγωνιστικό.
Σπουδαίο έργο του και οι «Ρωγμές», ένας ονειρικός δίσκος και οι «Επωδές σ’ ελληνικά θέματα» (το δεύτερο έργο που περιλαμβάνεται στο δίσκο), που κυκλοφόρησαν μετά το θάνατό του, το 1992.  Εδώ ανακαλύπτουμε τη γοητευτική λεπτότητα των νυκτών εγχόρδων στο ωραιότερο ίσως έργο που άφησε ο Δημήτρης  Λάγιος μαζί με την «Ερωτική  πρόβα στο θάνατο». Μουσικοί ήχοι και χρώματα από τη Ζάκυνθο, που βγαίνουν από τα μαντολίνα, τις μάντολες, τις κιθάρες και τα κόντρα μπάσα που παίζει πολυμελής ορχήστρα. Χωρίς να παραπέμπουν άμεσα στο ύφος της Ζακυνθινής καντάδας και σερενάδας, έχουν κρατήσει την αίσθηση και τη φόρτιση της νυχτωδίας, μια εξαιρετικά ποιοτική δουλειά του συνθέτη μας. Ο Λάγιος αφοσιώθηκε σ’ ό,τι είχε πνοή στην  τέχνη, στην παράδοση του τόπου του. «Ένας συνθέτης μαγεμένος από την παράδοση, την ποίηση τη μουσική και την Ελλάδα του», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Μίκης Θεοδωράκης για εκείνον. Ένας μουσικός ρομαντικός, μελαγχολικός, αθόρυβος, περιθωριακός θα μπορούσε να τον χαρακτηρίσει κανείς.
Διένυσε μουσικές διαδρομές που άφησαν ίχνη ανεξίτηλα στον οδοιπόρο, διαδρομές βαμμένες σε χρώματα μενεξεδί και μοβ (το αγαπημένο του χρώμα) μέχρι την πιο σταχτιά, την πιο μοβ, την τελευταία διαδρομή του. Ο Δημήτρης Λάγιος, ο μυστηριακός εκφραστικός συνθέτης, ο Άγιος της Ελληνικής Μουσικής, όπως ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, υπήρξε ο Άγιος των Γραμμάτων μας, δε φοβόταν το θάνατο, τον κοίταζε, τον άγγιζε, τον προκαλούσε σαν να τον μέτραγε, σαν να τον υποψιαζόταν. Η συνεχής αγωνία που τον διακατείχε ήταν να κάνει, όσο το δυνατόν περισσότερα. Το 1987 ο Δημήτρης  Λάγιος έγραψε το κύκνειο άσμα του «την Ερωτική πρόβα στο θάνατο», ένα απαράμιλλο Requiem, που θυμίζει συνειρμικά τον μεγάλο Μουσουργό Μότσαρτ και το Requiem, που συνέθεσε λίγο πριν το θάνατό του. Με την «Ερωτική πρόβα» (όπως τελικά μπήκε ο τίτλος στον δίσκο, αφαιρώντας δηλαδή την πρώτη γραφή, που κατέληγε «… στο θάνατο») γράφτηκε το «τέλος» στη ζωή ενός καλλιτέχνη που με τους στίχους του μελοποίησε το πάθος για τη ζωή και το δέος για το θάνατο. Πόσοι από εμάς δεν έχουμε σιγοτραγουδήσει …. «να ονειρεύομαι απ’ το παράθυρο»….
Τον Δημήτρη Λάγιο το όνειρο τον μάγεψε και οδήγησε τη σύντομη ζωή του. Μ’ αυτό το όνειρο και το ξεχωριστό ταλέντο του αφουγκράστηκε ήχους προαιώνιους, σμίλεψε εικόνες μαγικές, μελωδίες, μοιράστηκε ομορφιά και συγκινήσεις. Η «Ερωτική πρόβα» αντικατοπτρίζει την κορυφαία στιγμή της δημιουργίας και ωριμότητας του συνθέτη. Το τελευταίο του αυτό τόλμημα θα περνά στα χρόνια που έρχονται με τη φωνή σπουδαίων καλλιτεχνών και θα μας θυμίζει τον τρόπο που γράφτηκε η λέξη «τέλος» στη ζωή ενός ανθρώπου, με τα παράξενα έντονα σκούρα μάτια, που δεν έκρυβαν τίποτα, κι όλο έλεγες ότι τώρα θ’ αρχίσει να κλαίει και άμα σε κοιτούσε, ντρεπόσουν, όπως τονίζει ο Άγγελος Πυριόχος, αναφερόμενος στον Δημήτρη Λάγιο.
Στις 11 του Απρίλη ήρθε το τραγικό τέλος. Ο Δημήτρης άφησε την τελευταία πνοή του, σε ηλικία 39 ετών, χτυπημένος από την επάρατη νόσο. Η πορεία προς το τέλος ήταν αργή, αλλά αναπόφευκτη, παρά τη μάχη που έδωσε και την αισιοδοξία που τον διακατείχε ότι θα νικήσει τον τρομερό εισβολέα. Βίωσε την ιδιότητα νέος και μελλοθάνατος. Έφυγε με τη ζωή που του τσιγκουνεύτηκε, με τα έργα που δεν πρόλαβε να γράψει, αφήνοντας διαχρονικό απόθεμα, τα μαγικά μουσικά του σκήπτρα και την νεανική του εικόνα. Ο μουσικός με την πανελλήνια και διεθνή ακτινοβολία, ο άνθρωπος με τα ψυχικά θεμέλια, που δεν πρόλαβε να απογειωθεί, πίστευε ότι «η τέχνη είναι τόσο μεγάλη που ό,τι και να κάνεις είναι μικρό».
            Όμως, η έρευνα, η αναζήτηση του στο χτες, το σήμερα, το αύριο δε σταματούσε μόνο στη μουσική. Ο Δημήτρης Λάγιος είχε υπαρξιακές ανησυχίες για τη ζωή, την ύπαρξή μας, αναζητήσεις στο χώρο της θρησκείας. Η φιλοσοφική άποψή του πάνω στην ύλη και το άπειρο, τον οδήγησαν στην ύστατη επιθυμία του η σορός  του να αποτεφρωθεί και να αφεθεί στη Ζάκυνθο και την Κύπρο σα δείγμα της απέραντης αγάπης του για τα δυο νησιά.
            Κλείνοντας το μικρό αυτό αφιέρωμα θέλω να τονίσω ότι «η μνήμη είναι δύναμη». Πάντα θα θυμόμαστε τον Δημήτρη Λάγιο, δε θα φύγει ποτέ από τις καρδιές όσων ταξίδεψαν με τη μουσική του. Τα  τραγούδια, οι συνθέσεις του δε θα πάψουν να ηχούν στις σημερινές, αλλά και τις αυριανές γενιές, σαλπίζοντας μηνύματα αγάπης, έρωτα, ευγένειας ανθρωπιάς.
            Δημήτρη, κοιμήσου γαλήνιος στις αγαπημένες σου ακρογιαλιές στις δυο πατρίδες σου, τη δασωμένη Ζάκυνθο και την αερία Κύπρο.